Αγαπητέ μου,
Γνωριστήκαμε πριν πολλά χρόνια. Εγώ νέα κι όμορφη. Όρθια πάνω στο ξύλινο τραπέζι. Εσύ με τη μεγάλη μύτη σου ν’ ακουμπάει στο χαρτί. Καθισμένος στη στρογγυλή καρέκλα του γραφείου. Εγώ με τα χέρια στεφάνι πάνω από το κεφάλι και το αριστερό πόδι τεντωμένο ψηλά. Εσύ με μουντζουρωμένα από το μελάνι δάχτυλα. Οι είκοσι πέντε ολόιδιοι μολυβένιοι στρατιώτες στη σειρά. Μόλις έπαιρνες τα μάτια σου από πάνω τους, με περικύκλωναν κρυφοκοιτάζοντας κάτω από την κοντή μου φούστα. Με φουντωμένα μάγουλα, με γυάλινα μάτια. Μετά από λίγο συνέρχονταν, ίσιωναν την πλάτη κι έμεναν ακίνητοι, με το όπλο στον ώμο. Για ώρες. Φύλαγαν το κάστρο.
Της Αναστασίας Κάτσικα
Μόλις βράδιαζε, αναστέναζαν κλεισμένοι στο κουτί τους. Ονειρεύονταν τις μάχες που δεν τους άφησες να δώσουν. Μετρούσαν τα φυσίγγια που δεν ξόδεψαν κι η νύχτα γινόταν πιο σκοτεινή. Ένιωθα τα χέρια τους να σφίγγουν το όπλο κι άκουγα τις αρθρώσεις τους που έτριζαν. Ανακατευόμουν στα όνειρά τους και τους άφηνα να ψαχουλεύουν τα ρούχα μου. Τα βράδια του χειμώνα ο άνεμος με στριφογύριζε κι η χάρτινη φούστα σηκωνόταν ακόμα πιο ψηλά.
Κι εσύ Χανς ή μήπως Κρίστιαν ή καλύτερα κύριε Άντερσεν, αποκαμωμένος από τη λειψή ζωή, βουβός από τη μοναξιά ζωγράφιζες τη μοίρα μου με τα μεγάλα, αδέξια γράμματά σου. Μου τέντωνες το λαιμό, μου τραβούσες τα μαλλιά και το πόδι ψηλά, μου κάρφωνες το χαμόγελο στο στόμα. Σε σαγήνευε η εικόνα μου ανάμεσα σε τόσους πεινασμένους άντρες και πάντα ήθελες ν’ αφήσεις τη βροχή να μπει απ’ το παράθυρο και να λιώσει τη φούστα μου τη χάρτινη.
Δεν τόλμησες όμως. Μου κόλλησες μόνο δίπλα μου τα ερωτευμένα μάτια εκείνου του στρατιώτη, του λειψού, με το ένα πόδι. Εκείνου, του τελευταίου, που δεν έφτασε το μολύβι της λιωμένης κουτάλας να γεμίσει και το δεξί του πόδι, εκείνου που μ’ ερωτεύτηκε γιατί νόμισε ότι έχω κι εγώ ένα μόνο πόδι.
Έσφιξες τον άσπρο λαιμοδέτη σου και πίστεψες ότι θα ταιριάξουμε, ότι θα γίνω το συμπλήρωμά του. Αυτός θα κουτσαίνει από δεξιά, εγώ από αριστερά. Μου έταξες μια κουτσή ζωή με κουτσά όνειρα. Δεν μπόρεσες εσύ να χωθείς κάτω από τα φουστάνια των γυναικών που αγάπησες κι άφησες κι εμένα μισόγυμνη και βιδωμένη στο ένα πόδι για πάντα έξω από το κάστρο με τους στρατιώτες. Έδιωξες από την ζωή μου, με τις δικές σου λέξεις, την ηδονή που εσύ δεν γνώρισες ποτέ.
Στο σκοτάδι του μοναδικού κεριού έγραφες. Πάντα συγκεντρωμένος, πάντα συνεπής. Σ’ άκουγα ν’ ανασαίνεις πίσω μου κι οι τρίχες στο σβέρκο μου σηκώνονταν. Χτυπούσες το πόδι σου στο ξύλινο πάτωμα και κύματα ιδρώτα με σκέπαζαν. Η αναζήτηση της κατάλληλης λέξης δεν σ’ άφηνε να κοιμηθείς. Εσύ, ο δημιουργός μου έτριβες τα χέρια με απελπισία τα βράδια. Με την απόγνωσή σου έχτιζες τη ζωή μου, την ιστορία μου. Μαγείρευες το τέλος μου.
Κι εγώ όμως συνωμοτούσα πίσω απ’ την πλάτη σου. Έκανα σύμμαχο εκείνο το ξωτικό που είχες ξεχάσει πάνω στο τραπέζι. Με καρφωμένο το κεφάλι του πάνω στο ελατήριο, κρυμμένο στο ξύλινο κουτί του έμενε σιωπηλό τα πρωινά. Τα βράδια όμως, όταν μετουσιωνόσουν σε κάτι λιγότερο από θεό και κουλουριαζόσουν στο στενό κρεβάτι αγκαλιά με τη ματαιοδοξία της τέχνης σου, έσερνε το κόκκινο χαμόγελό του πάνω στο πρόσωπό μου, με μύριζε κι ήθελε να τυλιχτεί σφιχτά γύρω από το τεντωμένο πόδι μου κι εγώ τον άφηνα για να διώξω εκείνη την κόλλα, την γλίτσα από το ερωτευμένο βλέμμα του κουτσού που μου φόρτωσες.
