Άντρα ήθελαν; Άντρα θα είχαν, λοιπόν.
Της Φανής Κεχαγιά
Πήρε το ψαλίδι, εκείνο το παλιό singer, που, παρά τα χρόνια, δεν έλεγε να στομώσει, και πήρε να δολοφονεί τα μαλλιά της. Όσο τα έκοβε μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου, εστίασε στη διαχρονική αξία των παλιών αντικείμενων. Τίποτε πια δεν κάνουν, όπως παλιά, σκεφτόταν, ενώ παχιές καστανές τούφες, κομμένες εύκολα με απαλές ανάσες του singer, γέμιζαν τα πλακάκια γύρω από τα ξυπόλυτα πόδια της.
Σαν πήγαινε να μετανιώσει, προέτασσε τον θυμό της. Θα έβλεπαν αυτοί. Όλοι τους! Επτά μήνες είχε που γύρισε από το Λονδίνο με ένα βαρύγδουπο μεταπτυχιακό και μια τρανταχτή προϋπηρεσία να βαραίνουν το portfolio της, αλλά οι κάφροι που διηύθυναν τις ναυτιλιακές στην κακομοιριασμένη Ελλάδα, βουτηγμένοι στα συμπλέγματα που κληρονόμησαν, δεν νοούσαν να ξεκολλήσουν από το αντρικό status.
«Λυπάμαι, είθισται η εταιρία μας να στελεχώνεται από άντρες»
«Μα, στην προκήρυξη δεν προσδιορίζατε αν θέλετε άντρα ή γυναίκα»
«Λυπάμαι»
«Είναι ζήτημα βιογραφικού; Το βιογραφικό μου είναι ελλιπές;»
«Λυπάμαι. Προτιμούμε κάποιον άντρα»
«Αλλά, αν και εγώ κάνω τη δουλειά σας, ποια η διαφορά;»
«Η πολιτική της εταιρίας, ξέρετε… λυπάμαι»
Από τότε που ανακαλύφθηκε η συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο, έλεγε ο παππούς της. Και κάτι άλλο, να δεις πώς το έλεγε… «Η συγνώμη είναι μισό σκατά».
Πόσες φορές είχε ακούσει «λυπάμαι» τους τελευταίους εφτά μήνες; Σε ποικίλες παραλλαγές. Αλήθεια, την επινοητικότητα που οι υπεύθυνοι προσωπικού επιστράτευαν, για να εκφράσουν -γραπτώς ή προφορικώς- την ακυρωτική απάντηση, τους την αναγνώριζε. Άλλες ακυρώσεις έρχονταν στεγνές σαν μπαγιάτικο ψωμί που κόλλησε στον λαιμό, άλλες πλουμιστές σαν αρσενικό παγώνι σε οίστρο, βαρυφορτωμένες με έναν σωρό εμετικές προφάσεις, εξώφθαλμα συγκαλυπτικές του φαλλοκρατισμού τους. Ή του χώρου εν γένει, αν ήθελε να είναι δίκαιη και να μη χρεώνει τον κοντόφθαλμο συντηρητισμό στον κάθε ιθύνοντα χωριστά. Από μια άποψη, τι έφταιγαν κι αυτοί; Έτσι βρήκαν, έτσι το συνέχιζαν. Τόσο τους έκοβε.
Αλλά θα έβλεπαν!
Το αποτέλεσμα της κομμωτικής της απόπειρας την απογοήτευσε οικτρά. Φόρεσε ένα τζιν και ένα κολεγιακό πουλόβερ του αδερφού της και βγήκε έξω. Μπήκε σ’ ένα μπαρμπέρικο, τρεις δρόμους παρακάτω.
«Πόσο να τα πάρω στον σβέρκο;»
«Στρατιωτικό κούρεμα, σας παρακαλώ»
«Να τα πάρω κι επάνω, δηλαδή;»
«Ναι, ας είναι»
Μια ψυχή που ήταν να βγει, ας έβγαινε μια και καλή. Της ήρθε να βάλει τα κλάματα. Το κρανίο της τη χλεύαζε ολοστρόγγυλο, το λευκό δέρμα, που κρυβόταν χρόνια κάτω από στρώσεις πυκνών μαλλιών, ασήμιζε στη λάμπα νέον του μαγαζιού. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα λιγοψύχησε, αλλά έφερε πάλι μπροστά τον ιερό θυμό που στοιβαζόταν τόσους μήνες μέσα της για την αδικία.
