Σκέψεις για την Κουλτούρα της ακύρωσης (cancel culture) και την πατριαρχία στη λογοτεχνία, με αφορμή την έντονη συζήτηση για τον σεξισμό στη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Πόσο σεξισμό και πολεμοχαρή διάθεση περιέχει ο Όμηρος; Πόση πατριαρχία διακρίνει τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, ακόμα και τον Ευριπίδη, που χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα (προ)φεμινιστής όσο και μισογύνης; Δεν μιλάω για τους Βυζαντινούς, που έχουν εμποτιστεί με τη χριστιανικής κοπής αντίληψη περί έμφυλης ανισότητας. Πόση ανδροκρατία και μισογυνισμό έχει ο Καζαντζάκης; Πόσο φυλετιστές ή εθνικιστές είναι οι ποιητές του 19ου αιώνα και πόσο οι πεζογράφοι του 20ού; Πόσο ρατσιστικό είναι το «Όσα παίρνει ο άνεμος» και πόσο ο «Πήτερ Παν»;
Δεν επιτιθέμεθα ad hominem σε πρόσωπα, αλλά μπορούμε να ασκήσουμε κριτική σε δημοσιευμένες απόψεις. Από την άλλη, δεν αγνοούμε το λογοτεχνικό υλικό, αλλά και δεν το δένουμε πάνω στην προκρούστεια κλίνη της politically correct εποχή μας.
Το άρθρο της Ρένας Λούνα για τον M. Καραγάτση -το οποίο παρεμπιπτόντως είναι πιο πολύ μια γνώμη παρά μια ολοκληρώμενη με αποδείξεις θέση-, (ξαν)άνοιξε τη συζήτηση στο πλαίσιο τής cancel culture, που αγνοεί τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την ιστορικότητα της τέχνης. Κι άλλοι έχουν μιλήσει για τις απόψεις (σεξιστικές, φυλετικές κ.λπ.) του Μ. Καραγάτση, προσπαθώντας να διερευνήσουν το πλαίσιο που τις γέννησε. Συνεπώς, δεν επιτιθέμεθα ad hominem σε πρόσωπα, αλλά μπορούμε να ασκήσουμε κριτική σε δημοσιευμένες απόψεις. Από την άλλη, δεν αγνοούμε το λογοτεχνικό υλικό, αλλά και δεν το δένουμε πάνω στην προκρούστεια κλίνη της politically correct εποχή μας.
Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι αν έχει δικαίωμα η νέα γενιά να κρίνει τους «καταξιωμένους» κλασικούς, ούτε αν μια γυναίκα μπορεί να εκθρονίσει έναν άντρα συγγραφέα, αλλά πόσο είναι αποδεκτό να αγνοεί -σε έναν ιστορικό μηδενισμό- το συγκείμενο του έργου και να απαιτεί όλο το παρελθόν να στοιχίζεται στα κελεύσματα του παρόντος. Ό,τι ξεφεύγει από το κουτί της σημερινής νοοτροπίας ακρωτηριάζεται, ό,τι δεν πειθαρχεί στο σήμερα –και πώς θα μπορούσε άλλωστε;– λιθοβολείται.
Η «κουλτούρα της ακύρωσης»
Ας ξεκινήσουμε πιο συγκεκριμένα από την έννοια της «κουλτούρας της ακύρωσης», όπως ορίζεται η προσπάθεια ανθρώπων ή ομάδων να αναθεωρήσουν τις ιστορικές αντιλήψεις και ως αποτέλεσμα να αποκαθηλώσουν από τη δημόσια σφαίρα εμβλήματα που παραπέμπουν σε αποικιοκρατικές και ρατσιστικές ή σεξιστικές αντιλήψεις. Μπορεί κανέις να δει το βιβλίο της Laure Murat σε μετάφραση Γιάννη Κτενά Ποιος ακυρώνει τι; Σκέψεις για την cancel culture (εκδ. Πόλις, Αθήνα 2022), όπου αναλύονται τα συστατικά αυτής της αναθεωρητικής ματιάς. Σύμφωνα με την Jodie Foster, πρόκειται για «την εκ των υστέρων επανόρθωση εξόφθαλμων αδικιών», έναν τρόπο διαμαρτυρίας απέναντι στις καθιερωμένες εκδοχές της κυρίαρχης ιστορίας, όπως είναι τα αγάλματα «επιφανών» ανδρών, που ήταν εθνικά σύμβολα, αλλά συνάμα ενσάρκωναν καταπιεστικές ιδεολογίες.
Με αυτή τη λογική δεν βάλλονται μόνο μνημειακά σύμβολα που «επιβάλλουν» ή «υποβάλλουν» την κρατική αντίληψη, αλλά και έργα τέχνης, επειδή, χωρίς να συνεκτιμηθεί η εποχή τους και το βάρος του συγκειμένου τους, θεωρούνται ότι φέρουν ασύμβατες με τη δική μας εποχή απόψεις. Έτσι, επικρίθηκαν ταινίες όπως το «Gone with the Wind» («Όσα παίρνει ο άνεμος»), μία ταινία του 1939 για τον Αμερικανικό Εμφύλιο το 1861, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Μίτσελ του 1936, επειδή περιέχει «ρατσιστικά μηνύματα και φυλετικές προκαταλήψεις». Αλλά και άλλοι καλλιτέχνες ή έργα τέχνης μπορεί κάλλιστα να τεθούν στο στόχαστρο: από τους πίνακες του Πολ Γκογκέν, επειδή αυτός κοιμόταν με ανήλικα κορίτσια, μέχρι την Ακρόπολη, επειδή κατασκευάστηκε με τη συμμετοχή δούλων, και τα κείμενα του Αριστοτέλη, επειδή ο φιλόσοφος τασσόταν υπέρ της δουλείας. Θα σκεφτόμουν ακόμα συγγραφείς, όπως είναι η Πηνελόπη Δέλτα, που εξέφρασε «εθνικιστικά» ιδεώδη, και άλλους (π.χ. Χάμσουν, Σελίν), που βρίσκονται σε αντίθεση με την όποια τρέχουσα πολιτισμική λογική ομάδων, πλειοψηφικών ή μειοψηφικών.
