ekeini tin imera mylonakis 728

Διήγημα του Αντώνη Μυλωνάκη

 

«Η πίστη μπορεί να ανάψει φωτιά, που ούτε ο Θεός έχει τη δύναμη να σβήσει»

1

Σήμερα είμαστε μία μέρα μακριά από Εκείνη την ημέρα. Στην πραγματικότητα έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε, αλλά κάθε χρόνο, την πρώτη μέρα του Φεβρουαρίου, αρχίζουν οι προετοιμασίες. Στις δεκαπέντε του μήνα πρέπει να είμαστε έτοιμοι.

Προτεραιότητα έχει ο καλός αερισμός του σπιτιού και το τακτικό συμμάζεμα. Αν δεν έχει χιονίσει, η μαμά με τις αδερφές μου βγάζουν όλα τα έπιπλα έξω, ακόμα και τα κρεβάτια, και γυρεύουν τη σκόνη σε όλες τις γωνιές. Και τις πάνω και τις κάτω. Η μαμά λέει πως το ξύλο είναι ζωντανό και πως στις σχισμές του φυλάει αέρα και σκόνη. Ύστερα άμα μυρίσει το σπίτι όμορφα, βάζουν τα έπιπλα πάλι μέσα. Έχουν φυσικά φροντίσει να τα καθαρίσουν επιμελώς και να τα αφήσουν στον ήλιο πολλές ώρες· μόνο έτσι πεθάνουν τα χιλιάδες ακάρεα που ζουν μέσα στις ραφές και τα νήματα. Δεν τις έχω ακούσει να παραπονιούνται ποτέ, και παρότι η μετακίνηση των επίπλων είμαι μια αντρική δουλειά, η μαμά επιμένει πως εκείνες πρέπει να το κάνουν. Εγώ πρέπει να ξεκουραστώ, γιατί «έχω άλλα στο μυαλό μου». Από τότε που έφυγε ο μπαμπάς και ανέλαβα τα καθήκοντα του, το λέει συνέχεια αυτό η μαμά. Δεν ξέρω όμως τι εννοεί.

Μόλις η μαμά πει πως το σπίτι είναι έτοιμο, ζητάει από την κάθε αδερφή μου ξεχωριστά να αναλάβει μια συγκεκριμένη οικιακή εργασία και να τη φέρει εις πέρας σε παραπάνω από ικανοποιητικό βαθμό. Συνήθως το γυάλισμα των σερβίτσιων το δίνουν στην Έμμα, ως την πιο εύκολη δραστηριότητα, γιατί είναι μόλις οκτώ χρονών. Εμένα πάντως με πιάνει ταχυκαρδία κάθε χρόνο που τη βλέπω να τρίβει τα μαχαίρια με τόση αφέλεια. Λες και δεν ξέρει ή δεν μπορεί να καταλάβει τι ζημιά μπορούν να κάνουν. Οι άλλες αναλαμβάνουν να πλύνουν τις κουβέρτες και τα σεντόνια, να αδειάσουν τα συρτάρια και να τα τακτοποιήσουν, να πλύνουν και να σιδερώσουν τα ρούχα μας και να καθαρίσουν τα παπούτσια μας. Όλα αυτά έξω από το σπίτι, για να μην μπει σκόνη μέσα και τους χαλάσει την πρώτη δουλειά. Εγώ πάλι δεν κάνω τίποτα.

Τέσσερα χιλιόμετρα με άδεια χέρια και άλλα τέσσερα, γεμάτα σακούλες με φαγητό μέσα στο κρύο. Ειδικά στο γυρισμό, πολλές φορές το σύννεφο της ανάσας μου είναι τόσο πυκνό που δεν βλέπω το επόμενο βήμα μου.

Συνήθως χρειάζονται πέντε μέρες για τα παραπάνω. Εάν κάνει πολύ κρύο και έχει χιονίσει, τότε παίρνει περίπου εφτά μέρες. Την έκτη μέρα και εφόσον όλα είναι έτοιμα, αναλαμβάνω εγώ. Έχω στην διάθεση μου τέσσερις μέρες να φορτώσω με ξύλα την αποθήκη – έχω φροντίσει να την έχω μισογεμίσει μέχρι εκείνη την ημέρα – και να φέρω τρόφιμα αρκετά για μία ολόκληρη εβδομάδα. Δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται γιατί πρέπει να το κάνω με τα πόδια. Τέσσερα χιλιόμετρα με άδεια χέρια και άλλα τέσσερα, γεμάτα σακούλες με φαγητό μέσα στο κρύο. Ειδικά στο γυρισμό, πολλές φορές το σύννεφο της ανάσας μου είναι τόσο πυκνό που δεν βλέπω το επόμενο βήμα μου. Ευτυχώς έχω τον Πούτι να με ακούει να γκρινιάζω. Από τότε που τον μάζεψα και τον ξεχώρισα ανάμεσα από τα μισοπεθαμένα κουτάβια, δεν με αποχωρίζεται ποτέ. Του έχω και εγώ αδυναμία, είναι καλό σκυλί και το βράδυ μ' αρέσει να κοιμόμαστε μαζί. Παλιότερα, πριν από Εκείνη την ημέρα, τα ψώνια τα έκανε ο μπαμπάς, όμως μετά έφυγε.

Την εντεκάτη μέρα, ξυπνάμε στις έξι το πρωί, κάνουμε μπάνιο με τη σειρά –πρώτος εγώ για να προλάβω το πιο πολύ ζεστό νερό–, μετά καλύπτουμε τα παράθυρα και τους καθρέφτες με μαύρα σεντόνια, τυλιγόμαστε με μια καθαρή κουβέρτα και καθόμαστε ήσυχοι στο σπίτι, ενώ απαγορεύεται να χρησιμοποιήσουμε οτιδήποτε ηλεκτρικό. Ο καθένας πρέπει να βρει ένα μέρος και να μην κουνιέται πολύ. Για τις επόμενες τρεις μέρες απαγορεύεται να φάμε και να μιλήσουμε και απαγορεύεται να ανάψουμε φωτιά. Είναι οι μοναδικές μέρες που αποχωρίζομαι τον Πούτι. Του έχω φτιάξει ένα σπιτάκι κάπως μακριά από εδώ, ειδικά γι' αυτό τον σκοπό. Όταν ξανανταμώνουμε κάνει πάνω από μήνα να συνέλθει και δεν φεύγει από την αγκαλιά μου. Νομίζει πως τον εγκαταλείπω. Κάθε φορά. Δεν γίνεται όμως αλλιώς. Το γάβγισμα του θα μας χαλούσε όλα τα σχέδια.

