
Για το βιβλίο του Μικαέλ Φεσέλ [Michael Foessel] «Κόκκινα φανάρια – Η ηδονή και η Αριστερά» (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα, o Μικαέλ Φεσέλ.
Γράφει η Αντωνία Κώστα–Φώτη
O Μικαέλ Φεσέλ σε μια εποχή που η ηδονή έρχεται στο προσκήνιο κυρίως με αρνητικό πρόσημο, ως καπιταλιστικό διαφημιστικό προϊόν ή ως παρενοχλητική έκφανση των συμπτωμάτων της πατριαρχίας, με το βιβλίο του τα Κόκκινα Φανάρια, η ηδονή και η Αριστερά (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Πόλις), μάς δίνει ορισμένες χρήσιμες οπτικές για να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να βιώσουν την θετική της διάσταση.
Ο Φεσέλ δεν υποστηρίζει πως υπάρχουν "δεξιές" και "αριστερές" ηδονές, αλλά πως ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε ως άτομα την ηδονή, μπορεί να γίνει πολιτικός. Συνεπώς, η ηδονή έχει αναπότρεπτα και πολιτική διάσταση, ή έστω, ταξική.
Αυτό που εντοπίζει ο Φεσέλ στην περιγραφή του Εμίλ Ζολά στο Ζερμινάλ, όπου ο έφιππος διευθυντής Ενεμπό παρατηρεί με ζήλια τον ελεύθερο έρωτα των απεργούντων ανθρακωρύχων, απολαμβάνοντας μια ηδονή που "δεν κοστίζει τίποτα", είναι διακριτό με διάφορους τρόπους σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας. Πως, δηλαδή, κάποιοι άνθρωποι έχουν ορισμένα προνόμια που δεν είναι προσιτά στους υπόλοιπους. Εδώ γίνεται ένα νοητικό παιχνίδι: το μυαλό μας πάει απευθείας στις πολυτέλειες που μπορεί να αγοράσει ο ευκατάστατος πολίτης και όχι ο εργάτης, αλλά στην πραγματικότητα ο συγγραφέας μιλά για το βίωμα της ηδονής από τους ανθρακωρύχους με έναν τρόπο που δεν μπορεί να βιωθεί από την άρχουσα τάξη.
Φυσικά ο Ζολά δεν υποστηρίζει πως η ερωτική ηδονή είναι απρόσιτη στην άρχουσα τάξη, αλλά ο τρόπος που αυτή βιώνεται, με έναν ελευθερισμό που δεν μπορούσε να βιώσει ο Ενεμπό λόγω της θέσης του, προσφέρει μια διαφορετική διάσταση στον ηδονισμό και καταρρίπτει το μύθο της εξίσωσης της ηδονής με την οικονομική ευμάρεια.
Η κερδοθηρία του καπιταλισμού
Η κερδοθηρία του καπιταλισμού έχει επιφέρει μια φαινομενική άρση όλων των κατεστημένων των προηγούμενων αιώνων και προτρέπει τους πάντες να "απολαμβάνουν ελεύθερα" χωρίς ενοχές και χωρίς ηθικές συγκρούσεις, πάντα με το αντίστοιχο ικανό χρηματικό αντίτιμο. Παρόλο, όμως, που φαινομενικά έχουν εξαρθρωθεί οι ηθικιστικές αγκυλώσεις, η ταξική διαφοροποίηση στην ηδονή παραμένει κρυμμένη στα παραπετάσματα των VIP θέσεων στα αεροπλάνα, στις ακριβές μάρκες που είναι προσιτές μόνο σε ένα συγκεκριμένο καταναλωτικό κοινό και γενικά σε κάθε ακριβή πολυτέλεια.
Η εξίσωση της ηδονής και, ως ένα βαθμό, της ευτυχίας με την κοινωνική θέση και την οικονομική ευμάρεια είναι ανεδαφική.
