
Για την ποιητική συλλογή του Γιάννη Στρούμπα «Περίμετρος» (εκδ. Σμίλη). Kεντρική εικόνα: © Christian Lur/Unsplash.
Γράφει ο Ιγνάτης Χουβαρδάς
Στο ποιητικό βιβλίο του Περίμετρος (εκδ. Σμίλη), ο ποιητής Γιάννης Στρούμπας επιλέγει να χαθεί στον υπόγειο κόσμο του μετρό. Νιώθει τον σφυγμό της αθηναϊκής πρωτεύουσας μέσα από τα έγκατά της. Διαθέτει το βλέμμα του επισκέπτη, αποσπασματικό και φευγαλέο, που ολοένα αναβαπτίζεται, από επίσκεψη σε επίσκεψη.
Το μετρό είναι κρυμμένο. Διεκδικεί με τον τρόπο του την ιδιότητα του αόρατου. Ίσως γι’ αυτό είναι εντυπωσιακό. Το μετρό μεταφέρει. Αυτό που μεταφέρει στα βαγόνια του είναι ανθρώπους, μέσα από τη διαδικασία μιας σταθερής και απαράλλαχτης ιεροτελεστίας: κατάβαση των ανθρώπων από τις σκάλες, έκδοση εισιτηρίων, μετακίνηση στις αποβάθρες, αναμονή των συρμών, το δρομολόγιο της δαιμόνιας μηχανής, η ανάβαση στο φως. Όλα διέπονται από μια επανάληψη. Η ταχύτητα, αν και ιλιγγιώδης, διακρίνεται από το ίδιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Οι εικόνες μοιάζουν αποχρωματισμένες. Κατά κάποιο τρόπο είσαι θαμμένος αλλά παράλληλα κινούμενος («η μαύρη τρύπα με ρουφά.»). Η απόσταση καταργείται. Χάρη στο μετρό, ο χάρτης της πόλης μοιάζει να εμπαίζει την έννοια του χρόνου, περιορίζεται σε αυτό που κατά βάθος είναι: ο χωροταξικός προσδιορισμός, οι συνοικίες, οι πλατείες, οι δήμοι και όλα τα ακόλουθα.
Ως οντότητα, το μετρό είναι ένα είδος προσωποποίησης, με τη μορφή ενός ευμετάβλητου σκηνικού, που η ροή του επιβάλλεται πίσω από μια προκαθορισμένη διαδικασία. Το μετρό είναι το αντίθετο του μυθικού ήρωα με φτερά, του Ίκαρου, που πετάει στον ουρανό. Εδώ το μετρό, και συνακόλουθα ο άνθρωπος, καλείται να μιμηθεί όχι το πουλί αλλά το σκουλήκι, το μυρμήγκι, τη σφήκα. Το θέμα διαπραγμάτευσης δεν είναι ο ουρανός αλλά το χώμα.
Ταφική εμπειρία
Αν και αποτελεί υπενθύμιση μιας ταφικής εμπειρίας, το μετρό επιβάλλεται με τους βρυχηθμούς της τεχνολογίας. Έχει μια δική του ζωή, σε ένα διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στο ασφυκτικό σκοτάδι και το νωχελικό, βαρύθυμο ηλεκτρικό φως των στάσεων. Δεν είναι τυχαίο που οι χώροι υποδοχής και εξόδου του μετρό είναι ιδιαίτερα πολιτισμένοι, καλοσυνάτοι και φιλόξενοι, γιατί, πέρα από το αδιαμφισβήτητο κύρος του τεχνολογικού επιτεύγματος (που οφείλεις να το σεβαστείς), υπάρχει το δέος ενός χώρου κατοχυρωμένου στον Άδη – κι εδώ, ο τρόπος να σεβαστείς τον χώρο είναι να αναιρέσεις τη νεκρική του αυτοτέλεια. Οι σήραγγες του μετρό είναι ένα θαύμα υπόγειο, αντιπαλεύει τον Άδη και ανταγωνίζεται, σε επίπεδο τεχνολογίας, το πέταγμα του ανθρώπου στον ουρανό:
Θα βρεις εκεί βαθιά
να σέρνονται σκουλήκια.
Κι εκεί βαθιά θα βρεις
ουράνιες πεταλούδες.