Το σπίτι πρέπει να μείνει ήσυχο να ξεκουραστεί και να προετοιμαστεί για την επίσκεψη. Είναι παράξενο πως ο χρόνος περνάει στην ησυχία. Αργεί πάρα πολύ να νυχτώσει. Επίσης είναι παράξενα τα μάτια της μαμάς μου στην ησυχία.

Μόνο για νερό και τουαλέτα μπορούμε να πηγαίνουμε. Η μαμά μας παρακάλεσε φέτος να μειώσουμε το νερό που πίνουμε γιατί κάνουμε, λέει, πολύ θόρυβο. Όσο λιγότερο θόρυβο, τόσο το καλύτερο. Δεν θα υπάρχει καμία πιθανότητα να μην πετύχει.

Ω δεν θα το ήθελε κανείς αυτό: να μην πετύχει. Κανείς. Πώς θα ήταν η επόμενη μέρα;

Ένα πρόβλημα βασικό που αντιμετωπίζουμε κάθε χρόνο είναι η αδιαθεσία των κοριτσιών. Όσες είναι βρώμικες με αίμα δεν μπορούν να κάτσουν στο τραπέζι μαζί μας Εκείνη την ημέρα. Δεν μπορούν να είναι καν μέσα στο σπίτι. Πέρσι η Μπεθ μου ζήτησε, κρυφά από τη μαμά, να της φτιάξω μια γωνιά μέσα στην αποθήκη, να έχει να μην κρυώνει. Το έκανα, αν και δεν το θεωρώ σωστό. Μπορεί να τιμωρηθεί.

Φέτος το πρόβλημα έχει τριπλασιαστεί. Και οι τρεις από τις τέσσερις –η Έμμα είναι ακόμα παιδί– έχουν την περίοδό τους. Άκουσα τη μαμά να λέει πως είναι κακή σοδειά η φετινή. Επίσης, ίσως μας δημιουργήσει πρόβλημα στον εξαγνισμό και ίσως να μην πετύχει.

Ω δεν θα το ήθελε κανείς αυτό: να μην πετύχει. Κανείς. Πώς θα ήταν η επόμενη μέρα;

Την δέκατη πέμπτη μέρα του Φεβρουαρίου, Εκείνη την ημέρα, όλα αλλάζουν. Ξυπνάμε πρωί, πάλι στις έξι. Στο τζάκι καίει μια δυνατή φωτιά, την έχει ανάψει υποχρεωτικά η μαμά, και στο υπόλοιπο σπίτι καίνε παντού κεριά και λάμπες πετρελαίου. Μοιάζει λίγο με Χριστούγεννα. Έχει χαθεί η ψύχρα και η σκοτεινιά των προηγούμενων ημερών. Πρέπει το σπίτι να γίνει ζεστό σαν μήτρα, έτοιμο για φιλοξενία. Και αυτή τη μέρα απαγορεύεται να χρησιμοποιήσουμε οτιδήποτε ηλεκτρικό. Κάνουμε όλοι μπάνιο – αναγκαστικά με κρύο νερό – και όταν στεγνώσουμε με τις μυρωδάτες πετσέτες καθόμαστε γύρω από το τραπέζι. Οι δύο μεγαλύτερες αδερφές στρώνουν με το αρχαίο σεντόνι το τραπέζι και από πάνω ρίχνουν λουλούδια μέχρι να καλύψουν όλη την επιφάνεια. Όμως επειδή είναι κομμένα τριών ημερών, έχουν μια λιγωτική μυρωδιά . Δεν μου πολυαρέσει, αλλά έτσι πρέπει να είναι, έντονη.

Όταν ετοιμαστεί το τραπέζι, καθόμαστε τα αδέρφια στη θέση μας και η μαμά δαγκώνει ελαφρά την άκρη των χειλιών της, ίσα να ματώσουν. Ύστερα κάνει τον κύκλο του τραπεζιού και μας φιλάει έναν- έναν στο στόμα. Για ένα δευτερόλεπτο. Στο τέλος κάθεται στην θέση της – δεν πρέπει να ακουμπάμε το τραπέζι - και κλείνει τα μάτια για αρκετή ώρα. Όταν τα ανοίξει, ξέρουμε.

2

Η γιαγιά πέθανε πριν πέντε χρόνια. Στις 15 Φεβρουαρίου. Το πρωί εκείνης της ημέρας απλώς δεν ξύπνησε και το πρόσωπο της ήταν σαν να κοιμόταν.

Ο μπαμπάς είχε ήδη φύγει και εγώ ως προστάτης της οικογένειας ήμουν αυτός που έπρεπε να την προστατεύσει το δεύτερο βράδυ. Ήταν ξαπλωμένη μέσα στο φέρετρο και είχε βαμβάκι στο στόμα και στη μύτη. Τα μάτια της ήταν κλειστά αλλά υπήρχε μια χαραμάδα στις βλεφαρίδες της που αν έσκυβες αρκετά μπορούσες να δεις μέσα της. Και δεν υπήρχε τίποτα. Άβυσσος.

