
Για τη συλλογή από τρεις νουβέλες και τρία διηγήματα της Εύας Στάμου «Τα κορίτσια που γελούν» (εκδ. Αρμός).
Του Κώστα Λογαρά
Η Εύα Στάμου έχει γράψει τέσσερα μυθιστορήματα που έχουν εκτιμηθεί θετικά από την κριτική, δύο συλλογές διηγημάτων εκ των οποίων η μία είναι Τα κορίτσια που γελούν, και ένα δοκίμιο όπου αναλύει το φαινόμενο της παραλογοτεχνίας με γνώση και επιχειρηματολογία. Η Εύα Στάμου είναι επίσης τολμηρή αρθρογράφος με παρεμβατικό λόγο και ψαγμένες θέσεις και απόψεις σε θέματα κοινωνικά και πολιτικά. Στο επάγγελμα, είναι ψυχολόγος.
Οι ιστορίες της Στάμου υπαινίσσονται πολύ περισσότερα από όσα αφηγούνται. Η διείσδυση στην ψυχολογία των ηρώων γίνεται με λεπτές ψυχολογικές παρατηρήσεις οι οποίες σχολιάζουν, προσθέτουν στοιχεία στους χαρακτήρες της, δημιουργούν ατμόσφαιρα.
Η συλλογή Τα Κορίτσια που γελούν περιέχει ένα σύνολο από πεζά: τρεις νουβέλες και τρία διηγήματα σε μία προσεγμένη έκδοση από τις εκδόσεις Αρμός. Διαφορετικές ηρωίδες, σε άλλους τόπους και εποχές, με διαφορετικά μεταξύ τους προβλήματα και εμπλοκές στις σχέσεις τους. και παρότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες, αγαπούν τη ζωή. Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η συγγραφέας είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, η μοναξιά και η εσωτερική ζωή των ανθρώπων, ο ρατσισμός και οι μειονότητες. Σύγχρονα θέματα, ιδωμένα από μια λοξή ματιά (ψάχνοντας δηλαδή σε πιο σκοτεινές περιοχές), αλλά πάντα με ανθρώπινη διάθεση. Θέματα διαχρονικά της λογοτεχνίας, με επικαιρικά στοιχεία.
Γενικά ο αναγνώστης της θα βρεθεί μπροστά σε χαμηλόφωνες περιγραφές καταστάσεων αλλά με εσωτερική ένταση. Κι αυτό είναι το βασικό πλεονέκτημα στο ύφος της. Οι ιστορίες της Στάμου υπαινίσσονται πολύ περισσότερα από όσα αφηγούνται. Η διείσδυση στην ψυχολογία των ηρώων γίνεται με λεπτές ψυχολογικές παρατηρήσεις οι οποίες σχολιάζουν προσθέτουν στοιχεία στους χαρακτήρες της, δημιουργούν ατμόσφαιρα. Έτσι μπορεί να κρατάει την αγωνία του αναγνώστη ως το τέλος, φτάνοντάς τον με μαστοριά στο σημείο αιχμής, όπου απαιτείται να κορυφωθεί ένα διήγημα. Ρίχνοντας τον προβολέα της η Στάμου πάνω στις ηρωίδες και τους ήρωές της, τους παρακολουθεί στενά. Είναι φανερό ότι η ψυχολόγος συντρέχει τη λογοτέχνη ωθώντας τη να διεισδύσει, να σπρώξει το μαχαίρι πιο βαθιά στην ανθρώπινη πληγή. Η κριτική έχει επισημάνει στη λογοτεχνία της Εύας Στάμου επιστημονική επάρκεια, πολιτική σκέψη, κοινωνική οξυδέρκεια, υπαρξιακό και φιλοσοφικό βάθος, και αφηγηματική ικανότητα.
