Διήγημα που διακρίθηκε στον διαγωνισμό «200 χρόνια τώρα...», με θέμα «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση», που συνδιοργάνωσαν το bookpress.gr με τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τα διηγήματα που ξεχώρισαν θα κυκλοφορήσουν σε e-book στο τέλος Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Του Γιάννη Δενδρινού
Λες και ξύπνησε από κώμα. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του, ντύθηκε βιαστικά, και καθώς είχε αργήσει, γι’ ακόμη μια φορά, στη συνάντηση με τον εκπρόσωπο της εταιρείας, προσπέρασε γρήγορα τον καθρέφτη του διαδρόμου ρίχνοντας μόνο μια κλεφτή ματιά. Στην πόρτα κοντοστάθηκε. Έκανε δυο βήματα πίσω σαν σε ανάποδη παρέλαση και κοίταξε με προσοχή, γέρνοντας στο σκονισμένο τζάμι. Ναι, το αριστερό του μάτι. Φαινότανε διαφορετικό, σαν να ’χε κάπως ξεθωριάσει κείνο το κατάμαυρο, κοράκου χρώμα, στην κόρη, εξαιτίας του οποίου όλοι στο χωριό αποκαλούσαν την οικογένειά του μαυροματάδες. Και στο μέτωπο ψηλά δυο ρυτίδες που δεν υπήρχανε το προηγούμενο βράδυ. Ανοησίες, σκέφτηκε. Παιγνίδια της σκίασης, μπορεί να ’ναι κι απ’ την ταλαιπωρία. Έκλεισε την πόρτα με θόρυβο κι ένα σφύριγμα ακούστηκε στις σκάλες της πολυκατοικίας.
Τα χείλη του φτερούγισαν μόλις άκουσε –στο γραφείο του τρίτου ορόφου επί της Βασιλίσσης Σοφίας– πως όλα έχουν κανονιστεί, τρεις χιλιάδες τον μήνα, λέει, με τις εφημερίες κι αναχώρηση σε σαράντα μέρες από τώρα, αλλά σφαλίσανε ξανά μόλις αντίκρισε τον αστραφτερό καθρέφτη πίσω από το γυμνό κεφάλι του εκπροσώπου και κατάλαβε οριστικά, αυτό το κρύο πρωινό Δεκέμβρη, ότι κάτι περίεργο συμβαίνει με το πρόσωπό του.
Γύρισε πανικόβλητος στο σπίτι, προσπαθώντας σε όλη τη διαδρομή να το προστατεύσει από την κοινή θέα. Κανείς δεν έστρεψε βλέμμα πάνω του, εκτός από μερικές τυχαίες, απλανείς ματιές που, εκείνη την εποχή, αιωρούνταν σε μεγάλες συγκεντρώσεις στην ατμόσφαιρα του κέντρου. Στήθηκε ξανά στον καθρέφτη. Με φρίκη διαπίστωσε την καλπάζουσα αλλοίωση των χαρακτηριστικών του. Το ένα μάτι ξεπλυμένο γαλάζιο του ουρανού και τ’ άλλο μαύρο, το ένα κοίταζε στη δύση και τ’ άλλο στην ανατολή. Το δέρμα του στο χρώμα της σκουριάς, σαν ερυθρόμορφο αγγείο, ποτισμένο αιματίτη, που ’χε μόλις τραβηχτεί από χώματα αρχαία. Και τα μαλλιά του λιπαρά, με μεδούλι αλειμμένα, να κολλάνε στο μέτωπο. Σαν να ’ταν κάποιος άλλος.
Στήθηκε ξανά στον καθρέφτη. Με φρίκη διαπίστωσε την καλπάζουσα αλλοίωση των χαρακτηριστικών του. Το ένα μάτι ξεπλυμένο γαλάζιο του ουρανού και τ’ άλλο μαύρο, το ένα κοίταζε στη δύση και τ’ άλλο στην ανατολή. Το δέρμα του στο χρώμα της σκουριάς, σαν ερυθρόμορφο αγγείο, ποτισμένο αιματίτη, που ’χε μόλις τραβηχτεί από χώματα αρχαία.
