Διήγημα που διακρίθηκε στον διαγωνισμό «200 χρόνια τώρα...», με θέμα «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση», που συνδιοργάνωσαν η Book Press με τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τα δέκα διηγήματα που ξεχώρισαν κυκλοφορούν σε e-book από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Στην κεντρική εικόνα, λεπτομέρεια από φωτογραφία του Πάνου Κοκκινιά, από την ενότητα Leave your myth in Greece.
Του Γιάννη Νικολούδη
Ένας γείτονας. Τίποτα, να, τα ίδια, μια φασαρία από μακριά. Οι φωνές τους, μαλώματα της πλάκας, τρεχαλητό, καμιά μπάλα, η μάνα που φυλάει, φτου και βγαίνω και τα λοιπά. Τι κάνουν οι σπόροι, αυτό. Όχι κάτι διαφορετικό. Θα μου πεις, πια δεν είναι δεδομένο, τώρα με τα κινητά και τα λοιπά, αποβλακωμένα είναι τα παιδιά, δεν ξεμυτίζουν από το σπίτι. Αλλά εδώ είναι αλλιώς, είμαστε αλλιώς. Συνηθισμένοι είμαστε τα παιδιά να παίζουν στον δρόμο. Λες αυτό να μας έφαγε; Λες αυτό να φταίει; Δεν το σκέφτομαι έτσι εγώ. Πιο πολύ την κακιά στιγμή σκέφτομαι. Δεν θέλει και πολύ να γίνει το κακό. Τι να σου πω, τίποτα δεν κατάλαβα εγώ. Οι φωνές τους, τρεχαλητό, να, τα ίδια. Έμαθα μετά από τη γυναίκα μου τι γίνηκε. Μου κοπήκανε τα γόνατα. Πολύ κρίμα, τι να σου πω.
Ένας περαστικός. Η παρέλαση είχε σταματήσει, ο δρόμος ακόμα κλεισμένος ήτανε, μαθητές, γονείς, της κακομοίρας, έτσι είπα να κόψω από εκείνη τη γειτονιά. Δεν το συνήθιζα να περνάω από κει, στενοί οι δρόμοι, καλντερίμια, κακόφημο σημείο, πήχτρα στους Αλβανούς και στα Πακιστάνια, Έλληνες με τα κιάλια έβλεπες, αλλά λέω, δεν βαριέσαι, ας μπω μπας και αποφύγω την κίνηση. Και ήμουν στα μισά όταν τα είδα, τρέχανε σε πανικό, κάμποσα φορώντας τη στολή της παρέλασης, μπλε παντελόνια και λευκά πουκάμισα, κρατώντας σημαιούλες και κάτι σανίδια, σπάγανε σαν τις μπίλιες τους μπιλιάρδου μέσα στα στενά, σαν να τα κυνηγούσανε κάνανε, αγρίμια, να ήταν οκτώ ως δέκα χρονών; Και να σου πω τι με φρικάρει τώρα, τι με κάνει να ανατριχιάζω; Ότι πέρασα από δίπλα του και δεν το είδα. Από δίπλα του. Πώς γίνεται να μην το είδα; Τόσα αίματα να μην τα είδα;
