
Για το μυθιστόρημα του Καζούο Ισιγκούρο «Όταν ήμαστε ορφανοί» (μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Ψυχογιός).
Της Νίκης Κώτσιου
Η απώλεια και το τραύμα που προκύπτει εξαιτίας της είναι ένα θέμα που επανέρχεται συχνά στο έργο του νομπελίστα Καζούο Ισιγκούρο. Γεννημένος στο Ναγκασάκι το 1954, ο Ισιγκούρο έζησε εκεί τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής του, προτού εγκατασταθεί με την οικογένειά του οριστικά στη Βρετανία. Σήμερα πλέον έχει πολιτογραφηθεί Ευρωπαίος-Βρετανός συγγραφέας και γράφει στα Αγγλικά εμπνεόμενος από θέματα «δυτικού» τύπου, αντλημένα από την ευρύτερη ευρωπαϊκή ιστορία. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι Τα απομεινάρια μιας μέρας, με πρωταγωνιστή έναν μπάτλερ – ενσάρκωση μιας παλαιού τύπου ιδανικής «βρετανικότητας» (τον απέδωσε μοναδικά ο Άντονι Χόπκινς στην έξοχη ταινία του Τζέιμς Άιβορι), που, κάνοντας απολογισμό της ζωής του, αποτιμά πτυχές της βρετανικής ιστορίας, έτσι όπως τις έζησε εκ του σύνεγγυς στην οικία του φιλοναζί αριστοκράτη όπου εργαζόταν επί σειρά ετών. Το τέλος του πολέμου φέρνει και το τέλος της αποικιοκρατίας μαζί με τον ταχύ εξαμερικανισμό της κοινωνικής ζωής.
Δύο δεκαετίες μετά την τραγωδία κι ενώ η φήμη του εξαπλώνεται στο Λονδίνο, ο Μπανκς αποφασίζει να επιστρέψει στη Σαγκάη, ώστε να εξιχνιάσει την οικογενειακή του υπόθεση.
Το Όταν ήμαστε ορφανοί (2000), που θα μας απασχολήσει εδώ, είναι το πέμπτο βιβλίο του Ισιγκούρο. Πρωταγωνιστεί ο Κρίστοφερ Μπανκς, ένας φέρελπις νεαρός ντετέκτιβ, που δραστηριοποιείται στο Λονδίνο της δεκαετίας του 1930. Οι επιτυχίες του διαδέχονται η μια την άλλη και ο ίδιος γίνεται όλο και περισσότερο αναγνωρίσιμος στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας και της λονδρέζικης ελίτ. Ο Μπανκς, όμως, στοιχειώνεται από μια οικογενειακή τραγωδία, που συνέβη στην κοσμοπολίτικη Σαγκάη των παιδικών του χρόνων, όπου ζούσε με την οικογένειά του μια μάλλον ήρεμη ζωή. Οι γονείς του Κρίστοφερ εξαφανίστηκαν κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, ο ένας μετά τον άλλο, οπότε ο ίδιος, ορφανός πια, μεταφέρθηκε στη Βρετανία, για να ζήσει με μια θεία. Δύο δεκαετίες μετά την τραγωδία κι ενώ η φήμη του εξαπλώνεται στο Λονδίνο, ο Μπανκς αποφασίζει να επιστρέψει στη Σαγκάη, ώστε να εξιχνιάσει την οικογενειακή του υπόθεση. Οι συνθήκες που επικρατούν στην Κίνα έχουν πλέον αλλάξει και είναι εξαιρετικά δυσμενείς καθώς μαίνεται ο σινο-ιαπωνικός πόλεμος, αλλά ο Μπανκς είναι αποφασισμένος να προχωρήσει μέχρι τέλους και να ρίξει φως στην εξαφάνιση των γονιών του. Πιστεύει ότι θα τους βρει ζωντανούς, πλάθει σενάρια και κάνει διάφορες εικασίες, που, όπως θα αποδειχθεί εκ των υστέρων, απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.