ERMIS Fotis ZapatiotisΔεν ήταν εύκολο βράδυ εκείνο. Ήμουν δώδεκα χρονών και δεν μπορούσα να κουμαντάρω τη νύστα μου. Ακόμα και σήμερα δεν είμαι σίγουρος αν είχα αποκοιμηθεί για λίγα λεπτά. Όταν έρχεται αυτή η σκέψη τη διώχνω μακριά. Δεν θα ήθελα να έχει συμβεί. Θα ήταν μεγάλη ασέβεια απέναντι στη γιαγιά. Αποκλείεται να έχει συμβεί. Θα είχα τιμωρηθεί. Όχι δεν θα τιμωρηθώ που παραδέχομαι πως τα έφερα πέρα δύσκολα. Ήμουν παιδί κάτω από δώδεκα. Και είναι η αλήθεια. Έκανε πολύ κρύο μέσα στο δωμάτιο και είχα μόνο ένα κερί για φως. Θα ήταν δύσκολο για τον οποιοδήποτε. Έμαθα όμως το εξής: Όταν είσαι μόνος σου με έναν νεκρό για πολύ ώρα, μπορείς να μιλήσεις μαζί του και να μην είναι στο μυαλό σου. Μπορείς να του εξηγήσεις και να καταλάβει. Και έχουν μεγάλη κατανόηση οι νεκροί. Και υπομονή. Όμως στο τέλος – δεν ξέρω γιατί – θες να απομακρυνθείς από κοντά τους. Όσο κι αν την αγαπούσα τη γιαγιά, από κάποιο σημείο και μετά, ήθελα να είμαι όσο πιο μακριά μπορούσα. Ανέβηκα σε μια καρέκλα στην άκρη του τοίχου και περίμενα να ξημερώσει. Όχι, δεν θα τιμωρηθώ που το λέω αυτό. Είναι η αλήθεια και ήμουν παιδί, κάτω από δώδεκα. Την αγαπούσα τη γιαγιά. Δηλαδή, θέλω να πω, την αγαπώ ακόμα.

Την επόμενη μέρα ήρθε η θεία, βοήθησε τη μαμά να τυλίξουν τη γιαγιά με το αρχαίο σεντόνι – η μαμά ποτέ δεν το πλένει και το προσέχει σαν κόρη οφθαλμού όλα αυτά τα χρόνια –, την έβαλαν στο αυτοκίνητο της θείας και για όλη την υπόλοιπη μέρα δεν τις είδαμε.

Η μαμά επέστρεψε το επόμενο πρωί φανερά καταβεβλημένη και λερωμένη με χώματα, αλλά ήταν τουλάχιστον ικανοποιημένη. Κρατούσε το σεντόνι διπλωμένο κάτω από τη μασχάλη της και μόλις έφτασε σπίτι το έβαλε πίσω στο συρτάρι του. Αμέσως μετά μας κάλεσε στην τραπεζαρία. Ήθελε να μας μιλήσει.

Μας είπε πως πήγαν όλα κατ' ευχήν και πως οι ζωές μας θα αλλάξουν από εδώ και πέρα. Μας είπε πως η γιαγιά θα μας επισκέπτεται κάθε χρόνο, την ίδια ημέρα και θα μας ζητάει μία χάρη. Θα σταματήσει μόνο όταν μείνουν δύο άτομα στο σπίτι και οι χάρες δεν θα μπορούν να εκπληρωθούν. Μας εξήγησε πως είναι μια οικογενειακή παράδοση και μας έδωσε μερικά ακόμα παραδείγματα παραδόσεων.

Ήταν λίγο τρομακτικό όταν το πρωτάκουσα, γιατί όπως είπα, μπορεί να αγαπώ τη γιαγιά, αλλά δεν θα ήθελα να την ξαναδώ. Ευτυχώς η μαμά μας καθησύχασε πως κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί, γιατί το νεκρό σώμα της γιαγιάς δεν είναι η γιαγιά. Είπε, πως όταν πεθάνει ο άνθρωπος στην πραγματικότητα πεθαίνει μόνο η όψη του. Όλο το υπόλοιπο παραμένει ζωντανό μέσα μας. Όμως εγώ νιώθω πως πεθαίνει και το μέσα μου για εκείνη. Έχω αρχίσει να ξεχνάω πως είναι να την αγαπώ. Δεν θέλω να το σκέφτομαι.

Από τότε έχουν περάσει τέσσερα χρόνια. Τέσσερις χάρες. Η πρώτη ήταν κάθε Παρασκευή να πηγαίνουμε στο σημείο που την έθαψαν και να της λέμε ένα τραγούδι. Όποιο θέλουμε εμείς. Μόνο να είναι χαρούμενο. Τη δεύτερη χρονιά ζήτησε κάτι πιο δύσκολο που μέχρι και σήμερα δεν το έχω καταλάβει. Ζήτησε για τα επόμενα χρόνια, εννιά με δέκα το βράδυ να είμαστε όλοι στο σπίτι και να μην μιλάει κανείς. Η μαμά προσπάθησε να το εξηγήσει λέγοντας μας ότι ίσως μας επισκέπτεται εκείνη την ώρα και δεν αντέχει τη φασαρία, αλλά επειδή εγώ θυμάμαι τη γιαγιά, αποκλείεται να ισχύει κάτι τέτοιο. Η γιαγιά έλεγε πάντα πως οι φωνές μέσα στο σπίτι είναι ζωή. Ίσως, έτσι όπως το σκέφτομαι τώρα, χωρίς το σώμα της να μην έχει την ίδια υπομονή και να κουράζεται πιο εύκολα.

Την τρίτη χρονιά, η χάρη αφορούσε μόνο την Μπεθ. Η γιαγιά ζήτησε η Μπεθ να αναλάβει τη διαδοχή. Σιγά-σιγά να γίνει η δεύτερη μαμά μας και επιπλέον να είναι η τελευταία που θα φύγει από το σπίτι. Η Μπεθ είχε κορδωθεί υπερήφανα που από τις πέντε επέλεξε εκείνη, αλλά το βράδυ την άκουσα να κλαίει.