Μια γειτόνισσα. Εμένα ο δικός μου είχε βγει από το σπίτι νωρίς το πρωί, ντυμένος στην τρίχα, αποβραδίς του είχα κολλαριστό το πουκάμισο, το παντελόνι με τσάκιση, στην πένα ήταν, του είπα, Θα έρθω να σε δω αλλά μετά κακομοίρη μου γύρνα σπίτι, όχι σούρτα φέρτα στις γειτονιές γιατί θα τα χαλάσεις τα ρούχα και άλλα να σου αγοράσω δύσκολο, τον νου σου, του είπα, αλλά κλασικά με έγραψε, μετά την παρέλαση τον είδα να κάνει πηγαδάκια με τα άλλα αγρίμια της γειτονιάς, τραβήξανε για το μικρό πάρκο, και λίγο πιο μετά τα άκουγα από το παράθυρο της κουζίνας, τα άκουγα να παίζουν, είπα μέσα μου, Θεέ μου πάνε τα ρούχα του, λωρίδες θα το κάνει το πουκάμισο, αλλά χρόνο δεν είχα να πάω να τον αρπάξω από το αυτί, είχα και το μωρό να στριγκλίζει, είχα και τον άντρα μου που ήταν ήδη φέσι μπροστά από την τηλεόραση που έδειχνε τα τανκ και τα αεροπλάνα της αεροπορίας πάνω από τη Βουλή και τα κομάντο να χαιρετάνε τους επισήμους, έτσι έξω δεν βγήκα και όταν ο γιος μου γύρισε, δεν πρόσεξα το πρόσωπό του, δεν είδα το πρόσωπό του, τα ρούχα του είδα, το πουκάμισο, το παντελόνι. Κανένα σκίσιμο, βρώμικος, μέσα στη σκόνη ήταν, αλλά η σκόνη με ένα καλό πλύσιμο φεύγει. Και μονάχα πιο μετά είδα το πρόσωπό του, σκιαγμένος, λες και είχε δει το διάολο, τα μάτια του στο πάτωμα, σαν σε σοκ ήταν, του πιάνω το πιγούνι, του σηκώνω το πρόσωπο και τότε είδα τα δάκρυα να βγαίνουν ποτάμι από τα μάτια του, τον πιάσανε σπασμοί, Ο Κολοκοτρώνης το έκανε, είπε, Ο Κολοκοτρώνης, ο Κολοκοτρώνης, όχι εγώ, όχι εγώ. Και πριν ακόμα καλά καλά τον ρωτήσω τι στο διάτανο εννοεί, ακούστηκε η στριγκλιά της γυναίκας έξω στον δρόμο.
Ένας αστυνομικός. Ο Κολοκοτρώνης, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν ο εγκέφαλος. Αυτός τα κανόνισε, αυτός τα μάζεψε εκεί. Υπήρχε βέβαια και ο Καραϊσκάκης και ο Κανάρης και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Παπαφλέσσας υπήρχε. Υπήρχανε και άλλοι αλλά γι’ αυτούς δεν είχανε περισσέψει ονόματα ή δεν ζητήσανε ονόματα ή δεν τους έδωσε –ο Κολοκοτρώνης– ονόματα. Οι ανώνυμοι, ας διευκρινιστεί ότι, σε αντίθεση με τους επώνυμους, που ήταν από ημεδαπές οικογένειες, ήταν αλβανικής, ρουμάνικης ή βουλγαρικής καταγωγής. Συνολικά ημεδαποί και αλλοδαποί ήταν δώδεκα. Ο Εχθρός ήταν ένας. Συριακής καταγωγής. Ο οπλισμός ήταν αρμοδιότητα του Κολοκοτρώνη. Επιβεβαιώσαμε ότι ο πατέρας του Κολοκοτρώνη τον βοήθησε στο ζήτημα του οπλισμού.
Tου σηκώνω το πρόσωπο και τότε είδα τα δάκρυα να βγαίνουν ποτάμι από τα μάτια του, τον πιάσανε σπασμοί, Ο Κολοκοτρώνης το έκανε, είπε, Ο Κολοκοτρώνης, ο Κολοκοτρώνης, όχι εγώ, όχι εγώ. Και πριν ακόμα καλά καλά τον ρωτήσω τι στο διάτανο εννοεί, ακούστηκε η στριγκλιά της γυναίκας έξω στον δρόμο.