Εδώ μάς επισημαίνεται ξανά η σημαντική διαπίστωση πως η πολυτέλεια δεν είναι απαραίτητα εξισωμένη με την ηδονή. Τα πάντα μπορούν να προσφέρουν ικανοποίηση και κυρίως οι απλές χαρές του ανθρώπου, όπως ο έρωτας, η τροφή και η διασκέδαση. Η εξίσωση της ηδονής και, ως ένα βαθμό, της ευτυχίας με την κοινωνική θέση και την οικονομική ευμάρεια είναι ανεδαφική.
«Ο τρόμος εξαφανίζεται όταν η συνείδηση καταφέρνει να χλευάσει μια ιδεολογία που κάποτε την εμπόδιζε να δράσει. Η ευτυχισμένη συνείδηση όχι απλώς δεν είναι ικανοποιημένη με τον εαυτό της και δεν αποδέχεται τον κόσμο ως έχει, αλλά καταλαβαίνει πως αυτό που την απομακρύνει από την ευτυχία είναι συγκυριακό και μπορεί επομένως να εξαφανιστεί» (σελ 203).
![]() |
Ο Μικαέλ Φεσέλ γεννήθηκε στην Thionville το 1974. Απόφοιτος της Ecole Normale Superieure (ENS), agrégé και διδάκτωρ φιλοσοφίας, είναι καθηγητής φιλοσοφίας στην Ecole Polytechnique, θέση στην οποία διαδέχτηκε τον Alain Finkielkraut, σύμβουλος έκδοσης του περιοδικού “Esprit” και συνεπιμελητής της σειράς “l’Ordre philosophique” των εκδόσεων Seuil (μαζί με τον Jean-Claude Monod). Στην Ελλάδα τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις. |
Κατά τον δοκιμιογράφο αυτές οι πρωταρχικές εκφάνσεις της ηδονής που στο παρελθόν, όπως είδαμε και από τον Ζολά, εκφράζονταν κυρίως από την εργατική τάξη και την αριστερή ιδεολογία, πλέον τις βλέπουμε να έχουν υιοθετηθεί από τη Δεξιά η οποία αναλώνεται σε έναν υποτιθέμενο ηδονισμό, ως αντίδραση στην διαχρονική ενοχή της Αριστεράς που προσπαθώντας να συμβαδίσει και να αφουγκραστεί τα προβλήματα και της ανάγκες της εποχής, έχει καταλήξει να δαιμονοποιεί παρελθούσες καταστάσεις που ήταν δεμένες όχι απλώς με τις πολιτικές διακηρύξεις της, αλλά με την βίωση της συλλογικότητάς της και τις επαναστατικες της ενέργειες. Έτσι, ακόμα και στα πλαίσια απεργιών, παρατηρούνταν μια τάση γιορτής, κάτι που εκφράστηκε στην πληρότητά του το 1968.
Ο Μάης του '68
Υπό μία έννοια ο Μάης του '68 ανέστησε ό,τι είχε διαλύσει ο υπαρκτός σοσιαλισμός στον τομέα της ηδονής, αφού με τους περιορισμούς που επιβάλλονταν στα σοσιαλιστικά καθεστώτα επικρατούσε μια διαρκής μιζέρια που δεν αντικατοπτρίζει την ζωντάνια, που, κατά τον συγγραφέα, οφείλει να έχει η Αριστερά.
Με αυτά δεν υποστηρίζει πως το αριστερό υποκείμενο πρέπει να γίνει αδιάφορο στην κλιματική κρίση, στις διακηρύξεις του βιγκανισμού για δικαιώματα των ζώων ή στον τρόπο που ο καπιταλισμός εμπορευματοποιεί το σεξ. Αυτό που λέει είναι πως πρέπει να γίνει μια επανοικειοποίηση όλων των παραπάνω, να βιωθεί ξανά η ηδονή όχι ως ατομικιστική εμπειρία, αλλά ως συλλογική, έχοντας τη συνείδηση πως η ουσιαστική κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να επέλθει μέσω ενός ανεδαφικού ασκητισμού αλλά αλλάζοντας σταδιακά, μέσω της αυτοκριτικής και της βελτιστοποίησης.
