Με αφορμή την πρόσφατη δημόσια συζήτηση που προέκυψε έπειτα από (επι)κριτικό κείμενο για τη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση, τίθεται το ερώτημα: «Πόσο θεμιτό και χρήσιμο είναι να κρίνουμε παλιότερα κείμενα, κλασικά ή όχι, σύμφωνα με σημερινές ευαισθησίες ή απόψεις, π.χ. για τη θέση της γυναίκας ή τις έμφυλες ταυτότητες; Μήπως αυτό το εγχείρημα συνιστά έναν κριτικό αναχρονισμό»; Έντεκα σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς επιχειρούν μια απάντηση.
Επιμέλεια: Κ.Β. Κατσουλάρης
Όλα ξεκίνησαν με ένα αναλυτικό και οξύτατα κριτικό κείμενο του εκδότη Κώστα Σπαθαράκη (εκδ. Αντίποδες) στο περιοδικό Βλάβη, αρκετούς μήνες πριν. Εκεί διαβάζουμε φράσεις όπως: «Το τίμημα που πληρώνει ο αναγνώστης του Καραγάτση για να διαβάσει ένα νεοελληνικό άρλεκιν είναι δυσανάλογα υψηλό: εγκλωβίζεται σε έναν κόσμο που είναι συγχρόνως εξοργιστικά οικείος και θεαματικά δυσάρεστος, και από τον οποίο δεν υπάρχει καμία διαφυγή». Κι όμως, απ' όσο έχει πέσει στην αντίληψή μου, δεν υπήρξαν αντιδράσεις. Ίσως το γεγονός ότι το κείμενο γράφτηκε σε ένα περιοδικό που το διαβάζει εκ των πραγμάτων περιορισμένο κοινό (αν και ιδιαίτερα επιτυχημένο περιοδικό), ίσως και το γεγονός ότι το κείμενο φέρει τη «βαριά» υπογραφή ενός από τους πιο επιτυχημένους εκδότες των τελευταίων χρόνων, ίσως και για άλλους λόγους, δεν προκάλεσε δημόσια κατακραυγή ή αντίλογο. Αντίθετα, το κείμενο της νεότατης πεζογράφου Ρένας Λούνα στη Lifo σήκωσε τσουνάμι αντιδράσεων, που κυμάνθηκαν από τη δημοσίευση σοβαρών κειμένων με ενστάσεις για την προσέγγιση της συγγραφέα, έως χυδαίες και υβριστικές επιθέσεις.
Έκτοτε, αν και πάνε μόλις λίγες μέρες, έχουν ήδη δημοσιευτεί ουκ ολίγα κείμενα σε πολλά και διαφορετικά μέσα, με διαφορετική στόχευση το καθένα. Απ’ όσα έπεσαν στην αντίληψή μου, ξεχωρίζω το κείμενο της Ελισάβετ Κοτζιά (παλιότερο κείμενό της, ξανακοιταγμένο) στον Αναγνώστη, το κείμενο της Βίβιαν Στεργίου στην Καθημερινή, αλλά κι ένα κείμενο από την «αντίπερα όχθη», το κείμενο του Δημήτρη Αντωνίου, που το αναδημοσίευσε στη Σελίδα του το Θέατρο Πορεία, το οποίο διευθύνει ως γνωστόν ο Δημήτρης Τάρλοου, εγγονός του Καραγάτση, από τη μεριά της μητέρας του, της Μαρίνας Καραγάτση, η οποία μάλιστα έφυγε από τη ζωή μόλις λίγες μέρες πριν ξεσπάσει η διαμάχη. Το κείμενο πλέον μπορούμε να το διαβάσουμεστον Αναγνώστη.
Στην Book Press δημοσιεύσαμε την Κυριακή δύο κείμενα, ένα του σταθερού συνεργάτη μας, κριτικού λογοτεχνίας Γιώργου Περαντωνάκη, κι ένα του νεαρού συγγραφέα Αντώνη Γουλιανού. στο οποίο περιλαμβάνεται και μια κριτική ανάγνωση του μυθιστορήματος Η γραμμή του ορίζοντος του Χρήστου Βακαλόπουλου.
Θελήσαμε όμως να προσπαθήσουμε να ανοίξουμε κι άλλο τη βεντάλια της συζήτησης. Ζητήσαμε τη γνώμη 10 Ελλήνων πεζογράφων διαφορετικών γενεών και ενός κριτικού λογοτεχνίας και πιστεύω ότι το πετύχαμε. Τα κείμενα που ακολουθούν είναι η καλύτερη απόδειξη.
Το ερώτημα που τους θέσαμε ήταν:
«Πόσο θεμιτό και χρήσιμο είναι να κρίνουμε παλιότερα κείμενα, κλασικά ή όχι, σύμφωνα με σημερινές ευαισθησίες ή απόψεις, π.χ. για τη θέση της γυναίκας ή τις έμφυλες ταυτότητες; Μήπως αυτό το εγχείρημα συνιστά έναν κριτικό αναχρονισμό»;
Ακολουθούν οι απαντήσεις:
Λένα Διβάνη
Τα βιβλία του Καραγάτση βρωμάνε εφηβικό υλικό ανδρικών ονειρώξεων – δηλαδή εκπέμπουν μια δυσβάστακτη δυσωδία τραγίλας με νιτσεική εσάνς που με ενοχλούσε ακόμα κι όταν ήμουν δεκαεφτάχρονο στραβάδι. Άσε που δεν διαβάζονται πια και δεν φταίει μόνον η ματσίλα. Να ήταν ο Σελίν ή ο Ουελμπέκ, να πω χαλάλι του. Αλλά δεν είναι.
Τώρα, πέραν της λογοτεχνικής δεινότητας, υπάρχει και ο Καραγάτσης-απαράδεκτος άνθρωπος ακόμα και για την εποχή του. Δεν θα ξεχάσω τη «σοβαρή» κριτική του στην πρεμιέρα του Κουκλόσπιτου στο Εθνικό Θέατρο: το ξέσκισε κυριολεκτικά με το επιχείρημα ότι θα «κλείσει σπίτια»!
Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε πανεπιστημιακές παραδόσεις κοινωνιολογίας όπως οι ταινίες του παλιού (κακού) ελληνικού κινηματογράφου του τύπου η «Θεία απ’ το Σικάγο» που αγωνιούσε να παντρέψει τις ανηψιές σπάζοντας στάμνες στα κεφάλια των αντρών.
Οπότε, προτείνω να τον επανεκδίδουμε με εισαγωγή που να συζητάει με τους αναγνώστες ότι είμαστε όλοι προϊόντα του καιρού μας και της κοινωνικής μας τάξης. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε πανεπιστημιακές παραδόσεις κοινωνιολογίας, όπως οι ταινίες του παλιού (κακού) ελληνικού κινηματογράφου του τύπου η «Θεία απ’ το Σικάγο» που αγωνιούσε να παντρέψει τις ανηψιές σπάζοντας στάμνες στα κεφάλια των αντρών. Ντοκουμέντα της Ελλάδας του χτες που συχνά είναι προχτές και όποτε μπορεί σκάει μύτη ακόμα και σήμερα.
