Λίγο πριν ξυπνήσω βρισκόμουν στη Νάξο, κοντά στην ανηφορική οδό Καμπανέλλη που οδηγεί σ’ εκείνον τον λόφο του ακρωτηρίου κάτω από τον οποίον εκτείνεται η αρχαία υποθαλάσσια πόλη.
Διήγημα του Νίκου Ξένιου
Ή ίσως σε κάποιο άλλο νησί, δεν είμαι σίγουρος. Είχε λιακάδα. Ρούχα φορούσα κανονικά, όχι χορού, μια αυτοσχέδια μάσκα και γάντια.
Όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους, το νησί έρημο. Αίφνης, όλα παίρνουν μιαν ενεστωτική ποιότητα.
Σαν χάρη σε κάποια μυστική συμφωνία, έχουν μαζευτεί συνεργεία, τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά, και διαδικτυακά κανάλια και άλλοι, με δική τους ιστοσελίδα και ένα τάμπλετ στο χέρι, φορώντας όλοι μάσκες και γάντια, και με έχουν πάρει στο κατόπι καθώς ανηφορίζω ασθμαίνοντας το μονοπάτι.
Σαν χάρη σε κάποια μυστική συμφωνία, έχουν μαζευτεί συνεργεία, τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά, και διαδικτυακά κανάλια και άλλοι, με δική τους ιστοσελίδα και ένα τάμπλετ στο χέρι, φορώντας όλοι μάσκες και γάντια, και με έχουν πάρει στο κατόπι καθώς ανηφορίζω ασθμαίνοντας το μονοπάτι – καθώς ψάχνω απεγνωσμένα για διέξοδο προς τα βράχια.
Βγαίνει τότε από το πλήθος η δασκάλα του χορού, εκείνη η όμορφη, η μικροκαμωμένη, που μιλάει στα παιδιά και την καταλαβαίνουν (εγώ ξέρω ποια είναι, αλλά το όνομά της δεν μπορώ να σας πω) και μου λέει με νόημα «Θα κάνουμε μαζί τη χορογραφία», σαν να μην καταλαβαίνω εγώ. Με ρωτά «Τι δεν καταλαβαίνεις; Θα χορέψουμε το δέντρο!» κι εγώ την κοιτάζω καλά καλά και λέω «Ναι», και την ακολουθώ.
Από πίσω μας έρχονται τα συνεργεία και βάζουν μπρος τις κάμερες, καθώς οι δυο μας ανοιγόμαστε σ’ ένα ξέφωτο που οδηγεί ακτινωτά σε μικρά δρομάκια άφτιαχτα ακόμη, με τις λακκούβες, τις τρύπες από τους εκσκαφείς, τους σωρούς το χώμα και την άσφαλτο στο όχημα να περιμένει δίπλα να στρωθεί. Η δασκάλα του χορού λέει «Βάλτε μουσική!», και το λέει δυνατά, σαν να ήταν έτοιμη η ορχήστρα.
Και πράγματι: ο μαέστρος κινεί την μπαγκέτα του για ν’ αρχίσει εκείνο το βαλς που υποβάλλει τις πολλές περιστροφές και που στο άκουσμά του μια φίλη μου κλείνει τ’ αυτιά της, μην αντέχοντας τον συριστικό ήχο του βιολιού. Μάλιστα, είναι πολλά βιολιά μαζί που ξεκινούν το πρώτο μουσικό θέμα και η δασκάλα παίρνει θέση μέχρι να κοπάσει η θύελλα του ήχου τους. Από πίσω μάς ακολουθούν, βήμα βήμα, οι άλλοι χορευτές, κρατώντας κουβαδάκια με πράσινη μπογιά.
Και τότε ακούγεται το πιάνο. Γυρίζει, με κοιτάζει, με ένα νεύμα του κεφαλιού κι ένα χαμόγελο μου δείχνει το στενό δρομάκι δεξιά και μου δίνει έναν μικρό κουβά με πράσινη μπογιά. «Χορεύουμε το δέντρο!» μου λέει ξανά. Εγώ ξέρω, καταλαβαίνω, και ξεκινώ απανωτές στροφές κεντράροντας διαρκώς δεξιά και εστιάζοντας στο βάθος του δρόμου, και καταφέρνω να μπω στο δρομάκι και να το διασχίσω κάθετα στον ήχο της μουσικής, χύνοντας ταυτόχρονα πίσω μου πράσινη μπογιά.
«Πώς λέγεται ο δρόμος σου;» φωνάζει η δασκάλα βγάζοντας τη μάσκα της και απλώνοντας πράσινη μπογιά στον δικό της δρόμο. Κοιτάζω την πινακίδα. «Οδός Υγείας» της φωνάζω, ενώ περιστρέφομαι ακατάπαυστα προς τα δεξιά. «Μπράβο!» μου λέει φωναχτά. «Είναι η απελευθέρωση από τα δεσμά της αρρώστιας!» Την ίδια στιγμή, με περισσή δεξιοτεχνία, διασχίζει αστραπιαία την πάροδο που βρίσκεται αριστερά της, την προέκταση της νεόκοπης Οδού Υγείας.