Στα έγκατα της γης, η φύση απεκδύεται το ανάγλυφό της. Ένας άλλος κόσμος, αβυσσαλέος, υπερβολικά σκοτεινός, χωρίς ορίζοντα, ασφυκτικός και αγέλαστος –που όμως έχει μια δική του πνοή. Το νεκρικό σκοτάδι απαλύνεται, μοιάζει περισσότερο τεχνητό και σε αρκετό βαθμό νηπενθές, μέσα σε θαλάμους, ανάλογο με εκείνο που χρησιμοποιεί στο εργαστήρι του ο φωτογράφος, μέχρι να εμφανίσει στο φως του ήλιου μια φωτογραφία. Το σκοτάδι σε ρουφά, αλλά η ζωή περιμένει έξω, στο φως, και το μετρό γίνεται ένας διαμεσολαβητής, με τον χαρακτήρα της πρόσκαιρης διακοπής της ανθρώπινης δραστηριότητας. Το αντίτιμο της υποχρεωτικής ακινησίας του ανθρώπου για κάποια ώρα, είναι αντίθετα η αστραπιαία ορμή της μηχανής κι ακόμα παραπέρα η άμβλυνση της απόστασης.
Η περίμετρος αφορά την ευφορία που στιγμιαία νιώθεις καθώς επανέρχεσαι στο φως και ταυτόχρονα τη συνειδητοποίηση πως ο ζωτικός χώρος ελευθερίας στον επάνω κόσμο είναι κι αυτός περιφραγμένος.
Τι ακριβώς σημαίνει ο τίτλος «Περίμετρος»; Στο ποίημα «Σχεδία ψηλά στο κύμα», γράφει ο ποιητής: «Από παντού πώς έκλεισαν/ σε μέγγενη περίμετρο/την κάθε μου απόδραση;» Η περίμετρος αφορά την ευφορία που στιγμιαία νιώθεις καθώς επανέρχεσαι στο φως και ταυτόχρονα τη συνειδητοποίηση πως ο ζωτικός χώρος ελευθερίας στον επάνω κόσμο είναι κι αυτός περιφραγμένος. Μια χροιά ανακούφισης και ταυτόχρονα ματαίωσης, μια δόση πικρής ειρωνείας. Η διαδρομή με το μετρό υπάρχουν στιγμές που μοιάζει με καταφύγιο, αν και δεν παύουμε να νιώθουμε αφύσικα, σε έναν χώρο που από τα αρχαία χρόνια τα κλειδιά τα κρατάει ο Άδης.
Η ¨Περίμετρος¨, είναι μια ποιητική σύνθεση. Η αρχή «Μυρμηγκοφωλιά» και το τέλος «Σφηκοφωλιά» συνομιλούν. Οι σφήκες από το φως εισχωρούν στο σκότος της φωλιάς τους, όπως και τα μυρμήγκια χτίζουν στο χώμα, στο βάθος, τις δικές τους φωλιές. Γράφει συγκεκριμένα ο ποιητής: «Στις κατακόμβες να εισέρχομαι… κι έπειτα να ζωγραφίζω αστραφτερά από της γης τα έγκατα την πιο γλοιώδη λάσπη». Προφανείς οι αναλογίες με το μετρό.
Το κύριο μέρος της σύνθεσης χωρίζεται σε δύο μέρη: Προς αποβάθρες και Προς καταβόθρες. Είναι τα βήματα των επιβατών προς τον χώρο αποβίβασης. Αλλά κι η αστραπιαία ταχύτητα του μετρό, όπως σκίζει τα έγκατα της γης. Η ποίηση καταγράφει την υπνωτιστική σκιά των κινήσεων, τον αμφίθυμο ψυχισμό του υπόγειου κόσμου, που μοιάζει αρκετά με εκείνον του πλατωνικού σπηλαίου.