Άντζελα Δημητρακάκη
Το ερώτημα είναι απλό αλλά και περίπλοκο. Είναι απλό ως προς τα εξής:
Πρώτον, η ιστορία και η θεωρία της τέχνης ή της λογοτεχνίας γράφεται πάντα από το σήμερα. Δεν υπάρχει άλλη χρονικότητα από την οποία να γραφτεί, ενώ, παράλληλα, το «σήμερα» συνιστά ένα zeitgeist το οποίο, αν και ορίζεται από μια ιστορικά διαμορφωμένη ηγεμονία, επιτρέπει αναπόφευκτα διαφορετικές τοποθετήσεις. Η ιστορικός δεν είναι μία, ιδεολογικά. Ο ιστορικός είναι μια ιδεολογικά φτιαγμένη υποκειμενικότητα. Αν και όλες/όλοι οι ιστορικοί κοιτούν αναγκαστικά το παρελθόν έργο τέχνης από το σήμερα, η διακριτή ιδεολογική τους διαμόρφωση οδηγεί σε διαφορετικές ερμηνείες του εκάστοτε έργου. Πιστεύω ότι τόσο η Μεγάλη Χίμαιρα (1936) του Καραγάτση, όσο και το πιο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, και πιο πρόσφατο Η Μητέρα του Σκύλου (1990) του Μάτεσι («πουτάνες» έχουμε κι εκεί, αλλά πάρα πολύ διαφορετικά), θα ερμηνεύονταν διαφορετικά από έναν συντηρητικό ιστορικό-θεωρητικό απ’ ό,τι από μία φεμινίστρια ιστορικό-θεωρητικό. Και οι δύο ωστόσο θα ήταν δύσκολο να λειτουργήσουν εντελώς πέρα από την ηγεμονία (το πώς ορισμένες ιδέες και αξίες που εξυπηρετούν τα συμφέροντα μιας κοινωνικής ομάδας διαχέονται ως φυσικές). Όποιος κι όποια έχει μελετήσει λίγο Αντόνιο Γκράμσι (1891-1937), που έγραφε έναν αιώνα πριν, το γνωρίζει. Αναφέρω τον αιώνα πριν για να υπαινιχθώ ότι μια ανάλυση ή θέση δεν παλιώνει απαραίτητα με το πέρασμα του χρόνου. Ο λόγος που μας απασχολεί η Μεγάλη Χίμαιρα είναι ακριβώς ότι οι έντονα μισογυνιστικές θέσεις του έργου δεν έχουν παλιώσει, είναι παρούσες, αναγνωρίσιμες. Το ίδιο ισχύει και για πιο μοντέρνα έργα όπως το Κουτσό (1963) του Κορτάσαρ. Και θα μπορούσα ν’ αναφέρω πολλά ακόμη. Το επιχείρημα «μα ήταν της εποχής τους» είναι αστείο γιατί υπήρξε και μία Βιρτζίνια Γουλφ (1882-1941). Ο Καραγάτσης ήταν νεότερος (1908-1960). Και η Γουλφ παλιά έγραφε αλλά δεν έγραφε μισογυνιστικά. Άρα, δεν έγραφαν όλοι κι όλες οι παλιοί συγγραφείς φυσικοποιώντας την κοινωνική ανδροκρατία (η λέξη «σεξισμός» δεν αρκεί, δεν αναδεικνύει το πρόβλημα, το κουκουλώνει κάπως).
Η ιστορική επιστήμη είναι πολιτική, είτε το γνωρίζει αυτός που την επιτελεί είτε όχι. Σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές, τούτη η εγγενής πολιτική θεσιακότητα διεκδικείται ανοιχτά, μέσα από τη σύνδεση με κοινωνικά κινήματα, ενώ σε άλλες όχι.
Δεύτερον, που απορρέει από το πρώτο, δεν θα είχαμε καν ιστορία της τέχνης ή της λογοτεχνίας αν δεν μπορούσαμε να τοποθετηθούμε κριτικά για το αντικείμενο της μελέτης μας. Η ιστορική επιστήμη είναι πολιτική, είτε το γνωρίζει αυτός που την επιτελεί είτε όχι. Σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές, τούτη η εγγενής πολιτική θεσιακότητα διεκδικείται ανοιχτά, μέσα από τη σύνδεση με κοινωνικά κινήματα, ενώ σε άλλες όχι. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο φεμινισμός ως κοινωνικό κίνημα εξέτασε και το πεδίο της παραγωγής (και κατανάλωσης) πολιτισμού, και έτσι έχουμε ανοιχτά φεμινιστική ιστορία της τέχνης και λογοτεχνίας (με αρκετές εσωτερικές διαφοροποιήσεις και διαμάχες). Αυτό είναι γεγονός. Διεκδικήθηκε ακριβώς το δικαίωμα νέων ερμηνειών παλιών έργων. Είναι κάπως αστείο και ανιστόρητο το να αμφισβητείται αυτό και να μιλάμε για «κριτικό αναχρονισμό». Από την άλλη, σε έντονα συντηρητικές κοινωνίες, όπως η ελληνική, τέθηκαν πολλά εμπόδια στο να έρθει σε επαφή με την κοινωνία αλλά και με την κριτική η φεμινιστική ιστορία της τέχνης ή της λογοτεχνίας. Ο χώρος της κριτικής παραμένει ως επί το πλείστον συντηρητικός. Αλλά είναι αναμενόμενο: εκφράζει κάτι ευρύτερο αυτή η κατάσταση.
Το ερώτημα όμως είναι και περίπλοκο. Όταν λέω περίπλοκο, εννοώ ότι υπάρχουν περιπτώσεις που χρήζουν μιας πολύ πιο προσεκτικής –πολιτικά– ανάλυσης.
Θα δώσω ένα παράδειγμα από την ιστορία της τέχνης (που άπτεται και της κειμενικής παραγωγής γιατί το άτομο αυτό έγραφε επίσης). Κάποτε, όταν οι γυναίκες εικαστικοί ήταν αόρατες στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης, σε ένα βιβλίο αγγλικό γινόταν αναφορά στον Claude Cahun, εικαστικό στις παρυφές του Σουρρεαλισμού. Μετά, ο Claude έγινε η Claude – καθώς η φεμινιστική ιστορία της τέχνης διεκδίκησε τη γυναίκα, και μάλιστα τη λεσβία, εικαστικό, η οποία έζησε και δημιούργησε με τη σύντροφό της εκπληκτικά έργα (με βάση τη φωτογραφία και σε σχέση με την εξερεύνηση του φύλου) ενώ στον πόλεμο έδρασαν αντιφασιστιικά. Σήμερα, καθώς η εξερεύνηση αυτή διέπεται πλέον έντονα από τις τρανς διεκδικήσεις, θα βρούμε συχνές αναφορές στην/ον/ο Claude ως transgender εικαστικό. Μια παρόμοια πορεία έχει ακολουθήσει και το εμβληματικό έργο Olympia (1863) του Manet, αλλά δεν έχω χώρο να την παρουσιάσω.
Τι απειλείται άραγε; Ενδεχομένως, απειλείται το δικαίωμα να διαιωνίζεται σε σύγχρονα έργα η ίδια ιδεολογία με του Καραγάτση, κι αυτό γιατί η διαιώνιση της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι εύκολη και δεν απαιτεί εσωτερική δουλειά, τριβή, ανατροπές, πρωτοτυπία, μια μάχη με τη φόρμα και το περιεχόμενο.
