Διήγημα που διακρίθηκε στον διαγωνισμό «200 χρόνια τώρα...», με θέμα «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση», που συνδιοργάνωσαν η Book Press με τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τα διηγήματα που ξεχώρισαν θα κυκλοφορήσουν σε e-book στο τέλος Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Κεντρική εικόνα: «Σουλιώτισσες», ελαιογραφία του Γεώργιου Μηνιάτη.
Της Νόνικας Κωνσταντουδάκη
Βοιωτία, 10 Αυγούστου 1826
Το πρώτο πράγμα που άκουσε ήταν τα κοράκια. Αναγνώρισε αμέσως τον σκληρό και κάπως μεταλλικό ήχο. Τα μάτια της ήταν κλειστά, αλλά ήταν σίγουρη ότι πετούσαν από πάνω της. Οι φτερούγες τους έκρυβαν και φανέρωναν τον ήλιο, σαν κάποιος να αναβόσβηνε το φως για να την ξυπνήσει. Ενώ αποκτούσε τις αισθήσεις της, η μυρωδιά της σήψης τη χτύπησε στη μύτη τόσο δυνατά, που ένιωσε το περιεχόμενο του στομαχιού της να ανεβαίνει στον οισοφάγο της. Μηχανικά, έκανε να γυρίσει στο πλάι για να κάνει εμετό, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ωστόσο, ένιωθε τα μέλη της κανονικά. Ήταν σαν να την είχε πλακώσει ένα βουνό. Και αυτό είχε γίνει, λίγο πολύ. Ένας μικρός σωρός από νεκρά σώματα κάλυπτε τον κορμό της από τον λαιμό και κάτω. Ακόμη ένας βρισκόταν ακριβώς από κάτω της, στον οποίο προφανώς χρωστούσε το γεγονός ότι ήταν ζωντανή.
Πόσες ώρες κείτονταν εκεί μαζί τους; Δεν ήξερε να πει. Από τη μυρωδιά καταλάβαινε ότι ο ήλιος του Αυγούστου έκανε τη διαδικασία ακόμη πιο γρήγορη. Το κάψιμο στον οισοφάγο έκανε τα μάτια της να δακρύσουν. Κατάπιε με δυσκολία, και άρχισε να κινείται με κοφτές κινήσεις, πότε κλωτσώντας, πότε σέρνοντας τα μέλη της κάτω από τα κουφάρια. Τα κοράκια διέγραφαν κύκλους από πάνω της κρώζοντας, παρακολουθώντας το έργο της και θυμίζοντάς της το δικό τους. Ήθελε να τα κάνει να σωπάσουν, αλλά δεν ήξερε πώς. Πρώτα όμως έπρεπε να συγκεντρωθεί για να βγει από εκεί. Έπειτα από αρκετή ώρα και αφού έβαλε όλη της τη δύναμη, τινάχτηκε έξω από τον σωρό. Ένιωσε τα μέλη της να καίνε, καθώς το αίμα κυκλοφορούσε και πάλι ελεύθερο. Πνίγοντας την παρόρμησή της να το βάλει στα πόδια, γονάτισε και άρχισε να ελέγχει τα πρόσωπα των νεκρών για σημάδια ζωής.
Ξαφνικά είδε δύο μεγάλα μαύρα μάτια να την κοιτούν ορθάνοιχτα. Άγρια χαρά την πλημμύρισε. Ήταν η Φρόσω, η ξαδέρφη της! Ένας μεγάλος μαύρος λεκές από αίμα γυάλιζε στα ανοιχτοκάστανα μαλλιά.
Η δουλειά όμως δεν ήταν εύκολη. Έπρεπε να ανασηκώνει τα άψυχα, βαριά σώματα, να τραβάει χέρια και πόδια. Η μυρωδιά την έπνιγε, όμως εκείνη συνέχιζε. Τα κοράκια έκρωζαν χωρίς σταματημό. Τα χέρια της, το πρόσωπό της είχαν γεμίσει αίματα. Ξαφνικά είδε δύο μεγάλα μαύρα μάτια να την κοιτούν ορθάνοιχτα. Άγρια χαρά την πλημμύρισε. Ήταν η Φρόσω, η ξαδέρφη της! Ένας μεγάλος μαύρος λεκές από αίμα γυάλιζε στα ανοιχτοκάστανα μαλλιά. Η κοπέλα έτρεξε αμέσως κοντά της, την ταρακούνησε, τη φώναξε με τ’ όνομά της. Η μικρή όμως δεν κινήθηκε. Τα μαύρα μάτια εξακολουθούσαν να την κοιτούν, νεκρά. Πιο πέρα, η μάνα της, παραδίπλα η θεία, η γιαγιά της, οι δυο αδερφές της, δώδεκα η Τασώ και δέκα η Κατερίνα.
