Σκέψεις με αφορμή την έντονη συζήτηση που προκάλεσαν πρόσφατα οι νέες αναγνώσεις δύο πολυδιαβασμένων βιβλίων της νεοελληνικής πεζογραφίας, ενός παλιότερου, της «Μεγάλης Χίμαιρας» του Μ. Καραγάτση, κι ενός νεότερου, της «Γραμμής του ορίζοντος», του Χρήστου Βακαλόπουλου. Και τα δύο κυκλοφορούν από τις εκδόσεις της Εστίας.
Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός
Η επανέκδοση της Γραμμής του Ορίζοντος, του Χρήστου Βακαλόπουλου, από την Εστία, είναι αναμφισβήτητα εκδοτικό γεγονός, που μάλιστα δικαιώθηκε και με το παραπάνω, αφού το βιβλίο εξαντλήθηκε από τις πρώτες ημέρες της κυκλοφορίας του.
Μεγάλη Χίμαιρα
Ωστόσο η επανέκδοση φέρνει στο προσκήνιο και κάποιες προβληματικές του κειμένου, τις οποίες θα θίξω παρακάτω και που, όπως και με άλλα “κλασικά” έργα νεοελληνικής λογοτεχνίας που έχουν γνωρίσει λαοφιλία, αγνοούνται συστηματικά. Συχνά, μάλιστα, όπως έδειξε και το πρόσφατο παράδειγμα μιας -ίσως ακροθιγούς, αλλά επαρκούς και μάλλον αναγκαίας- κριτικής θεώρησης για την Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση, η αποδόμηση ενός κλασικού έργου νεοελληνικής λογοτεχνίας εξεγείρει πνευματικούς ανθρώπους να λάβουν ανά χείρας τις υποθετικές τους τσουγκράνες και να οδηγήσουν τον αλλόπιστο συντάκτη στο λαϊκό δικαστήριο. Τι κι αν, βέβαια, ο σεξισμός του Καραγάτση αναγνωρίζεται και στην ίδια την εισαγωγή της Εστίας (γραμμένη από τη Μαίρη Μικέ), τι κι αν έχουν γραφτεί ορισμένες (λίγες μεν, αλλά υπαρκτές) ακαδημαϊκές εργασίες που προσεγγίζουν αυτό ακριβώς το θέμα, η άμεση αγανάκτηση που προκύπτει από την αποκαθήλωση ενός “ιερού τέρατος”, ιδίως αρσενικού (το φύλο των περισσότερων ιερών τεράτων), γεννιέται σχεδόν αυτόματα από τις μύχιες πηγές του ποπουλισμού που φαίνεται να συνοδεύει ορισμένες αντιλήψεις για την αξιολόγηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ο πυρήνας των έργων του είναι βαθιά και απαρέγκλιτα μελοδραματικός και μιλάει σε ένα κοινό αίσθημα που είναι αποδεκτό, προσβάσιμο και γνώριμο στον μέσο αναγνώστη.
Ο Καραγάτσης ήταν και είναι δημοφιλής γιατί μιλάει στον πυρήνα αυτού ακριβώς του θιγμένου συναισθήματος. Ίσως πολλούς να ξένισε η αναφορά που έκανε στο άρθρο της η Ρένα Λούνα στον Παπακαλιάτη, αλλά μάλλον λησμονούν πως τα έργα του Καραγάτση έχουν μεταφερθεί επιτυχημένα στο κατεξοχήν λαϊκιστικό μέσο, στην τηλεόραση, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο: γιατί ο πυρήνας τους είναι βαθιά και απαρέγκλιτα μελοδραματικός και μιλάει σε ένα κοινό αίσθημα που είναι αποδεκτό, προσβάσιμο και γνώριμο στον μέσο αναγνώστη.
Δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τον ξεκάθαρο βιολογικό ντετερμινισμό που διέπει τη Μεγάλη Χίμαιρα. Τόσο ξεκάθαρο που ο Καραγάτσης το γράφει ακόμη και ρητώς: μιλάει για όργανα που καθορίζουν τις γυναίκες, για ωοθήκες που τις δένουν μοιραία με τους άνδρες, για αρσενικά που εκχύουν πολύτιμες ανδρικές ορμόνες εντός των μαραμένων σωθικών των θηλυκών, για γυναίκες μεταμορφωμένες σε μήτρες με “χυδαίες εστριαδιόλες” πρόθυμες να σμιχτούν με την κάθε τεστοστερόνη που θα συναντήσουν...