Στην παραπάνω περίπτωση, είναι σαφές ότι μιλάμε για ζήτημα άλλο από αυτό της κριτικής ερμηνείας, αλλά που η ερώτηση μου επιτρέπει και μου επιβάλει να το θίξω γιατί είναι σύγχρονο. Υπάρχει εδώ μια «πάλη» για την αναγνώριση ταυτοτήτων η οποία είναι διαφορετικής χροιάς από την κριτική ενός λογοτεχνικού κειμένου ή έργου τέχνης ως προς το ιδεολογικό στίγμα του τελευταίου – το οποίο ιδεολογικό στίγμα στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι καν αντιληπτό από την/τον συγγραφέα του έργου. Για να αναγνωριστεί, πρέπει να υπάρξει μια κριτική αφύπνιση. Ευτυχώς, φαίνεται να υπάρχει σε κάποιες/ους. Παράλληλα, είναι απολύτως λογικό και αναμενόμενο να υπάρχουν αντιδράσεις από όσους (και όσες) νιώθουν ότι κάτι χάνουν εξαιτίας της κριτικής αφύπνισης. Τι απειλείται άραγε; Ενδεχομένως, απειλείται το δικαίωμα να διαιωνίζεται σε σύγχρονα έργα η ίδια ιδεολογία με του Καραγάτση, κι αυτό γιατί η διαιώνιση της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι εύκολη και δεν απαιτεί εσωτερική δουλειά, τριβή, ανατροπές, πρωτοτυπία, μια μάχη με τη φόρμα και το περιεχόμενο. Δεν είναι εύκολο να κάνεις τη δουλειά που έκανε η Γουλφ. Ούτε στην εποχή της ήταν, ούτε σήμερα είναι. Τα χρόνια (1937) γράφτηκαν την ίδια εποχή με τη Μεγάλη Χίμαιρα (1936). Αρκεί αυτή η σύγκριση για να τελειώνει η κατηγορία του κριτικού αναχρονισμού. Η Γουλφ αμφισβήτησε την κυρίαρχη ιδεολογία στην κατασκευή γυναικείων χαρακτήρων, ο Καραγάτσης όχι. Το ερώτημα που μένει είναι: γιατί η Γουλφ το έκανε ενώ ο Καραγάτσης όχι;
Λύο Καλοβυρνάς
Θα έπρεπε να επεμβαίνουμε σε παλαιότερα λογοτεχνικά έργα για ν’ αφαιρέσουμε τον καταπιεστικό/κακοποιητικό λόγο; Έχει νόημα να κρίνουμε παλαιότερα έργα με τις σημερινές ευαισθησίες; Καταρχάς, αυτή η κουβέντα γίνεται μόνο για λογοτεχνικά έργα, που έχουν ενταχθεί στον κανόνα. Όμως αυτή η ίδια η ένταξη στον κανόνα δεν είναι αντικειμενική αλλά εξόχως πολιτισμικά καθοριζόμενη. Αφενός μεν τα κριτήρια με τα οποία κάποια έργα εντάχθηκαν στον κανόνα μπορεί να έχουν ξεπεραστεί πολιτισμικά, αφετέρου δε ποια έργα αναγνωρίζονταν ως αριστουργήματα ήταν κάτι που αποφασιζόταν αποκλειστικά από σις στρέιτ άντρες, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τον παραγκωνισμό άλλων πληθυσμιακών ομάδων, λογοτεχνικών ειδών και θεματολογίας.
Όλες και όλοι οι καλλιτέχνες είναι παιδιά της εποχής τους, παρ’ όλ’ αυτά δεν διακατέχεται όλων η τέχνη στον ίδιο βαθμό από μισογυνισμό, ρατσισμό κτλ.
Κατά τη γνώμη μου, φυσικά και καλούμαστε να κρίνουμε κάθε καλλιτεχνικό πόνημα, είτε σύγχρονο είτε παλαιότερο, και φυσικά τα κριτήριά μας αναγκαστικά θ’ απορρέουν από τις τρέχουσες πολιτισμικές, πολιτικές και κοινωνικές ευαισθησίες μας – ή την έλλειψη αυτών. Μπορώ να εξάρω ένα μυθιστόρημα ή μια ταινία ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζω και καταγγέλλω την ομοφοβία, τον ρατσισμό ή τον μισογυνισμό του· το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Το επιχείρημα ότι ο τάδε λογοτέχνης ήταν παιδί της εποχής του και δεν πρέπει να κρίνεται με σημερινά κριτήρια είναι ανόητο κι επικίνδυνο. Όλες και όλοι οι καλλιτέχνες είναι παιδιά της εποχής τους, παρ’ όλ’ αυτά δεν διακατέχεται όλων η τέχνη στον ίδιο βαθμό από μισογυνισμό, ρατσισμό κτλ. Η τέχνη πρέπει να ταράζει και ν’ αποτελεί πεδίο πνευματικής και συγκινησιακής αναστάτωσης και γόνιμης αντιπαράθεσης, χωρίς παρέμβαση στο αρχικό έργο αλλά ενδεχομένως με κάποια προειδοποίηση περιεχομένου ότι το έργο περιέχει παρωχημένο, κακοποιητικό λόγο.
Φώτης Καραμπεσίνης
Περισσότερο ενδιαφέρον από την ίδια την προσπάθεια αποδόμησης του έργου ενός από τους πλέον δημοφιλείς Έλληνες πεζογράφους έχουν νομίζω οι αντιδράσεις τόσο των επικριτών όσο και των υποστηρικτών (όχι απαραίτητα του Καραγάτση, όσο του τι συνιστά λογοτεχνικό κανόνα). Δεν θα εστιάσω στο προφανές, δηλαδή στο κατά πόσον είναι αθέμιτη, ανιστόρητη κ.ο.κ. η κριτική της κυρίας Λούνα. Έχουν ήδη ειπωθεί όλα αυτά εμβριθέστερα από όσο θα μπορούσα να τα καταγράψω.
Και αν στη θέση του αδιάφορου -για εμένα- λογοτεχνικά Καραγάτση, θα είναι ο αγαπημένος μου Ναμπόκοφ, πάλι θεωρώ ότι πρέπει να εστιάσουμε εμείς οι άνθρωποι που ασχολούμαστε με το βιβλίο σε κάτι διαφορετικό: στο ποια είναι η βαθύτερη ανάγκη της εποχής και των ανθρώπων. Όχι φυσικά για να υποκύψουμε άκριτα στα κελεύσματά της (στα της τέχνης, ο γράφων παραμένει δηλωμένος συντηρητικός παραδοσιοκράτης), αλλά για να ακονίσουμε τα επιχειρήματά μας, να μπούμε ξανά σε διάλογο με τον εαυτό μας και τους άλλους, εκείνους που είναι πιο έξω, εκτεθειμένοι στα εφήμερα «ακούσματα» της εποχής της πληροφορίας.
Αλλού θα κριθεί ο πόλεμος: στο να ακούσω και να κατανοήσω τα νέα άτομα που ίσως ταυτίστηκαν με άρθρα όπως αυτό. Παιδιά που διψούν για ισότητα και δικαιώματα, τα οποία με την ορμή του νεοφώτιστου έχουν την τάση να ανακαλύπτουν εχθρούς στην «παλιά», την «παρηκμασμένη», την κλασική παιδεία, φλεγόμενα με το πάθος τους να ανανεώσουν ή ακόμα να γκρεμίσουν τα φράγματα.
Δεν με ενδιαφέρει λοιπόν να συνομιλήσω με χαρακτηρισμούς όπως «αναθεωρητές», «ανιστόρητοι», «άτεχνοι» κλπ. Δεν με αφορά η «Μάχη του Καραγάτση» ή η συντάκτριά του. Αλλού θα κριθεί ο πόλεμος: στο να ακούσω και να κατανοήσω τα νέα άτομα που ίσως ταυτίστηκαν με άρθρα όπως αυτό. Παιδιά που διψούν για ισότητα και δικαιώματα, τα οποία με την ορμή του νεοφώτιστου έχουν την τάση να ανακαλύπτουν εχθρούς στην «παλιά», την «παρηκμασμένη», την κλασική παιδεία, φλεγόμενα με το πάθος τους να ανανεώσουν ή ακόμα να γκρεμίσουν τα φράγματα.