![]() |
Ο Γιάννης Στρούμπας γεννήθηκε το 1973. Κατάγεται από την Κομοτηνή, όπου και διαμένει. Είναι φιλόλογος και διδάσκει στη μέση εκπαίδευση. Τακτικός συνεργάτης των έντυπων λογοτεχνικών περιοδικών Τα Ποιητικά και Θευθ, καθώς και του ηλεκτρονικού Ο Αναγνώστης. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, δύο τόμους δοκιμίων, δύο ανθολογίες, μία μελέτη, ενώ έχει συμμετάσχει και σε συλλογικά έργα. Η Περίμετρος είναι η τέταρτη ποιητική του συλλογή και το ένατο προσωπικό του βιβλίο. |
Μια πορεία που μοιάζει με «σκηνή θεατρική/μ’ υπόγειες παραστάσεις». Κι έπειτα «κυλιόμενες καταβάσεις/κυλιόμενα αισθήματα». Οι ενέργειες του ανθρώπου: «Εισάγετε στον κερματοδέκτη… παραλαμβάνετε… κατευθύνεστε… εφαρμόζετε… χρεώνετε… ανέρχεστε… αναμιγνύεστε με το διερχόμενο κοπάδι… πανικοβάλλεστε άφοβα.» Αλλά και το δαιμόνιο της μηχανής: «Νέο φως, νέα στάση, νέα εκκίνηση/ μπετόν τσιμέντα σκυροδέματα.»
Ο μουντός φωτισμός
Άλλο στοιχείο της σκηνογραφίας, ο μουντός αποφλοιωμένος φωτισμός: «Το φως βουλιάζει στις στοές/το φως φθίνει φθινόπωρο.» Κυρίαρχο όμως το σκοτάδι: «Το κάτω σκότος καθαρό/ οπλισμένος αστακός.» Σε άλλο σημείο: «Σκοτάδι πίσσα η σήραγγα/δεν έχει δα και τίποτα/να δεις απέξω.» Κι αλλού: «Υπογείως διαφεύγεις./ Το σκότος ταξιδεύει/με ταχύτητα φωτός.» Επίσης: «Μια λάμψη που διέρχεται,/μια σκοτεινιά που μένει.» Το αδιαπέραστο σκοτάδι είναι μόνο μια παρένθεση, η ζωή επανέρχεται στο φως, στα χρηστικά πλαίσια της μετακίνησης από τον έναν τόπο στον άλλον.
Στίχοι επίσης ενδεικτικοί της συνύπαρξης με τους άλλους επιβάτες:
Μέσα είναι η κάθε ομορφιά.
Γιαγιάδες με εγγονάκια
Έφηβοι με χαμόγελα κι αστεία
Ζευγάρια ερωτευμένων νέων
Όλο υγεία και δροσιά…
Να καμαρώνεις
διακριτικά.
Ποτέ κατάματα.
Στην τζαμαρία να καμαρώνεις.
Το μετρό είναι μια φωλιά όπου κουρνιάζει πρόσκαιρα η ανθρώπινη δραστηριότητα: «Εκκρεμότητες στριμώχνονται/στα βαγόνια του συρμού./Κοντανασαίνουν/πλάι στο ηχητικό σήμα./Δεν βολεύονται/σε κάθισμα./Όρθιες παραφυλούν/έτοιμες να πεταχτούν/στην επόμενη στάση… Εκκρεμότητες στριμώχνονται στα βαγόνια του συρμού/ η ανεμελιά αδικαιολογήτως απούσα.»
Η ποίηση καταγράφει τις πρόσκαιρα ταριχευμένες διαθέσεις της ψυχής:
Παρακαλούνται οι επιβάτες
να προσέχουν
τα προσωπικά τους συναισθήματα
Προσοχή στο κενό
μεταξύ μυαλού και καρδιάς.
Η περιγραφή του κάτω κόσμου ιδιάζουσα, σχεδόν σουρεαλιστική, γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ο καταχθόνιος κόσμος διέπεται από μια αδιατάρακτη ασφυξία και από ένα αδιαπραγμάτευτο βάρος, είναι ένας τάφος, που στην προκείμενη περίπτωση λοξοδρομεί και δεν είναι ο θάνατος, αποκτά μια άλλη διάσταση, μεταβάλλεται σε ένα θαύμα της συγκοινωνίας, ένα τεχνολογικό επίτευγμα. Η περιγραφή λοιπόν αυτού του χώρου μόνο με την ποίηση μπορεί να αποδοθεί, με έναν λόγο ανατρεπτικό, χορευτικό, ευλύγιστο και τρισδιάστατο:
Λιγοστά στρωσίδια πάνω στη σχάρα
απ’ τα βάθη θαλπωρή του εξαερισμού
από υπόγειες τριβές
απ’ τα ουράνια
θαλπωρή ψιλόβροχου
τσιτσιρίζει
στην πυρακτωμένη σχάρα
με τον σκύλο αγκαλιά
κι η γαλαρία εξαερίζεται
κι η πνοή εξαερώνεται.