Αν αυτά δεν θέλουν κάποια άτομα να παραδεχτούν πως είναι κακή και αφελής πρόζα, τότε πρέπει σίγουρα να παραδεχτούν πως είναι κακή επιστημονική γνώση (σίγουρα κακή γνώση των ορμονικών αναλογιών των φύλων αφού όλα τα φύλα έχουν τις ίδιες ορμόνες, απλώς σε διαφορετικά επίπεδα), η οποία άλλωστε προκύπτει ιστορικά από τις αντιλήψεις βιολογικού ντετερμινισμού που επικρατούσαν τη δεκαετία του 1930 και από τις οποίες, αρκετά πρόδηλα, είναι επηρεασμένος και ο Καραγάτσης. Αυτή η καθήλωση του Καραγάτση σε μια ξεπερασμένη ιδεολογία, που έρχεται σε αντίθεση με τη γνώση και τα πιστεύω όχι απλώς του σήμερα αλλά και όλης της μεταπολεμικής περιόδου, τον καθιστά λιγότερο διαχρονικό από όσο ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του.
Ας δούμε όμως πρώτα από όλα από πού προκύπτουν αυτές οι αναφορές στην Μεγάλη Χίμαιρα. Δεδομένου πως το βιβλίο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε την δεκαετία του 1930, την κατεξοχήν δεκαετία που η τάση ενός αρχόμενου ψευδοεπιστημονικού βιολογισμού είχε κυριεύσει μεγάλο μέρος της παγκόσμιας διανόησης, οι καραγατσικές αναφορές (αυτές και άλλες που αφορούν χαρακτηριστικά των φυλών) προκύπτουν από την αντίστοιχη κοιτίδα κοινωνικού δαρβινισμού.
Η συγκεκριμένη ιδεολογία, η οποία μάλιστα συνδέεται και με την φασιστική ευγονική και τη διασπορά των αντιλήψεων περί φυλετικής ανωτερότητας κάποιων λαών, είναι αναμφίβολα ικανό επιχείρημα για να θέσει τον Καραγάτση σε μια εκ νέου κριτική επαναξιολόγηση...
Σε όλα τα χρόνια του μεσοπολέμου τα κοφτερά οικονομικά σκαμπανεβάσματα, η ραγδαία αστικοποίηση, η αύξηση της εγκληματικότητας καθώς και η ηθική κρίση που είχε επιφέρει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, οδήγησαν στην επικράτηση εθνικιστικών κομμάτων τα οποία και διέσπειραν αντιλήψεις που είχαν να κάνουν με την λεγόμενη “επικράτηση του ισχυρότερου”, τόσο στον τομέα των φυλετικών όσο και των ταξικών και έμφυλων σχέσεων. Η συγκεκριμένη ιδεολογία, η οποία μάλιστα συνδέεται και με τη φασιστική ευγονική και τη διασπορά των αντιλήψεων περί φυλετικής ανωτερότητας κάποιων λαών, είναι αναμφίβολα ικανό επιχείρημα για να θέσει τον Καραγάτση σε μια εκ νέου κριτική επαναξιολόγηση και να δει το έργο του όπως πραγματικά είναι, χωρίς φυσικά να ακυρώνει την επίδρασή του στα νεοελληνικά γράμματα.
Ο σεξισμός του Καραγάτση (και λέγοντας σεξισμός εννοείται στην παρούσα περίπτωση η πεποίθηση που εκφράζεται στην Μεγάλη Χίμαιρα, μέσα από αρκετά σημεία του κειμένου, πως οι γυναίκες είναι δέσμιες του σώματός τους και πως αυτό το σώμα διαθέτει σημεία που “έλκονται” ανεμπόδιστα από την ανδρική τεστοστερόνη) είναι αδιαμφισβήτητος. Και αν δεν είναι ικανός να δημιουργήσει μια κουλτούρα σεξισμού στο σήμερα, είναι σίγουρα ικανός να ισχυροποιήσει πεποιθήσεις που τοποθετούν το γυναικείο σώμα, τρόπον τινά, υποδεέστερα από το ανδρικό και θεωρούν πως πρέπει να υπόκειται σε έλεγχο ακόμα και για τα αναπαραγωγικά του δικαιώματα, αφού, στο κάτω κάτω, οι γυναίκες δεν είναι παρά “μήτρες”.