Αν μιλήσω ως «δάσκαλος», απλά για να αποδείξω την επάρκειά μου, την ανωτερότητα, την ευρύτητα της σκέψης μου, θα έχω αποδείξει την αξία μου στον κύκλο των φίλα προσκείμενων και θα έχω ικανοποιηθεί ακούγοντας ξανά τον εαυτό μου. Θα έχω χάσει όμως το σημαντικότερο, το ενδιαφέρον εκείνων που θα ήθελα να φέρω κοντά. Και ας έχουμε υπόψη το εξής: οι νεότεροι οσμίζονται άμεσα την υποτίμηση, την ειρωνεία, την αφ’ υψηλού κριτική των θεσμικών και της παλιάς φρουράς. Στη συνέχεια σηκώνουν οδοφράγματα με το μόνο όπλο που διαθέτουν: το ακατέργαστο διαμάντι της κριτικής τους επί παντός ιερού και όσιου. Και έχουν δίκιο. Όχι για την τέχνη, αλλά για τη ζωή. Και όλοι εμείς οι «σοφοί» άδικο.
Αυτά τα κορίτσια και τα αγόρια θέλουμε όμως. Αυτά που σιχαίνονται την πατριαρχία και την εξουσία και το σάπιο παρελθόν που τους κληροδοτήσαμε. Και θα τα φέρουμε κοντά μας εξηγώντας -σαν να είναι η πρώτη φορά που το κάνουμε, σαν να έχει γίνει αποκλειστικά για εκείνα- ότι η τέχνη και η αισθητική (που αποτελεί τη μοναδική υπόσχεση ευτυχίας), είναι όσα αναζητούν κι ακόμα περισσότερα. Κάποια ίσως μας ακούσουν. Αν μας αξίζει να ακουστούμε.
Σοφία Νικολαΐδου
• Τα βιβλία (όλα τα βιβλία), οι αφηγήσεις (όλες οι αφηγήσεις) γεννιούνται σε μια εποχή, μέσα σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα, σε μια ιστορική συγκυρία.
• Αναγνώστριες και αναγνώστες διαβάζουμε στο τώρα. Επενδύουμε με γνώση, σκέψη, ορυκτό βίωμα το κείμενο.
• Ακόμη και η κριτική διαβάζει στο τώρα. Οφείλει να γνωρίζει και, ίσως, να υπολογίζει τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε το έργο, αλλά το διαβάζει με τα εργαλεία της δικής της, κάθε φορά, εποχής. Γίνεται αλλιώς; Δεν ξέρω.
• Το να αφαιρούμε ή να μαλακώνουμε λέξεις που γράφτηκαν σε άλλες εποχές, να λογοκρίνουμε χωρία που δε συμβαδίζουν με όσα πιστεύουμε σήμερα, να απορρίπτουμε βιβλία με μόνο κριτήριο αν συμφωνούν ή όχι με τις ιδέες μας μαρτυρά ένα είδος λογοτεχνικής ορθοδοξίας που πιστεύει πως κατέχει την απόλυτη αλήθεια και λυσσάει να τη μεταλαμπαδεύσει.
• Όμως οι ιδέες παλιώνουν. Οι λέξεις παλιώνουν. Τα βιβλία παλιώνουν. Πόσοι λαμπροί λογοτέχνες, σταρ της δικής τους εποχής, είναι αδύνατον να διαβαστούν σήμερα; Τα παλαιοβιβλιοπωλεία είναι γεμάτα με πάλαι ποτέ ευπώλητους, άλλοτε αγαπημένους ποιητές, που σήμερα δεν ξέρουμε ούτε το όνομά τους. Οι Φιλοσοφικές Σχολές διδάσκουν (και καλά κάνουν, αυτή είναι η δουλειά τους) κείμενα που υπήρξαν στην εποχή τους ορόσημα και σήμερα δε διαβάζονται ούτε με την απειλή περιστρόφου.
• Αυτή είναι η σκυταλοδρομία των γενεών και έτσι γράφεται η Ιστορία της Λογοτεχνίας. Κάποτε ο Παλαμάς ήταν βασιλιάς. Ποιος τον διαβάζει σήμερα; Έναν καιρό κορόιδευαν τον Καβάφη. Πού είναι όλοι αυτοί που του πετούσαν πέτρες σήμερα;
Σε αντίθεση με τον Καραγάτση που όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο παλιώνει, και όσο περισσότερο παλιώνει τόσο δεν διαβάζεται.
• Το μόνο ερώτημα για την κριτική –αλλά και για την εμπαθή, βαθιά ανάγνωση– είναι αν το κείμενο μένει ζωντανό, αν μας αφορά σήμερα. Ο Όμηρος μάς αφορά: τόσους αιώνες μετά και είναι ολόφρεσκος, διαβάζεται νεράκι. Βαθιά ανθρωπογνωσία, λέξεις που αστράφτουν σαν διαμάντια στον στίχο, πλοκή γεμάτη συστροφές και απρόοπτα, τεχνουργημένη μαστορική. Όσες φορές και να τον διαβάσω, πάντα έχει κάτι καινούριο να πει. Σε αντίθεση με τον Καραγάτση που όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο παλιώνει, και όσο περισσότερο παλιώνει τόσο δεν διαβάζεται. Ψεύτικοι διάλογοι, ένας αφηγητής που φοράει το βλέμμα και τις πεποιθήσεις του στους ήρωες –και κυρίως στις ηρωίδες– σαν ξένο ρούχο, τίποτε το υπαινικτικό στο χτίσιμο της πλοκής και της ατμόσφαιρας, τα πάντα κολυμπούν στην επιφάνεια της φράσης, φόρτσα φόρα. Δεν έχει να κάνει με κριτικό αναχρονισμό λοιπόν, έχει να κάνει με τα στάσιμα νερά αυτής της πεζογραφίας. Έχει παλιώσει το ύφος του, έχει παλιώσει το μυθιστορηματικό βλέμμα του πάνω στις γυναίκες. Το είπα και ησύχασα και αμαρτίαν ουκ έχω.
Λίλα Κονομάρα
Οι λέξεις έχουν δύναμη. Οι λέξεις δεν είναι αθώες. Κουβαλούν μια ιστορία. Πολλαπλές συνδηλώσεις. Μεταφέρουν ιδεολογίες, αναπαραστάσεις, στερεότυπα.
Σήμερα οι καταγγελίες, τα αιτήματα και οι πρακτικές λογοκρισίας πολλαπλασιάζονται διαρκώς. Σε αντίθεση με το παρελθόν που εκπορεύονταν αποκλειστικά από την εξουσία –πολιτεία και εκκλησία– σήμερα αποτελούν αίτημα ομάδων ή ακόμα και ατόμων που προέρχονται από όλο το πολιτικό φάσμα και που αισθάνονται ότι προσβάλλονται ως αναγνώστες από το περιεχόμενο ενός βιβλίου. Το wokisme στο όνομα της αφύπνισης και της καταγγελίας κάθε συμπεριφοράς που διαχωρίζει με βάση τη φυλή, το φύλο, τη σεξουαλική ταυτότητα, τη θρησκεία κ.ο.κ., καταδικάζει και αποσύρει βιβλία ως ομοφοβικά, ρατσιστικά ή σεξιστικά. Από τη μια απαγορεύονται από κρατικούς θεσμούς ή διάφορες συντηρητικές ομάδες βιβλία που αναφέρονται στον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ενοχή της λευκής φυλής και, από την άλλη, φοιτητές αρνούνται να διαβάσουν βιβλία που περιλαμβάνονται στην ύλη, κρίνοντας το περιεχόμενό τους ρατσιστικό.
Η κριτική ανάγνωση και ο διάλογος συμβάλλουν στο να αναγνωρίζονται κατακριτέες αναπαραστάσεις και στερεότυπα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το κείμενο της κας Ρένας Λούνα αποτελεί μια ενδιαφέρουσα τοποθέτηση ως προς την πρόσληψη του έργου του Καραγάτση σήμερα όσον αφορά την αναπαράσταση του γυναικείου φύλου.
