Διήγημα του Δημήτρη Ψωμαδέλλη
Η ζωή στον δρόμο δεν είναι εύκολη, ξέρεις. Το καλοκαίρι περνά πιο ευχάριστα. Βρίσκεις ένα παγκάκι στο πάρκο, ξαπλώνεις και χαζεύεις τα αστέρια. Ο χειμώνας, αντίθετα, είναι ζόρικος. Αλλά κάπως τα βγάζεις πέρα. Λίγο ζητιανιά, κάνα μεροκάματο εδώ κι εκεί, κάνα συσσίτιο, κάνα πορτοφολάκι. Ειδικά αν πετύχεις χοντρό πορτοφόλι, μπορείς να τη βγάλεις και σε ξενοδοχείο.
Tους έβλεπα όλους να με προσπερνάνε, σαν να μην υπήρχα, λες κι ήμουν ένα ενοχλητικό εμπόδιο που έκοβε την πορεία τους.
Η περιοχή που μένω είναι στο πάρκο, εκεί κοντά που με μαζέψατε. Χαζομάρα μου, θα πεις, που δεν απομακρύνθηκα μετά το..., αλλά τέλος πάντων. Είχα κάτσει σε ένα πεζούλι στο πεζοδρόμιο, στον κεντρικό δρόμο. Παρά τα λαμπιόνια, τα στολίδια, τις μουσικές, εγώ πήρα το γνωστό μοιρολατρικό, γεμάτο απόγνωση ύφος που συνήθως αποδίδει. Χθες δεν έπιασε. Τους έβλεπα όλους να με προσπερνάνε, σαν να μην υπήρχα, λες κι ήμουν ένα ενοχλητικό εμπόδιο που έκοβε την πορεία τους. Κουκουλωμένοι με τα παχιά μπουφάν τους, άσπρα, μαύρα, καφετιά! Έκανε το κρύο να τσούζει περισσότερο. Όταν νύχτωσε και ο κόσμος αραίωσε, άρχισα να μαζεύω το βιός μου –κάποιες χαρτόκουτες, μια σκοροφαγωμένη κουβέρτα, μισή μερίδα φαγητό– και κίνησα να φύγω. Πού θα περνούσα τη νύχτα, δεν ήξερα.
Τότε την άκουσα να με ρωτά διστακτικά οδηγίες. Το μόνο που έβλεπα, όμως, ήταν το κόκκινο, πουπουλένιο παλτό της. Είχε κάτι γνώριμο αλλά δεν μπορούσα να το προσδιορίσω εκείνη την στιγμή. Τη μίσησα. Θα μπορούσα να της δώσω σωστές οδηγίες, να πάει περιμετρικά, αλλά την έστειλα μέσα από το πάρκο. Είδα τον στιγμιαίο δισταγμό στα μάτια της, αλλά έσβησε όταν της χάρισα ένα αγνό χαμόγελο, από αυτά που ξέρω πειστικά να κάνω.
Χώθηκε στον σκοτεινό πεζόδρομο και γω βάλθηκα να την ακολουθώ όσο πιο διακριτικά μπορούσα. Έκοψα δρόμο μέσα από τις φυλλωσιές, ξέροντας ότι θα έβγαινα μπροστά της. Την περίμενα στο ξέφωτο, όπου η λάμπα είχε καεί. Όταν την άκουσα, χίμηξα πάνω της και την κόλλησα σε ένα δέντρο. Πίεσα το λεπίδι μου στον λαιμό της και απαίτησα τα λεφτά της.
Το φτηνό της άρωμα, μου ξύπνησε αναμνήσεις∙ τη μάνα μου να φορά το κόκκινο παλτό της κάθε βράδυ, πριν βγει για δουλειά, να γυρνά ξημερώματα τρεκλίζοντας –πάντα με διαφορετική παρέα–, και το παλτό της να αναδίνει μπόχα αλκοόλ και βαριάς κολόνιας.
Δε ήθελα πια τα χρήματα. Της τράβηξα το παλτό και εκείνη έφυγε τρέχοντας. Δε σκέφτηκα ότι θα πήγαινε αμέσως στην αστυνομία. Δε με ένοιαζε, να σου πω την αλήθεια. Ήθελα μόνο να το δω να καίγεται. Τουλάχιστον, θα περάσω τις γιορτές κάπου ζεστά. Σου είπα ότι κάπως τα βρίσκεις.
.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.