Ακόμα όμως κι αν εξαιρεθούν όλα τούτα ως απόψεις των καιρών του Καραγάτση, ακόμα κι αν αφήσουμε στην άκρη την αφέλεια του δημιουργού που σπεύδει να ενσωματώσει στο έργο του σημεία νεοφανών ιδεολογιών, τι απομένει από τον Καραγάτση ως λογοτέχνη; Συνέκριναν πολλοί από τους διαφωνούντες τον Καραγάτση με τον Ναμπόκοφ και τον Φλωμπέρ όταν η πρόζα των δύο τελευταίων είναι πλήρως διαφορετική υφολογικά από του Καραγάτση. Η αυστηρή διαρρύθμιση των έργων του Ναμπόκοφ, τα φιλολογικά του παιχνίδια, καθώς και το χειρουργικό, αποστασιοποιημένο ύφος του Φλωμπέρ δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τις συναισθηματικές ευκολίες του Καραγάτση. Αν με κάποιον μπορούμε να συγκρίνουμε τον Καραγάτση, αυτός θα ήταν ο φιλέλληνας Μίλερ που στις σελίδες των μυθιστορημάτων του συναντάμε κάποιες φορές τούς απόηχους μιας αυθάδους αρρενωπότητας και μιας σύνθεσης καθόλου συμμετρικής που διαφεύγει σε ιδεολογικές πολυλογίες. Ύστερα είναι κι αυτή δραματικότητα που συναντάμε συχνά στα έργα του Καραγάτση. Ο συγγραφέας εμποτίζει τα έργα του με αντιλήψεις μάλλον παλιακές, για τη μοίρα και το “ριζικό” από τα οποία, υποτίθεται, δεν μπορούν να ξεφύγουν οι ήρωές του.
Εδώ βεβαίως υπεισέρχεται το θέμα των προθέσεων του συγγραφέα, το αν αναφέρει κάτι για να το καυτηριάσει ή να το διακωμωδήσει, το αν εστερνίζεται ή όχι τις απόψεις των ηρώων του. Στην περίπτωση του Καραγάτση είναι αρκετά ασφαλές να υποθέσουμε πως ναι, μάλλον πιστεύει σε αυτόν τον σεξισμό και ο ίδιος ο συγγραφέας, χωρίς να έχει απαραιτήτως συναίσθηση των περικειμενικών του συνδηλώσεων.
Άρα, γιατί η φιλολογικά αναγκαία κριτική παλαιότερων βιβλίων να καθίσταται... επικίνδυνη και όχι αναγκαία; Όταν γίνεται όχι προς «ακύρωση» ιερών τεράτων αλλά προς καλύτερη ανάγνωσή τους. Η λογοτεχνία έτσι παραμένει ζωντανή: μέσα από τις επαναγνώσεις και τις κριτικές αποτιμήσεις, όχι μέσα από την φίμωση.
Αυτού του είδους οι λογοκρισίες όμως περνάνε απαρατήρητες και ασχολίαστες γιατί συμβαίνουν τόσο συχνά που θεωρούνται φυσικές. Το ίδιο ισχύει και με την αποτύπωση στη λογοτεχνία της cis straight εμπειρίας: δεν θα υπάρξει ποτέ στιγματισμός ενός λογοτεχνικού έργου που παρουσιάζει την οπτική του cis straight ατόμου...
Οι αγανακτισμένοι, άλλωστε, μάλλον λησμονούν ή δεν γνωρίζουν τις συστηματικές λογοκρισίες της συντηρητικής πλευράς σε πολλά κλασικά έργα, τόσο που έχουν καταλήξει να αλλάξουν ακόμα και την πλοκή τους (για παράδειγμα, η μεταφορά του έργου του Καπόνε, Πρωινό στο Τίφανις, στον κινηματογράφο, πέρασε από straight washing και έτσι ο ομοφυλόφιλος ήρωας έγινε ο μάτσο αρρενωπός άνδρας με το θεληματικό πιγούνι που διεκδικεί την πρωταγωνίστρια). Αυτού του είδους οι λογοκρισίες όμως περνάνε απαρατήρητες και ασχολίαστες γιατί συμβαίνουν τόσο συχνά που θεωρούνται φυσικές. Το ίδιο ισχύει και με την αποτύπωση στη λογοτεχνία της cis straight εμπειρίας: δεν θα υπάρξει ποτέ στιγματισμός ενός λογοτεχνικού έργου που παρουσιάζει την οπτική του cis straight ατόμου, ενώ την ίδια στιγμή η queer εμπειρία τοποθετείται παράλογα εκτός της πραγματικότητας, λες και δεν είναι εξίσου υπαρκτή.