Μέσα από αλλεπάλληλα φλάσμπακ, παρακολουθούμε την παιδική ηλικία του πρωταγωνιστή-αφηγητή στην πολυεθνική Σαγκάη των αρχών του εικοστού αιώνα, που χαρακτηρίζεται από κραυγαλέες πολιτισμικές και κοινωνικο-οικονομικές αντιθέσεις, ανάγλυφα αποτυπωμένες στην αφήγηση. Η μητέρα του ήρωα αναλαμβάνει έναν ενεργό ακτιβιστικό ρόλο ενάντια στην ευρεία διακίνηση του οπίου, που εξυπηρετεί κυρίως βρετανικά συμφέροντα, ενώ ο πατέρας του εργάζεται σε μια εταιρεία που κερδοσκοπεί και φανερά εμπλέκεται σε αυτού του είδους το παράνομο εμπόριο. Οι αναπολήσεις του Μπανκς έχουν επίκεντρο την εξιδανικευμένη εικόνα της μητέρας του, την οποία ως παιδί λατρεύει και προσπαθεί εναγωνίως να κερδίζει την προσοχή της ή να αποσπά επαίνους. Μέσα από τα σπαράγματα της μνήμης, η μητέρα διαγράφεται δυναμική και περήφανη, με παρουσία καθοριστική και βαρύνουσα, που επισκιάζει τον πατέρα και ενίοτε τον περιθωριοποιεί ή τον απαξιώνει. Οι συζυγικοί καυγάδες, έτσι όπως διασώζονται στη μνήμη του Μπανκς, εμφανίζονται μάλλον αμβλυμένοι, η οικογενειακή ζωή αναδύεται σχεδόν ανέφελη και περίπου ειδυλλιακή, έτσι ώστε η εξαφάνιση πρώτα του ενός και μετά του άλλου να προκύπτει ως κεραυνός εν αιθρία. Στην πραγματικότητα, οι αναμνήσεις που καταθέτει ο ήρωας, λειασμένες και βελτιωμένες, λειτουργούν ως μια παραμορφωμένη και διαστρεβλωμένη εκδοχή της ζωής που έζησε. Ο Μπανκς αρνείται να αντιμετωπίσει την αλήθεια κατάματα και πλάθει ένα καθησυχαστικό παρελθόν, που τον διασώζει από τον πόνο και τον βοηθά να διαχειριστεί το τραύμα. Και βέβαια, οι παθογένειες της βρετανικής οικογένειας Μπανκς εγγράφονται στην ευρύτερη, γενικευμένη παθογένεια της δυτικής ιμπεριαλιστικής διείσδυσης στην Ασία, που περιγράφεται με πολύ απτό τρόπο μέσα από δυνατές, σοκαριστικές εικόνες.
![]() |
Αν και θεωρείται ένα από τα πιο αδύναμα βιβλία του, το Όταν ήμαστε ορφανοί, είχε προκριθεί μέχρι τη μικρή λίστα του Man Booker Prize, το 2000. |
Ωστόσο, η προσήλωση του Μπανκς στην απωλεσθείσα μητέρα και η εμμονή του, ως ενήλικα πια, να επανασυστήσει τη χαμένη του οικογένεια γίνεται τροχοπέδη για την ομαλή ψυχο-συναισθηματική του ανάπτυξη. Ο τρόπος που μεταβολίζει την πραγματικότητα αποδεικνύεται βαθιά προβληματικός. Οι κοινωνικές του συναναστροφές είναι επιφανειακές και ρηχές, αποφεύγει την επαφή με το άλλο φύλο και δε συνάπτει ουσιαστικούς ανθρώπινους δεσμούς, αν εξαιρέσουμε τη σχέση με τη θετή του κόρη Τζένιφερ, πάνω στην οποία βλέπει ίσως ένα αντίγραφο του εαυτού του. Επιλέγει να ζήσει απομονωμένος σ' έναν περίκλειστο σύμπαν, φτιαγμένο από τροποποιημένες αναμνήσεις και ανεδαφικές προσδοκίες. Δεν έχει ρίζες ούτε στο Λονδίνο ούτε στη Σαγκάη και η μοναδική του πατρίδα είναι η παιδική ηλικία, έτσι όπως την έχει κατασκευάσει με τους δικούς του, αυθαίρετους όρους. Αφιερώνει όλη του την ενέργεια στην αναβίωση του κλίματος ασφάλειας και προστασίας που του παρείχε η οικογένεια και επιθυμεί να επανέλθει μέσα στο κέλυφος της διαλυμένης πια εστίας. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Μπανκς για να περιγράψει τη σύνδεσή του με τον κόσμο και την κοινωνία είναι ενδεικτική της ψυχικής δυσλειτουργίας του. Πρόκειται για μια ψυχρή και αποστειρωμένη γλώσσα, απαλλαγμένη από κάθε συγκίνηση, που ενίοτε απηχεί το ιδίωμα της εντελώς αποστασιοποιημένης αστυνομικής αναφοράς, σύμφωνα με όλους τους τύπους και το αυστηρό πρωτόκολλο. Δε λείπουν, ωστόσο, κάποιες ονειρικές ή και σουρεαλιστικές καταβυθίσεις, που απηχούν την αγωνία του και τη λαχτάρα να επιστρέψει εσπευσμένα σ' ένα οριστικά χαμένο παρελθόν.