Η τέταρτη χάρη, πέρσι δηλαδή, ήταν να νηστέψουμε το κρέας για έναν ολόκληρο χρόνο. Μας επηρέασε βαθιά όλους αυτή η χάρη. Είναι δύσκολο να μην τρως κρέας ειδικά τις κρύες μέρες. Το συνηθίσαμε παρ' όλα αυτά.

Το πιο δύσκολο όμως απ' όλα τελικά, αποδείχτηκε το τελετουργικό των δεκαπέντε ημερών και κυρίως οι τελευταίες τρεις μέρες που παραλίγο φέτος να μας ρίξουν κάτω. Η πείνα με έκανε να χάσω τα λογικά μου. Επίσης ένιωσα θυμό για τη γιαγιά για πρώτη φορά. Αναρωτιόμουν, χωρίς απάντηση καθώς δεν μπορούσα να μιλήσω, αν απολάμβανε να μας βλέπει έτσι. Όχι, δεν θα τιμωρηθώ γι΄αυτό, είναι η αλήθεια. Οι δύο αδερφές μου ήταν ημιλιπόθυμες για τρεις μέρες από την αδυναμία. Έπρεπε να ξέρει πως η μέρα που πέθανε, είναι μια δύσκολη μέρα. Έπρεπε να θέλει να μας προστατεύει. Η μαμά θα απαντούσε τώρα πως μας προστατεύει, αλλά δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε τους τρόπους της και ότι το μυαλό μας είναι μικρό για να τη φτάσουμε. Ξέρω ότι έχει δίκιο αλλά μέσα μου νιώθω θυμό.

Το μόνο που με κράτησε και δεν λύγισα ήταν η σκέψη ότι την επόμενη μέρα από Εκείνη την ημέρα και για μια βδομάδα μετά, το τραπέζι μας θα είναι γεμάτο φαγητά και ότι επιτέλους θα ξαναγευτώ κρέας. Και έχουμε μπόλικο· η αποχή διπλασίασε τον πληθυσμό των ζώων στην φάρμα μας. Η μαμά υποσχέθηκε να κάνει κοτόσουπα και να ρίξει μια ολόκληρη κότα μέσα. Αποκλείεται φέτος η γιαγιά να μας ζητήσει την ίδια χάρη. Αποκλείεται.

Η μέρα τελειώνει και σε λίγο ξημερώνει Εκείνη η ημέρα. Έχουμε όλοι αγωνία για τη χάρη της γιαγιάς.

3

Πώς ένα λεπτό μπορεί να διαιρεθεί σε χιλιάδες δευτερόλεπτα; Πώς μπορεί; Ποια φυσική δύναμη επιτρέπει αυτή την παραμόρφωση του χρόνου; Η γιαγιά ζήτησε να σκοτώσω τον Πούτι.

Αφού μας έδωσε η μαμά το φιλί και το αίμα της, κάθισε στη θέση της, κράτησε δύο τρία κεριά μπροστά της και έκλεισε τα μάτια. Όταν τα άνοιξε μετά από πέντε λεπτά, είπε:

«Πάρε, σε παρακαλώ, τον σκύλο σου που τόσο αγαπάς, τον Πούτι, περπατήστε μαζί μέχρι απάνω και προσέφερε τον ως θυσία στο σημείο που φωτίζει πιο πολύ ο ήλιος». Το έλεγε και με κοιτούσε στα μάτια.

Έκλαιγε η μαμά, μα τα χείλια της ήταν ξερά και παγωμένα. Σαν να είχαν αλλάξει θέση τα κόκαλα πάνω στο πρόσωπο της, το στόμα ήταν της γιαγιάς.

Επανήλθα από τη μυρωδιά των λουλουδιών. Δεν ήθελα να το κάνω. Παρέλυσε το σώμα μου. Όχι, δεν είναι αμαρτία που το σκέφτηκα, είναι η αλήθεια. Δεν θα τιμωρηθώ. Το λεπτό εκείνο κράτησε μια σύντομη αιωνιότητα. Η Έμμα δεν κρατήθηκε και άρχισε να κλαίει. Αλλά νομίζω δεν ήταν για τον Πούτι και την άτυχη μοίρα του, αλλά από φόβο προς τη γιαγιά. Πρώτη φορά ζητούσε θάνατο. Έσφιξα τη γροθιά μου και θυμήθηκα τον πατέρα μου. Έτσι την έσφιγγε και εκείνος όταν έπρεπε να κάνει κάτι που δεν ήθελε.

Δεν υπήρχαν περιθώρια για παραπάνω σκέψεις. Η γιαγιά δεν έπρεπε να καταλάβει δισταγμό, ίσως να γινόταν σκληρότερη του χρόνου. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να υπάρξει καταλληλότερη στιγμή να συμβεί κάτι τέτοιο. Είχα να δω τον Πούτι τέσσερις μέρες. Ναι, μου είχε λείψει είναι η αλήθεια, αλλά ταυτόχρονα είχα μάλλον ξεσυνηθίσει τη βραδινή αγκαλιά του. Αν ας πούμε μου το ζητούσε αύριο, έχοντας περάσει μια βραδιά μαζί του, θα ήταν σαφώς πιο δύσκολο. Τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Σηκώθηκα, άνοιξα την πόρτα και μπήκε ήλιος στο σπίτι μετά από τέσσερις μέρες. Μου έκαψε τα μάτια. Είχε χιονίσει και δεν το είχαμε πάρει χαμπάρι. Δεν μπορούσαν να κοιτάξω το χιόνι, με τύφλωνε.