Τα κοράκια συνέχιζαν να κρώζουν, της έσκιζαν τα αυτιά. Τους φώναζε, πετούσε πέτρες στον ουρανό, ενώ συνέχιζε να ψάχνει. Εκείνα όμως δεν σταματούσαν. Όταν δεν υπήρχε πια τίποτα να ξεθάψει, η Μαριγώ κάθισε καταγής.
Πρέπει να ήταν γύρω στις πενήντα γυναίκες που είχαν μείνει στο χωριό. Είχαν μαζευτεί την προηγούμενη στην εκκλησία να πάρουν απόφαση. Είχαν μάθει ότι ο Κιουταχής θα περνούσε με τον στρατό του από τα μέρη τους. Το Μεσολόγγι είχε πέσει και μαύρη σκοτεινιά τούς είχε τυλίξει όλους. Το δικό της χωριό ήταν μικρό, άσημο. Οι γυναίκες στα μέρη της φοβισμένες. Η Μαριγώ δεν ήξερε καμιά που να θέλει να πεθάνει για την πατρίδα. Ποια ήταν η πατρίδα; Δεν ήξερε τι σημαίνει αυτό. Για εκείνη, πατρίδα ήταν το χωριό της. Οι γυναίκες ήθελαν να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, εγγόνια. Καμιά δεν σκέφτηκε να δώσει την προίκα της για τον αγώνα. Τώρα όμως… δεν υπήρχε ζωή γι’ αυτές. Είτε θα πήγαιναν από το γιαταγάνι είτε θα πουλιόνταν στα σκλαβοπάζαρα. Πάει να πει θάνατος και στις δύο περιπτώσεις. Ο ένας γρήγορος, ο άλλος αργός.
Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκαν. Οι μανάδες φίλησαν τα παιδιά τους, οι αδερφές τα αδέρφια τους, οι γιαγιάδες παιδιά και εγγόνια. Θα έπεφταν στον γκρεμό, αυτό είχαν αποφασίσει. Το χωριό δεν θα άντεχε τον στρατό του Κιουταχή, έτσι κι αλλιώς μόνο τα γυναικόπαιδα είχαν μείνει. Οι άντρες, άλλοι νεκροί, άλλοι φευγάτοι. Κι είπαν, αφού δεν όριζαν τη ζωή τους, θα όριζαν τον θάνατό τους. Όλες συμφώνησαν… Για πρώτη φορά ένιωσαν ότι κανείς δεν τους έκανε κουμάντο. Μήτε Τούρκος μήτε Έλληνας. Κι ήταν αυτό μια χαρά πρωτόγνωρη, αταίριαστη με τη φρίκη του θανάτου, μα που αλάφραινε τις καρδιές τους και τις έκανε να στέκουν όρθιες. Στο φως των κεριών περίμεναν να ξημερώσει η τελευταία τους μέρα.
Η Μαριγώ τις κοιτούσε μία μία και προσπαθούσε να διαβάσει τις σκέψεις τους. Η σιωπή, βαριά σαν την απόφαση που είχαν πάρει, πλανιόταν ανάμεσά τους. Κανένα κλάμα, κανένας θρήνος ή κρυφός λυγμός δεν τη διέκοπτε. Κι όμως, η Μαριγώ ένιωθε τον τρόμο απ’ όλες τους, το βουβό παράπονο της χαμένης ζωής από τις νέες, την οδύνη των μεγαλύτερων που θα έβλεπαν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους να πεθαίνουν. Γύρισε και κοίταξε τη μάνα της.
