Διήγημα της Ευδοκίας Κατσουρού
«Πώς περάσα το Πάσχα»
12/05/1986
Εφέτος, πρώτη φορά, πήγα κι εγώ μαζί με τους μεγάλους να μαζέψουμε τα ξερά κλήματα από τα αμπέλια, για να ανάψουμε το βράδυ της Ανάστασης τη μεγάλη φωτιά έξω από την εκκλησία. Με τον φίλο μου τον Λευτέρη γυρνάγαμε στα χωράφια όλη μέρα και δεν προλάβαμε να γυρίσουμε στο σπίτι και να φορέσουμε τα καλά μας. Οι μανάδες μας, για τιμωρία, δεν μας έφεραν τις λαμπάδες στην εκκλησία αλλά εμείς πήραμε δύο μεγάλα κλαδιά αναμμένα και τραγουδήσαμε δυνατά το Χριστός Ανέστη. Ο Πέτρος, της έκτης τάξης, έκαψε το χέρι του με βαρελότο και ήρθε το ελικόπτερο για να τον πάει στην Αθήνα, στο νοσοκομείο. Ο Πέτρος κλέβει συνέχεια και δεν μας νοιάζει αν του κόψουνε το χέρι.
Τελικά, δεν φάγαμε το αρνί γιατί ο φούρναρης το ξέχασε στον αναμμένο φούρνο και έφυγε. Το πήραμε κάρβουνο. «Κακοτυχία» είπε η μάνα μου και έψησε μπριζόλες.
Την Κυριακή το αρνί ήταν πολύ μεγάλο για την κουζίνα της μάνας μου και το πήγαμε μέσα σε μια λεκάνη, στο φούρνο του χωριού. Μύριζε ρίφι και αρνί με πάτουδα και αρχίσαμε να τσακωνόμαστε με τον αδερφό μου ποιος θα φάει την πέτσα. «Εγώ δεν γέννησα παιδιά, κανίβαλους γέννησα» έλεγε θυμωμένη η μάνα μου. Και στην αδερφή της, τη θεία Κική, που είναι έγκυος έλεγε: «Είσαι τυχερή που σηκώνεις κορίτσι, εμένα, ζωή να’ χουνε, θα με τρελάνουνε μια μέρα». Δεν ξέρει όμως ποια θα είναι αυτή η μέρα. Τελικά, δεν φάγαμε το αρνί γιατί ο φούρναρης το ξέχασε στον αναμμένο φούρνο και έφυγε. Το πήραμε κάρβουνο. «Κακοτυχία» είπε η μάνα μου και έψησε μπριζόλες.
Στο τραπέζι όλοι τσακώθηκαν με όλους, και εγώ με τον αδερφό μου ανεβήκαμε στην ταράτσα και ξαπλώσαμε στον ήλιο. Ο Σάββας είναι δώδεκα χρονών, μου είπε πως καθόλου δεν τον νοιάζει το γεμιστό αρνί που δεν φάγαμε, γιατί εκείνος αγαπά ένα κορίτσι. Εγώ δεν πίστεψα ότι η αγάπη γεμίζει το στομάχι, ειδικά του Σάββα. Την επόμενη μέρα είχαμε κανονίσει να πάμε στη θάλασσα για να κάνουμε το πρώτο μπάνιο. Μας ξύπνησαν οι φωνές των γειτόνων και της μάνας μου που, όταν θυμώνει, μοιάζει με αυτές τις τραγουδίστριες που τσιρίζουνε. « Ω, τι πάθαμε» και «Παναγία μου». Η μάνα μου αντί για γάλα, μου έδωσε να φάω ψωμί με μερέντα!
Πίστεψα ότι ήρθε τελικά η Ανάσταση και έτρεξα να βρω τον Λευτέρη. Και η δική του μάνα έκλαιγε. «Φάγαμε και χόρτα και τυρί» είπε, «και τώρα τι θα γίνουμε; Θα αρρωστήσουμε όλοι». Τρέξαμε με όλη μας τη δύναμη και βγήκαμε από το χωριό, και όταν φτάσαμε στην κρυψώνα μας, λυθήκαμε στα γέλια. Όλη μέρα γυρίζαμε έξω και το βράδυ ήθελα να πω στον αδερφό μου ότι και η χαρά γεμίζει το στομάχι αλλά οι μανάδες μας, περίμεναν αγριεμένες. Πάλι δεν ήπιαμε γάλα πριν από τον ύπνο. Ρώτησα τον Σάββα τι έγινε και μου είπε ότι το Τσέρνομπιλ ανατινάχτηκε και όλα έχουν δηλητηριαστεί, θα πεθάνουμε όλοι και θα μείνουν μόνο οι κατσαρίδες.
«Εμείς, τουλάχιστον, δεν φάγαμε τα ραδιενεργά πάτουδα», έλεγε η μητέρα μου, και «ουδέν καλόν αμιγώς κακού» και τέτοια.
Κατάλαβα ότι το Τσέρνομπιλ ήταν ένας πλανήτης κοντά στη γη και βγήκα στο μπαλκόνι να δω τι γίνεται στον ουρανό. Με πήρε ο ύπνος στο μπαλκόνι και όλη την υπόλοιπη εβδομάδα την πέρασα με πυρετό στο σπίτι. «Εμείς, τουλάχιστον, δεν φάγαμε τα ραδιενεργά πάτουδα», έλεγε η μητέρα μου, και «ουδέν καλόν αμιγώς κακού» και τέτοια. Ο Σάββας μού είπε ότι εννοεί πως καλύτερα που κάηκε το αρνί μας, γιατί υπήρχε παντού ραδιενέργεια και γι’ αυτό δεν τρώμε χόρτα, ούτε πίνουμε γάλα.
Στο τέλος της εβδομάδας, όταν έγινα καλά, είχα μόνο δύο ελεύθερες ημέρες πριν αρχίσει το σχολείο. Με τον Λευτέρη φανταζόμασταν τον πλανήτη Τσέρνομπιλ να σκάει στα δύο και να φωτίζει το σκοτεινό ουρανό και να χύνεται λάβα παντού στο διάστημα και σκεφτήκαμε ότι αυτό ήταν σημάδι από εξωγήινους ή από τον Θεό. Η θεία Κική φοβάται μήπως γεννηθεί εξωγήινο το μωρό της και όλο κλαίει. Εγώ την παρηγορώ: της λέω ότι θα είναι πολύ τυχερή, αν γεννήσει μία Τζεντάι, με φοβερές δυνάμεις! Το Πάσχα αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ, ούτε και κανένας άλλος στην οικογένειά μου.
Σταύρος Μακρόπουλος
Δ’ Δημοτικού
Info Η Ευδοκία Κατσουρού είναι Ψυχολόγος. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα στον τομέα της Ψυχοθεραπείας. Τα τελευταία χρόνια παρακολουθεί σεμινάρια δημιουργικής γραφής. |
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.