Τι το παράλογο έχει, λοιπόν, το να επισημάνει μια αναγνώστρια πως ο βιολογισμός του Καραγάτση είναι ξεπερασμένος και αυτό μειώνει μερικώς την αξία του έργου του; Μιλάμε για έναν συγγραφέα του 20ού αιώνα στο κάτω κάτω, ο φεμινισμός ως κίνημα ήταν ήδη υπαρκτός. Ίσως σοκαριστούν ορισμένοι αλλά η Γουλφ είχε αποτολμήσει εκτενώς φεμινιστική κριτική -και τόλμησε μάλιστα να μπλέξει και τον Σαίξπηρ σε αυτή την πρωτοφανή αυθάδεια- και το ίδιο είχε κάνει και η Μποβουάρ (η κόντρα της με τον D.H Lawrence ίσως δεν είναι ευρέως γνωστή στο ελληνικό κοινό). Δεν χρειάζεται όμως κάποιος να είναι αναδρομικά φεμινιστής για να μην ασπαστεί τον κοινωνικό βιολογισμό που ασπάστηκε ο Καραγάτσης. Πολλοί Έλληνες και ξένοι λογοτέχνες, συγκαιρινοί του, όχι μόνο δεν τον ασπάστηκαν αλλά τον κατέκριναν - τουλάχιστον τα παρακλάδια αυτού, που είχαν να κάνουν με τις ψευδοεπιστημονικές θεωρίες περί ανώτερων και κατώτερων φυλών.
Η πεποίθηση, άλλωστε, πως οι γυναίκες και οι άνδρες είναι ολότελα διαφορετικά, βιολογικώς, όντα, έρμαια των σωμάτων τους, αποτελεί έναν καλά εδραιωμένο μύθο επιστημονικοφανούς σεξισμού που έχει τις ρίζες του στις απαρχές τις άγουρης προνεωτερικής επιστήμης...
Η πεποίθηση, άλλωστε, πως οι γυναίκες και οι άνδρες είναι ολότελα διαφορετικά, βιολογικώς, όντα, έρμαια των σωμάτων τους, αποτελεί έναν καλά εδραιωμένο μύθο επιστημονικοφανούς σεξισμού που έχει τις ρίζες του στις απαρχές τις άγουρης προνεωτερικής επιστήμης και καθιερώθηκε μέσα από μια σειρά ανεπαρκών και επισφαλών ερευνών που ξεκίνησαν με τις πρώτες ανατομικές ανακαλύψεις και επιρρώθηκαν μονομερώς από τους τότε άνδρες επιστήμονες. Η βιβλιογραφία που αντιτάσσεται σε αυτή την ψευδοεπιστημονική τάση είναι μακρά, με τρανταχτά παραδείγματα το έργο της Anne Fausto-Sterling που εδώ και αρκετές δεκαετίες έχει θέσει τα θεμέλια για μια αναθεώρηση της έννοιας του βιολογικού φύλου.
Φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι περιττό να τονίσουμε πως ένα λογοτεχνικό πόνημα που θα αναλωνόταν στην υπεράσπιση της ιδεολογίας του βιολογισμού, θα ήταν κατώτερης ποιότητας λογοτεχνία, γιατί θα αγκυλωνόταν αναγκαστικά σε περιχαρακώσεις και συμβιβασμούς στις διατυπώσεις του, στη μορφή του, στην εξέλιξη της πλοκής και στη χροιά των ηρώων του.