Η Δόμνα ήταν κοντά στα σαράντα. Η δουλειά στα χωράφια και τα χρόνια είχαν σκάψει βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπό της. Τα γκρίζα μαλλιά ήταν πιασμένα πίσω σε σφιχτό κότσο, τα χέρια διπλωμένα στην ποδιά της, στη συνηθισμένη καρτερική τους θέση. Είχε γεννήσει έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Από τα αγόρια δεν είχε μείνει κανένα, αφού τα δύο μικρότερα τα είχαν πάρει οι θέρμες και το μεγαλύτερο το είχε πάρει ο πόλεμος. Όσο για τον άντρα της, κλέφτης στα βουνά, είχε πέντε χρόνια να τον δει. Η Μαριγώ την κοιτούσε και προσπαθούσε να θυμηθεί το γέλιο της. Η μάνα της δεν γελούσε ποτέ, μόνο χαμογελούσε καμιά φορά με τα καμώματα της μικρής, της Κατερίνας. Εκείνη τη νύχτα όμως τα μάτια της έλαμπαν. Τα πάντοτε σφιγμένα χείλη είχαν χαλαρώσει και το ημίφως απάλυνε τις ρυτίδες, γλυκαίνοντας την αυστηρή όψη της. Νιώθοντας το βλέμμα της κόρης της, η Δόμνα ανασήκωσε το κεφάλι.
«Μη φοβάσαι» της είπε βλέποντας το ανήσυχο πρόσωπο της κοπέλας. «Σε λίγο ξημερώνει».
Τα χαράματα πήραν τον δρόμο για το βουνό. Ανέβηκαν ψηλά, αμίλητες. Ο στρατός του Κιουταχή φάνηκε στον ορίζοντα. Τα κόκκινα φέσια πλημμύρισαν το λαγκάδι και ο αχός έφτανε ως εκεί που στέκονταν.
Άλλες δυο δυο, άλλες τρεις μαζί, πιασμένες σφιχτά από το χέρι, πλησίαζαν με τη σειρά την άκρη του γκρεμού κι έπεφταν. Οι περισσότερες παρέμεναν βουβές σαν υπνωτισμένες. Μόνο κάπου κάπου αντηχούσε στον γκρεμό κάποια κραυγή, σκίζοντας τη σιωπή του αλλόκοτου σκηνικού.
Άλλες δυο δυο, άλλες τρεις μαζί, πιασμένες σφιχτά από το χέρι, πλησίαζαν με τη σειρά την άκρη του γκρεμού κι έπεφταν. Οι περισσότερες παρέμεναν βουβές σαν υπνωτισμένες. Μόνο κάπου κάπου αντηχούσε στον γκρεμό κάποια κραυγή, σκίζοντας τη σιωπή του αλλόκοτου σκηνικού.
Τώρα ήταν όλες νεκρές. Εκτός από μία. Η Μαριγώ σηκώθηκε από το χώμα και κοίταξε μια τελευταία φορά γύρω της. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της σχηματίζοντας άσπρα αυλάκια στο γεμάτο αίματα πρόσωπό της. Οι μαύρες φτερούγες συνέχιζαν να κόβουν βόλτες από πάνω της, περιμένοντας. Γύρω δεν φαινόταν ψυχή. Οι Τούρκοι θα πέρασαν από το χωριό, το βρήκαν έρημο και έφυγαν. Μπορεί και να είχαν δει τον σωρό από τις νεκρές. Σίγουρα θα είχαν απογοητευτεί, όπως τα κοράκια σαν είδαν ότι ήταν ζωντανή.
Αυτή η σκέψη την έκανε να χαμογελάσει. Ύστερα το χαμόγελο έγινε γέλιο, ένα γέλιο τρελό που όλο και δυνάμωνε. Τώρα η Μαριγώ γελούσε με την καρδιά της, έπεσε ανάσκελα και συνέχισε να γελάει. Γελούσε, γελούσε ανάμεσα στα νεκρά κορμιά και τα άψυχα μάτια και το γέλιο της αντηχούσε στους βράχους του γκρεμού μέχρι που άρχισε να σκεπάζει το κρώξιμο απ’ τα κοράκια. Εκείνα σάστισαν για μια στιγμή και τελικά σκόρπισαν φοβισμένα. Όταν ξεθύμανε, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. Ήταν καθαρός, κι είχε πάρει το χρυσοκόκκινο χρώμα του δειλινού.
«Έτσι φεύγουν τα κοράκια λοιπόν» σκέφτηκε.