Γριβάδι δεν ξαναβάζω στο στόμα μου. Είναι ωραίος μεζές. Πάει και με το τσίπουρο, αλλά άμα παραγγείλετε εγώ θα φύγω.
Του Γιώργου Μυλωνά
Τι να λυπηθώ; Που το βλέπω να πηγαινοέρχεται μες στο νερό; Δεν έχω τέτοιες ευαισθησίες. Έχω φάει γριβάδι ψητό, σούπα, στον ταβά και καλά θα κάνετε να ρθειτε αύριο χωρίς εμένα να φάτε κι εσείς. Αυτό, όμως, που έχω δει να κάνουν γριβάδια στο συγκεκριμένο ενυδρείο δεν το χωράει ο νους σας.
Ωραία ωραία, σταματήστε και θα σας πω. Άμα, όμως, δεν φάτε ποτέ ξανά γριβάδι δεν θα φταίω εγώ. Το κρίμα, Μιχάλη, στο λαιμό σου. Άντε γέμισε τα ποτήρια.
Πότε ήρθαν οι Αλβανοί στην Ελλάδα; Το ενενήντα; Το ενενηνταδύο; Όποτε και να ρθαν οι περισσότεροι περάσαν τα σύνορα από τα Γιάννενα, από την Καστοριά κι από δω. Θυμάμαι σαν χθες να με φέρνει ο πατέρας μου με πανσέληνο πλάι στη λίμνη και να μου δείχνει κεφάλια ανθρώπων που κολυμπούσαν προς τα εδώ.
Δεν πείραζαν, όμως, κανένα. Ούτε εμείς τους πειράζαμε. Οι περισσότερες οικογένειες στους Ψαράδες φυλούσαν για ένα δυο βράδια αυτούς που έφταναν στην Ελλάδα μέσω της Μεγάλης Πρέσπας και μετά τους βοηθούσαν να κατέβουν στη Θεσσαλονίκη. Μια χούφτα μόνο από δαύτους ήθελαν να μείνουν εδώ. Τι να κάνουν άλλωστε στο χωριό; Να βόσκουν αγελάδες ή να ψαρεύουν γριβάδια; Δυο από αυτούς που για κακή τους τύχη ξέμειναν ήταν η Λίντα κι ο μικρός της αδερφός, ο Γκέρτι.
Εγώ τότε τέλειωνα το γυμνάσιο και η Λίντα φαινόταν δυο τρία χρόνια μεγαλύτερη. Πείτε ότι ήταν δεκαεφτά κι ο αδερφός της σαν εμένα. Το εξάμηνο που μείναν στο χωριό δεν την είδα να γελάει. Από την άλλη ο Γκέρτι ήταν η χαρά της ζωής. Κολυμπούσε μαζί μας και παρ’ όλο που δεν μιλούσε γρι ελληνικά καθόταν στην παρέα μας στις φωτιές γύρω από τη λίμνη. Όποτε, όμως, τον φώναζε η αδερφή του, εκείνος σούζα. Μας παρατούσε κι έκανε ό,τι του λεγε.
Από την πρώτη μέρα που ’φτασαν στους Ψαράδες τους μάζεψε ο Μάντακας. Όχι, όμως, από ανθρωπιά. Ήταν γκαστρωμένη η γυναίκα του κι ήθελε τη Λίντα για να τη βοηθάει στις δουλειές και τον μικρό για χαμαλίκια.
Από την πρώτη μέρα που ’φτασαν στους Ψαράδες τους μάζεψε ο Μάντακας. Όχι, όμως, από ανθρωπιά. Ήταν γκαστρωμένη η γυναίκα του κι ήθελε τη Λίντα για να τη βοηθάει στις δουλειές και τον μικρό για χαμαλίκια. Έτσι κι αλλιώς πέρα από ένα κομμάτι ψωμί και μια αποθήκη μ’ άχυρα που τους είχε παραχωρήσει για να κοιμούνται δεν τους έδινε τίποτα άλλο.
Ένα βράδυ, λοιπόν, του Αυγούστου, εκεί που με τρεις φίλους και τον Γκέρτι βουτούσαμε στη λίμνη, βλέπουμε την Λίντα. Αντί, όμως, να κοντοσταθεί, ως συνήθως, λίγο πριν την προβλήτα και να φωνάξει τον αδερφό της, έρχεται προς το μέρος μας τρεκλίζοντας. Κάνει τρία τέσσερα βήματα και σωριάζεται. Τρέχουμε να τη σηκώσουμε και τι να δούμε; Η μούρη της μες στα αίματα. Μέχρι, όμως, να της ρίξουμε λίγο νερό και να φωνάξουμε κάποιον μεγάλο να τη βοηθήσει, η Λίντα συνέρχεται, αρπάζει τον αδερφό της κι εξαφανίζονται.