Δεν άφησα να χαθεί επιπλέον χρόνος. Σηκώθηκα, άνοιξα την πόρτα και μπήκε ήλιος στο σπίτι μετά από τέσσερις μέρες. Μου έκαψε τα μάτια. Είχε χιονίσει και δεν το είχαμε πάρει χαμπάρι. Δεν μπορούσαν να κοιτάξω το χιόνι, με τύφλωνε. Μετά κάπως μαλάκωσε. Βύθισα τα πόδια μου στο άσπρο και κατηφόρισα. Ο Πούτι πρέπει να με κατάλαβε από μακριά, γιατί τον άκουσα να χτυπιέται από χαρά μέσα στο σπίτι του. Μόλις πλησίασα αρκετά πετάχτηκε από την πόρτα. Η αλυσίδα τον κράτησε, όμως επέμεινε. Το πιάτο του φαγητού φαινόταν άδειο πάνω από μία μέρα και το νερό εξαφανισμένο. Ο Πούτι κουνούσε την ουρά με ενθουσιασμό και έκανε γύρους γύρω από τον εαυτό του σαν να μην ήξερε που να πρωτοπάει. Τον έλυσα, τον πήρα στην αγκαλιά μου και του έδωσα ένα τελευταίο φιλί. Το έκανα για να μην καταλάβει τίποτα και στεναχωρηθεί. Ήθελα να του δώσω κι άλλα φιλιά, πολλά, και να του πω πως τον αγαπώ, αλλά δεν το έκανα. Δεν το έκανα διότι θα ήταν πιο δύσκολο μετά και επίσης δεν ήθελα να του δώσω ψεύτικες ελπίδες. Μια τέτοια συμπεριφορά θα του ξυπνούσε αναμνήσεις και θα περίμενε με μεγαλύτερη αγωνία το ζεστό κρεβάτι και την αγκαλιά μου. Μην ξεσηκωνόταν τσάμπα.

Καθώς είχα πάρει τον δρόμο προς απάνω, πέρασα αναγκαστικά και έξω από το σπίτι. Η μαμά και οι πέντε αδερφές μου ήταν έξω και με ακολουθούσαν με τα μάτια – η Έμμα έκλαιγε ακόμα – όμως δεν τους φώναξα τίποτα από μακριά. Ούτε τις χαιρέτισα με αγέρωχο χαμόγελο όπως θα έκανε ο μπαμπάς. Ήμουν πολύ λυπημένος. Δεν είχα λυπηθεί πιο πολύ στην ζωή μου ποτέ ξανά. Όχι, δεν θα έδειχνα το αντίθετο. Είναι η αλήθεια, δεν θα τιμωρηθώ. Έσκυψα το κεφάλι και συνέχισα το δρόμο μου. Ο Πούτι μύριζε άσχημα. Σκέφτηκα να τον καθαρίσω πρώτα πριν τον σκοτώσω. Του άρμοζε μια αξιοπρεπής κηδεία με όλες τις επισημότητες· δεν ήταν ένας τυχαίος σκύλος. Ήταν ο Πούτι μου.

Αποφάσισα όμως να μην το κάνω γιατί έκανε πολύ κρύο και θα υπέφερε. Έτσι κι αλλιώς μόλις θα πέθαινε, όπως λέει και η μαμά, το σώμα του δεν θα ήταν πια ο Πούτι. Θα ζούσε μέσα στην καρδιά μου. Το μόνο που ευχήθηκα εκείνη τη στιγμή είναι να μην πάθω το ίδιο με τη γιαγιά. Μην ξεχάσω δηλαδή πώς είναι να τον αγαπώ.

Έφτασα γρήγορα απάνω. Ο λόφος ήταν παντού φωτεινός και το χιόνι έλαμπε. Βρήκα το πιο φωτεινό σημείο, κατάλαβα αμέσως ποιο εννοούσε η γιαγιά. Ένα κομμάτι γης, ίσα με δύο τετραγωνικά, στη μέση της πλαγιάς. Ο Πούτι είχε ήδη αποκοιμηθεί στην αγκαλιά μου και αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να τον σφίξω τόσο δυνατά, ώστε να πεθάνει. Θα 'ταν ένας ωραίος θάνατος αυτός.

Δεν περίμενα πολύ παραπάνω. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε ήταν πιο δύσκολο από το προηγούμενο. Έκατσα οκλαδόν με προσοχή. Το χιόνι μπήκε μέσα στο παντελόνι και μου έκαψε τη μέση. Ο Πούτι ήταν εξαντλημένος από την αφαγία και δεν έλεγε να ξυπνήσει με τίποτα. Καλύτερα έτσι. Δεν ήξερα τι θα έκανα με τα μάτια του αν ήταν ξύπνιος. Έπιασα τον λαιμό του με το δεξί μου χέρι και τη μουσούδα του με το αριστερό. Η μύτη του έσταζε. Έπρεπε να στρίψω τα χέρια μου με αντίθετη φορά, γρήγορα και απότομα. Γιατί ήταν τόσο δύσκολο; Από πού προέκυπτε ο δισταγμός; Ήταν η αγάπη μου για τον Πούτι πιο δυνατή από την πίστη; Κάτι τέτοιο δεν θα ήθελα να είναι αλήθεια, γιατί τότε θα τιμωρούμουν. Και θα ήταν μια δίκαιη τιμωρία. Έσφιξα τη γροθιά μου· είχε φτάσει η ώρα.

«Μην απλώσεις το χέρι σου στον σκύλο. Μη του κάνεις κακό!» Η μαύρη φιγούρα της μαμάς μου στο χιόνι και ο τρόπος που τέντωνε το χέρι της προς εμένα, μου θύμισε μια ζωγραφιά από ένα βιβλίο του σχολείου.

«Σταμάτα αγόρι μου. Η γιαγιά είναι ευχαριστημένη. Δεν αρνήθηκες να δώσεις τον Πούτι. Ξέρει ότι τη σέβεσαι. Σταμάτα». Όταν τα είπε αυτά η μαμά, είχε φτάσει κιόλας πάνω από το κεφάλι μου. Κοίταξα προς τα κάτω, στην αγκαλιά μου· ο Πούτι βαριανάσαινε. Δεν είχα προλάβει. Για την ακρίβεια, τόση ώρα τον κρατούσα τόσο αδύναμα, ώστε να μην έχει θορυβηθεί καν.

