Διήγημα που διακρίθηκε στον διαγωνισμό «200 χρόνια τώρα...», με θέμα «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση», που συνδιοργάνωσαν η Book Press με τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τα διηγήματα που ξεχώρισαν θα κυκλοφορήσουν σε e-book στο τέλος Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Κεντρική εικόνα: Η μάχη του Βαλτετσίου.
Της Άννας Μικροπούλου
Τηρώ τον Μανώλη. Πώς τα καταφέρνει ο άτιμος. Κρεμασμένος από τα σχοινιά, σκαρφαλώνει στην τάπια. Ο Τσελίκ, ο τοπτσής, τον περιμένει απάνω. Μέρες τώρα αυτό γίνεται. Οι Τούρκοι τον αφήνουν ν’ ανέβει. Πότε κρέας τους παγαίνει, πότε σύκα, πότε κάτι άλλο. Αλισβερίσι να υπάρχει. Ολημερίς αυτός και άλλοι πατριώτες, παζάρι με τους Τουρκαλάδες. Φαγιά εμείς να χορτάσουν οι πεινασμένοι, άρματα ετούτοι. Οι αρχηγοί καμώνονται πως δεν τα βλέπουν. Γιατί από τους δικούς μας, οι περισσότεροι ξαρμάτωτοι είναι.
Με τον Μανώλη τον Ντούνια κοντοχωριανοί είμαστε. Από τον Πραστό αυτός, από την Καστανίτσα εγώ. Μαζί σαν Τσάκωνες στο ασκέρι του καπετάν Σαράντη. Μαζί και στην Ντροπολιτσά. Για να μιλήσω με μπέσα, στην αρχή δεν καλόβλεπα τα πάρε δώσε με τον Τούρκο, χάλασε κι ετούτος έλεγα. Αλλά σφάλεψα και το παραδέχομαι. Άλλα είχε κατά νου. Ούλα κόλπο ήταν. Μου τα μολόγησε ένα βράδυ. «Κάτσε και θα δεις. Μια να γίνω έμπιστος αυτού του μπουνταλά και θα βρω την ευκαιρία. Θα του πάρω το κεφάλι». Καθώς ξημερώνει Παρασκευή τη βρήκε. Οι μεμέτηδες έχουν μαζευτεί για να βγάλουν απόφαση. Αν θα παραδοθούν ή όχι. Ούλοι οι αξιωματικοί στη συνέλευση είναι. Ο Τσελίκ μόνος στα τείχη. Ο ερίφης. Για πότε τον επιάνει και τον δένει χειροπόδαρα, χαμπάρι δεν πήρε.
Rum Fesadı! Αυτό δεν προλάβαμε. Και δεν μας το χαλαλίζω. Γι’ αυτό και τώρα μας ήρθε νταμπλάς. Με τερτίπια μας ξεγέλασαν οι Ρωμιοί. Πόσες φορές τους πιάσαμε με μπαρούτι κι άρματα. «Για τα ζουλάπια είναι, Αγά μου» και μεις στα κουτουρού. Ζεβζέκηδες, τους πιστεύαμε. Τώρα να μας δω. Μέσα στο μπουντρούμι. Σαν τους ποντικούς, λαγούμι θα ψάχνουμε να κρυφτούμε. Και ο Κολοκοτρώνης με το μπουλούκι του απόξω. Ένα ντου και πάει η Ντροπολιτσά. Οι δικοί μας όλο νάζια, μια απόφαση σωστή πού να πάρουνε. Αν πιάσει η μπόρα θα βραχείς. Τους αφήκαμε να αλωνίζουν χρόνια και ζαμάνια… να τα χαΐρια μας. Άιντε τώρα, με τα γκέμια μπόσικα, να τους μαζέψουμε. Τούτοι έφκιαναν παλάσκες και συλακλίκια και μεις στον μαχαλά βόλτες. Αμ δε γίνεται έτσι. Και να μαστε δω, σεϊμένιδες και τασιλταρέοι, όλοι από τα χωριά, στο κάστρο μέσα, μπας και σωθούμε από το σπαθί του Ρωμιού. Και ο Ελμάζ μπέη, πίσω από τη πλάτη μας, σήκωσε μπαϊράκι, να γλιτώσει τους δικούς του. Να δεις που οι Αρβανίτες θα το σώσουν το κεφάλι τους. Εμείς οι φουκαράδες όχι. Τι να το κάμω τώρα που ο καϊμακάμης ζήτησε διαπραγματεύσεις. Χαράμι θα πάνε. Πόσο θα αντέξουμε; Θα κάμουν γιουρούσι τα σκυλιά και θα πάθουμε μεγάλο χουνέρι.
