Της Αγγελικής Μαρίνου
- 1 -
Προχωρώντας κατά μήκος του τοίχου του κοιμητηρίου, συνειδητοποίησε πως δεν είχε σκιά.
Η ήλιος τη χτυπούσε κι η σκιά της έπρεπε να ορθώνεται στον τοίχο. Εκείνη όμως απουσίαζε παντελώς. Αυτό διέλυσε και τις τελευταίες της αμφιβολίες.
Μπήκε στο νεκροταφείο, χαιρέτησε τον φύλακα κι ο φύλακας της είπε "Καλημέρα κα Χαμπέλογλου". Ανέβηκε το ανηφορικό μονοπάτι και ο τρίτος τάφος αριστερά ήταν ο δικός της.
Τα χρυσάνθεμα διατηρούνταν ακόμη, το λάδι, τα καρβουνάκια και τα φυτίλια ήταν επαρκή. Καθάρισε λιγάκι το τζάμι και συμμάζεψε.
Στο γυρισμό, είδε την απέναντι που επέστρεφε στο σπίτι της. Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα και τάχυνε το βήμα. Μπήκαν στα σπίτια τους σχεδόν ταυτόχρονα.
- 2 -
Ήταν πεθαμένη από την περασμένη άνοιξη. Το γιατί είχε μείνει, επί έναν χρόνο, να βολοδέρνει σε μια απροσδιόριστη διάσταση, οφειλόταν σίγουρα στη σχετικότητα των πραγμάτων και των διαστάσεων. Με τέτοιες σκέψεις γέμιζε το μυαλό της καθημερινά, τώρα που δεν είχε τίποτε άλλο να σκεφτεί.
Όταν χάνεις απότομα την ύπαρξή σου είσαι έρμαιο των σκέψεων. Των σκέψεων μοναχά, σαν τραυματίας πολέμου που έχει χάσει πρόσωπο κι άκρα, κι είναι καθηλωμένος και καταδικασμένος στην αέναη κίνηση του νου. Πιθανότατα η ζωή να επιστρέφει κάποτε, υποβοηθούμενη από τη δύναμη του χρόνου, το ένστικτο της επιβίωσης και από κάτι άλλο.
Επί έναν χρόνο στύβει το μυαλό της να αναρωτιέται, ποιος είναι αυτό το τρίτο που της διαφεύγει. Είναι σίγουρη για την ύπαρξή του - μόνο αυτά που της διαφεύγουν μπορεί να δικαιολογούν την παρουσία της στη γη. Ο χρόνος δεν έκανε, μέχρι τώρα, τίποτε για ν’ απαλύνει τον πόνο της. Κανένα ένστικτο δεν είναι ικανό να την κινητοποιήσει.
Παρασύρει στη φθορά τα πράγματα τριγύρω της. Τους τοίχους του σπιτιού της, το ταβάνι που σκάει από την υγρασία. Κάποτε, απλώνοντας το χέρι, άγγιζε το σώμα του άντρα της στο πλευρό της. Μια μέρα που το άπλωσε, έπιασε σκέτο σεντόνι, νοτισμένο.
Τα βράδια παρατηρεί το απέναντι σπίτι. Τα φώτα είναι συνήθως σβηστά, σε ένδειξη πένθους και σεβασμού. Και φόβου, θέλει να πιστεύει.
- 3 -
Σήμερα, στο νεκροταφείο, είδε μια παράξενη κυρία.
"Ανταριασμένη" θα την περιέγραφε, αν μπορούσε να της αποδώσει έναν μόνο χαρακτηρισμό. Φορούσε ένα μαύρο βικτωριανό φόρεμα, ήταν χλωμή και τα χαρακτηριστικά της είχαν περιοριστεί στο ελάχιστο, το στόμα της μια ίσια γραμμή. Κατηφορίζοντας το ελικοειδές μονοπάτι που οδηγούσε στο κατώτατο επίπεδο των τάφων και στην έξοδο του κοιμητηρίου, η γυναίκα πέρασε γρήγορα από δίπλα της κι η κα Χαμπέλογλου ανατρίχιασε από το ρεύμα παγωμένου αέρα που η άγνωστη έσερνε ξωπίσω της. Ήταν κάτι περισσότερο από παγωνιά, ήταν σαν κάτι νοσηρό να είχε τρυπώσει ξαφνικά στα τρίσβαθα της ψυχής της, μια μέγγενη που άρπαζε τα σπλάχνα, ένα φορτίο ανείπωτης δυστυχίας που η ξένη γυναίκα κουβαλούσε και που τώρα η κα Χαμπέλογλου είχε κάνει κτήμα της.
Ωστόσο ένιωθε μέσα της τη διαφορά. Είχε πολύ καιρό να βιώσει κάτι τόσο δυνατό κι η αστραπιαία αντίδραση του σώματός της της διαμήνυσε ότι μπορεί και να μην είχαν όλα χαθεί. Μέχρι και ο αποχαιρετισμός του φύλακα "στο καλό κα Χαμπέλογλου" ηχούσε τώρα διαφορετικά.
- 4 -
Την ίδια κιόλας νύχτα, είδε την απέναντι, να τακτοποιεί το σπίτι της. Η άλλη είχε σηκώσει τις γρίλιες και η κα Χαμπέλογλου την έβλεπε ολοκάθαρα.