To πρόβλημα με την αγανακτισμένη πολεμική στην κριτική θεώρηση ενός παλαιότερου βιβλίου είναι πως οι θιασώτες της δεν αντιλαμβάνονται πως πρόκειται για διαρκή και αναγκαία φιλολογική πρακτική και όχι για ένα καινοφανές φαινόμενο που απειλεί τον πολύτιμο δυτικό πολιτισμό μας. Πώς διαφέρει η κινδυνολογία τους και η απαίτηση τους για παύση κάθε κριτικής από το φαντασιακό της “woke απολυταρχικότητας” το οποίο με σχεδόν κωμικό σθένος πολεμάνε;
Η Γραμμή του Ορίζοντος
Κάπου εδώ φτάνουμε και στη Γραμμή του Ορίζοντος, έργο που έχει αγαπηθεί και υμνηθεί από πολλούς αναγνώστες και κριτικούς. Ένας από τους λόγους που έχει αναχθεί σε κλασικό σύγχρονο έργο είναι η σύντομη ζωή του δημιουργού του, που πέθανε αρκετά νέος, αφήνοντας λίγα μα δυναμικά έργα που άφησαν το στίγμα του. Η Γραμμή του Ορίζοντος όμως δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ για αυτό που είναι: ένα μυθιστόρημα βαθιά εθνοκεντρικό. Η διχοτόμηση του ξανθού/μελαχρινού γένους, του Δυτικοευρωπαϊκού και του Ανατολικού, που επιχειρεί πολλάκις εντός του κειμένου ο συγγραφέας με τα επαναλαμβανόμενα μότο φράσεων που υπάρχουν σε όλο το βιβλίο αναιρούν την υπαρξιακή διάσταση που θα μπορούσε να λάβει.
Η κριτική στάση του Βακαλόπουλου απέναντι στη Δύση μπορεί σε ορισμένα σημεία να είναι επίκαιρη μέχρι και σήμερα, αλλά η βιαστική του απάντηση, αναδυόμενη από την ιδεοποίηση μιας εξιδανικευμένης θεολογικής παράδοσης της Ανατολής που δεν δικαιώνεται απαραίτητα ιστορικά, αφαιρεί την όποια σύγχρονη διάσταση θα μπορούσε να λάβει το κείμενο και παράλληλα αιχμαλωτίζεται σε μια ανεδαφική κριτική της τότε επικαιρότητας, κάτι που φυσικά έχει επιπτώσεις στη διαχρονικότητα του βιβλίου.
Παρόλα αυτά, το μυθιστόρημα δεν χαντακώνεται λόγω αυτών των φορτίων. Η γραφή είναι υποδειγματικά δουλεμένη, περιέχει πληθώρα εξαίσιων χωρίων και κεφαλαίων όπου ο συγγραφέας κατακρίνει την κομφορμιστική ροπή των νεωτερικών κοινωνιών. Η εντέλεια του κυκλοτερούς σχήματος είναι θαυμαστή, όπως και η υπαρξιακή ατμόσφαιρα της αναζήτησης, με τη χρήση ενός απλού φορτισμένου λόγου. Αυτά τα μεμονωμένα στοιχεία της άχρονης υπερεθνικότητας και της καλής λογοτεχνίας, όμως, εγκλωβίζονται στα σύμβολα με τα οποία τα περιστοίχισε ο συγγραφέας και, πλέον, σε μια εποχή που δεν είναι πια τόσο επίκαιρα, δεν καταφέρνουν να απελευθερωθούν, με αποτέλεσμα το κείμενο να λιμνάζει εξαναγκαστικά στον συντηρητικό μοντερνισμό του καιρού του.
Δεν γίνεται να αγνοηθεί πως ο Βακαλόπουλος μάς παρουσιάζει μια ελληνικότητα γεμάτη κλισέ (το λευκό πανί, η εκκλησία, η θάλασσα, το νησί κ.ά). Είναι άλλωστε αρκετά αντιφατικό και ασαφές, αν εξετάσουμε το κείμενο από τη συναισθηματική σκοπιά της ηρωίδας, μια γυναίκας δηλαδή που μεγάλωσε εντός της ελληνικής παράδοσης, και άρα όλη της η ζωή βάλλεται από τον σεξισμό και την φυλακή των στερεοτύπων που της κληροδότησε αυτή ακριβώς η παράδοση, για ποιον λόγο η αναζήτηση τοποθετείται τόσο έντονα με ελληνικό χαρακτήρα, με αυτόν του ορθόδοξου νησιού και της ελληνικότητας του Αιγαίου, όταν η Ρέα, σύμφωνα με την αφήγηση και το ξαφνικό διαζύγιο, θα έπρεπε να θέλει να τρέξει μακριά από όλα αυτά, καθώς αυτά ακριβώς τα στοιχεία ήταν που την έδεσαν σε έναν άσκοπο γάμο: η ελληνική παράδοση της αγίας πατριαρχικής οικογένειας.