Υπάρχει όριο ανάμεσα στο αποδεκτό και το απαγορευμένο και αν ναι, ποιο είναι αυτό; Και τι γίνεται με την περιβόητη ελευθερία του λόγου για την οποία έγιναν εξεγέρσεις, ακόμα και επαναστάσεις σ’ όλο τον κόσμο; Κάθε πολιτιστικό προϊόν είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εποχή του, μ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο. Καταργώντας το, αλλάζοντας λέξεις ή και ολόκληρα αποσπάσματα, μήπως καταργούμε τελικά την ίδια την ιστορία και, μαζί μ’ αυτήν, τη μνήμη; Οι ακρότητες απ’ όπου κι αν προέρχονται εξυπηρετούν το αντίθετο αποτέλεσμα, οξύνοντας τις διαφορές αντί να τις καταργούν. Αντίθετα, η κριτική ανάγνωση και ο διάλογος συμβάλλουν στο να αναγνωρίζονται κατακριτέες αναπαραστάσεις και στερεότυπα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το κείμενο της κας Ρένας Λούνα αποτελεί μια ενδιαφέρουσα τοποθέτηση ως προς την πρόσληψη του έργου του Καραγάτση σήμερα όσον αφορά την αναπαράσταση του γυναικείου φύλου. Πιθανόν για τις ακόμα νεότερες γενιές κάποια λογοτεχνικά κείμενα να φαίνονται απλώς αδιάφορα ή παρωχημένα εφόσον σταδιακά θα αποκλίνουν όλο και περισσότερο από το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Στη σημερινή εποχή με τις τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμών και τις αλλαγές που αυτό συνεπάγεται για τις νέες, πολυπολιτισμικές κοινωνίες, η οξεία κριτική και η λογοκρισία, είτε προερχόμενες από συντηρητικές ομάδες είτε από προοδευτικές, αφορούν πρωτίστως το θέμα της ταυτότητας. Προσπαθώντας να ορίσουμε το νέο, το διαφορετικό, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει αγνοώντας το παρελθόν. Και η λογοτεχνία ήταν πάντα και θα είναι ο θεματοφύλακας της πολιτισμικής μας ταυτότητας. Ωστόσο, κάθε καινούρια ανάγνωση είναι απολύτως θεμιτή, αν όχι απαραίτητη. Όσο για την αξία ενός λογοτεχνικού έργου, αυτή δεν απορρέει απομονώνοντας επιμέρους στοιχεία ούτε και εμμένοντας σε παλιές, νοσταλγικές αποτιμήσεις. Όπως πάντα, ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος κριτής.
Αργυρώ Μαντόγλου
O θυμός και η «ποδοσφαιροποίηση» του διαλόγου για το αν έχουμε το δικαίωμα να «αποκαθηλώνουμε» κείμενα που έχουν γραφεί σε άλλη εποχή και συνθήκες, καθώς και ο αντίλογος με τις κακοχωνεμένες ορολογίες, έφεραν στην επιφάνεια το ζήτημα της απουσίας κριτικής και πιο συγκεκριμένα της φεμινιστικής κριτικής και δεν εννοώ την ακαδημαϊκή κριτική που ούτως ή άλλως απευθύνεται σε λίγους, αλλά τη ζωντανή εγνωσμένη ανάγνωση που εντοπίζει και επισημαίνει όχι μόνο τάσεις αλλά και την κατάφωρη παραβίαση των κανόνων – λογοτεχνικών, πολιτισμικών, ηθικών ή αισθητικών.
Η συζήτηση που ακόμα μαίνεται, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει σχέση με τη λογοτεχνία αυτή καθ' αυτή, αντιθέτως αποκαλύπτει το πόσο απέχουν οι φανατικοί της μιας ή της άλλης πλευράς με την ιστορικότητα της «επανεξέτασης» των κειμένων.
Έκτοτε, δηλαδή πάνω από μισό αιώνα, το να σχολιάζεις και να εντοπίζεις αυτές τις διαδρομές και το sexual politics κάθε είδους κειμένου έχει απενοχοποιηθεί, ώστε ακόμα και σε έντυπα ευρείας κυκλοφορίας διαβάζουμε διάφορες «κατεδαφιστικές» προσεγγίσεις, φεμινιστικές ή μη.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν το κλασικό πια “Sexual Politics” της Kate Millett, όπου το 1970, ανάμεσα σε άλλα θρυλικά έργα, η συγγραφέας καταπιάνεται με τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι» – ένα έργο που μετά την απαγόρευση και τις δίκες κυκλοφόρησε αρχές της δεκαετίας του 1960 προκαλώντας σάλο με τις σεξουαλικές σκηνές. Οι επισημάνσεις της Millet είχαν δημιουργήσει θόρυβο και αφύπνισε το κοινό ώστε να εντοπίζουν τις υπόγειες διαδρομές της πατριαρχίας στη μαζική κουλτούρα, μυθολογία, λογοτεχνία. Έκτοτε, δηλαδή πάνω από μισό αιώνα, το να σχολιάζεις και να εντοπίζεις αυτές τις διαδρομές και το sexual politics κάθε είδους κειμένου έχει απενοχοποιηθεί, ώστε ακόμα και σε έντυπα ευρείας κυκλοφορίας διαβάζουμε διάφορες «κατεδαφιστικές» προσεγγίσεις, φεμινιστικές ή μη.
Πριν δυο μόλις δεκαετίες που έγραφα κι εγώ σε έντυπο ευρείας κυκλοφορίας, ο φεμινισμός και η φεμινιστική ανάγνωση προκαλούσε μειδίαμα και αυτή η επιμονή μου ήταν λίγο γραφική για πολλούς. Θυμάμαι ακόμα την επίκριση για την τόλμη μου να εντοπίσω τη γεροντολαγνεία στις «Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» στον Μάρκες. Θυμάμαι τη «σύσταση» ότι μπορώ να γράψω ό,τι θέλω για έναν πρωτοεμφανιζόμενο λατίνο, ή έναν αφανή μεσήλικα αλλά «δεν αγγίζουμε τα ιερά τέρατα».
Κι όμως, έτσι μόνο τα έργα ζουν, αντλούνται ιδέες από αυτά, μέσα από τα απόνερα του παρελθόντος μαθαίνουμε το πώς διαμορφωθήκαμε ως κοινωνία, πώς τα στερεότυπα διαιωνίζονται αλλά και το πώς ο άντρας συγγραφέας είναι και ο ίδιος θύμα των εμμονών και των κυρίαρχων πολιτισμικών κατασκευών που ενίοτε περιορίζουν και την εμβέλεια του έργου του.
Ένα κλασικό έργο είναι μια κιβωτός, στις σελίδες του περισώζονται εποχές και άλλοι τρόποι ύπαρξης.
Ο Λόρενς δεν έπαθε κάτι μετά την «αποκαθήλωση» της Μιλλέτ, διαβάζεται ακόμα αλλά απενοχοποιημένα, γιατί δεν κινδυνεύουμε να παρασυρθούμε από τις λυρικές εξάρσεις του, ωστόσο μπορούμε πια να απολαύσουμε τη γλώσσα και κάποιες ιδιαίτερα αισθαντικές σκηνές, επιπλέον μαθαίνουμε για το πώς ένας γιος ανθρακωρύχου, πλευρίζει μια γυναίκα ανώτερης τάξης και ανατροφοδοτείται η εμπειρία μας. Ένα κλασικό έργο είναι μια κιβωτός, στις σελίδες του περισώζονται εποχές και άλλοι τρόποι ύπαρξης.
Γι΄αυτό δεν νομίζω πως κινδυνεύει κανείς από την ανάγνωση του Καραγάτση , παρά μόνο ίσως από πλήξη.