Στην αρχή νόμιζε ότι τα μάτια της τη γελούσαν. Η άλλη είχε να σηκώσει τις γρίλιες από τότε που έγινε το συμβάν. Κι όμως εκείνο το βράδυ τις είχε σηκώσει, είχε ανάψει τα φώτα και τακτοποιούσε. Κι η κυρία Χαμπέλογλου παρακολουθούσε, χωρίς να μπορεί ν΄αποστρέψει το βλέμμα, την επίδειξη της συνέχισης της ζωής της άλλης, τα ξεσκονίσματα, τα συγυρίσματα και τα ζυμώματα που φανέρωναν ότι η απέναντι ετοιμαζόταν για εορταστική περίσταση. Η κα Χαμπέλογλου στάθηκε διακριτικά πλάι στο παραθύρι της και παρακολουθούσε μέχρι το πρωί.
- 5 -
Απόγευμα της επομένης. Ένα άσπρο Φίατ, στάθμευσε έξω από το απέναντι σπίτι, ένα ζευγάρι μεσόκοπο κατέβηκε, μαζί τους και μια κοπέλα. Μπήκαν μέσα στο σπίτι, η άλλη τους καλωσόρισε. Σε λίγο έφτασαν ο γιος κι ο άντρας της. Οι γρίλιες είχαν πια κατέβει, όμως η κα Χαμπέλογλου δε χρειαζόταν ούτε μάτια, ούτε αυτιά για ν' ακούσει τα τσουγκρίσματα, τις ευχές προς τους μελλόνυμφους, να δει την ανταλλαγή των δαχτυλιδιών. Της φάνηκε ότι όλο αυτό ήταν ένα deja vu ή κάτι που συνέβαινε σε παράλληλη διάσταση, ίσως και μέσα στο σπίτι της το ίδιο.
Ίσως ο δικός της άντρας να μην είχε φύγει ποτέ, ούτε, τελικά, κι ο γιος τους. Ίσως να κρύβονταν οι δυο τους πίσω απ΄τους τοίχους του σπιτιού και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να εμφανιστούν, μια περίσταση σαν την αποψινή. Η κυρία Χαμπέλογλου έψεξε τον εαυτό της που είχε τόσο γρήγορα χάσει την πίστη της. Τα κεριά που άναβε δεν ήταν φόρος τιμής, εν τέλει, αλλά σηματοδότες για την επιστροφή των χαμένων.
- 6 -
Το Σάββατο είχε λαϊκή. Η κα Χαμπέλογλου δεν είχε πάρει μαζί της καρότσι, κρατούσε τις σακούλες στα χέρια. Καθώς επέστρεφε στο σπίτι, προσπέρασε έναν πάγκο. Πίσω του καθόταν μια κοπέλα που πουλούσε λουλούδια. Άσπρα χρυσάνθεμα, γλαστράκια με μυρωδικά.
"Κυρία", φώναξε στην κα Χαμπέλογλου, τείνοντάς της ένα γλαστράκι με μωβ λουλουδάκια.
Εκείνη το παρατήρησε για λίγο. "Tι είναι αυτό;", ρώτησε τελικά την κοπέλα.
"Το λένε "συγχώρεση"".
- 7 -
Το φυτό μυρίζει πολύ έντονα και δεν την αφήνει να κοιμηθεί.
Η κα Χαμπέλογλου κρατά τη γλάστρα στα χέρια της αναποφάσιστη. Παλιά πετούσε τα δώρα και τα αναμνηστικά, όπως τα μαγνητάκια από διάφορες χώρες, τις κάρτες με τα παιδικά γραμματάκια, τα τζάκετ και τις ποδοσφαιρικές μπάλες. Μόνο τα αποκόμματα από τα ψιλά των εφημερίδων κράτησε, από τη μέρα που ο γιος της απέναντι παρέσυρε με το αμάξι τον δικό της.
Αποφασίζει να βγει μια βόλτα, να τη χτυπήσει φρέσκος αέρας.
Συνειδητοποιεί πως βαστά ακόμη το γλαστράκι, καθώς κατευθύνεται προς το απέναντι σπίτι. Το φεγγάρι είναι ολόγιομο, η νύχτα κατάφωτη κι η κα Χαμπέλογλου δεν οσμίζεται κίνδυνο, μόνο μια έντονη μυρωδιά βενζίνης. Απ΄τη γωνία της μονοκατοικίας εμφανίζεται η ψηλή, γυναικεία σιλουέτα.
"Ποια είσαι; Τι κάνεις εδώ;", ρωτά η κα Χαμπέλογλου κοινότοπα.
Η γυναίκα με το βικτωριανό φόρεμα απιθώνει το μπιτόνι της στο έδαφος, ήρεμη, σα να την περίμενε. Στο πρόσωπό της διαγράφεται χαμόγελο.
"Αντίποινα", αποκρίνεται.
- 8 -
Ξημερώνει. Η απέναντι μονοκατοικία δεν υπάρχει πια, μόνο ένας όμορφος συμμετρικός λόφος που καπνίζει.
Ούτε γρίλιες πια, ούτε μαγειρέματα, ούτε μουσαφίρηδες. Η κα Χαμπέλογλου στέκεται ακίνητη, μέσα στο πρωινό κρύο, προσπαθώντας να συνηθίσει στο θέαμα που θα αντικρίζει στο εξής, στη νέα της πραγματικότητα. Κάθε της βεβαιότητα είναι μουδιασμένη, μία μόνο ευχή κι ελπίδα τριβελίζει το μυαλό της, κάθε τι νέο να γεννιέται πάνω στις στάχτες του παλιού.
Με ξαφνική απόφαση, ρίχνεται στα γόνατα κι αρχίζει να σκάβει την κορυφή του σωρού, σαν παιδάκι που γυρεύει να ξεθάψει τη χρονοκάψουλά του. Αφού κάνει μια μεγάλη τρύπα, μεταφυτεύει μέσα τα μωβ ανθάκια της. Παίρνει την άδεια γλάστρα και κάνει να επιστρέψει στο δικό της σπίτι, μόνο που και τούτο δεν είναι πια εκεί.
.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.