Απομάκρυνα τα χέρια μου και τα είδα να τρέμουν. Η χαρά μου ήταν απέραντη, μα κρατήθηκα και δεν το έδειξα γιατί φοβήθηκα μήπως η γιαγιά το αντιλαμβανόταν και άλλαζε γνώμη. Τώρα δεν πειράζει που το λέω. Έχουν περάσει μέρες και είναι η αλήθεια. Όχι, δεν θα τιμωρηθώ γι' αυτό.

4

Η μαμά μας εξήγησε τις επόμενες μέρες ότι αυτό που συνέβη είναι σπάνιο αλλά όχι αδύνατον και ότι όσο ήταν ζωντανή, της είχε συμβεί άλλες δύο φορές όταν ήταν μικρή. Τι δηλαδή: Ο νεκρός να αλλάξει γνώμη και να κάνει δεύτερη επίσκεψη την ίδια μέρα μετατρέποντας τη χάρη του. Και αυτό είπε, συμβαίνει μόνο όταν νιώσει ότι υπάρχει βαθύς και αληθινός σεβασμός και ότι είναι σπουδαία τιμή για τους ζωντανούς. Ένιωσα μεγάλη χαρά. Η γιαγιά είχε αναγνωρίσει την πίστη μου.

Η εβδομάδα που ακολούθησε, όπως κάθε εβδομάδα μετά από Εκείνη την ημέρα, ήταν υπέροχη. Δεν βγήκαμε καθόλου από το σπίτι και όλη μέρα τρώγαμε αυτά που είχα αγοράσει. Η μαμά με τις αδερφές μου μαγείρευαν τραγουδώντας χαρούμενα τραγούδια και εγώ με την Έμμα παίζαμε στο χιόνι, παρέα πάντα με τον Πούτι. Τα βράδια φτιάχναμε ζεστή σοκολάτα και μαζευόμασταν γύρω από το τζάκι να ακούσουμε τις ιστορίες της μαμάς για το χωριό που μεγάλωσε. Για πολλές ώρες μιλούσε μόνο εκείνη και εμείς ακούγαμε με το στόμα ανοιχτό, παρότι τις περισσότερες ιστορίες τις ξέραμε απέξω και ανακατωτά. Ήταν η πιο ευτυχισμένη εβδομάδα της ζωής μου. Αυτή η εβδομάδα που πέρασε ήταν γιορτή. Πέρασα καλύτερα απ' ότι τα Χριστούγεννα.

Όμως η κατάσταση άλλαξε. Η μαμά έχει δίκιο. Δεν ερχόμαστε στη ζωή για να ευτυχήσουμε, αλλά για να αγωνιστούμε και να μάθουμε. Να μάθουμε τι σημαίνει να πονάμε, να επιβιώνουμε και έπειτα να συνεχίζουμε. Κανείς, πουθενά στον κόσμο, δεν είναι ευτυχισμένος. 

Λίγο όμως μετά την προσευχή και πριν πέσω με τα μούτρα στο φαγητό, άρχισα να νιώθω κάπως άβολα. Στην αρχή ήταν ήπιο αλλά σύντομα, σαν να ήμουν σε καράβι σε μεγάλη φουρτούνα, με έπιασε μια υπερβολικά δυσάρεστη ζάλη και το στόμα μου ξεράθηκε. 

Το τραπέζι μας είχε όλα τα καλά εκείνο το βράδυ. Ήταν το τελευταίο της εβδομάδας και είχαμε φροντίσει να το παρακάνουμε. Λίγο όμως μετά την προσευχή και πριν πέσω με τα μούτρα στο φαγητό, άρχισα να νιώθω κάπως άβολα. Στην αρχή ήταν ήπιο αλλά σύντομα, σαν να ήμουν σε καράβι σε μεγάλη φουρτούνα, με έπιασε μια υπερβολικά δυσάρεστη ζάλη και το στόμα μου ξεράθηκε. Πριν προλάβω να το πω στη μαμά, ακούστηκε ένας θόρυβος στην πόρτα. Κάποιος ήθελε να μπει μέσα. Σταματήσαμε όλοι και κοιτάξαμε προς τα εκεί. Η πόρτα άνοιξε μόνη της και μπήκε ο πιο κρύος αέρας που ένιωσα ποτέ στη ζωή μου. Η μαμά σηκώθηκε γρήγορα να την κλείσει, και τότε στη πόρτα εμφανίστηκε η γιαγιά. Δεν ήταν όπως στο φέρετρο. Ήταν καλοχτενισμένη και φορούσε το καλό της μαύρο φόρεμα. Ένας μεγάλος σταυρός ήταν κρεμασμένος στο λαιμό της και έπεφτε μέχρι τα γόνατα. Στεκόταν ανέκφραστη και μας κοιτούσε. Η Έμμα πήγε να φωνάξει «η γιαγιά», αλλά τη σταμάτησα με μια κίνηση του χεριού μου πριν ολοκληρώσει. Δεν ήθελα να ακουστεί αυτή η λέξη. Σηκώθηκα όρθιος με μεγάλη αδυναμία. Δεν έχω ξαναφοβηθεί πιο πολύ στη ζωή μου. Είχα βάλει στο μυαλό μου πως δεν θα την ξανάβλεπα. Η γιαγιά μπήκε μέσα στο σπίτι. Περπατούσε αργά και αλλόκοτα. Έκανε τον γύρο του τραπεζιού προσπερνώντας τις αδερφές μου και ήρθε σε μένα, πάνω από το κεφάλι μου. Η Έμμα έτρεμε δίπλα μου· άκουγα το τρίξιμο της καρέκλας της. Η γιαγιά έσκυψε, μου κράτησε το κεφάλι και με φίλησε στο μέτωπο. Τα χείλη της ήταν παγωμένα και το φιλί της κράτησε πολύ ώρα. Τα μάτια μου είχαν κλείσει από μόνα τους. Δεν ντρέπομαι που το λέω. Δεν μπορούσα να κοιτάω.