Αδικαιολόγητη λοιπόν μέσα στο κείμενο η στροφή της Ρέας στην παράδοση προς αναζήτηση λύτρωσης, σαφέστατα όμως τα κίνητρα του συγγραφέα, αν λάβουμε υπόψη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής που γράφτηκε το αφήγημα καθώς και τις απόψεις/πιστεύω του ίδιου - και αυτά δυστυχώς δεν τα αναφέρω ως θετικά, όχι γιατί ο Βακαλόπουλος είχε συντηρητικές απόψεις, αλλά και μόνο αυτή η αχνή επίστρωση του πονήματος με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αρκεί για να σημαδέψει όλο το βιβλίο. Τα χρησιμοποιούμενα σύμβολα εντέλει καθηλώνουν τη διαχρονικότητα και την υπερεθνικότητα του κειμένου, καθώς δεν αφορούν έστω την αρχαιοελληνική παράδοση - που έχει αποκατασταθεί ευρωπαϊκά τουλάχιστον, από τις εθνικιστικές συνδηλώσεις που κάποιοι τις προσδίδουν αφελώς και ανιστορικώς. Ο ορθόδοξος αποφατισμός του Βακαλόπουλου, δηλαδή, καταλήγει να καταστρέφει την νοηματική συνέχεια του βιβλίου και αυτό είναι συγγραφικά προβληματικό.
Ο Βακαλόπουλος, παρόλα αυτά, παραμένει μια ενδιαφέρουσα περίπτωση συγγραφέα, κι αξίζει να διαλευκανθεί αν η στροφή του στην παράδοση, αυτή που μετέδωσε και στην ηρωίδα του, συντελέστηκε λόγω μιας προθανάτιας αγωνίας, ενός φόβου που ήθελε να ξορκίσει εξυμνώντας όσα η εποχή του, ειδικά μετά την μεταπολίτευση, είχε προσπαθήσει, ορθώς, να επικρίνει.
Ας μην γελιόμαστε, όμως, σε τι αντιδρά στα αλήθεια ο Βακαλόπουλος; Δεν υπήρξε ποτέ εδραιωμένος νεοελληνικός διαφωτισμός. Δεν υπήρξε ποτέ κανένα γενικότερο πνεύμα στην σύγχρονη Ελλάδα που να έχει αποτάξει με σφοδρότητα τα παναγιότατα σύμβολά μας (σύμβολα με τα οποία, όλως τυχαίως, ταυτίστηκε πλήρως η Χούντα και η ελληνικότητα), πέραν από κάποιες πρωτοποριακές φωνές των αρχών του 20ού αιώνα που δεν έχουν ακόμα μελετηθεί επαρκώς. Αυτό άλλωστε το αποδεικνύει και η λαοφιλία του βιβλίου αφού φαίνεται να είναι αγαπητό από ένα ανομοιογενές πρόσμιγμα αντιθετικών πολιτικών και ιδεολογικών χώρων: ορθόδοξους, αριστερούς, δεξιούς κ.ά.
Και ο Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, έχει, ρητώς, θρησκευτικά σχήματα στα έργα του αλλά η θρησκευτικότητα του Ντοστογιέφσκι, αλίμονο, είναι υπερθετική, παναθρώπινη και αφορά το πρόσωπο του Μεσσία ως πρόσωπο αποσυνάγωγο με το οποίο δύναται να ταυτιστεί ο κάθε είδους επαναστάτης. Οι ιδεολογικές αποχρώσεις της Γραμμής του Ορίζοντος κάθε άλλο παρά ξεκάθαρες είναι. Αντιθέτως φαίνονται σκοτεινές, συγκεχυμένες και, στην καλύτερη περίπτωση, αγκυλωμένα παραδοσιακές.
* Ο Αντώνης Γουλιανός είναι συγγραφέας και κριτικός.