Υπάρχει ένα κενό δεκαετιών στην εξοικείωσή μας με την αποδόμηση των κειμένων και γενικότερα μια απόσταση από τη θεωρία, απαραίτητη για την πρόσληψη του όποιου κειμένου.
Όχι, δεν είναι το woke oύτε η κουλτούρα της ακύρωσης, είναι η απουσία της εξοικείωσης με τη φεμινιστική θεωρία – κενό που τώρα πια γίνεται εμφανέστατο και με κρότο. Και, έστω με πενήντα χρόνια καθυστέρηση, μπορούμε να επαναξετάσουμε τα κείμενα με ερευνητική διάθεση αλλά κυρίως με ψυχραιμία.
Αμάντα Μιχαλοπούλου
Ένα λογοτεχνικό κείμενο παλιώνει όταν παλιώνει η γλώσσα και η κοσμοθεωρία του. Όταν το αναγνωστικό κοινό παύει να συγκινείται και να το εντάσσει στη ζωή του. Κριτικός αναχρονισμός θα ήταν να θεωρούμε ένα κείμενο θέσφατο. Και κάθε νέα ανάγνωση ακύρωση (canceling), η οποία στη χώρα μας αποδίδεται συλλήβδην στη woke culture. Ωστόσο στο επεισόδιο που άναψε τα αίματα (είναι ο Καραγάτσης ξεπερασμένος ή όχι;) η κουλτούρα της ακύρωσης ξεκίνησε από το anti woke μπλοκ με μένος και καραγάτσειο καγχασμό.
Η νέα συγγραφέας Ρένα Λούνα πρότεινε σε άρθρο της να αναλογιστούμε τι έγραψε ο Καραγάτσης και αν μας αρέσει.
Στη συζήτηση γύρω από τον μισογυνισμό, τον δαρβινισμό και τις (ξεπερασμένες άραγε;) ιδέες των ηρώων του Καραγάτση για το πάθος κανείς δεν έκανε cancel στον συγγραφέα. Η νέα συγγραφέας Ρένα Λούνα πρότεινε σε άρθρο της να αναλογιστούμε τι έγραψε ο Καραγάτσης και αν μας αρέσει. (Θεωρώ ότι τα σημερινά εικοσάχρονα θα πετούσαν ευχαρίστως παρόμοια βιβλία ως φρίσμπι στη θάλασσα. Έχουν διαφορετικές απόψεις για την επιτέλεση της λογοτεχνίας. Ξέρουν επίσης κάτι που δεν ξέραμε εμείς στα 20, ότι η Μάτση Χατζηλαζάρου δεν ήταν απλώς ερωμένη του Εμπειρίκου, ούτε η Ντόρα Μαρ ερωμένη του Πικάσο, ότι η ιστορία διαστρέβλωσε συστηματικά κινήματα και πρωταγωνιστές του 20ου αιώνα δημιουργώντας φασόν: γυναίκες-μούσες, μεγάλους ερωτικούς, εγκλήματα τιμής και πάθους).
Δεν συμφέρει αυτή η συζήτηση. Ενοχλεί και φοβίζει. Δεν αφορά (μόνο) τη λογοτεχνία αλλά την αδυναμία της νεοελληνικής κοινωνίας να δεχτεί νηφάλια τον αντίλογο, τις απόψεις της γενιάς Ζ (των παιδιών της), την παραχώρηση κεκτημένων, χωρίς να εκτραπεί προς την ποδοσφαιροποίηση και τη ματσίλα. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης σχολίαζε παλαιόθεν την «άσκοπη φλυαρία» του Καραγάτση, ο Κώστας Σπαθαράκης έγραψε πέρσι για τον «επιφανειακό και καφενειακό ρεαλισμό του». Αλλά μια «κοπελιά», όπως χαρακτήρισαν την αρθογράφο, είναι εύκολο θύμα. Ο καφενειακός ρεαλισμός ως ανίατη νεοελληνική ασθένεια: φαλλοκρατικά αστειάκια, ελληνοπρέπεια, μικροαστισμός, πολιτικός και κοινωνικός συντηρητισμός και άρνηση κάθε μετατόπισης στη συζήτηση για την κοινωνία και τη γλώσσα.
Η γλώσσα είναι και πολιτική απόφαση: το ξύλο που ηχούσε «υπόκωφα, βουβά στο ηχείο του κορμιού της» στη σκηνή της κακοποίησης ανήκει στο λεγόμενο πορνό της οδύνης που μας γυρίζει στο στερεότυπο του συγγραφέα-βασανιστή.
Η Μεγάλη χίμαιρα, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, χρησιμοποιεί κώδικες παλιού Άρλεκιν (το Βουγιουκλάκιο ξύλο που βγήκε από το παράδεισο, τον καπετάνιο και την «πόρνη» κ.ο.κ). Με πετάει εκτός κειμένου ο λυρικός εξπρεσιονισμός, τα διακοσμητικά σεμεδάκια των μεταφορών – τα πάντα. Η γλώσσα είναι και πολιτική απόφαση: το ξύλο που ηχούσε «υπόκωφα, βουβά στο ηχείο του κορμιού της» στη σκηνή της κακοποίησης ανήκει στο λεγόμενο πορνό της οδύνης που μας γυρίζει στο στερεότυπο του συγγραφέα-βασανιστή. Το έχουμε δει κατά κόρον, από τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ ως τα θρίλερ και τη Χάνια Γιαναγκιχάρα (Λίγη ζωή).
Διάβασα τη Μεγάλη Χίμαιρα ως φοιτήτρια και νομίζω πως μου άρεσε. Δεν ήξερα ακόμη τι μου άρεσε πέρα από όσα μου έλεγαν ότι πρέπει να μου αρέσουν. Ήμουν ανεκπαίδευτη στη ζωή και στη γλώσσα, δεν είχα μέτρο σύγκρισης για μικρές και μεγάλες χίμαιρες. Ζούσα σε μια κοινωνία που δε θέλω να τη θυμάμαι.
Εύα Στάμου
Κάθε συγγραφέας μα και συστηματικός αναγνώστης έχει το δικαίωμα να εκφράζει την κριτική του άποψη για ένα λογοτεχνικό έργο, ειδικά όταν πρόκειται για ένα κείμενο που, αν και γράφτηκε πριν από δεκαετίες, παραμένει ζωντανό μέσω θεατρικών παραστάσεων και τηλεοπτικών αναφορών. Ωστόσο, η αξία ενός έργου δεν κρίνεται από έναν μόνο παράγοντα, ούτε υπονομεύεται, όπως κάποιοι ανησυχούν, από επιμέρους αρνητικές κρίσεις.
Οι διαξιφισμοί γύρω από τη Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση, μπορεί να αποτελέσουν αφορμή ώστε να ανοίξει μια εποικοδομητική συζήτηση για τον ρόλο της κριτικής, την επίδραση της λογοτεχνίας στην κοινωνία, μα και την προώθηση κυρίαρχων προκαταλήψεων μέσα από το έργο Ελλήνων και Ελληνίδων συγγραφέων. Για να αναπτυχθεί όμως αυτός ο διάλογος ουσιαστικά και όχι προσχηματικά, χρειάζονται κάποιες βασικές διαφοροποιήσεις:
Η κατάδειξη προφανών ιδεοληψιών του συγγραφέα τους δεν αποκλείει ανάδειξη και των αρετών που μπορεί να περιέχουν άλλες όψεις του έργου τους.