Όταν τα άνοιξα, η γιαγιά είχε φύγει και η μαμά μου έσφιγγε με δύναμη το χέρι. Με ρώτησε αν νιώθω καλά και μου έδωσε νερό. Είχα πανιάσει. Μου το είπαν και οι αδερφές μου πως είχαν τρομάξει με το χρώμα μου. Μόλις συνήλθα και συζητήσαμε λίγο, βρέθηκα αντιμέτωπος με μια ανεκδιήγητη έκπληξη. Καμιά τους, ούτε η μαμά, δεν είχαν δει τη γιαγιά. Η Έμμα συμφώνησε με την περιγραφή μου κάπως διστακτικά, αλλά την επιβεβαίωσε στο τέλος.

Η πόρτα είχε ανοίξει, αλλά ήταν από ρεύμα, είπε η μαμά. Ο θυμός που ρίζωσε στα σωθικά μου έγινε δέντρο και γιγαντώθηκε με χοντρά κλαδιά και μου γδάρε όλο το μέσα. Αυτές οι γυναίκες ήταν ανάξιες να δουν το θαύμα, γιατί το θαύμα δεν τις είχε επιλέξει. Υπάρχουν χαραμάδες στην πίστη τους, χαραμάδες ύπουλης αμφιβολίας. Και τότε ο θυμός μου ανακατεύτηκε με δικαιωμένη έπαρση. Εγώ ήμουν αυτός που είδε τη γιαγιά, εγώ ήμουν αυτός που διάλεξε και φίλησε. Εμένα είχε επιλέξει. Ένα μεγάλο βάρος έπεσε και με πλάκωσε. Η ευθύνη και το καθήκον. Δύο βουνά στην πλάτη μου, μα έβαλα δύναμη στα γόνατα, έσφιξα τα δόντια και τα σήκωσα με κραυγή.

Χτύπησα με δύναμη το χέρι μου στο τραπέζι. Τα ποτήρια και τα πιάτα ανασηκώθηκαν και λέρωσαν το τραπεζομάντιλο. Οι γυναίκες και η Έμμα με κοιτούσαν με διαφορετικό βλέμμα. Το βλέμμα που είχαν όταν κοιτούσαν τον μπαμπά.

Ποτέ μου δεν θα μπορέσω να εξηγήσω τι έγινε εκείνη τη στιγμή. Το μυαλό μου θόλωσε και κατακλύστηκε από μια συγκλονιστική υπερδιέγερση, τόση που είχα και μια ολοκληρωμένη στύση. Ποτέ μου δεν θα μπορέσω να εξηγήσω τι έγινε εκείνη τη στιγμή. Ο Πόυτι πρέπει να τρόμαξε και μου γάβγισε στο πόδι. Τον έπιασα από το σβέρκο και του το 'στριψα με το ελάχιστο της δύναμης μου. Εκπλήρωσα τη χάρη, όπως μου ζήτησε η γιαγιά. Το κόκαλο έσπασε εύκολα, και ο λαιμός και ολόκληρο το κεφάλι κρέμασε στην αγκαλιά μου. Η ανακούφιση μου ήταν μεγάλη. Σαν να εκσπερμάτωσα χρυσάφι. Οι αδερφές μου ούρλιαξαν και απομακρύνθηκαν από το τραπέζι. Ύστερα άρχισαν να κλαίνε.

Όταν μετά από ώρες οι φωνές και τα μουρμουρητά ησύχασαν, έκατσα δίπλα στο τζάκι. Το κουφάρι του σκύλου το είχαν πετάξει έξω οι αδερφές μου κακήν κακώς για να μην μυρίσει. Περίμενα να αποκοιμηθούν και μόλις το επιβεβαίωσα, βγήκα έξω και το έψαξα. Ευτυχώς είχε σταματήσει να χιονίζει και το βρήκα εύκολα. Είχε απόλυτο δίκιο η μαμά. Αυτό δεν ήταν ο Πούτι. Δεν του έμοιαζε καν πια. Δεν ήταν αυτά τα μάτια του Πούτι, ούτε ποτέ με είχε κοιτάξει έτσι. Έπιασα τον εαυτό μου να σιχαίνεται να τον πιάσει και να θέλω να απομακρυνθώ. Όπως τότε με τη γιαγιά. Τον πήγα πιο πέρα με τα πόδια μου για να μην είναι στην αυλή και έπεσα να κοιμηθώ.

Ο ύπνος όμως δεν με έπαιρνε γιατί σκεφτόμουν τον Πούτι. Δεν του άρεσε να μένει μόνος του και τώρα ήταν έξω παρατημένος στο χιόνι. Και ενώ το ήξερα ότι δεν ήταν αυτός, εγώ, που ποτέ μου δεν θα μπορέσω να εξηγήσω τι έγινε εκείνη την ημέρα, άρχισα να κλαίω.

 


 

Antonis MylonakisInfo
Ο Αντώνης Μυλωνάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986. Τελειώνοντας το πανεπιστήμιο ξεκίνησε το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο Καθρέφτης και η Προφητεία του Γκρέινορθ», το οποίο εκδόθηκε το 2017. Σήμερα, έχει ολοκληρώσει το δεύτερο βιβλίο του, γράφει ποίηση και ζει στην Αθήνα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

***

ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ

Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η ιστορία των ματιών (διήγημα)

Η ιστορία των ματιών (διήγημα)

«Θα ήταν δέκα ή έντεκα χρονών όταν τα περιγράμματα των πραγμάτων άρχισαν να θολώνουν. Εκείνο που περισσότερο την πείραζε ήταν το ότι άρχισε να μη διακρίνει καθαρά όσα σκάλιζε ο δάσκαλος στον πίνακα· έναν αριθμό αν αντέγραφε λάθος, η άσκηση θα πήγαινε στον βρόντο – κι αυτή ήταν άριστη μαθήτρια». Kεντρική εικόνα: πίνα...

