Διήγημα που διακρίθηκε στον διαγωνισμό «200 χρόνια τώρα...», με θέμα «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση», που συνδιοργάνωσαν το bookpress.gr με τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τα διηγήματα που ξεχώρισαν θα κυκλοφορήσουν σε e-book στο τέλος Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Του Κυριάκου Αλέξιου Εφραίμ Γατουρτζίδη
Αναφώνησε: «Δεν θα με πιάσεις ποτέ». Και άρχισε να τρέχει λαχανιασμένος σε ένα δρομάκι στα δεξιά του. Κοιτούσε όλο πίσω για να ελέγχει αν τον έχει προφτάσει εκείνος που τον κυνηγούσε· ξέχασε να κοιτάει μπροστά του όμως. Σκόνταψε σε ένα μετά βίας υπαρκτό και καμουφλαρισμένο σκαλοπατάκι και έτσι κατέληξε σε έναν λασπόλακκο. Έπεσε τόσο άχαρα που έβαψε τους κοντινούς τοίχους με έναν μεταμοντέρνο τρόπο σε αποχρώσεις του καφέ.
Μέχρι να σκουπίσει το πρόσωπό του, καθαρίζοντας πρωτίστως τα μάτια από τα χοϊκά δάκρυά του, είδε κάτι σαν σύννεφο να του κρύβει τον ήλιο. Έκανε μια κίνηση να φύγει αλλά ο άλλος όρμησε πάνω του και άρχισε να τον γαργαλάει μανιωδώς. Ακούγονταν σε ολόκληρη τη γειτονιά οι κραυγές τους: «Σου είπα, ότι θα σε έπιανα». Ο μικρός Κάπα ανταπέδωσε τα γαργαλητά και οι δυο τους μέσα στην ανεμελιά τους κυλιόντουσαν στις λάσπες· όχι ως γουρούνια, αλλά ως παιδιά.
Τα συναισθήματα που μπορούν να γεννηθούν σε αυτήν την ηλικία είναι η επαφή με τα πάντα, ίσως η αλήθεια των πάντων, και όμως το χρονικό φάσμα εμφάνισής τους είναι θανάσιμα περιορισμένο στη μια δεκαετία άντε και κάτι παραπάνω.
Οι δύο κολλητοί είχαν μόλις σχολάσει από το επετειακό μάθημά τους στην Τρίτη τάξη του Δημοτικού, αφιερωμένο στους ήρωες του ’21. Δεν είναι ανάγκη να αναφερθούν τα πρώτα δύο ψηφία του αριθμού, επειδή τέτοιους ήρωες παραφρασμένους έστω ή επικαιροποιημένους κάθε εποχή τούς έχει χρεία. Δεν ήθελε πολύ να εμπνευστούν τα δυο αγόρια, το τοπίο του χωριού τους δίπλα στην Τρίπολη στο οποίο έμεναν τους είχε βοηθήσει, στο να τους γεννηθεί η όρεξη για ένα άλλου είδους παιχνίδι.
Αφού σηκώθηκαν και καθαρίστηκαν ή στην περίπτωση του Κάπα ξανακαθαρίστηκαν και αφού αντάλλαξαν επιπόλαια τις ανησυχίες τους για το τι πρόκειται να ακούσουν έκαστος από τις μητέρες τους (φίλες και αυτές να σημειωθεί) παρατήρησαν με έναν στιγμιαίο συγχρονισμό έναν κουβά με νερό που υπήρχε παραδίπλα. Έσπευσαν γελώντας προς τα κει· προφανώς θεώρησαν καλή ιδέα να κάνουν κάτι σαν πρόχειρο μπάνιο, ο καιρός καλός ήταν εξάλλου, δεν θα πάθαιναν κάτι, παρά μόνο αν τους έπαιρναν χαμπάρι οι μητέρες τους ή έστω γνωστές τους. Πρώτος έφτασε ο Κάπα, σήκωσε τρεμουλιαστά τον κουβά, αλλά στο παιδικό του μυαλό μια ιδέα εξερράγη. Αρχικά θεώρησε πιο ευεργετικό από ένα μπάνιο του εαυτού του ένα μπουγέλο στον φίλο του· τον αιφνιδίασε ρίχνοντάς του όλο το νερό και ξέσπασε σε δυνατά γέλια, τα οποία τράβηξαν την ποσοχή κάποιων συμμαθητών τους που περνούσαν εκεί κοντά.
Πρώτος έφτασε ο Κάπα, σήκωσε τρεμουλιαστά τον κουβά, αλλά στο παιδικό του μυαλό μια ιδέα εξερράγη.