Χτύπησε το κουδούνι. Θυμήθηκε ότι ήτανε να ’ρθει για φαγητό η Ελπίδα. Συνάδελφος και φίλη, πιο τυχερή απ’ αυτόν, καθώς είχε προσληφθεί κανονικά σε μια ιδιωτική κλινική. Θα συζητούσανε για το ενδεχόμενο να τον ακολουθήσει κι εκείνη ύστερα από λίγο καιρό, αφού πρώτα πατήσει γερά στα πόδια του και της στείλει ραπόρτο. Άνοιξε την πόρτα με δύναμη και την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Καμία αντίδραση εκ μέρους της. Μόνο ένα πλατύ χαμόγελο.
«Βλέπεις… το πρόσωπό μου;» της είπε.
«Δεν καταλαβαίνω, Δαμιανέ, μια χαρά είσαι. Λίγο ταλαιπωρημένος, αλλά τώρα που φεύγεις για Γερμανία όλα θα φτιάξουνε» του απάντησε.
Κατάλαβε. Και τρόμαξε. Κι όπως πέρασε μπροστά απ’ τον καθρέφτη, κρατώντας σφιχτά τον αγκώνα της Ελπίδας, πρόσεξε πάνω από τους ώμους της ότι το περίεργο πλάσμα με τα πέτρινα μάτια και τον τράχηλο ταύρου τον κοιτούσε με τον ίδιο ακριβώς τρόμο.
Πάνω από μήνα κράτησε αυτό. Ο Δαμιανός κλείστηκε σπίτι και προσπάθησε να το αντιμετωπίσει μόνος. Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να πει τίποτε σε κανέναν. Σίγουρα θα τον πέρναγαν για τρελό. Επιστρατεύοντας τη στέρεη νοητική του αρματωσιά, την κοινή λογική τέλος πάντων, το απέδωσε στον κλονισμό του νευρικού του συστήματος, ευαίσθητο παιδιόθεν είναι αλήθεια, το οποίο ίσως είχε επιπρόσθετα πληγεί από την πολύχρονη αφιέρωση στις σπουδές και τη μάταιη περιπλάνηση σε δουλειές του ποδαριού. Έτσι νόμισε. Κάποιες άλλες στιγμές, βέβαια, σκεφτόταν ότι όλο αυτό μπορεί να ’ναι η σκιά ενός ονείρου που ακόμη κρατά. Αναισθησιολόγος ήταν, δεν μπορούσε να το αποκλείσει.
Εκείνο που του έκανε εντύπωση, πάντως, ήταν η διαφαινόμενη αντιστροφή της κατοπτρικής ισορροπίας και η αίσθηση ότι το είδωλο διέθετε μια αυτόνομη παρουσία, γεγονός που συνειδητοποίησε όταν ένα κρύο βράδυ, λίγες μέρες πριν από την προγραμματισμένη αναχώρησή του και σε μια τελευταία προσπάθεια να κατανοήσει τη φύση των πραγμάτων, έσκυψε ξανά στον καθρέφτη. Η ανάσα του θόλωσε το τζάμι. Στην ομίχλη του χνότου, το είδωλο άνοιξε διάπλατα τα μάτια, τράβηξε το γκρίζο, λερό σκουτί που φορούσε κι έβγαλε απ’ το ύψος της καρδιάς ένα χαρτί τσαλακωμένο. Ύστερα γύρισε την πλάτη, σήκωσε τα χέρια ψηλά, σαν φτερούγες αϊτού, κι απλώνοντας δύο μεγάλες δρασκελιές χάθηκε στη σκόνη και τη σιωπή. Ο καθρέφτης επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση.
Ο Δαμιανός έκλεισε τα μάτια κι άκουγε μόνο τον θόρυβο του χρόνου, που ’μοιαζε με το πνιχτό κρώξιμο δυο γλάρων την ώρα που εγκατέλειπαν τις σχισμές των βράχων.
Θα ’φευγε σε πέντε μέρες, με την πρώτη πτήση του Σαββάτου για Φρανκφούρτη. Αποφάσισε να επισκεφθεί τους δικούς του, ανθρώπους που ’χανε κολλήσει σαν στρείδι στον τόπο που γεννήθηκαν, σ’ ένα χωριό στους πρόποδες του Χελμού. Οι γονείς του, τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια που πήρανε τα χωράφια κι ο παππούς από τη μεριά της μάνας του. Κανείς δεν έβλεπε με καλό μάτι τον ξενιτεμό του. Αλλιώς τα ’χανε κανονίσει. Αλλά δεν μπορούσανε να πούνε και κουβέντα.