Όταν βγήκε από τον μπαρμπέρη, ένιωθε σχεδόν γυμνή. Τα πλούσια μαλλιά της ήταν το σήμα κατατεθέν της. Το μάτι της έπεσε σε μια αφίσα στην τζαμαρία ενός μαγαζιού, απ’ αυτά που έκλειναν σωρηδόν τελευταία. Ένα φαλακρό κοριτσάκι την κοίταζε χαμογελαστό. Καμπάνια για τον καρκίνο. Ντράπηκε. Οι ενοχές την θωράκισαν. Μαλλιά ήταν. Δηλαδή, τρίχες. Ε, δε θα ξανασχολιόταν με τρίχες.
Ξεκίνησε να στέλνει νέα βιογραφικά, αυτή τη φορά ως ο δίδυμος αδερφός της. Ως Αντρέας Νικοφορίδης. Που πέθανε πριν επτά μήνες. Τότε που ήρθε και αυτή από την Αγγλία για την κηδεία του και για να τακτοποιήσει τα γραφειοκρατικά του, που κάθε μέρα ανέβαλε. Είχε όλα τα χαρτιά του. Μόνο η ταυτότητά του έλειπε. Την είχαν πάρει από το γραφείο κηδειών, για να τακτοποιήσουν το ληξιαρχείο. Άψογο γραφείο, παράπονο δεν είχε, την απάλλαξαν από επίπονες διαδικασίες.
Αν της ζητούσαν ταυτότητα, θα έλεγε πως την έχασε και έκανε αίτηση για καινούρια. Είχε, εξάλλου, το δίπλωμα οδήγησής του. Δεν της πήγαινε καρδιά να το πετάξει και να που ο συναισθηματισμός θα της έβγαινε σε καλό!
Στην πρώτη συνέντευξη έτρεμε σαν πιτσούνι στο αγιάζι. Αρκούσε ένα ξυρισμένο κεφάλι και ένα αντρικό κοστούμι, για να θεωρείσαι άντρας; Και η φωνή; Το άτριχο πρόσωπο; Αλωπεκίαση, θα έλεγε, αν τη ρωτούσαν, υπολόγισε πως ήταν η ασφαλέστερη εξήγηση που μπορούσε να δώσει. Άλλωστε, οι άνθρωποι το συνηθίζουν. Άμα αναφέρεις αρρώστια που δεν ξέρουν, απλώς το προσπερνάνε, αν τύχει και ξέρουν, αρκούνται να κουνάνε το κεφάλι με συμπάθεια. Αμέσως μετά, πάλι το προσπερνάνε. Και καλά, από τακτ.
Δε συνέβη τίποτε απ’ όσα φοβόταν. Το αντρικό όνομα αρκούσε, για να μετρήσουν επιτέλους τα πτυχία της, που μέχρι πρότινος ήταν αόρατα. Το ίδιο απόγευμα της συνέντευξης, της τηλεφώνησαν πως προσελήφθη. Ως Αντρέας Νικηφορίδης. Τελικά, για να θεωρείσαι άντρας, αρκούσε και με το παραπάνω ένα ξυρισμένο κεφάλι και ένα αντρικό κοστούμι.
Σε δυο χρόνια ανέβηκε στην ιεραρχία της εταιρίας με ρυθμό ρεκόρ για πρωτάρη. Έτσι της είπε χτυπώντας την αντρίκεια στην πλάτη ο Γενικός Διευθυντής, τη μέρα που προήχθη σε Διευθυντή του τμήματός της.
«Δουλεύεις σαν σκυλί, ρε μάγκα, σε παραδέχομαι. Ομολογουμένως, ανεβαίνεις πιο γρήγορα από κάθε άλλον πρωτάρη»
Και την προσκάλεσε να το γιορτάσουν στο γκολφ κλαμπ του, όπου έσφιξαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες ένα Glenfiddich Gran Reserva 21 ετών, καπνίζοντας κουβανέζικα Cohiba. Φουλ τεστοστερόνη.
Αλλά οι γυναικείες ορμές, επίμονες. Σαν τη μοναξιά. Γι’ αυτό, συνήθιζε πού και πού να βγαίνει ως Αναστασία. Φορούσε μακριά ξανθιά περούκα, τα δωδεκάποντα και έβγαινε μπαρότσαρκα. Αγαλλίαζε να λικνίζει επιτέλους τους αδικημένους γυναικείους γοφούς της που τους κοκάλωνε σαν ξερό στειλιάρι ολημερίς. Ηδονιζόταν από τον ήχο των τακουνιών στο κράσπεδο, άναβε από τα ξελιγωμένα βλέμματα των θαμώνων και, ενίοτε, κατέληγε με κάποιον από δαύτους. Στο σπίτι του. Ποτέ στο δικό της. Απαράβατα. Έτσι μπορούσε να εξαφανίζεται αμέσως μετά ή, σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις εραστών, που άξιζαν να επαναληφθούν κατ’ εξακολούθηση, κατά τα ξημερώματα. Και ο Αντρέας Νικηφορίδης παρέμενε ασφαλής.