Την επομένη βούιξαν οι Πρέσπες. Όλοι λέγαν πως την μικρή την είχε χτυπήσει ο Μάντακας. Δεν ήταν, άλλωστε, λίγες οι φορές που έδερνε και τη γυναίκα του. Αλλά ποιος να τον καταγγείλει και πού;
Ο Μάντακας ήταν διοικητής του αστυνομικού τμήματος Πρεσπών. Οπότε τη Λίντα και το Γκέρτι μπορούσε να τους κάνει ό,τι ήθελε, αφού ούτε γονείς είχαν ούτε χαρτιά. Έτσι όλο το χωριό έκανε λες και δεν είχε συμβεί τίποτα, μέχρι που ’ρθε το φθινόπωρο.
Κάθε Σεπτέμβρη, το δάσος των αρκεύθων και το μονοπάτι για το ασκηταριό της Μεταμόρφωσης γεμίζουν αγριομανίταρα. Με το που μπήκε, λοιπόν, ο μήνας ο Μάντακας άρχισε να παίρνει μαζί του τη Λίντα στο μονοπάτι. Ήθελε, λέει, να της δείξει πώς διαλέγουν τα καλά μανιτάρια.
Έλα όμως που δεν την πήρε μαζί του μία φορά, ούτε δύο. Την πήρε τρεις. Την πήρε τέσσερις. Την πήρε πέντε. Κόντευε να τελειώσει κι ο Οκτώβρης και κάθε απόγευμα ο Μάντακας ανηφόριζε το μονοπάτι με τη Λίντα. Δεν είναι δα τόσο δύσκολο να ξεχωρίσεις τα καλά μανιτάρια. Κι η Αλβανίδα φαινόταν ξύπνιο κορίτσι. Άρχισαν, λοιπόν, οι ψίθυροι στο χωριό πως για άλλη δουλειά την ήθελε ο μπάτσος την μικρή.
Λίγο ο φόβος για τον Μάντακα και λίγο που κάθε σούρουπο επέστρεφαν από το μονοπάτι με μια σακούλα ξέχειλη από μανιτάρια κανείς δεν έψαξε το θέμα περισσότερο. Όλοι συνέχιζαν να προσποιούνται πως δεν έτρεχε τίποτα, όπως και με τον ξυλοδαρμό.
Ένα απόγευμα, που λέτε, κι ενώ παίζαμε μπάσκετ στο γήπεδο πλάι στη λίμνη μάς πλησιάζει ο Μάντακας, με τη Λίντα να τρέχει αναμαλλιασμένη πίσω του φωνάζοντας κάτι στα αλβανικά. «Μικρέ έλα μαζί μου», λέει στον Γκέρτι, που κατάλαβε τι ήθελε ο Μάντακας από τις χειρονομίες κι όχι από τα λόγια του. Αφήνει την μπάλα και κάνει να τον ακολουθήσει, ώσπου μπαίνει η Λίντα στο γήπεδο πέφτει στα πόδια του μπάτσου κι αρχίζει κλαίγοντας να τον παρακαλάει. Εμείς τους κοιτούσαμε αποσβολωμένοι χωρίς να καταλαβαίνουμε τι γινόταν. Με τα πολλά ο Μάντακας ξεκολλάει την Λίντα από πάνω του και παίρνει τον Γκέρτι στο μονοπάτι.
Δεκαπέντε χρονώ παιδάκια εμείς τότε, πού να πάει ο νους μας στο κακό; Το μόνο που σκεφτήκαμε ήταν πως ο μπάτσος συνέχιζε να δέρνει τη Λίντα και της κακομοίρας είχε αρχίσει να της σαλεύει. Έτσι κι αλλιώς το βράδυ που γύρισε ο Γκέρτι από το ασκηταριό ήταν μες στην καλή χαρά και μας έδειχνε τα μανιτάρια που μάζεψε. Τίποτα δεν έβγαζε νόημα από την αντίδρασή της.
Τις επόμενες εβδομάδες η ζωή των δύο αδερφών συνέχισε να κυλάει όπως την ξέραμε. Με μία μόνο διαφορά. Με τον Μάντακα για μανιτάρια δεν πήγαινε πια η Λίντα, αλλά ο Γκέρτι. Πράγμα διόλου παράξενο αφού η γυναίκα του μπάτσου ήταν πλέον στον μήνα της και χρειαζόταν συνεχώς κάποιον πλάι της.
Θα ’ταν τέλη Νοέμβρη όταν ο Μάντακας βγήκε για τελευταία φορά για μανιτάρια με τον μικρό. Νύχτωνε πια νωρίς και την επιστροφή τους την καταλαβαίναμε από το φως των φακών. Εκείνο, λοιπόν, το βράδυ ερχόταν προς το χωριό ένα μόνο φως. Ήταν αυτό του Μάντακα, που αφού μας προσπέρασε όπως καθόμασταν γύρω από τη φωτιά, τράβηξε για το σπίτι του. Δεν ανησυχήσαμε, μέχρι που είδαμε την Λίντα να βγαίνει από τον αχυρώνα και να τρέχει αλαφιασμένη προς το μονοπάτι. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Σβήσαμε την φωτιά και την ακολουθήσαμε.