Τα μάτια του γύριζαν καμιά φορά και με κοίταζαν εμένα τη χάρτινη, εκείνος ο μολυβένιος, κι ένιωθα το γλυκό πέταγμα του έρωτά του και κοκκίνιζα ολόκληρη από τη φλόγα του τζακιού και τέντωνα ψηλά το αριστερό μου πόδι και χόρευα και στροβιλιζόμουν αιχμαλωτίζοντας το φως και τον αέρα του δωματίου.
Τα κατάφερε το ξωτικό και τον ξεχώρισε από τους άλλους στρατιώτες. Τον έβαλε πάνω στο παγωμένο περβάζι να φυλάει το σπίτι. Κι έστεκε εκεί μόνος αυτός με το μικρό του όπλο και το μισό του πόδι τεντωμένο κι αλύγιστο, ακίνητος, πάντα στρατιώτης, πάντα έτοιμος. Τα μάτια του γύριζαν καμιά φορά και με κοίταζαν εμένα τη χάρτινη, εκείνος ο μολυβένιος, κι ένιωθα το γλυκό πέταγμα του έρωτά του και κοκκίνιζα ολόκληρη από τη φλόγα του τζακιού και τέντωνα ψηλά το αριστερό μου πόδι και χόρευα και στροβιλιζόμουν αιχμαλωτίζοντας το φως και τον αέρα του δωματίου. Οι άλλοι στρατιώτες έρχονταν τότε κοντά μου κι έσφιγγαν τον κύκλο γύρω μου κι αγρίευαν τα πρόσωπά τους κι άναβαν και το ξωτικό μούγκριζε και χτυπούσε με μανία το κουτί του.
Τον είδα όταν τον παρέσυρε ο βοριάς, όταν στριφογύρισε στον αέρα. Τον είδα όταν καρφώθηκε με τη λόγχη στο χώμα. Φαντάστηκα το ταξίδι του με το χάρτινο καράβι στον υπόνομο, την συνάντησή του με το χοντρό αρουραίο που έτριζε τα χαλασμένα δόντια του και φώναζε και απειλούσε και ζητούσε διόδια και διαβατήριο.
Ένιωσα το νερό που ανέβαινε όλο και πιο ψηλά, το φόβο του, το σκοτάδι, τη βαριά μυρωδιά, την αγωνία του, τα κύματα που τον σκέπαζαν, τη μοναξιά του, το ανοιχτό στόμα του μεγάλου ψαριού. Ονειρεύτηκα τα αχνιστά σπλάχνα της μαύρης κοιλιάς, άγγιξα τα κόκκινα βράγχια κι είδα τα μάτια του να παγώνουν και την ουρά του να σπαρταράει ανεξέλεγκτα, όταν το αγκίστρι το άρπαξε απ’ το ψαρίσιο στόμα του.
Εγώ πάνω στο ξύλινο τραπέζι έξω από το χάρτινο κάστρο κι αυτός στην κοιλιά του ψημένου ψαριού που σερβίρισε η μαγείρισσα. Όλοι καθισμένοι γύρω από την άσπρη πιατέλα. Οι στρατιώτες αφοσιωμένοι στα όπλα τους και το ξωτικό ανήσυχο στο κουτί του.
Να ‘τον πάλι εδώ. Στο ίδιο δωμάτιο. Με ξεθωριασμένη τη στολή, χωρίς καπέλο, με στραβωμένη ξιφολόγχη, με βρεγμένο πρόσωπο, με τα μάτια καρφωμένα πάνω μου. Το ξωτικό πετάγεται από το κουτί του κι ο στρατιώτης καταλήγει στο αναμμένο τζάκι. Δεν πέθανε σε μια στιγμή. Έλιωσε αργά. Το μολύβι κόλλησε στα τούβλα του τζακιού. Η μολυβένια καρδιά του δεν έλιωσε. Έτσι έγραψες.
Η πόρτα που άνοιξε. Το ρεύμα που μ’ έσπρωξε στο τζάκι. Πέθανα σε μια στιγμή. Λίγες στάχτες που τις πέταξε η υπηρέτρια. Έτσι έγραψες.
Και τώρα οι δυο μας κ. Άντερσεν ή μήπως Χανς ή Κρίστιαν;
Τα βράδια να κοιμάσαι μόνο ανάσκελα. Μη γυρίζεις στο πλάι. Οι χάρτινοι ήρωες, οι στάχτες, αυτοί που τους φόρτωσες τη ζωή που δεν ήθελαν, αυτοί που έζησαν τη δική σου ζωή, μαζεύονται πίσω σου. Σπρώχνουν. Κάτω από το κρεβάτι σε περιμένει ο θάνατος. Αλλά μη φοβάσαι. Ο θάνατος κρατάει μόνο μια στιγμή. Το ξέρω γιατί μόλις πέθανα. Ετοιμάσου.
Info
Η Αναστασία Κάτσικα γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα με τις δύο κόρες της. Είναι δασκάλα και διδάσκει σε δημόσιο σχολείο στα Βριλήσσια. Παρακολουθεί μαθήματα δημιουργικής γραφής και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά καθώς και σε συλλογικούς τόμους. Διηγήματά της έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Η συλλογή διηγημάτων της «Κίτρινο σκοτάδι» εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ενύπνιον. Αγαπάει το διάβασμα, το θέατρο και τον κινημkατογράφο.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.