Σύγχρονοι συγγραφείς που εκδιώκονται για το έργο τους, έχουν ανάγκη την υποστήριξή μας ώστε να μπορούν να δημιουργούν αφιερωμένοι στην τέχνη τους δίχως την πίεση κατάθεσης των διαπιστευτηρίων τους προς την μία ή την άλλη ιδεολογία. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για παλαιότερα έργα που αποτελούν μέρος του «λογοτεχνικού κανόνα»: αυτά οφείλουν να αποτελούν αντικείμενο συστηματικής κριτικής, ενίοτε και αποδομητικής μελέτης, χωρίς αυτό να οδηγεί απαραίτητα σε ακύρωση της αξίας τους – αντιθέτως, η κατάδειξη προφανών ιδεοληψιών του συγγραφέα τους δεν αποκλείει ανάδειξη και των αρετών που μπορεί να περιέχουν άλλες όψεις του έργου τους.
Μία από τις συνέπειες του ψηφιακού ακτιβισμού είναι ότι ο δημόσιος διάλογος αναπτύσσεται ραγδαία, αυξάνοντας τον κίνδυνο άτομα που έχουν μια μόνο επιδερμική επαφή με ένα γραμματειακό είδος να αποφασίζουν για το πού πρέπει να «επιβληθούν κυρώσεις». Η διεθνής τάση να λογοκρίνονται αξιόλογα έργα τέχνης –ακόμα και κλασικά αριστουργήματα– προκαλεί δικαιολογημένα ανησυχία σε αρκετούς πολίτες που επισημαίνουν ότι η κουλτούρα της ακύρωσης μπορεί να αποτελέσει πηγή επιπλέον αδικιών, υπονομεύοντας την ελευθερία της έκφρασης που χρειάζεται ο κριτικός στοχασμός.
Σε άλλες χώρες, με παράδοση στη δημόσια λογοτεχνική διαμάχη, η διατύπωση μιας αρνητικής άποψης για το έργο ενός παλαιότερου συγγραφέα από μια σύγχρονη πεζογράφο δεν θα θεωρείτο πράξη αμαρτωλή και αφοριστέα, αλλά κάτι αναμενόμενο και ευπρόσδεκτο για μια λογοτεχνική κοινότητα που είναι ζωντανή και αναζητά τρόπους να ανανεωθεί.
Ας μην συγχέουμε όμως την εύπεπτη και αδόκιμη τάση μαζικής απόρριψης σημαντικών έργων, με τη σαφή και συγκεκριμένη κριτική. Σε άλλες χώρες, με παράδοση στη δημόσια λογοτεχνική διαμάχη, η διατύπωση μιας αρνητικής άποψης για το έργο ενός παλαιότερου συγγραφέα από μια σύγχρονη πεζογράφο δεν θα θεωρείτο πράξη αμαρτωλή και αφοριστέα, αλλά κάτι αναμενόμενο και ευπρόσδεκτο για μια λογοτεχνική κοινότητα που είναι ζωντανή και αναζητά τρόπους να ανανεωθεί – αρκεί να γίνεται μετά από εις βάθος μελέτη και χωρίς να ξεχνάμε ότι ιδέες που σήμερα θεωρούνται παρωχημένες ή προσβλητικές επικρατούσαν ευρέως στην εποχή τους ακόμα και ανάμεσα στα πιο καλλιεργημένα μέλη μιας κοινωνίας.
Το ερώτημα δεν είναι αν τα κείμενα του Καραγάτση εκφράζουν σεξιστικές απόψεις, το ζήτημα θα λέγαμε είναι old news – όπως βεβαίως εννοείται ότι αυτό δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο αποτίμησης του έργου του. Το θέμα είναι ποιοι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς –γυναίκες ή άντρες– αναπαράγουν σεξιστικές αντιλήψεις στα βιβλία τους και πόσες δεκαετίες θα χρειαστεί να μεσολαβήσουν ώστε αυτό να αναφερθεί από τους κριτικούς και να αποτελέσει μέρος μιας ενημερωμένης συζήτησης για τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.
Πάνος Τσερόλας
Αυτές τις ημέρες αναρωτιέμαι: Πώς θα μπορούσε κάποιος/α να διαβάσει ένα οποιοδήποτε κείμενο του παρελθόντος χωρίς τις προσλαμβάνουσες της εποχής του; Έχει συμβεί ποτέ μια τέτοια ανάγνωση; Και, αν σταθούμε λίγο παραπάνω σε αυτό, τι ακριβώς ορίζουμε ως «εποχή»; Είναι κάτι μονοσήμαντο, όπως βλέπω κάπως απλουστευτικά να περιγράφεται, ένα μπλοκ με ευκρινείς γωνίες και ακμές ή, μήπως, όπως κάθε εποχή, μαζί και η δική μας, είναι ένα σύνολο πολλαπλών δυναμικών, ενίοτε αντιπαραθετικών μεταξύ τους; Δεν υπάρχουν κείμενα της ίδιας εποχής που εκφράζουν τελείως διαφορετικές πτυχές του ίδιου τόπου και χρόνου που γράφτηκαν;
Μήπως τα ίδια τα κείμενα δεν αποκτούν, ανάγνωση την ανάγνωση, εποχή την εποχή, νέες μορφές και νέες ερμηνείες, μήπως δεν είναι και η αντοχή τους στο χρόνο και η έμφυτη ικανότητά τους να διαπερνούν το συγκείμενο της συγγραφής τους ένα απόλυτα θεμιτό μέτρο της αξίας τους;
Αλίμονο, ακόμα και ο πλέον αποστασιοποιημένος σχολαστικός κριτικός, ένας αρχαιολόγος των κειμένων που διαβάζει με ευκρίνεια τα διάκενα μεταξύ των λέξεων, μήπως και αυτός δεν χρησιμοποιεί τα καλά ακονισμένα σύγχρονα κριτικά εργαλεία για να ταξινομήσει, να ερμηνεύσει, ενίοτε να ανακαλύψει εκ νέου, ένα παλιότερο κείμενο; Και μήπως τα ίδια τα κείμενα δεν αποκτούν, ανάγνωση την ανάγνωση, εποχή την εποχή, νέες μορφές και νέες ερμηνείες, μήπως δεν είναι και η αντοχή τους στο χρόνο και η έμφυτη ικανότητά τους να διαπερνούν το συγκείμενο της συγγραφής τους ένα απόλυτα θεμιτό μέτρο της αξίας τους;
Μήπως το θέμα δεν είναι ακριβώς αυτό, τελικά;
Άλλωστε, η αφορμή αυτής της συζήτησης, δηλαδή ο σεξισμός στα κείμενα του Καραγάτση, είναι κάτι που διαπιστώθηκε και στην εποχή του Καραγάτση, διαπιστώθηκε από αρκετές κριτικές ματιές στο έργο του σε όλες τις δεκαετίες που μεσολάβησαν, διαπιστώνεται στα εισαγωγικά σημειώματα στα βιβλία του, διαπιστώνεται από διαδικτυακές γνώμες, ολοκληρωμένες κριτικές επισκοπήσεις, δοκιμιακές προσεγγίσεις. Θέλω να πω, δεν είναι κάτι φοβερά καινοτόμο, ένα άρθρο επισήμανσης θα μπορούσε κάλλιστα να περάσει και απαρατήρητο. Παράλληλα, δεν νομίζω πως αμφισβητείται η διαχρονική εμπορική απήχηση των βιβλίων του Καραγάτση, από γενιά σε γενιά, ή ο πολιτιστικός τους αντίκτυπος, με τη Μεγάλη Χίμαιρα να φιγουράρει σε ακριβές παραγωγές στο Netflix.
