Έσταζε το ταβάνι πάνω στα λινά, λευκά κοστούμια τους, έπεφτε το νερό στα λεκανάκια, αλλά η αίθουσα του παλιού νεοκλασικού κρατούσε ακόμα την αίγλη της, και καθώς το φως έμπαινε με δυσκολία από τα κουφωμένα παντζούρια, οι άσχημες λεπτομέρειες της ετοιμόρροπης κεντρικής σάλας κρύβονταν πίσω από σκιές.
Tης Άννας Μπαλτατζή
Ντάλα καλοκαίρι, κανείς δεν περίμενε τέτοια βροχή, φορούσαν και οι δυο τους σαν να ήταν στολές, τα λινά τους κοστούμια και άσπρα καπέλα. Πελάτης και διαφημιστής, χρόνια πολλά αλισβερίσι, τριάντα χρόνια πήγαινε-έλα ο ένας στα γραφεία του άλλου. Καθηγητής ο ένας, που έγινε γνωστός από τα ιδιαίτερα και άνοιξε ένα φροντιστήριο κι ύστερα μια αλυσίδα ολόκληρη, επεκτάθηκε κι άλλο, έκανε σχολές, νοίκιασε το μισό κέντρο της Αθήνας, μια πόλη μέσα στην πόλη, με μαθητές, δασκάλους, καθηγητές, και γραμματείες. Υποσχόταν επαγγελματικές σταδιοδρομίες, καριέρες σε πολλούς κλάδους, έβγαζε ικανούς, έβγαζε και άσχετους, ένα εργοστάσιο παραγωγής «λαϊκών πτυχίων» είχε στήσει, και δούλευε ρολόι. Από κοντά κι ο διαφημιστής του. Κάθε χρόνο, όλο τον χρόνο, διαφημίσεις. Για τις εγγραφές, για τις επιτυχίες, και για τις αναγγελίες νέων τμημάτων. Έρρεε το χρήμα, τίγκα οι εφημερίδες από καταχωρήσεις, σποτάκια κάθε μέρα στην τηλεόραση, ραδιοφωνικά, γιγαντοαφίσες, τα πάντα. Άλλα φτιαγμένα στο πόδι την τελευταία στιγμή, άλλα προγραμματισμένα και πολύ επιμελημένα. Σύμβουλοι επί συμβούλων, συνέδρια και συναντήσεις παραγωγής για τα σποτάκια και μετά τραπέζια στα καλύτερα εστιατόρια για να συσφίγγονται οι σχέσεις. Μια διαφημιστική μικρή, στηριγμένη σ’ ένα πελάτη, το λάθος που λέγαν πως δεν πρέπει να κάνεις. «Ποτέ με έναν πελάτη» λέγαν οι έμπειροι και οι πετυχημένοι. Λέγαν και κάτι άλλο βέβαια, «προσοχή στις σχολές, ρίχνουν φέσια, ένα και βούλιαξες».
Μια διαφημιστική μικρή, στηριγμένη σ’ ένα πελάτη, το λάθος που λέγαν πως δεν πρέπει να κάνεις
Το σφύριξε στον διαφημιστή ένας υπάλληλός του, πως ακούγεται ότι ο πελάτης έγινε επικίνδυνος, ότι οι πληρωμές του πήγαν πολύ πίσω, ότι η αγορά περιμένει κανόνι. «Να προσέχεις, κινδυνεύουμε» προειδοποίησε φοβισμένος ο υπάλληλος. Όλοι στην εταιρεία ξέραν τον κίνδυνο. Ο φόβος δεν ήταν να μείνουν απλήρωτοι για την δουλειά, ο φόβος ήταν να μην πληρωθούν τα κανάλια και οι εφημερίδες, να μείνουν απλήρωτα τα μεγάλα ποσά. Η διαφημιστική έκανε τον μεσάζοντα, αυτή αγόραζε χρόνους από τα μίντια, και ο πελάτης την πλήρωνε με δωδεκάμηνα γραμμάτια. Αυτοί ήταν οι όροι του. Έγινε έξαλλος ο διαφημιστής. «Κανείς δεν θα τολμήσει να μου πει για τον πελάτη μου, είναι 30 χρόνια πελάτης, είναι και 30 χρόνια φίλος, ξέρω εγώ, έχουμε μιλήσει, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα».
Ο παλιός του αφοσιωμένος υπάλληλος που δούλευε χρόνια στο ατελιέ, σήκωσε την φωνή «πρόσεχε θα μας κάψεις όλους και δεν θα ‘χεις να μας πληρώσεις, θα βρεθούμε να ψάχνουμε όλοι για δουλειά». Δεν του άρεσε του αφεντικού να του υψώνουν φωνή, άσε που ο τρελός με την ανησυχία του θα ξεσήκωνε και τους άλλους. Έβαλε και του τηλεφώνησαν από το λογιστήριο, να πάρει την αποζημίωση του, απέφυγε να τον αποχαιρετήσει, ήταν κλεισμένος στο γραφείο του, μιλώντας στο τηλέφωνο με τον πελάτη του για την φθινοπωρινή καμπάνια, γελώντας αυτάρεσκα με τα «μπράβο» του.
Τυχερός ήταν. Ο υπάλληλος, δηλαδή. Ο τελευταίος που πήρε αποζημίωση από ‘κει μέσα. Το κανόνι βάρεσε δυο μήνες αργότερα. Μείναν απλήρωτα τα μίντια, έτρεχε και δεν έφτανε ο διαφημιστής, χρεοκόπησε η διαφημιστική, μείναν οι υπάλληλοι απλήρωτοι, ξενοικιάστηκε το ωραίο κτίριο με τους πολλούς ορόφους δίπλα στο πάρκο. Πάνε τα μεγαλεία, οι συγκεντρώσεις δημιουργικού και μάρκετινγκ, τα «επαγγελματικά» τσιμπούσια, πάνε οι εντυπωσιακές παρουσιάσεις, οι μακέτες, τα προσχέδια, τα κείμενα, πάνε οι γενικοί διευθυντές των σχολών με τα πούρα τους, που έλεγαν την βαρύγδουπη γνώμη τους φυσώντας τον καπνό με περίσκεψη. Ήρθε το έμφραγμα μαζί με το μαντάτο για την πτώχευση της διαφημιστικής.
Στην τελευταία τους συνάντηση, στο μισό- ερειπωμένο νεοκλασικό της Ομόνοιας, είχαν κανονίσει όλες τις λεπτομέρειες για την φθινοπωρινή καμπάνια που έπαιξε, αλλά δεν πληρώθηκε ποτέ. Ήταν κεφάτοι, γελαστοί όπως κάθε χρόνο, αν και λίγο βρεγμένοι από την ξαφνική μπόρα. Ύστερα ο πελάτης δεν ξαναβγήκε στα τηλέφωνα.
Info
Η Άννα Μπαλτατζή σπούδασε Γερμανική φιλολογία στο ΕΚΠΑ, τέλειωσε την σχολή διπλωματούχων ξεναγών και έκανε μεταπτυχιακό στο Fernuni hagen με θέμα «Ευρωπαϊκή ιστορία». Εργάστηκε ως κειμενογράφος στη διαφήμιση για 25 χρόνια. Συνεργάστηκε με τις εκδόσεις «Άμμος» γράφοντας και μεταφράζοντας παιδικά βιβλία.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 30 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν επιμέλεια.