«Ποια ώρα είστε ελεύθερος να σας δω λίγο;» τη ρώτησε εκείνο το πρωί ένας από τους τέσσερις ορκωτούς λογιστές που είχαν έρθει για τυπικό έλεγχο προ δυο εβδομάδων.
«Στις έντεκα νομίζω πως μπορώ»
Είχε προηγηθεί ένα υπέροχο βράδυ, απ’ αυτά που χάριζε στον εαυτό της, για να μην ξεχνάει πως στη ρίζα της παραμένει γυναίκα. Ο χθεσινοβραδινός τυχαίος εραστής ήταν ιδιαζόντως επιτυχημένη επιλογή. Ακάματος και προικισμένος με μια εντυπωσιακή επινοητικότητα που κρατήθηκε αμείωτη μέχρι πρωίας. Τούτο το πρωινό ένιωθε τόσο γυναίκα, που δυσκολευόταν να υποκριθεί το αντριλίκι που φορούσε στη δουλειά μαζί με το κοστούμι, επί δύο συναπτά έτη. Γι’ αυτό, το ένστικτό της, μολονότι εκπαιδευμένο να χτυπάει εγκαίρως καμπανάκια, την πρόδωσε. Στομωμένο από τις επάλληλες εικόνες των φρέσκων ερωτικών περιπτύξεων που παρήλαυναν στη μνήμη της, δεν έπιασε τον αδιόρατο κίνδυνο που πλανιόταν στο ηχόχρωμα του ορκωτού λογιστή. Βέβαια, δεν έφταιγε μόνο αυτό.
Ο Βάιος Τζιώνης, ήταν ένας ντελικάτος νεαρός περίπου στην ηλικία της, περίπου στο ύψος της. Αυτά τα χαρακτηριστικά, μαζί με ένα ελαφρό τσίβδισμα, της τον έκαναν απόλυτα συμπαθή. Οι τρόποι του ήταν μειλίχιοι, η παρουσία του διακριτική και, γενικώς, όλο το παρουσιαστικό του φανέρωνε βαθιά ευγένεια. Ή απλώς έκρυβε δόλια κάτι άλλο.
«Καθίστε», του είπε μόλις μπήκε.
Αυτός χαμογελούσε περίεργα.
«Είναι λεπτό το θέμα για το οποίο θέλω να σας μιλήσω»
Τα καμπανάκια παρέμεναν προδοτικά σιωπηλά.
«Περί τίνος πρόκειται; Κάτι στα βιβλία μας; Σας διαβεβαιώ…»
«Όχι, δεν αφορά την εταιρία. Είναι προσωπικό το θέμα»
«Προσωπικό δικό σας;»
«Δικό σας»
Τα καμπανάκια τρεμόπαιξαν απαλά.
«Δικό μου;»
«Για να μη σας κρατάω σε αγωνία, θα σας το πω ευθέως».
Τα καμπανάκια άρχισαν να συντονίζονται αγουροξυπνημένα.
«Μα, ναι, φυσικά, μη νυχτωθούμε»
«Γνωρίζω το μυστικό σας»
Ο ντροπαλός Βάιος είχε εξαφανιστεί και ένα αποφασιστικό μούτρο μόλις είχε απλώσει το αλαζονικό χαμόγελό του αυθάδικα μπροστά της.
Τα καμπανάκια ούρλιαζαν. Καθυστερημένα και πλέον άσκοπα.
«Ορίστε;»
«Το μυστικό σας, λέω. Το γνωρίζω»
Το αίμα της στράγγιξε από μέσα της, γλίστρησε στο ξύλινο πάτωμα και απορροφήθηκε από τα αδιόρατα κενά των αρμών.
«Δε σας καταλαβαίνω», κατάφερε να ψελλίσει.
«Φυσικά και με καταλαβαίνετε, κύριε Αντρέα. Ή μήπως πρέπει να σας λέω Αναστασία;»
Ξαφνικά, τα καμπανάκια βουβάθηκαν.