Γιατί βγήκαν αμέσως οι αναμμένες δάδες του cancel και τα δίκρανα του woke, ιδίως από κραταιά και «βαριά» χαρτιά του συγγραφικού μας οικοσυστήματος; Γιατί κράτησαν την μπαγκέτα σε μια κακοφωνία απρόσμενα επιθετικών σχολιασμών και συμπεριφορών;
Είναι λοιπόν εύλογη η απορία: Γιατί βγήκαν αμέσως οι αναμμένες δάδες του cancel και τα δίκρανα του woke, ιδίως από κραταιά και «βαριά» χαρτιά του συγγραφικού μας οικοσυστήματος; Γιατί κράτησαν την μπαγκέτα σε μια κακοφωνία απρόσμενα επιθετικών σχολιασμών και συμπεριφορών; Γιατί είχαμε αυτήν την αυτανάφλεξη αγανακτισμένων πληκτρολογίων απέναντι σε μια (ανύπαρκτη) απειλή «ακύρωσης»;
Μια πρώτη ερμηνεία είναι πως όλα αυτά μοιάζουν με αμερικανόφερτα δάνεια και με έναν ευρύτερο συντηρητισμό που ίσως χαρακτηρίζει ποικιλοτρόπως τα ίδια κραταιά και βαριά χαρτιά που υποκινούν, με έντονη αυτοαναφορικότητα, αυτήν την αντίδραση. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα.
Ποτέ δεν θα ενοχλούσε τόσο ένα (καλό ή κακό) άρθρο για μια (θετική ή αρνητική) γνώμη για το έργο του Καραγάτση για οποιαδήποτε πτυχή του έργου του· ενόχλησε όμως μια γνώμη που διατυπώθηκε υπό το πρίσμα της γυναικείας ματιάς από μια νέα γυναίκα συγγραφέα.
Κανένας κριτικός που φωνάζει περί ακύρωσης και κανένας/καμία συγγραφέας που κραυγάζει «woke!» δεν έχει στην πραγματικότητα πρόβλημα με την αναστοχαστικότητα της κριτικής. Λατρεύουμε κάθε τόσο να διαβάζουμε αναστοχαστικές κριτικές που επιβεβαιώνουν την επικαιρότητα και διαχρονικότητα κάποιων κλασικών αριστουργημάτων που αγαπάμε (τι είναι οι χαρακτηρισμοί αυτοί αν όχι αναγνώσεις υπό το πρίσμα του σήμερα;). Ο χαρακτηρισμός «επίκαιρο» είναι ένα στολίδι δίπλα στην πρόσληψη ενός παλιότερου βιβλίου, σε ότι αφορά τις λογοτεχνικές αλλά και τις πολιτικές, ιδεολογικές, ηθολογικές, κοινωνιολογικές, ιστορικές αρετές του. Αλλά ενώ όλες οι παραπάνω ματιές είναι ανεκτές και θεμιτές, αυτές τις ημέρες διαπιστώσαμε πως υπάρχει μια συγκεκριμένη ματιά η οποία προκαλεί δυσανεξία: Ποτέ δεν θα ενοχλούσε τόσο ένα (καλό ή κακό) άρθρο για μια (θετική ή αρνητική) γνώμη για το έργο του Καραγάτση για οποιαδήποτε πτυχή του έργου του· ενόχλησε όμως μια γνώμη που διατυπώθηκε υπό το πρίσμα της γυναικείας ματιάς από μια νέα γυναίκα συγγραφέα. Αυτό είναι που συνιστά την απειλή και το σκιάχτρο του «cancel» απέναντι στον Καραγάτση, και αυτό είναι που οδηγεί ένα απλό άρθρο γνώμης να αντιμετωπιστεί ως μανιφέστο αποδόμησης. Μια ωραιότατη σκιαμαχία δηλαδή, που κρύβει πίσω της αρκετά πράγματα, και όλα αφορούν την εποχή – τη δική μας.
Μαρία Φακίνου
Γιατί να επιστρέψει κανείς σε ένα παλαιότερο –περισσότερο ή λιγότερο– κλασικό έργο και να το επανεξετάσει κριτικά, αναρωτιέμαι. Για ποιον άλλο λόγο, ίσως, παρά για να δει αν συνομιλεί με τη σημερινή εποχή, αν παραμένει σύγχρονο, με κάποιον τρόπο.
Η θέση της γυναίκας, η έμφυλη ταυτότητα, η αποικιοκρατία, κ.ά. δεν είναι σημερινές «ευαισθησίες», όπως τίθεται στο ερώτημα. Είναι βιώματα τα οποία λογοτεχνικά επί χρόνια έχουν αποσιωπηθεί ή έχουν δοθεί διαστρεβλωμένα ή και μεροληπτικά συνήθως από την πλευρά του «ισχυρού». Αυτά τα θέματα βρίσκουν σήμερα τη θέση τους και τη φωνή τους μέσα από συγγραφείς που μεταφέρουν από πρώτο χέρι τα βιώματά τους. Έχουμε τις λέξεις πια γι’ αυτά, και αποτελούν μια πολύτιμη μαρτυρία. Όμως αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό.
Αν σήμερα ένα κείμενο μας φαίνεται π.χ. σεξιστικό, μάλλον ήταν και στην εποχή του. Όμως τώρα μπορεί να φωτιστεί πιο συγκεκριμένα επειδή η εποχή και οι σημερινές λέξεις μπορούν να το φωτίσουν.
Και θεμιτό και χρήσιμο είναι να κρίνονται κάποια παλιότερα κείμενα υπό την σημερινή οπτική των παραπάνω θεμάτων ή θέσεων. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να διακρίνουμε τη διαχρονικότητά τους, λαμβάνοντας λίγο πολύ υπόψη το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο μες στο οποίο γεννήθηκαν αυτά τα κείμενα. Αν η πρόθεση της κριτικής είναι να καταδείξει μόνο τον σεξιστικό/μισογύνικο/ομοφοβικό/ρατσιστικό λόγο που φαίνεται να παρουσιάζει σήμερα ένα κείμενο, αφαιρεί από αυτή την επανεξέταση το πολύ ουσιαστικό στοιχείο του αν αυτό το βιβλίο διαβάζεται σήμερα, με ξεκάθαρα λογοτεχνικούς όρους. Αν σήμερα ένα κείμενο μας φαίνεται π.χ. σεξιστικό, μάλλον ήταν και στην εποχή του. Όμως τώρα μπορεί να φωτιστεί πιο συγκεκριμένα επειδή η εποχή και οι σημερινές λέξεις μπορούν να το φωτίσουν.
Το επίμαχο σημείο που προσωπικά θα με ενδιέφερε σε μια τέτοιου είδους κριτική αποτίμηση είναι αν λογοτεχνικά μάς αφορά αυτό το βιβλίο σήμερα ή αν έχει ξεπεραστεί υφολογικά, γλωσσικά, δομικά, καθαρά με όρους λογοτεχνικών κανόνων, αλλιώς γιατί να ασχοληθούμε μαζί του τώρα. Εξαίρουμε ακόμα και σήμερα κάποια κλασικά κείμενα που έχουν ασχοληθεί με θέματα που δεν θα θεωρούνταν σήμερα πολιτικώς ορθά, ακριβώς επειδή λογοτεχνικά και αναγνωστικά παραμένουν καίρια, χτυπάνε ακόμα στην καρδιά. Δεν είναι εύκολη υπόθεση η αποδόμηση ενός ιερού τέρατος. Ωστόσο, κανένας συγγραφέας, και περισσότερο το έργο του, δεν πρόκειται να δεχτεί ιδιαίτερο πλήγμα αν, με σημερινούς όρους, κριθεί ως σεξιστής/μισογύνης/ομοφοβικός/ρατσιστής. Ένας συγγραφέας, και πολύ περισσότερο το έργο του, πλήττεται αν κριθεί, με σημερινούς όρους, αδιάφορος και ξεπερασμένος λογοτεχνικά.
* Ο Κ.Β. Κατσουλάρης είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.