Πήρε τον κουβά, τον έβαλε περικεφαλαία στο κεφάλι του και με ένα πήδημα βρέθηκε όρθιος πάνω στο παγκάκι που βρισκόταν δίπλα του. Ο φίλος του τον κοιτούσε με ενδιαφέρον και περιέργεια, πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση «τι κάν…», ο Κάπα πετάχτηκε με στεντόρεια για την ηλικία του φωνή. «Εμπρός λοιπόν, αδέρφια μου, ας δώσουμε όρκο, να πολεμήσουμε για τη λευτεριά μας», ένας χάρακας που έβγαλε από το σακίδιο τού ταίριαξε άριστα σαν σπαθί εποχής στο μυαλό του. Ο φίλος του δεν είχε παρά να ακολουθήσει, του άρεσε αυτό που συνέβαινε, έβγαλε και εκείνος το καινούριο του μολύβι και συμβάδιζε με το σενάριο του Κάπα.
Μάλλον το σχέδιο ήταν να επαναλαμβάνει ό,τι άκουγε και έτσι έκανε, σαν αντίλαλος ήταν, οι φωνές τους έμοιαζαν. «Ορκίζομαι» άρχισε λοιπόν και επανέλαβε ο φίλος του όπως και κάθε άλλη φράση που άκουγε, «να πολεμήσω», «μέχρι τελικής πτώσεως», «να μη φοβηθώ», «να μην πω ψέματα», «να παραμείνω ενωμένος μαζί σας», «αδέρφια μου», «μαζί ας ελευθερώσουμε…». Κάπου εκεί ήταν η στιγμή που οι συμμαθητές τους τούς πρόφτασαν, γρήγορα κατάλαβαν τι γινόταν και έτσι αμέσως πήραν μέρος σε αυτή την αναπαράσταση, πήραν ό,τι είχαν που να μπορούν να το πουν σπαθί και το ύψωσαν στον ουρανό, αγόρια και κορίτσια. Συνέχισε: «Μαζί ας ελευθερώσουμε την πατρίδα», «μαζί ας πεθάνουμε και μαζί ας ζήσουμε».
Όσο προχωρούσε παθιαζόταν θαρρείς όλο και περισσότερο. Φαινόταν από την ένταση της φωνής και τη στάση του σώματός του. «Μαζί ας ελευθερώσουμε τις οικογένειές μας», «αυτά που αγαπάμε», «και αυτά στα οποία πιστεύουμε». Όλα τα παιδιά ήταν κατενθουσιασμένα. «Ορκίζομαι ότι θα ελπίζω μέχρι να πεθάνω», «και θα ονειρεύομαι, ό,τι και εάν γίνει, την πατρίδα μου όπως τη θέλω».
Όλες οι παιδικές φωνές είχαν εναρμονιστεί τόσο που παρά το παιχνίδι σε ανατρίχιαζε αν το άκουγες, ήταν εξάλλου πράγματι η φωνή ομόψυχων. Ίσως είναι και το μυστικό στην επιτυχία των επαναστάσεων, η ομοψυχία· τουλάχιστον για να εξελιχθεί κατ’ ευχή ένα τέτοιο εγχείρημα, τόσο αβέβαιο, στο οποίο ξεχύνεσαι με τόση βεβαιότητα.
Τα ηνία πήραν οι υπόλοιποι, ούρλιαξαν –όχι απλώς φώναξαν, είχαν τρομακτικά παθιαστεί– «Ζήτω» τρεις φορές. Ήταν κάπως μαγικό πώς είχαν ενωθεί μεταξύ τους, πόσο όμορφη ιδέα είχαν για την Επανάσταση, ένιωθαν περήφανοι για ό,τι υποδύονταν αυτή τη στιγμή. Ένας από αυτούς έκανε την παλάμη του τρομπέτα, ήταν ταλαντούχος, και έδωσε τον ρυθμό.
Αποφάσισαν να μην παραμείνουν ανώνυμοι. «Εγώ είμαι ο Κολοκοτρώνης!», «και εγώ ο Καραϊσκάκης!», «Γεια σας, αδέρφια μου, είμαι ο Νικηταράς!», «Εμπρός, στη νίκη! Σας μιλάει η Μπουμπουλίνα», «Για την ελευθερία! Είμαι ο Αθανάσιος Διάκος!». Όλο αυτό κράτησε κάνα πεντάλεπτο, μέχρι να βρει ο καθένας τον αγαπημένο του ήρωα και με σθένος να αναφωνήσει το όνομά του ενσαρκώνοντάς τον.
Ο Κάπα ήταν πολύ χαρούμενος από αυτή την ανέλπιστη συμμετοχή στην πρωτοβουλία του. Κατέβηκε από το παγκάκι και αγκαλιάστηκαν όλοι τους, κάτω από τον λασπόλακκο άνθισε μια ορχιδέα.
Οι γείτονες από όλη αυτή τη φασαρία είχαν ξεσηκωθεί στα μπαλκόνια. Ήταν μεσημέρι και ήταν όλοι ενοχλημένοι από τον θόρυβο, αλλά μόλις έβγαιναν στα μπαλκόνια τους αγκυλώνονταν εκεί· περισσότερο να επαινέσουν ήθελαν για αυτό το πρωτόγνωρο στα μάτια τους θέαμα, παρά να επιπλήξουν τα ζωηρά παιδιά.