Η αμηχανία της Αριστεράς
Η αμηχανία που επιφέρει στην Αριστερά η καπιταλιστική ιδιοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από εταιρείες που βασίζουν την προώθηση των προϊόντων τους στο πολύχρωμο καπιταλισμό (rainbow capitalism) πρέπει να ξεπεραστεί, σύμφωνα με τον Φεσέλ. Άλλωστε, την ίδια στιγμή που ο καπιταλισμός γίνεται ξαφνικά σύμπλευρος στον αγώνα της κοινωνικής ορατότητας και αναγνώρισης βασικών δικαιωμάτων στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, σαλπίζει μέσω του platform capitalism και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ένα κοινολεκτούμενο, πλέον, ακροδεξιό αφήγημα περί ενός τάχα απειλητικού wokism, μιας υποτιθέμενης ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας που αντικατέστησε το αφήγημα για την κομμουνιστική απειλή με το τέλος του Ψυχρού πολέμου.
Η ντελεζιανή εξίσωση της ηδονής με τον ικανοποιημένο μικροαστό, η ηδονή ειδομένη από τον Ντελέζ ως ακινησία, ως παύση της ενεργής δύναμης της επιθυμίας και επίρρωση της καθεστηκυίας εξουσίας, είναι μια αφήγηση που δεν επαρκεί στο σήμερα.
Το πρόβλημα είναι βέβαια κυρίως θεωρητικό: η ντελεζιανή εξίσωση της ηδονής με τον ικανοποιημένο μικροαστό, η ηδονή ειδομένη από τον Ντελέζ ως ακινησία, ως παύση της ενεργής δύναμης της επιθυμίας και επίρρωση της καθεστηκυίας εξουσίας, είναι μια αφήγηση που δεν επαρκεί στο σήμερα. Ακόμα και οι φουκωΐκές αναλύσεις για την σαγήνη του ασκητισμού, τον οποίο βλέπουμε να επιβιώνει σε πολλές αφηγήσεις αυτοβελτίωσης στη σημερινή κοινωνία, δεν επαρκούν για να καλύψουν το εύρος της συγκεκριμένης πλάνης, αφού τα υγιεινιστικά ιδεώδη φαίνεται να έχουν κυριεύσει πολλές πλευρές του ατομισμού που επικρατεί σε αμέτρητα πεδία της σημερινής κοινωνίας και πολιτικής.
Πορνογραφικές αποτυπώσεις
Αναπόφευκτα επιστρέφουμε στην προδρομικότητα των αναλύσεων του Μαρκούζε, ειδικά στο πεδίο του λιβιδινικού καπιταλισμού, αφού έχουμε περάσει πια σε μια εποχή απολιτικής ηδονής: η εκμετάλλευση του αισθησιασμού από τον καπιταλισμό γίνεται ιδιαίτερα διακριτή στον τομέα της πορνογραφίας.
Οι πρώτες πορνογραφικές αποτυπώσεις είχαν συχνά, εκτός από την πρόκληση ηδονής, το σατυρικό πνεύμα του βοντβίλ, παρουσιάζοντας αφηγήσεις που καυτηρίαζαν τα επικρατούντα ήθη. Στην πορεία της εμπορευματοποίησης του αισθησιασμού, παρότι δηλώνεται εμφατικά η προαναφερθείσα επιφανειακή άρση των ταμπού, οι αφηγήσεις έχουν ολότελα εξαλειφθεί ακόμα και στην απλούστερη εκδοχή τους.
Ο συγγραφέας καταλήγει στην αναγκαιότητα μιας ολικής επαναφοράς, που έγινε πρόδηλη ειδικά την περίοδο της υγειονομικής κρίσης. Όσο η Αριστερά αρνείται να επιστρέψει σε μια βατή αντιμετώπιση της κοινωνικής αλλαγής ως, καταρχάς, ένα συλλογικό βίωμα μακριά από τις εξάρσεις ενός ακραίου ασκητισμού, επιτρέπει στην Δεξιά να καταφεύγει στον αμέριστο λαϊκισμό των “μπον βιβέρ” και να διασαλπίζει τις τάχα κοινές της αξίες με την εργατική τάξη.
*Η ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΩΣΤΑ–ΦΩΤΗ είναι συγγραφέας.