Το πατρικό της ήταν μπροστά στη θάλασσα. Ώρες μπορούσε να βλέπει τους ιριδισμούς από το φως που αντανακλούσε πάνω στο τζάμι του παράθυρου, τις λεπτές αποχρώσεις του κόκκινου, του πράσινου, του γαλάζιου, που τρεμόπαιζαν και μπερδεύονταν μεταξύ τους.
Της Γιώτας Ζώη
Κοίταξε έξω. Σύννεφα έρχονταν από τη δύση. Άρχισε να φυσάει. Σε λίγο θα ερχόταν καταιγίδα, συνηθισμένο φαινόμενο για την περιοχή. Αναστάτωνε με βροντές, αστραπές και αέρηδες και γρήγορα υποχωρούσε.
Κοίταξε γύρω γύρω το σπίτι. Πάντα ντρεπόταν γι αυτό. Δεν ήταν τόσο για τους λερωμένους τοίχους ή για τα χαλασμένα υδραυλικά, τα παλιά έπιπλα, τα σαπισμένα κουφώματα στις πόρτες και τα παράθυρα που έμπαζαν, όσο για τον πατέρα της, γνωστό χαρτοπαίχτη, που συχνά πυκνά, το μετέτρεπε σε λέσχη χαρτοπαιξίας. Ντρεπόταν και για τη μητέρα της που η μόνη της αντίδραση ήταν μόνο κάποιοι καβγάδες κυρίως όταν ο πατέρας είχε μεγάλες χασούρες.
Τα παραθυρόφυλλα άρχισαν να τρίζουν από τον αέρα. Σηκώθηκε, πήρε μια σφήνα από το περβάζι και την έβαλε στο μάνταλο ανάμεσα στα δυο φύλλα. Το τρίξιμο σταμάτησε. Ύστερα πήρε ένα πανί, καθάρισε το τραπέζι.
Σε λίγο θα έρχονταν οι καλεσμένοι της. Πήγε στην κουζίνα, έκλεισε το φούρνο. Έβαλε τα μεζεδάκια στο χάρτινο δίσκο και τα πήγε στο σαλόνι. Τ’ άφησε στο μπουφέ δίπλα από τα ποτήρια και τα μπουκάλια κρασί. Έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού της το τραπουλόχαρτο. Ρήγας Κούπα. Το χάιδεψε και το έβαλε πάλι στη θέση του. Το είχε βρει όταν ήταν μικρή στο πάτωμα του σαλονιού. Από τότε το είχε πάντα μαζί της.
Κοίταξε πάλι τους ιριδισμούς στο τζάμι. Αναστέναξε. Απ’ όλα αυτά τα χρώματα είχε διαλέξει το πράσινο, εκείνο της τσόχας.
Την έστρωσε πάνω στο τραπέζι, την ίσιωσε με τα χέρια, έβαλε πάνω της τις μάρκες και τις τράπουλες κι ύστερα τα ποτήρια και το ουίσκι. Ένα καλό προαίσθημα την κυρίευσε καθώς άκουσε το χτύπημα του κουδουνιού. Ήρθαν μαζί και οι τρεις συμπαίκτες της, αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες, γνωριζόντουσαν ήδη. Κάθισαν αμέσως.
Ακούμπησε το ιδρωμένο χέρι της που έτρεμε στον Ρήγα που είχε στην τσέπη. Για το γούρι. Έπιασε να ρίξει και το τελευταίο χαρτί.
Μοίρασε τα φύλλα. Κοίταξε το δικό της. Βαλές σπαθί. Στο τραπέζι ντάμα καρό. Πόνταρε. Έπεσε και δέκα σπαθί. Διπλασίασε το ποντάρισμα. Πήρε και το δεύτερο φύλλο της. Ντάμα σπαθί. Στο τραπέζι ακόμα Ρήγας σπαθί, μετά οχτώ κούπα. Πόνταρε όλα της τα λεφτά. Αν το φύλλο που θα άνοιγε τώρα στο τραπέζι ήταν εννέα σπαθί ή άσσος σπαθί θα έκανε φλος.
Ακούμπησε το ιδρωμένο χέρι της που έτρεμε στον Ρήγα που είχε στην τσέπη. Για το γούρι. Έπιασε να ρίξει και το τελευταίο χαρτί. Και πριν προλάβει να κάνει την κίνηση, άκουσε έναν απότομο θόρυβο, το παράθυρο άνοιξε διάπλατα, η σφήνα πετάχτηκε με φόρα στο πάτωμα κι ένας δαιμονισμένος αέρας πήρε τα χαρτιά, τα σήκωσε ψηλά, τα σκόρπισε δεξιά κι αριστερά. Ο χάρτινος δίσκος με τα μεζεδάκια έπεσε κάτω, ακούστηκαν ποτήρια να σπάνε, το κρασί που χύθηκε. Οι παίκτες σηκώθηκαν μουδιασμένοι, προσπαθούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Εκείνη έτρεξε αμέσως, πήρε τη σφήνα από κάτω, την έβαλε πάλι ανάμεσα στα παραθυρόφυλλα.
«Δεν είναι τίποτα», είπε, «ένα μπουρίνι, θα περάσει.
Έσκυψε να μαζέψει τις πεταμένες μάρκες και τα χαρτιά. Δίπλα στο μπουφέ, είδε τον άσσο μπαστούνι. Τον πιάνει και τον βάζει γρήγορα ανάμεσα στ’ άλλα τραπουλόχαρτα που κρατούσε στα χέρια.
Έφερε καινούρια τράπουλα, την ακούμπησε στο τραπέζι.
Χάιδεψε το Ρήγα στην τσέπη της, χαμογέλασε κρυφά.
Info
Η Παναγιώτα Ζώη ζει στην Αθήνα. Έχει τελειώσει το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Πειραιά και την Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία. Έχει συμμετάσχει στη συλλογική έκδοση του παραμυθιού "Φαταουλάν ο Ονειροκλέφτης" από τις εκδόσεις Μ.Σιδέρη και στη συλλογική έκδοση διηγημάτων "Οδός 19" από τις εκδόσεις Έναστρον.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική κι εκφραστική επιμέλεια.