Έσκυψες να με φιλήσεις, Ιούδα. Γύρισα το μάγουλο. Ένιωσα τα χέρια σου να με τραβούν με δύναμη. Φυλακή έγινε η αγκαλιά σου και εγώ μπήκα μέσα οικειοθελώς. Ύστερα άρχισε να με πνίγει. Μέχρι που αποφάσισα να φύγω να ζήσω ελεύθερη, μακριά από ψέματα και υποσχέσεις.
Της Πόπης Κτιστάκη
Αλήθεια, αναρωτιέσαι ακόμα, πώς άνοιξε το κλουβί και πέταξε μακριά το καναρίνι; Ήσουν πολύ περήφανος για το κελάηδισμά του. Δεν ήταν δύσκολο. Ξέχασα το πορτάκι ανοιχτό, παρ’ όλο που ήξερα ότι καραδοκεί ο γάτος του γείτονα.
Πήρες ένα σακίδιο άνοιξες την ντουλάπα και έριξες μέσα δύο αφόρετα πουκάμισα τα σλιπάκια και τις πιτζάμες σου. Θα πας να μείνεις στο σπίτι των γονιών σου, είπες. Ήξερα πού θα πας, αλλά τουλάχιστον κρατάς τα προσχήματα. Σε άκουσα που έκλεισες την πόρτα με δύναμη. Άραγε την είχες ειδοποιήσει να σε περιμένει ;
Ένοιωσα την ανάγκη για αέρα. Βγήκα στο μπαλκόνι. Ανάσανα. Κοίταξα τις ζαρντινιέρες, γεμάτες με ασθενικά μαρούλια και μπρόκολα. Πάντα ονειρευόμουν μια βεράντα γεμάτη τριαντάφυλλα και γιασεμιά. Εσύ επέμενες να παριστάνεις τον περιβολάρη. Αύριο, είπα, αύριο κιόλας θα τα ξεριζώσω.
Μια σταγόνα βροχής έπεσε στο πρόσωπό μου. Κοίταξα τον ουρανό. Έρχεται μπόρα σκέφτηκα, θα βραχείς! Ξέχασες πάλι να πάρεις ομπρέλα. Σιχαινόσουν την βροχή. Ας βραχείς, δεν με νοιάζει!
Έσκυψα και μάζεψα τις κάλτσες σου. Ήταν πεταμένες στο πάτωμα, δίπλα από το κρεβάτι. Θυμάμαι, πάντα δυσανασχετούσα όταν τις μάζευα· μετά είπα στον εαυτό μου, δεν βαριέσαι, ένα σκύψιμο είναι μόνο.
Πήγα στην αποθήκη και πήρα μια μαύρη σακούλα. Το γραφείο σου γεμάτο στάχτες και μισοτελειωμένα τσιγάρα, ανακατεμένα με άχρηστα χαρτιά. Άνοιξα την σακούλα και τα πέταξα μέσα. Μου πήρε κάμποσες ώρες να διώξω τη μυρωδιά από τα τσιγάρα σου, που ήταν ανακατεμένες με το άρωμά σου. Χρειάστηκε να αδειάσω όλη την χλωρίνη, στο πάτωμα, στο μπάνιο, στο δωμάτιο.
Πήρες ακόμα και τον πίνακα, αυτόν που είχα αγοράσει από το Μοναστηράκι. Μια γυναίκα αδύναμη και μετέωρη, να κοιτάζει το χάος που ανοιγόταν μπροστά της.
Κούτες στοιβαγμένες γεμάτες με τα πράγματά σου στην είσοδο. Θα περάσεις αύριο να τα πάρεις, είπες. Άδειασες την βιβλιοθήκη. Μόνο βιβλία μαγειρικής μου άφησες. Γυρεύω τους αγαπημένους μου δίσκους βινυλίου. Τους πήρες και αυτούς. Πήρες ακόμα και τον πίνακα, αυτόν που είχα αγοράσει από το Μοναστηράκι. Μια γυναίκα αδύναμη και μετέωρη, να κοιτάζει το χάος που ανοιγόταν μπροστά της.
Άφησες τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Τα ξεφύλλισα.
Το πρώτο μας ταξίδι στο νησί. Το άσπρο να απλώνεται παντού, να γίνεται ένα με το μπλε της θάλασσας και του ουρανού. Εγώ και συ αγνώριστοι, σχεδόν παιδιά. Να χαμογελάμε, να κολυμπάμε, να φιλιόμαστε. Τα καλύτερα είναι αυτά που έρχονται, μου έλεγες.
Θα πάω στο νησί το επόμενο καλοκαίρι. Θα ξυπνάω χαράματα, μπορεί να μένω και άγρυπνη όλη τη νύχτα, για να περιμένω την ανατολή.
Μπήκα στο μπάνιο. Άνοιξα το ντους και ένοιωσα το παγωμένο νερό να πέφτει με δύναμη πάνω μου, μικρές βελόνες ζωής σε ένα άψυχο σώμα. Άρχισα να το τρίβω, ήθελα να διώξω τα ίχνη σου από πάνω μου. Έβαλα την αγαπημένη μου κολόνια, Armani code. Μυρίζεις ωραία μου έλεγες και σου άρεσε να χώνεις το πρόσωπό σου στα μαλλιά μου.
Γέμισα ένα ποτήρι κρασί. Έβαλα μουσική. Η φωνή της Κάλλας ξεχύθηκε κι εγώ σε στάση αναμονής, χώθηκα στη πολυθρόνα.
* Στην κεντρική εικόνα, τμήμα από τον πίνακα του Πάμπλο Πικάσο «Γυναίκα με τα χέρια σταυρωμένα» (1901-1902).
Info
Γεννήθηκε στους Αρμένους Ρεθύμνου και ζει στην Αθήνα όπου και σπούδασε στην σχολή Νηπιαγωγών και μετεκπαιδεύτηκε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο. Εργάστηκε σαν Νηπιαγωγός στη Δημόσια και Ιδιωτική εκπαίδευση. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής και έχει συμμετάσχει με διήγημά της στο συλλογικό έργο με τίτλο «Οδός 19», εκδόσεις Έναστρον.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε έναν μήνα από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική κι εκφραστική επιμέλεια.