Ένας μαραγκός. Ο πατέρας του, γνωστή φάτσα, πρέπει να δούλευε απέναντι στο φανοποιείο, περίεργη περίπτωση, άραζε με τους εργάτες μου κάτω από το υπόστεγο, πολυλογάς, παρλαπίπας, ψεκασμένος, θεωρίες συνωμοσίας, τσιπάκια, μασόνοι κτλ, τέτοιο στυλάκι, μια φορά είχε λογοφέρει με τον Αντριάν, το δεξί μου χέρι στη δουλειά, Και ποιος είσαι συ ρε πούστη που μου κουνάς το δάχτυλο αλβαναρά γαμώ τον Χότζα σου, γαμώ τον Αλλάχ σου, τέτοια πράματα έλεγε στον Αντριάν, με το ζόρι κρατήσαμε τον Αντριάν να μην του ορμήσει, δεν σηκώνει πολλά πολλά ο Αντριάν, του αλατιού θα τον έκανε έτσι στούμπος και λιγνός που είναι ο τύπος αυτός, αλλά μπήκαμε στη μέση και τους χωρίσαμε, μετά ο τύπος έκανε καιρό να πατήσει στο υπόστεγο, ώσπου μια βδομάδα πριν ήρθε και με παρακάλεσε να αφήσω τον γιο του να ψαχουλέψει τον σωρό με τα σανίδια και να πάρει κάμποσα, του είπα ΟΚ, κανένα πρόβλημα, έτσι ο γιος του ήρθε ένα απόγευμα, ένα πιτσιρίκι ήταν, βία δέκα έντεκα χρονών, και άρχισε να ψαχουλεύει στον σωρό, το ρώτησα το παιδί, Τι θα τα κάνεις τα σανίδια, Μια εργασία έχω, μου είπε, μια κατασκευή, κάτι για το 1821. Δεν ρώτησα κάτι παραπάνω, πώς μπορούσα να φανταστώ τι πραγματικά τα ήθελε;
Ένας δάσκαλος. Πρέπει να μιλάς για το ’21 δίχως να το σκέφτεσαι ως το ’21. Αυτό λέω εγώ. Σε θαμπώνει σαν ήλιος το ’21, σε τυφλώνει. Σου καίει το κεφάλι το ’21. Δύσκολο πράγμα το ’21. Να μιλάς για το ’21 χωρίς να μιλάς για το ’21. Γίνεται; Τι να σου πω. Το προσπαθώ. Να μιλάς για το ’21 χωρίς μανιχαϊσμούς, χωρίς άσπρο και μαύρο. Γίνεται; Το προσπαθώ. Αλλά είναι δύσκολο. Είναι σαν να μιλάς για τον πατέρα σου χωρίς συναίσθημα, σαν να μιλάς για τη μάνα σου χωρίς νοσταλγία. Γίνεται; Εγώ το μίσος δεν θέλω να το καλλιεργώ, μακριά από μένα τέτοια πράματα. Αλλά οι ήρωες είναι ήρωες. Τι, να πω ψέματα; Αλλά και η άλλη πλευρά ήταν άνθρωποι, είχαν γυναίκες και παιδιά. Γεγονός αδιαμφισβήτητο. Ήταν άνθρωποι. Κι ας ήταν οι δικοί μας υπεράνθρωποι. Με νιώθεις; Όχι, από μένα το συγκεκριμένο παιδί δεν άκουσε για άσπρο και μαύρο. Δεν μετέδωσα εγώ μίσος σε κανένα. Αλλά η Ιστορία είναι Ιστορία. Τελεία και παύλα.