«Κύριε Τζιώνη, αυτό δεν είναι μέρος για τέτοιες συζητήσεις. Τι θα λέγατε να κατέβουμε στο καφέ απέναντι;»
«Ευχαρίστως. Παρακαλώ, επιτρέψτε μου. Μετά από σας»
Ο τύπος ήταν αλεπού, αετός, γάτα. Δεν ήξερε πώς στο διάολο το ανακάλυψε, αλλά ο Αντρέας ξαφνικά ένιωσε πελώρια ανακούφιση. Ήταν αναπάντεχα λυτρωτικό να υπάρχει έστω και ένας, ένας γαμημένος Ένας, που τον είχε ανακαλύψει. Αυτός, τουλάχιστον, και μόνο που έφτασε στην αλήθεια, άξιζε το σεβασμό του. Αντρίκια πράματα.
Η Αναστασία μέσα στον Αντρέα πάλι, ξαναμμένη ακόμη από τα χθεσινοβραδινά, ένιωσε να τη φτιάχνει ο Βάιος. Άντρας, ρε παιδί μου. Τον είχε υποτιμήσει.
Στο ασανσέρ, αναμετρήθηκαν με τα βλέμματα. Πηδήχτηκαν στα όρθια στις αντρικές τουαλέτες του καφέ απέναντι. Ξεκαρδίστηκαν έπειτα, καθώς μάζευαν τα κοστούμια τους από το πάτωμα. Σαν παιδιά. Ή σαν ερωτευμένοι. Στην έξοδο, έδωσαν τα χέρια ως καθώς πρέπει συνάδελφοι.
«Πες μου πού μένεις. Στις δέκα θα είμαι σπίτι σου»
Ο Αντρέας πάλευε να βρει λύση στο πρόβλημα «Βάιος Τζιώνης», η Αναστασία νοιαζόταν μόνο να χορτάσει την πελώρια πείνα που είχε ανοίξει η κίνηση ματ του ορκωτού. Ο οποίος φαινόταν προθυμότατος να ταΐσει αυτή την πείνα, παραμερίζοντας προς ώρας τις όποιες αξιώσεις σκόπευε να θέσει ως αντάλλαγμα της σιωπής του.
Η Αναστασία κατατρόπωσε τον Αντρέα στο εσώψυχο μπρα ντε φερ. Στις δέκα ακριβώς, πέταξε την ξανθιά περούκα και τις γόβες της στο χολ της εισόδου του νεαρού και για τις επόμενες τρεις ώρες απόλαυσε την προθυμία του και την ευγνωμοσύνη, την οποία έδειξε ποικιλοτρόπως για την αναπάντεχη τροπή που πήρε η υπόθεση.
Κατά τις δύο τα ξημερώματα, έπνιξε τρυφερά τον Βάιο Τζιώνη στον ύπνο του με το μαξιλάρι. Αφού βεβαιώθηκε πως έπαψε να αναπνέει, σκούπισε ό,τι είχε αγγίξει, φόρεσε το φόρεμα και την περούκα και έφυγε κυρία. Δεν ανησυχούσε. Ακόμη κι αν κάποιος γείτονας ξενυχτούσε στο μπαλκόνι, θα πιστοποιούσε στην αστυνομία πως ο μόνος άνθρωπος που έφυγε ξημερώματα από το κτίριο ήταν μια εκρηκτική ξανθιά με ντύσιμο πόρνης.
Στο αυτοκίνητο άλλαξε ρούχα, όπως πάντα. Ξαναέγινε Αντρέας. Έφτασε σπίτι, άναψε την καφετιέρα και μπήκε στο μπάνιο. Μετά το ντους, σκούπισε με την παλάμη τον θολωμένο καθρέφτη και κοίταξε δεξιά-αριστερά το μούτρο του.
«Πρέπει να ρίξω ένα ξυρισματάκι. Δεν είναι σωστό να πάω στη δουλειά αξύριστος», μουρμούρισε και πήρε να σιγοσφυρίζει, μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες…
Στον τελικό του μπρα ντε φερ, οριστικός νικητής, ο Αντρέας.
Φανή Κεχαγιά, Μάρτιος 2017
Info
Η Φανή Κεχαγιά είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Διηγήματα, άρθρα και ποιήματά της είναι δημοσιευμένα σε συλλογικές εκδόσεις και ηλεκτρονικά περιοδικά. Θεατρικά της ανέβηκαν στο σανίδι. Το μυθιστόρημά της Ήθελα μόνο να με αγαπήσεις κυκλοφόρησε το 2018.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική κι εκφραστική επιμέλεια.