Βρισκόμαστε χώρια, σε αντίθετες κατευθύνσεις, σαν κλαδιά από έναν κεντρικό κορμό, για να κάνουμε τις στροφές μας στα δυο αντικριστά δρομάκια, κι έπειτα να ξαναγυρίσουμε, πάλι με στροφές, να ξανασυναντηθούμε στον κεντρικό δρόμο, μπροστά από τα συνεργεία. Κι αμέσως συνεχίζουμε τα βήματα της χορογραφίας βαδίζοντας χέρι-χέρι, προς τα μπρος, φορώντας πάντα τις μάσκες μας και προετοιμάζοντας δυο νέα κουβαδάκια με πράσινη μπογιά.
Από ψηλά το ντρόουν του κεντρικού συνεργείου καταγράφει την τροχιά της χορογραφίας μας. Ανοίγουν και κλείνουν τα σώματά μας, κλαδιά ενός δέντρου που τώρα γεννιέται και σχηματίζεται αυτόκλητα, σαν να είναι προδιαγεγραμμένο να σχεδιαστεί ολόκληρο με πράσινη μπογιά στο έδαφος της καινούργιας πόλης.
Στην αμέσως επόμενη εναλλαγή της μουσικής η δασκάλα με κοιτάζει με νόημα, μου δίνει ένα νέο κουβαδάκι κι αμέσως χωρίζουμε όπως πριν, διακλαδιζόμαστε, κατευθυνόμενοι εκείνη προς τ’ αριστερά κι εγώ προς τα δεξιά με στροφές αλλεπάλληλες και συντονισμένες. Η δασκάλα μού φωνάζει «Πώς λένε τον δρόμο σου;» κι εγώ κοιτάζω την ταμπέλα και της απαντώ «Οδό Βλάστησης», κι εκείνη φωνάζει θριαμβευτικά «Τέλεια! Είναι η απελευθέρωση από την Ξηρασία!», κι εκείνη τη στιγμή τελειώνει τις πιρουέτες της κι εγώ τελειώνω τις δικές μου και αρχίζουμε να κατευθυνόμαστε πάλι ο ένας προς τον άλλον, στο κέντρο του κάθετου, κύριου δρόμου, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των συνεργείων. Τα βιολιά ξελαρυγγιάζονται.
Και μετά μπαίνει το όμποε, ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Στο άκουσμά του η δασκάλα με κοιτάζει και δίνει το σήμα για μια νέα διακλάδωση. Από ψηλά το ντρόουν του κεντρικού συνεργείου καταγράφει την τροχιά της χορογραφίας μας. Ανοίγουν και κλείνουν τα σώματά μας, κλαδιά ενός δέντρου που τώρα γεννιέται και σχηματίζεται αυτόκλητα, σαν να είναι προδιαγεγραμμένο να σχεδιαστεί ολόκληρο με πράσινη μπογιά στο έδαφος της καινούργιας πόλης, με τις ρίζες του να είναι το ξεκίνημα της πορείας μας, τον κορμό του η διαδρομή μας στον κεντρικό δρόμο, τα κλαδιά που ξεπετά το ξεχώρισμα και η επανένωσή μας στο κέντρο. Στον καμβά της εναέριας λήψης, η χορογραφία μας ζωγραφίζει ένα τεράστιο, εντυπωσιακό κωνοφόρο, δίνοντας ονόματα σε όλους τους παράπλευρους δρόμους, σχεδιάζοντας την παράδοξη ρυμοτομία κίνησης και μουσικής.
Τα συνεργεία καταγράφουν, καταγράφουν και αναμεταδίδουν παντού, σ’ όλον τον κόσμο. Πριν ανοίξω τα μάτια έχουμε προλάβει, ευτυχισμένοι πια, να ονομάσουμε όλους τους παραδρόμους: τώρα είναι η Οδός Εξόδου, η Οδός Αντίστασης, η Οδός Αντίρρησης, η Οδός Χειραφέτησης, η Οδός Ανάσας, η Οδός Ανάτασης, η Οδός Ανάστασης, η Οδός Επανάστασης, η Οδός Διαφοροποίησης.
Την ώρα που ξυπνώ ταραγμένος το νησί έχει περάσει σε άλλη χρονικότητα και το σώμα μου σε διαφορετική θερμοκρασία, οι συντεταγμένες που διαθέτω είναι αυτές του υπνοδωματίου μου και οι πόρτες είναι σφαλιστές. Σβήνουν σταδιακά τα ονόματα και τα δρομάκια. Ή, μάλλον, φλέγονται… Δεν έχω ορατότητα στη θάλασσα αλλά στον απέναντι ακάλυπτο, και μόνο δυο περιστέρια που γουργουρίζουν υπαινίσσονται έναν κάποιο ουρανό.
→ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία © Pietra Diano.
|
Info |
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.