Ο υπόγειος κόσμος έχει το δικό του δελτίο αναφορών και συμβάντων. Όπως ένα επικίνδυνο συμβάν στον σταθμό της Ομόνοιας, όπου μια γυναίκα βρέθηκε ανάσκελη στις ράγες:
Πέτυχαν να την ανασύρουν
τρεις νεαροί
που ρίχτηκαν στο μαύρο
να προλάβουν
τον Ερχόμενο.
Άλλο δυσάρεστο συμβάν η εξαφάνιση ενός ηλικιωμένου:
Χάνεται στο τούνελ γηραλέος
κι ούτε ένα βλέμμα πάνω του.
Γυμνός εξαφανίζεται/ στη χιονισμένη του άβυσσο.
Οι λέξεις ανάγονται σε μια ορολογία γύρω από το μετρό, και παράλληλα δηλωτικές της ανθρώπινης συνθήκης. Η κυριολεξία αποτελεί και μεταφορά. Η εναλλαγή ανάμεσα στο άπλετο σκοτάδι και στο ράθυμο ηλεκτρικό φως σε κάθε στάση, οδηγεί και σε παραισθήσεις:
Να ‘ναι τ’ ασημένιο βέλος
που ξέπνοο ξεθυμαίνει στον σταθμό
πρόσωπο θαρρείς χλωμό;…
Χλωμό μου πρόσωπο
όταν δεν πέφτεις μόνο σου
σ’ ατσάλινους τροχούς να πολτοποιήσεις
τα μπαλώματά σου
κάποιο άλλο ασημένιο βέλος θα βρεθεί
για να καρφώσει στο είναι σου
μια γενοκτονία.
Άλλη παραίσθηση:
Λυγμός γενοκτονία
/πάει να με πνίξει
μα πνίγεται
μόλις διακρίνω
να το ιππεύει
ολάκερη πρωτεύουσα
Ινδιάνων.
Ή βρισκόμαστε στα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την παραίσθηση:
Αυτή η βουβή
που βουτά στις στοές
…δυναστεύει την όραση
κι από βλέμμα σε βλέμμα
παρωπίδες φορά
σέρνεται ιπτάμενη
με φτερά κατσαρίδα…
Διαφήμιση θα’ ναι.»
Στην «Περίμετρο», ο κόσμος του μετρό είναι μια διαρκής θεατρική πράξη σε ένα υπόγειο σκηνικό, «μ’ αυλαία που δεν πέφτει.» Μια ενέργεια αποθηκευμένη σε ένα διαμεσολαβητικό pause. Ένα δηλαδή πάγωμα της εικόνας, στα πλαίσια μιας γενικότερης εντροπίας της κανονικής ζωής, προκειμένου να συλλαβιστεί μια επίμονη σκιώδης δράση, σε ένα περιβάλλον όπου η ψυχή δεν βλέπει τη σκιά της, γιατί την οσμίζεται μέσα της.
Οι άνθρωποι αδρανοποιούνται, ο σφυγμός συντονίζεται σε μηδενικό χρόνο με το σκοτάδι και το χώμα. Και τότε, έχουμε μια διαρκή επαναδιαπραγμάτευση της ανθρώπινης κατάστασης, σε χρόνο νεκρό, κι επομένως ταχύτατο, στις ράγες ενός αρνητικού φιλμ, όπου οι μορφές άλλοτε είναι φασματικές κι άλλοτε πραγματικές. Βρισκόμαστε σε εκείνο το αδιόρατο σημείο τόπου και χρόνου, όπου το πρόσωπο αποκαλύπτεται στο σκοτάδι, σε μύχιες κι ανεξερεύνητες μορφές του, όταν στην ουσία δεν φαίνεται αλλά ακτινογραφείται, λίγο πριν λουστεί ξανά στο φως.
* Ο ΙΓΝΑΤΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Περιμένοντας τη Λόλα – Μια ερωτική ιστορία» (εκδ. Νησίδες).