Έλλειψη (διήγημα)

Έλλειψη (διήγημα)

«Σήμερα ξύπνησα μ’ ένα αίσθημα έλλειψης. Είχα γυρίσει από ένα μεγάλο ταξίδι κι αυτό που ένιωσα ήταν ότι μου έλειπε ένας κήπος. Ήθελα να σηκωθώ και ν’ ασχοληθώ μόνο με τα τριαντάφυλλά μου». Kεντρική εικόνα: ® Josh Hild/Unsplash. 

Tης Αλίκης Καγιαλόγλου ...

Τα ρούχα της (διήγημα)

Τα ρούχα της (διήγημα)

«Κοντεύει ένας χρόνος που βρίσκεται καρφωμένη στο κρεβάτι. Βλέπει απέναντι την τηλεόραση, βλέπει το ταβάνι, βλέπει τον τοίχο, βλέπει την πόρτα που ανοίγει και κλείνει κι αν γυρίσει το κεφάλι της λίγο, βλέπει το παράθυρο κι ένα μικρό κομμάτι ουρανού, σαν μια ελάχιστη υπόμνηση όσων έχασε, που εισχωρεί σ’ αυτό το δωμάτ...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Ανορθογραφίες επιμελητών» – Μια επιστολή του Διονύση Χαριτόπουλου

«Ανορθογραφίες επιμελητών» – Μια επιστολή του Διονύση Χαριτόπουλου

Λάβαμε από τον Διονύση Χαριτόπουλο την παρακάτω επιστολή, σχετικά με την επιλογή κριτικών κειμένων του Κωστή Παπαγιώργη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τον τίτλο «Κωστής Παπαγιώργης: Τα βιβλία των άλλων 1, Έλληνες συγγραφείς», το 2020. 

Επιμέλεια: Book Press

...
«Γυναικεία Βραβεία non fiction 2024»: Ανακοινώθηκε η βραχεία λίστα

«Γυναικεία Βραβεία non fiction 2024»: Ανακοινώθηκε η βραχεία λίστα

Η νικήτρια του βραβείου Women's Prize για non-fiction βιβλία θα ανακοινωθεί στις 13 Ιουνίου. Κεντρική εικόνα, μια από τις υποψήφιες για το βραβείο: η συγγραφέας και αρθρογράφος Ναόμι Κλάιν © The University of British Columbia.

Επιμέλεια: Book Press

...
Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Για τα μυθιστορήματα «Strangers in the Night» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά) της Χέδερ Γουέμπ [Heather Webb], «Τα Μυστήρια της Μις Μόρτον Μόρτον» (μτφρ. Χρήστος Μπαρουξής) της Κάθριν Λόιντ [Catherine Lloyd] και «Κωδικός Coco» (μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής) της Τζιόια Ντιλιμπέρτο [Gioia Diliberto]. Τρία μυθιστορήματα που μας μεταφ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Μακγκάφιν» του Βαγγέλη Γιαννίση (προδημοσίευση)

«Μακγκάφιν» του Βαγγέλη Γιαννίση (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Γιαννίση «Μακγκάφιν», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 21 Μαρτίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ
37.947408, 23.641584

 «Αφού σου ...


«Το μποστάνι του Μποστ» του Κωνσταντίνου Κυριακού (προδημοσίευση)

«Το μποστάνι του Μποστ» του Κωνσταντίνου Κυριακού (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Κυριακού «Το μποστάνι του Μποστ – Μια σύνθεση / συμπλήρωση / διασκευή κειμένων του Μποστ», το οποίο κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

«Όλα μαύρα» της Δήμητρας Παπαδήμα (προδημοσίευση)

«Όλα μαύρα» της Δήμητρας Παπαδήμα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Δήμητρας Παπαδήμα «Όλα μαύρα», το οποίο θα κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Τι είμαστε εμείς μπροστά σε αυτά τα κτήνη, ρε; Τι είμαστε; Άγιοι. Και φόνο να...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Για τα μυθιστορήματα «Strangers in the Night» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά) της Χέδερ Γουέμπ [Heather Webb], «Τα Μυστήρια της Μις Μόρτον Μόρτον» (μτφρ. Χρήστος Μπαρουξής) της Κάθριν Λόιντ [Catherine Lloyd] και «Κωδικός Coco» (μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής) της Τζιόια Ντιλιμπέρτο [Gioia Diliberto]. Τρία μυθιστορήματα που μας μεταφ...

Τι διαβάζουμε τώρα; 21 καλά βιβλία λογοτεχνίας που βγήκαν πρόσφατα

Τι διαβάζουμε τώρα; 21 καλά βιβλία λογοτεχνίας που βγήκαν πρόσφατα

Επιλέξαμε 21 βιβλία ελληνικής και μεταφρασμένης πεζογραφίας που κυκλοφόρησαν πρόσφατα.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Οι πρώτοι μήνες του 2024 έχουν φέρει πολλά και καλά βιβλία πεζογραφίας. Κι αν ο μέσος αναγνώστης βρίσκεται στην καλύτερη περίπτωση σε σύγχυση, στη χειρότερη σε άγχ...

Επανάσταση 1821: 11 βιβλία για τον Αγώνα των Ελλήνων

Επανάσταση 1821: 11 βιβλία για τον Αγώνα των Ελλήνων

Ενόψει της 25ης Μαρτίου, επιλέγουμε έντεκα βιβλία που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τα περίπλοκλη όσο και μοναδική διαδοχή γεγονότων που ήταν η Ελληνική Επανάσταση. Kεντρική εικόνα: έργο του Λουντοβίκο Λιπαρίνι «Ο όρκος του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι» (περίπου 1850), μουσείο Μπενάκη.

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

02 Απριλίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα μεγαλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών: 20 έργα-ποταμοί από την παγκόσμια λογοτεχνία

Πολύτομα λογοτεχνικά έργα, μυθιστορήματα-ποταμοί, βιβλία που η ανάγνωσή τους μοιάζει με άθλο. Έργα-ορόσημα της παγκόσμιας πεζογραφίας, επικές αφηγήσεις από την Άπω Ανατ

ΦΑΚΕΛΟΙ