Η μητέρα του Κάπα είχε όμως εδώ και πέντε λεπτά βάλει το φαγητό στο τραπέζι και κάθε δέκα δευτερόλεπτα κοιτούσε την πόρτα. Ο Κάπα είχε αργήσει και το φαγητό θα κρύωνε, ανεπίτρεπτο! Έβαλε τα παπούτσια της και κατευθύνθηκε προς το διπλανό δρομάκι, ήταν σίγουρη πως για να ακούγεται τόση φασαρία ο γιος της εμπλέκεται, αν δεν το προκάλεσε, το πιθανότερο.
Με διασκελισμούς έφτασε στο σημείο, ακριβώς τη στιγμή που αγκαλιάζονταν. Ο Κάπα μόλις είχε συνειδητοποιήσει την αργοπορία του και με το που είπε «ωχ», η μητέρα του είχε ήδη φανεί εμφανώς νευριασμένη.
Τον είδε, εκτός των άλλων, και λερωμένο, με έναν κουβά στο κεφάλι. Πλησίασε αγνοώντας ή ίσως και μην προσέχοντας καν τους θεατές από τα μπαλκόνια και λίγο πριν πιάσει από το μανίκι τον Κάπα ακούστηκε μια ισχνή φωνή από ένα μπαλκόνι δίπλα: «Άσε το παιδί, Γιώτα, γιορτάζουν την Επανάσταση». Δεν κατάλαβε αμέσως τι άκουσε, γύρισε το κεφάλι της προς τα πάνω με απορία και είδε την ηλικιωμένη γειτόνισσά της να κουνάει χαμογελαστή το κεφάλι της. Μετά έστρεψε το βλέμμα στον γιο της και τον ρώτησε τι υποδύεται. Ο Κάπα γεμάτος χάρη και λίγο ανακουφισμένος, αφού είδε τη μητέρα του να ξεχνιέται σιγά σιγά και έτοιμη να παρασυρθεί από το κλίμα, της είπε: «Μα φυσικά τον παππού του παππού μου! Έναν ήρωα και μαζί όλους τους ήρωες». Όλα τα παιδιά τον υποστήριξαν και άρχισαν να φωνάζουν και πάλι «Ζήτω».
Την έπιασε από το χέρι, ήθελε να την ανεβάσει με το ζόρι στο παγκάκι, εκείνη δίστασε, το θεώρησε γελοίο και ολίγον τι ντρεπόταν. Με το χειροκρότημα όμως των υπολοίπων την κατάφερε. Της ύψωσε τη γροθιά στον ουρανό – τον έσκισε θαρρείς.
Τέτοιο πάθος και τέτοια τρέλα γίνεται να έχεις μόνο για δύο λόγους, αν είσαι παιδί και αν είσαι έτοιμος να δώσεις τη ζωή σου για μια ιδέα.
Είπε στο κοινό του που πλέον από ενθουσιασμένο ήταν εκστασιασμένο, «Θυμάστε τον όρκο που δώσαμε, αδέρφια μου;». Ρητορική ήταν η ερώτηση αλλά τι να κάνουν, του απάντησαν: «Ναι!». «Ας τον πούμε πάλι όλοι μαζί, όλοι», κοίταξε τριγύρω, έδειχνε με τον χάρακα τους εκ των μπαλκονίων θεατές, «και εσείς!».
Με αυτά και με κείνα τούς κατάφερε όλους. Όλοι έλεγαν μαζί τον αυτοσχέδιο όρκο τους. Ο Κάπα ξεκίνησε ένα παιχνίδι και είχε προκαλέσει μια επανάσταση, έναν ξεσηκωμό αναπάντεχο, είχε ενσαρκώσει την ίδια την ιδέα εκείνης της Επανάστασης, που για πολλούς μπορεί να φάνηκε ότι ξεκινάει ως κάτι που θα αντιμετωπιστεί ως παιχνίδι από τους αντιπάλους, αλλά εξελίχθηκε σε κάτι που ακόμα συγκινεί γενεές επί γενεών και που τότε είχε ξεσηκώσει το αίσθημα δημοκρατίας και ελευθερίας σε όλη την οικουμένη.
Ο Κάπα δάκρυσε, το αλάτι που έτρεξε ήταν το ίδιο που τότε έγλειφε τις βάρκες των μπουρλοτιέρηδων. Είχαν όλοι μεταφερθεί σε μια άλλη εποχή, είχαν σταματήσει τον χρόνο. Τα παιδιά θεώρησαν νίκη τους την αποδοχή που έλαβαν από τους μεγαλύτερους και οι μεγαλύτεροι νίκη τους την ανατροφή που από ό,τι φαίνεται είχαν δώσει στα παιδιά τους.
Τέτοιο πάθος και τέτοια τρέλα γίνεται να έχεις μόνο για δύο λόγους, αν είσαι παιδί και αν είσαι έτοιμος να δώσεις τη ζωή σου για μια ιδέα.
Στο μεταξύ ο γάτος της οικογένειας του Κάπα φρόντισε να μην πάει χαμένο το σερβιρισμένο φαγητό.
* Κυριάκος Αλέξιος Εφραίμ Γατουρτζίδης