Να δεις που οι Αρβανίτες θα το σώσουν το κεφάλι τους. Εμείς οι φουκαράδες όχι. Τι να το κάμω τώρα που ο καϊμακάμης ζήτησε διαπραγματεύσεις. Χαράμι θα πάνε. Πόσο θα αντέξουμε; Θα κάμουν γιουρούσι τα σκυλιά και θα πάθουμε μεγάλο χουνέρι.
Μ’ ένα σάλτο στα σχοινιά βρίσκομαι απάνω. Ζαβράνι μεγάλο συμβαίνει. Φτάνουνε και άλλοι Τσάκωνες απέξω. Βλέπουν απ’ το ταμπούρι πως είμαστε στην τάπια. Με τις σημαίες στα χέρια, τρέχουν ούλοι στην πύλη του Ναυπλιού. Τους βάζουμε μέσα. Ο Αυραντίνης, από τις Σπέτσες, γυρίζει το κανόνι που βρίσκεται απάνω στα τείχη και σημαδεύει το Σεράγι. Συνάμα κι άλλοι, μόλις ακούν τον σάλαγο από τις κανονιές, βουρ για την πόρτα του Μυστρά. Από εκεί και πέρα, θολούρα ούλα. Ζωντανό δεν αφήνουμε. Λες κι έχουμε σαλέψει. Νιώθω στο πλάι τον παππού και τον πατέρα μου. Σφαγμένοι εδώ και χρόνια, από χέρι τουρκικό, ζητούν το αίμα τους πίσω. Τρέχουν οι αγάδες αλαφιασμένοι να κρυφτούν. Που δεν το περίμεναν ποτέ πως ο Ρωμιός θα σηκώσει το κεφάλι. Πανταχού δουλεύει το τουφέκι.
Σε μια σγκούλα, πίσω από κάτι βαρέλια, βλέπω κάτι να σείεται. «Σε τσάκωσα, κερατά» φωνάζω. Ζυγώνω και σηκώνω τη σπάθα για να του κόψω το κεφάλι. «Σ’ έφαγα σκληκάρι». Μα αυτό που ’χω μπροστά μου είναι ένα αμούστακο παιδί. Τρέμει σύγκορμο. Και γω, σκιαχτερός και μες στα αίματα, στέκομαι με τ’ άρματα από απάνω. Δεν το βαστάει η καρδιά μου. Τον τηρώ και με τηρά. Σαν ζαγάρι είναι. Κατεβάζω το σπαθί και του προσφέρω το χέρι. Βγαίνει σιγά σιγά, μα πριν προκάμει να ’ρθει σιμά, ο Μάρκος ο Γουβέλης του δίνει μια σουγλιά και τον ξαπλώνει χάμω. Η σπάλα του έσπασε. Χύθηκαν και τ’ άντερα στο χώμα. «Αυτό για τον Αναγνώστη μου, που στο βυζί της μάνας του ήταν, σαν μου τον φάγατε, σκλιά» λέει και συνεχίζει. Δεν μπορώ να σαλέψω. Δεν το ’στρεγα τούτο, αλλά τι να κάμω; Μέσα στη σαλαμάρα που ακολουθεί, οι δικοί μας δεν ακούν τους καπεταναίους, εμένα θ’ ακούσουν;
Μαζευτήκαμε στο Σεράγι. Μαχμούρηδες! Καθένας λέει ό,τι του κατέβει. Το ασκέρι μας είναι μακριά, μιντάτι δεν θα ’ρθει και οι Ρωμιοί έτοιμοι να ανέβουν στον κουλέ. Έπρεπε να τους πάρουμε τα κεφάλια τότε που αρχίσαν τις χωσιές στα τείχη. Με το καμτσίκι μόνο ο Γκιαούρης δεν καταλαβαίνει. Τώρα είναι αργά. Μπελά μεγάλο βάλαμε. Κουρμπάνια γίναμε, θα μας σφάξουνε. Φοβάμαι πως ούτε να συμφωνήσουμε, για το τι θα κάμουμε, μπορούμε. Λακιρντί μόνο. Οι μισοί φωνάζουν να παραδοθούμε, οι άλλοι μισοί να πεθάνουμε. Δεν βγάζεις έτσι άκρη. Νισάφι πια! Ξαφνικά γίνεται πατιρντί στο μεϊντάνι. Μια κανονιά σκάει δίπλα. Γκιουλέδες πέφτουν παντού. Σκορπιζόμαστε. «Είναι μέσα και διαγουμίζουν», ακούγεται μία φωνή. Αρπάζω ένα νταλιάνι και τρέχω έξω. Ντουγρού για το κονάκι μου. Υπάρχει μεγάλο νταβαντούρι. Κόσμος που κάνει σαν ντελής. Φωτιές παντού. Ξεκινώ τις τουφεκιές. Χτυπώ έναν από δαύτους. Σαν ασκί τον έριξα. Πάω από πάνω, έτσι καθώς του ’βγαινε η ψυχή, του δίνω μία με την πιστόλα στο καφάσι. Να βγάλω το άχτι μου. Να μάθει, μα τον Αλλάχ, ποιος είναι ο εφέντης σε τούτο τον τόπο. Μα όλο και φτάνουν περισσότεροι. Ένα κεφάλι κόβεις, δέκα φυτρώνουν. Βλέπω τριγύρω δικούς μας να βρίσκονται χάμω, ασάλευτοι. Το αίμα πλημύρα. Με το γιαταγάνι στο χέρι ανοίγω δρόμο. Δάκρυα, βογκητά και τσιρίδες. Βουίζουν τα αυτιά. Αρσίζηδες Ρωμιοί, μαύρα σκυλιά. Το γιουρούσι αυτό θα το πληρώσετε ακριβά.