Συνοψίζοντας ως εδώ, συμπεραίνω ότι η cancel culture επιδιώκει να ερμηνεύσει το παρελθόν με όρους του παρόντος και να κατεδαφίσει ένα έργο τέχνης –κυριολεκτικά με πράξεις βίας ή μεταφορικά με πράξεις λεκτικού μηδενισμού-, επειδή δεν συνάδει με την τρέχουσα πολιτική και ηθική τάξη. Αυτή όμως η τακτική είναι ιστορικά έωλη και επιστημονικά αβάσιμη. Δεν μπορείς να απαιτείς από καλλιτέχνες άλλων περιόδων να βγουν από το πλαίσιο της εποχής τους και να καινοτομήσουν, προχωρώντας σε αντιλήψεις που είναι σήμερα αποδεκτές, αλλά όχι παλιότερα. Ακόμα κι αν δεν έχουμε τη δύναμη να καθαιρέσουμε ένα έργο τέχνης από τη δημόσια σφαίρα, η κριτική απέναντί του, με τέτοιους μονόπλευρους όρους, είναι στην ουσία ηθική αυτουργός σε ανάλογες πράξεις.
Την απάντηση δίνει καταρχάς ο Hans-Robert Jauss, που έχει εξηγήσει ότι ένα καλλιτέχνημα κρίνεται στη συμβολή του ορίζοντα προσδοκιών αφενός του δέκτη κι αφετέρου της εποχής του κειμένου.
Μπορούμε όμως να κρίνουμε γενικότερα ένα έργο τέχνης; Πόσο οι «ξεπερασμένες» αντιλήψεις του είναι κριτήριο απαξίωσής του; Πότε παραμένει κλασικό και πότε υποχωρεί από την πρώτη γραμμή της αισθητικής μας παιδείας; Πρώτα απ’ όλα, φυσικά κάθε γενιά έχει το δικαίωμα να κρίνει και να απαξιώσει ένα έργο, αν παύει αισθητικά και ιδεολογικά (αυτά τα δύο συμπορεύονται στην τέχνη). Ωστόσο, πώς θα το κρίνει; Την απάντηση δίνει καταρχάς ο Hans-Robert Jauss, που έχει εξηγήσει ότι ένα καλλιτέχνημα κρίνεται στη συμβολή του ορίζοντα προσδοκιών αφενός του δέκτη κι αφετέρου της εποχής του κειμένου. Ναι, η ματιά του αναγνώστη (αποδέκτη) κάθε εποχής έχει δικαίωμα να δει σ’ αυτό τις αλήθειες που επιβιώνουν μέχρι αυτόν (και να ασκήσει κριτική πάνω του), αλλά συνάμα δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια στον ιστορικό ορίζοντα που το γέννησε και το διαμόρφωσε. Η «σύντηξη των οριζόντων», σύμφωνα με τη Θεωρία της πρόσληψης, είναι καθοριστική για την επικοινωνία κάθε εποχής με έργα προηγούμενων δεκαετιών ή αιώνων. Η πρόσληψη είναι μεν αναγνωστοκεντρική αλλά όχι ανισοβαρής, λες και όλα γράφονται σήμερα με σύγχρονους όρους και προοδευτικές αντιλήψεις.
Η πατροκτονία στην τέχνη είναι γόνιμη, αρκεί να μην κατηγορούμε τον πατέρα με τα κλειστά κριτήρια της δικής μας κοσμοαντίληψης. Επίσης, η επίκριση –με κοινωνικούς όρους- αντιλήψεων του παρελθόντος είναι αναγκαία, για να προχωρήσουμε στο παρόν και το μέλλον με καλύτερες συνθήκες. Τι όμως δεν μπορούμε να κάνουμε, ειδικά στην τέχνη; Να μηδενίζουμε τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα με ανιστόρητο τρόπο και σκεπτόμενοι χωρίς βάθος, σαν να είναι όλα αϊστορικά. Αν γινόταν αυτό, η «κουλτούρα της ακύρωσης» θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει στη διαγραφή όλης της πολιτισμικής κληρονομιάς, επειδή αυτή είναι σεξιστική, ρατσιστική, σπισιστική, φιλοπόλεμη κ.λπ.
Εντέλει, δεν είναι το θέμα αν μας αρέσει ή όχι ο Καραγάτσης. Ούτε αν μέσα στο έργο του υπάρχουν σεξιστικές αντιλήψεις. Αλήθεια, είναι δικές του, της εποχής του ή των ηρώων του; Κατ’ ουσία, το θέμα είναι αν η κριτική μας, ξεκινώντας από τον 21ο αιώνα με τις απόψεις και τις δικές μας προκαταλήψεις, το δικό μας σύστημα ηθικής και δεοντολογίας, που ίσως ανατραπεί στο μέλλον, μπορεί να εθελοτυφλεί για το παρελθόν, με έναν Παροντισμό διαρκείας σε ό,τι οι πρόγονοι είχαν ως δεδομένη βάση. Κάθε έργο γεννιέται εν πλαισίω και δεν μπορεί να κρίνεται εν κενώ.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).