Επειδή μου αρέσει να ανιχνεύω τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει ένας συγγραφέας, κι αυτό είναι για μένα κριτήριο αξιοσύνης του, θέλω να εξηγήσω πώς στρώνει τις ιστορίες της η Στάμου. Αρχίζοντας από κάτι ασήμαντο και δευτερεύον, μεθοδικά κυκλώνει την αφήγηση σαν μια σπείρα φτάνοντας την στο «πικ» με κάθε εκφραστικό μέσο και τρόπο: είτε ατμοσφαιρικά, είτε με τη γλώσσα του σώματος, άλλοτε ρεαλιστικά κι άλλοτε περιγράφοντας νεύματα, πράξεις και κινήσεις. Όλα τα δευτερεύοντα στοιχεία μπαίνουν για να χτιστεί ο χαρακτήρας, να αποδοθεί δραστικά και ανάγλυφα η ψυχολογία των ηρώων και των ηρωίδων· ο οποίος χαρακτήρας εγχαράσσεται στον νου του αναγνώστη, μένει. Για πολύ καιρό θυμάσαι μια γυναικεία φιγούρα, ή μια ατμόσφαιρα, ή μια ιδιαιτερότητα στη σχέση – και, βέβαια, το αίσθημα που προκάλεσε όλο αυτό, το αποτύπωμα που άφησε μέσα σου ως αναγνώστη. Κι αυτό δεν είναι λίγο.
Αρχίζοντας από κάτι ασήμαντο και δευτερεύον, μεθοδικά κυκλώνει την αφήγηση σαν μια σπείρα φτάνοντας την στο “πικ” με κάθε εκφραστικό μέσο και τρόπο: είτε ατμοσφαιρικά, είτε με τη γλώσσα του σώματος, άλλοτε ρεαλιστικά κι άλλοτε περιγράφοντας νεύματα, πράξεις και κινήσεις.
Η συγγραφέας, δουλεύοντας με τον τρόπο του φλας μπακ, έχει τη δυνατότητα να τοποθετηθεί, να προσθέσει στοιχεία που θα εξελίξουν το θέμα της, εντάσσοντάς τα στην κατάλληλη εκείνη θέση ώστε να προκαλέσουν το ξάφνιασμα στον αναγνώστη και να τον οδηγήσουν τεχνηέντως στην τελική έκπληξη. Ένα ακόμα στοιχείο της τεχνικής είναι και τούτο: στις πρώτες σελίδες, παγίως, δίνει όσες πληροφορίες χρειάζονται –και μάλιστα αποσπασματικά, όχι όλες μαζί, δεν βιάζεται να «μπουκώσει» τον αναγνώστη της– με στόχο, πρώτον να τον υποψιάσει μεν αλλά τίποτα να μην του αποκαλύψει, μόνο να στρώνει το χαλί ώστε να προοικονομήσει την εξέλιξη, δεύτερον να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και τρίτον να εξασφαλίσει μια απρόσκοπτη αφηγηματική ροή αλλά με ελλειπτικό λόγο. Ο αναγνώστης εξιτάρεται όταν η συγγραφέας τον φέρνει σε σημείο να διερωτάται: Είναι άραγε; Δεν είναι; Γι’ αυτό και ένα από τα διηγήματά της δανείζεται το ύφος της αστυνομικής ιστορίας – παρά τις ρητές προθέσεις της, νομίζω.
Το πού θα ενσωματωθεί η α ή η β πληροφορία που θα συντελέσει σταδιακά στην εξέλιξη του μύθου ώστε να προκύψει το αρτιότερο γλωσσικό-διανοητικό και συναισθηματικό αποτέλεσμα, δεν είναι απόρροια σύμπτωσης, αλλά ταλέντου που η συγγραφέας καλλιεργεί μέχρι να κατακτήσει την τεχνική του. Και αυτή η κατακτημένη τεχνική δηλώνεται στα πεζογραφήματα της συλλογής Τα κορίτσια που γελούν.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΓΑΡΑΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο» (εκδ. Καστανιώτης).