Ένας γυμναστής. Εγώ τα πιστεύω μου δεν τα κρύβω. Και στις συνελεύσεις πάω και σε πορείες. Τι, γίναμε χούντα και δεν το κατάλαβα; Παιδαγωγός είμαι πάνω απ’ όλα. Και μετά γυμναστής. Στα παιδιά πρέπει να λέμε αλήθειες. Έτσι φτιάχνεις πολίτες. Αν ξέρεις άλλον τρόπο, πες μου. Με μύθους φτιάχνεις άλλα πράγματα, πολίτες δεν φτιάχνεις όμως. Και εμείς έχουμε τους μύθους μας, άλλους μύθους, όχι εθνικούς. Μεγάλη συζήτηση. Άλλη φορά όμως. Στο προκείμενο τώρα. Ναι, ο πατέρας του ήρθε και με βρήκε μια μέρα στο σχόλασμα. Μου όρμησε. Και ποιος είσαι συ ρε μπαγλαμά να μολύνεις το παιδί μου; Επειδή είσαι συ εθνοπροδότης θα κάνεις και τον γιο μου; Πας καλά; Ο άνθρωπος ήταν τρελός. Τα μάτια του γυάλινα, το κοντό σκαρί του έτρεμε από το νεύρο. Και γιατί παρακαλώ μου όρμησε; Γιατί έτυχε να μιλήσω στα παιδιά για την Τριπολιτσά. Γι’ αυτό που έγινε στην Τριπολιτσά το ’21. Κατάλαβες; Κατάλαβες σε τι σημείο έχουμε φτάσει;
Η μάνα του Κολοκοτρώνη. Εμείς δεν τα βγάζαμε πέρα. Με τίποτα δεν βγαίναμε. Από το έντεκα άρχισε αυτό το χάλι. Λίγα τα μεροκάματα του άντρα μου στο φανοποιείο. Δεν βγαίναμε. Μιζέρια, σκοτωνόμασταν. Γιατί όποτε δεν δούλευε ο άντρας μου, δεν είχε πού να πάει, σπίτι έμενε. Έβλεπε στο ιντερνέτ πράματα. Να σου σηκώνεται η τρίχα. Όλοι θέλανε το κακό μας σε αυτά τα βίντεο. Να μας εξαφανίσουν θέλανε. Δυνάμεις από έξω, σκοτεινές δυνάμεις. Έβριζε ο άντρας μου, χτυπιόταν. Έβλεπε, έβλεπε. Ιστορικά πράματα. Μαζί με τον μικρό… Τον έβαζε στα γόνατά του. Βλέπανε και του έλεγε για την Ιστορία. Ένα κομπολόι από ήρωες η ιστορία, η ιστορία που του έλεγε του μικρού. Από Μεγαλέξανδρο μέχρι τα κομάντο στα Ίμια. Να μην ντρέπεται γι’ αυτό που είναι, του έλεγε. Έλληνας είναι. Γίνεται να ντρέπεται ένας Έλληνας; Τέτοια του έλεγε. Και οι λογαριασμοί να μαζεύονται στο πάγκο της κουζίνας. Ρεύματα, νερά, ειδοποιήσεις της τράπεζας. Αλλά αυτός στα τέτοια του. Είχε βουλιάξει στις ιστορίες του και πήρε και τον μικρό μαζί του. Πείτε μου σας παρακαλώ, πώς το έκανε αυτό το πράμα το παιδί μου; Πώς έγινε; Έχω να κοιμηθώ μέρες. Αγριεύομαι. Ακούω τη μάνα του άλλου παιδιού στον ύπνο μου. Οι φωνές της μόλις το βρήκε στον δρόμο έξω από το πάρκο…
Ο Κολοκοτρώνης. Ύστερα φύγαμε, τρέξαμε όλοι. Στα σπίτια τους όλοι. Εγώ πίσω έμεινα, πίσω από μια κολόνα της ΔΕΗ. Η μάνα του είχε σκύψει από πάνω του. Τσίριζε η μάνα του. Με βγαλμένη τη μαντίλα… Ήθελα να πάω να της πω της μάνας του ότι δεν το ήθελα. Δεν το ήθελα, δεν το ήθελα. Ήθελα να της πω πως αυτός έπρεπε κανονικά να κάνει πίσω και να παραδοθεί. Αυτό ήταν το παιχνίδι που θα παίζαμε. Να παραδοθεί σε εμάς, να χάσει. Σαν το ’21. Να χάσει. Να κερδίσουμε εμείς. Αλλά αυτός δεν παραδόθηκε. Δεν παραδόθηκε.