Πήγε μια μέρα βροχερή που οι ρόδες του αυτοκινήτου κολλούσανε στη λάσπη του χωματόδρομου. Μετά το βραδινό φαγητό μαζεύτηκαν όλοι δίπλα στην ξυλόσομπα. Ήθελε πολύ αλλά δίσταζε να μιλήσει για την εμπειρία του. Η κουβέντα όμως ήρθε μόνη της όταν στην τηλεόραση είπανε για έναν τραγουδιστή με ετεροχρωμία που ’χε πρόσφατα πεθάνει.
«Κι εμείς είχαμε στο σόι μας» βροντοφώναξε ο γέρος.
Ο Δαμιανός ένιωσε ένα ρεύμα να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του.
«Τι εννοείς, παππού;»
Γύρισε και τον κοίταξε απορημένος.
«Α, είναι από το δικό μου δέντρο. Ο μεγάλος αδερφός του δικού μου πάππου. Λέγανε ότι είχε το ένα μάτι μαύρο και τ’ άλλο γαλανό. Σαν ήρεμη θάλασσα».
Η κόρη του τον αγριοκοίταξε και του έκανε νόημα κρυφό να σταματήσει.
Ο γέρος συνέχισε: «Στο χωριό λέγανε τότε ότι αυτό είναι γρουσουζιά. Η ζωή του όμως άλλα έδειξε».
Η μάνα του Δαμιανού συνέχισε ν’ ανεβοκατεβάζει το κεφάλι της, σουφρώνοντας τα χείλη.
«Για ν’ αποφύγει τις στραβές ματιές του κόσμου που τον βλέπανε και τον φοβόντανε. Μπήκε κρυφά σ’ ένα γολετόμπρικο που φόρτωνε σταφίδα από την Πάτρα και αρίβαρε στην Τεργέστη. Στο ταξίδι τον ανακάλυψαν, αλλά επειδή ο καπετάνιος ήτανε γνωστός του, τον προστάτεψε, λένε, και δεν τον ρίξανε στη θάλασσα.
«Λέγεται πως το ’χε σκάσει μικρός από το σπίτι» συνέχισε ο γέρος. «Για ν’ αποφύγει τις στραβές ματιές του κόσμου που τον βλέπανε και τον φοβόντανε. Μπήκε κρυφά σ’ ένα γολετόμπρικο που φόρτωνε σταφίδα από την Πάτρα και αρίβαρε στην Τεργέστη. Στο ταξίδι τον ανακάλυψαν, αλλά επειδή ο καπετάνιος ήτανε γνωστός του, τον προστάτεψε, λένε, και δεν τον ρίξανε στη θάλασσα. Μόλις φτάσανε και είδανε τη μούρη του, είχε και πυρετό, τον κλείσανε στο Λαζαρέτο του Αγίου Καρόλου για κάμποσους μήνες. Στον χρόνο πάνω τον στείλανε ξανά πίσω στην Πάτρα. Μαζί του έφερε κι ένα μεγάλο κομμάτι χαρτόνι που το δίπλωνε και το ξεδίπλωνε κάθε μέρα. Με τα λίγα κολλυβογράμματα που ’χε μάθει το διάβαζε κάθε ώρα και στιγμή. Κομποσκοίνι είχε γίνει στα χέρια του.
»Αυτό έγινε λίγα χρόνια πριν να ξεσπάσει η επανάσταση του ’21. Κι όταν ξεκίνησε, έφυγε για πάντα από το σπίτι. Πέρασε απέναντι και πήγε σε κάτι μπουλούκια στα βουνά της Ρούμελης. Δεν τον ξαναείδανε. Κάποιοι λέγανε ότι τρελάθηκε, αφού δεν έκανε να πιάσει όπλο στα χέρια του, μόνο να τραγουδάει ήξερε και να μιλάει με τ’ αστέρια. Αλλά ας είναι. Κι αυτός ήρωας ήτανε».
«Κι αυτός ήρωας ήτανε». Τούτα τα λόγια του ’ρθανε στο μυαλό, καθώς άκουγε σαν χαμένος τον ελεγκτή στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης, ο οποίος μόλις έχει διαπιστώσει την ασυμφωνία μεταξύ των βιομετρικών χαρακτηριστικών με εκείνα της αστυνομικής του ταυτότητας, να του ανακοινώνει ότι δεν μπορεί να του επιτραπεί η είσοδος στη χώρα. Πήρε τον δρόμο της επιστροφής, ακούγοντας σ’ όλο το ταξίδι το πνιχτό κρώξιμο δυο γλάρων την ώρα που εγκατέλειπαν τις σχισμές των βράχων.