Στην σπηλιά του ασκηταριού βρήκαμε τον Γκέρτι κατάχαμα να κλαίει. Η Λίντα αφού τον σήκωσε και τον αγκάλιασε, τον φώτισε με τον φακό. Τα ρούχα του ήταν ξεσκισμένα, ενώ το πρόσωπό του, που είχε ήδη αρχίσει να πρήζεται, ήταν μες στα αίματα. Η Λίντα δεν έβγαλε λέξη. Ήξερε ότι η ιστορία με τον Γκέρτι θα είχε την ίδια κατάληξη με τη δική της απ’ όταν ο Μάντακας πρωτοπήρε τον μικρό για μανιτάρια, αλλά τι να ’κανε. Δεν έκλαψε. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Μέσα Δεκέμβρη γέννησε η γυναίκα του μπάτσου. Με αφορμή το μωρό όλοι έκαναν πως ξέχασαν το σκηνικό στη Μεταμόρφωση. Το ίδιο δηλαδή που είχαν κάνει με το ξύλο στη Λίντα και με το περιστατικό στις μπασκέτες. Τα δυο αδέρφια τα βλέπαμε πια όλο και λιγότερο. Η Λίντα ξημεροβραδιαζόταν πλάι στη λεχώνα και το μωρό, ενώ ο Γκέρτι μία μάζευε ξύλα για τη σόμπα και μία πήγαινε στα χωράφια. Όλοι λέγαν πως αφού τρίτωσε το κακό, τα πράγματα θα βρίσκαν το δρόμο τους. Κούνια που τους κούναγε.
Πού είναι το ενυδρείο; Ε, εδώ ακριβώς είχαμε ραντεβού με μια ξαδέρφη μου την παραμονή εκείνων των Χριστουγέννων για να πούμε τα κάλαντα. Θ’ αρχίζαμε απ’ το χωριό και μετά θα μας κατέβαζε ο θείος μου στη Φλώρινα με τ’ αμάξι.
Το ενυδρείο της ταβέρνας έχει γριβάδια χειμώνα καλοκαίρι. Έτσι δεν μου ’κανε εντύπωση που το ’βλεπα γεμάτο καθώς κατέβαινα το δρόμο. Αυτό, όμως, που μου τράβηξε την προσοχή και μ’ έκανε να πλησιάσω ήταν το νερό που πεταγόταν έξω λες και τα γριβάδια μέσα πάλευαν. Όταν έφτασα σ’ απόσταση που μπορούσα να δω τι συνέβαινε, κοκάλωσα. Τα γριβάδια πάλευαν στ’ αλήθεια, αλλά όχι μεταξύ τους. Πάλευαν με τα μάτια του νεογέννητου του Μάντακα που επέπλεε μπρούμυτα στο νερό. Πάλευαν να τα ξεριζώσουν, αλλά εκείνα γλιστρούσαν κι επέστρεφαν στις κόγχες τους λες και είχαν ελατήρια.
Όπως καταλαβαίνετε τη Λίντα και το Γκέρτι δεν τους είδαμε ξανά. Ο Μάντακας έβαλε λυτούς και δεμένους να τους βρει, αλλά το μόνο που κατάφερε τα επόμενα χρόνια ήταν να γυρίσει όλη την Ελλάδα, βασισμένος σε φήμες που έλεγαν πως τους είχαν δει μία στην Κρήτη και μία στη Ρόδο.
Συνέχισε να σπάει στο ξύλο τη γυναίκα του μέχρι που τον χώρισε κι η μόνη του χαρά πια ήταν να κάθεται στο τραπέζι μπροστά από το ενυδρείο και να πίνει μέχρι ν’ αποκοιμηθεί. Ώσπου μία από τις πολλές κλάταρε το συκώτι του κι έμεινε σέκος στο τραπέζι.
Καταλάβατε τώρα γιατί δεν τα θέλω τα γριβάδια; Όποτε τα βλέπω νιώθω τα μάτια του νεογέννητου να μου κάθονται στο λαιμό. Παλεύω να τα φτύσω, αλλά εκείνα ανεβοκατεβαίνουν στο λαρύγγι μου λες κι έχουν ελατήρια. Άντε, Μιχάλη, γέμισε ξανά τα ποτήρια μπας και καταφέρω επιτέλους να ξεχαστώ.
Info
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό και από όταν πήρε το πτυχίο του εργάζεται σε έντυπα και online μέσα ως δημοσιογράφος.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.