Τώρα πια σ’ όλες τις τάπιες βρίσκονται οι δικοί μας. Και μέσα στη πόλη ένα σύνθημα ακούς, «εκδίκηση». Τόσα χρόνια σκύβουμε το κεφάλι στον τύραννο. Ήρθε επιτέλους η ώρα να τινάξουμε τον ζυγό. Ο Ραγιάς σηκώθηκε και ζητάει λευτεριά. Και να πάρει το αίμα του πίσω για την ατιμασμένη γυναίκα, για τον σφαγμένο πατέρα, για το παιδί που του αρπάξανε μέσα απ’ τα χέρια. Δεν προσπαθώ να σώσω κανέναν άλλον. Στον χαλασμό που υπάρχει βλέπω να χάνουν τη ζωή τους Έλληνες άδικα. Από φιλανθρωπία. Παγαίνουν να γλιτώσουν τον Τούρκο και το βόλι που φεύγει, απ’ το τουφέκι πατριώτη, τους βρίσκει κι αυτούς. Οι αχμάκηδες τρέχουν στα σπίτια τους για να σωθούν. Μα τα βάζουμε φωτιά. Τους ακούμε που σκούζουν σαν τα ποντίκια.
Ο Ραγιάς σηκώθηκε και ζητάει λευτεριά. Και να πάρει το αίμα του πίσω για την ατιμασμένη γυναίκα, για τον σφαγμένο πατέρα, για το παιδί που του αρπάξανε μέσα απ’ τα χέρια. Δεν προσπαθώ να σώσω κανέναν άλλον. Οι αχμάκηδες τρέχουν στα σπίτια τους για να σωθούν. Μα τα βάζουμε φωτιά. Τους ακούμε που σκούζουν σαν τα ποντίκια.
Με το χαντζάρι παίρνω κεφάλια, κόβω χέρια, πόδια. Κουτούρντισα. Μα δεν σταματώ. Λεμέδες σηκώσατε το μπόι στην Τουρκιά. Θέλατε παζάρια και καβγάδες. Ο πίτσικος ο Ραγιάς θέλησε από δούλος να γενεί εφέντης. Ταμαχκιάρηδες! Τσουτσέκια! Μα τον Αλλάχ, τώρα θα δείτε.
Λίγα μέτρα ακόμη και φτάνω στο κονάκι. Φλόγες και καπνοί παντού. Οι Ρωμιοί μιλιούνια. Και εγώ τους κάνω το χατίρι, σκοτώνω όσο μπορώ περισσότερους. Τους στέλνω να βρουν τον Θεό τους.
Πέφτουν τουφεκιές τριγύρω. Ακούω τα μαχαιροκτυπήματα. Σπίτια καμένα σωριάζονται με πάταγο. Κλάματα και λυγμοί. Αγκομαχητά. Το έδαφος στρωμένο μ’ άψυχα κορμιά. Πατάω απάνω τους. Οι οχτροί μας νικήθηκαν. Έπεσε η Ντροπολιτσά, έπεσε. Βγάζω κραυγές για τη νίκη.
Έπεσε η Ντροπολιτσά σε ρωμαίικα χέρια. Το σπίτι μου καίγεται. Μυρίζω το αίμα και τη καμένη σάρκα. Των δικών μου. Άπιστοι, θα το μετανιώσετε. Κουνώ το γιαταγάνι. Ένα σκυλί μπροστά μου. Θα τον σουβλίσω. Βγάζω μια φωνή. Τα ουρί του παραδείσου με περιμένουν…
Ένας απ’ αυτούς τρέχει σαν αλαφιασμένος προς τ’ απάνω μου. Πιανόμαστε, κορμί με κορμί. Σηκώνω το χέρι. Το σπαθί μου σχίζει τον αέρα. Ήχοι από μέταλλα που χτυπιούνται. Στα ρουθούνια μυρωδιά από σφαχτάρι. Αίμα… Παντού. Ελευθερία ή θάνατος!