Ελεγεία για τη χαμένη παιδική ηλικία, μυθιστόρημα ενηλικίωσης και παράδοξη αστυνομική ιστορία που αντιστρατεύεται τους βασικούς κανόνες του είδους, το Όταν ήμαστε ορφανοί εξερευνά τις περίεργες διαδρομές της μνήμης, όταν αυτή προσπαθεί να κατευνάσει τον, προερχόμενο απ' την απώλεια, πόνο.
Από ένα σημείο και μετά, το μυθιστόρημα παίρνει την τροπή αστυνομικής ιστορίας, χωρίς να χάνει όμως τα χαρακτηριστικά του ψυχολογικού δράματος. Ο Μπανκς κυκλοφορεί πάντα με το μεγεθυντικό φακό στην τσέπη, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να εξετάσει τεκμήρια και να εξιχνιάσει μυστήρια. Είναι μάλιστα φορές που νιώθει επιφορτισμένος με τη μεσσιανική αποστολή να εξυγιάνει ολόκληρο τον κόσμο από το κακό, πράγμα που φυσικά δεν καταφέρνει, όπως δεν καταφέρνει να φωτίσει και την οικογενειακή του υπόθεση. Η λύση θα δοθεί από άλλον. Κρίνοντας από τις άκαρπες και ατελέσφορες προσπάθειές του, που σηματοδοτούν μια κραυγαλέα ήττα, ο Μπανκς κρίνεται μάλλον αποτυχημένος και αναποτελεσματικός. Άστοχες οι εκτιμήσεις του, ανεπιτυχής η απόπειρα. Ο ντετέκτιβ αποτυγχάνει αλλά κερδίζει σε αυτογνωσία και συγχρόνως γίνεται κοινωνός μιας αλήθειας, που επίμονα και κοπιαστικά αποφεύγει.
Ελεγεία για τη χαμένη παιδική ηλικία, μυθιστόρημα ενηλικίωσης και παράδοξη αστυνομική ιστορία που αντιστρατεύεται τους βασικούς κανόνες του είδους, το Όταν ήμαστε ορφανοί εξερευνά τις περίεργες διαδρομές της μνήμης, όταν αυτή προσπαθεί να κατευνάσει τον, προερχόμενο απ' την απώλεια, πόνο. Ο αναξιόπιστος αφηγητής-πρωταγωνιστής αποπειράται να δημιουργήσει από την αρχή ένα ψεύτικο και ωραιοποιημένο παρελθόν που τον απομακρύνει απ' τη σκληρή αλήθεια και επιδίδεται σε έναν μάταιο και εξαρχής καταδικασμένο αγώνα, που δεν δικαιώνεται ποτέ. Οι αναμνήσεις που χρησιμοποιεί για να πλοηγηθεί στη ζωή ελέγχονται κατ' εξακολούθηση ως ανακριβείς αλλά η πραγματικότητα είναι πάντα πιο ισχυρή και επιβάλλει αυτή τους δικούς της επαχθείς όρους, με τους οποίους ο ήρωας καλείται να συμφιλιωθεί.
Η προσεγμένη μετάφραση της Αργυρώς Μαντόγλου για τις εκδόσεις Ψυχογιός μεταφέρει επιτυχώς το στρωτό, μάλλον ακαδημαϊκό ύφος του Ισιγκούρο.
* Η ΝΙΚΗ ΚΩΤΣΙΟΥ είναι φιλόλογος.
Όταν ήμαστε ορφανοί
Καζούο Ισιγκούρο
Μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου
Ψυχογιός 2019
Σελ. 432, τιμή εκδότη €15,50