Ω εσείς τρισκατάρατοι Πλούτωνα και Περσεφόνη, που σκαρφιστήκατε την καταδίκη μου! Ωιμέ, ο βαριόμοιρος εγώ!
Διήγημα της Άρτεμης Γρίβα
Ωιμέ, είναι αργά πια για να μαζέψω τα συντρίμμια μου. Εγώ, ο ποιητής Ορφέας, ζούσα ευτυχής με την πανέμορφη νύφη μου Ευρυδίκη, που τα πλουσιότατα κάλλη της προκαλούσαν ρίγη σε όλους, θεούς, ημίθεους κι ανθρώπους. Κι όταν ο σάτυρος ο Αρισταίος την κυνήγησε με τα σάλια του να τρέχουν και το όργανό του προτεταμένο, η Ευρυδίκη μου έτρεξε αλαφιασμένη να ξεφύγει· ώσπου τη δάγκωσε ο όφις κι έτσι ξεκίνησαν τα νταραβέρια μας με τον Κάτω Κόσμο.
Πήρα τότε τη λύρα μου και, μόνος εγώ ανάμεσα στους ζώντες, πέρασα τον Αχέροντα ποταμό! Χάροντας, Κέρβερος, Πλούτωνας και Περσεφόνη, όλοι μαγεύτηκαν μέχρις ιερών δακρύων από τον νταλκά της λύρας μου. Και με το πες-πες, η Περσεφόνη τον έπεισε τον Πλούτωνα να μου τη δώσουν πίσω την Ευρυδίκη μου, αρκεί, λέει, να μην γυρνούσα να την κοιτάξω μέχρι να ξαναβρεθούμε στο βασίλειο του φωτός. Μα ήταν άφατη η αγωνία μου! Μήπως με κορόιδεψαν; Μήπως, αντί για Ευρυδίκη, μου προσέφεραν ένα φάσμα απατηλό; Δεν άντεξα ο έρμος και γύρισα, κι εκεί, μπροστά στις όχθες του Αχέροντα είδα την Ευρυδίκη μου να ξεθωριάζει, κι άκουσα από τα βάθη του Ερέβους του Πλούτωνα τον καγχασμό.
Εγώ, ο ποιητής Ορφέας, ζούσα ευτυχής με την πανέμορφη νύφη μου Ευρυδίκη, που τα πλουσιότατα κάλλη της προκαλούσαν ρίγη σε όλους, θεούς, ημίθεους κι ανθρώπους. Κι όταν ο σάτυρος ο Αρισταίος την κυνήγησε με τα σάλια του να τρέχουν και το όργανό του προτεταμένο, η Ευρυδίκη μου έτρεξε αλαφιασμένη να ξεφύγει· ώσπου τη δάγκωσε ο όφις κι έτσι ξεκίνησαν τα νταραβέρια μας με τον Κάτω Κόσμο.
Οποία φρίκη! Κι όμως, ωιμέ, καλύτερα να τραβούσα μόνος τον δρόμο της επιστροφής, καλύτερα ακόμα και να' παιρνα μόνος τη ζωή μου με της λύρας μου τις χορδές! Αλλά πού να φανταστώ, ο μαύρος, τι με περίμενε. Βλέποντάς με έτσι παραδομένο στους λυγμούς, η Περσεφόνη έτρεξε πάλι στον Πλούτωνα. Μετά το καινούριο πες-πες και τους μουλωχτούς ψίθυρους, ο σατανικός γερο-τράγος με ξανακάλεσε στο βρωμερό παλάτι του και, μέσες-άκρες, μου είπε τα εξής φριχτά:
«Πολύπαθε Ορφέα, δεν άντεξες το πάθος σου να χαλιναγωγήσεις, μα εγώ άλλη μια ευκαιρία θα στη δώσω! Αν θες να έχεις κοντά σου την Ευρυδίκη σου, εδώ, στου Άδη τις σπηλιές θα μετοικήσεις εσαεί· και θα' χετε μια σπηλιά όλη δική σας, πλήρως εξοπλισμένη με τη νυφική της κλίνη, ακόμη και με ανάκλιντρο για να ψάλλεις με την άνεσή σου τα λιγούρικά σου τραγουδάκια. Κι η Ευρυδίκη εκεί μέσα, κοντά σου, στη σπηλιά! Όμως» –κι εδώ του ξέφυγε ένα χαχανητό– «στη νυφική σας την κλίνη εχίνον ευμεγέθην θα' χετε, αγκαθωτόν και τερατώδην τρόφιμον, που ανάμεσά σας εσαεί θα κείται! Αυτή είναι η πρότασή μου, λάγνε ποιητάκο· αλλιώς μαζεύεις τα μπογαλάκια σου κι άμε στο καλό. Τι λες;»
Πού να' ξερα τι με περίμενε! Δέχτηκα φυσικά αμέσως, κι έτρεξα με καρδιοχτύπι να σφίξω στην αγκαλιά μου την πολύτιμή μου Ευρυδίκη. Ωιμέ, κλινήρη τη βρήκα, και δίπλα της ακοίμητος φρουρός ετούτος ο μισητός, ο τερατόμορφος σκαντζόχοιρος με τα μύρια αγκάθια. Η αγάπη μου έτεινε τα λευκά της χέρια μέσα από την ολόλευκη αισθήτα· μα όπως, τρελός από τον έρωτά μου, έκανα να χιμήξω πάνω στο κορμάκι της, να' σου τα φριχτά αγκάθια του εχίνου να μπήγονται στο δέρμα μου και να ξεσκίζουν τις σάρκες μου! Απελπισμένος, χίμηξα ξανά, ενώ η καλή μου με καλούσε με κραυγές. Μα το αεικίνητο το τέρας ξανατρύπωσε ανάμεσό μας, και πάλι μ' άφησε καταματωμένο και με φριχτές τσιμπιές – για δες, Ορφέα, να πηγαίνεις για έρωτα και να γυρίζεις σαν νικημένος πολεμιστής που ρίχτηκε στη μάχη χωρίς πανοπλία!
Έτσι ξαναέτρεξα στο Έρεβος, και να' με πάλι στου Πλούτωνα τα πόδια. «Πάρε το μισητό ετούτο ζώο, καλέ Θεέ, ν' αγκαλιάσω επιτέλους τη γυναίκα μου, έστω και μέσα σε τούτη τη φριχτή σπηλιά!» οδυρόμουν, κι έπαιζα και τη λύρα, μήπως τον τουμπάρω. Μα η Περσεφόνη έκλεισε το πονηρό της το ματάκι στον σύζυγό της, κι αυτός γρύλισε ετούτα τα νέα, μα εξίσου φριχτά: «Φτωχέ Ορφέα, είπα ότι η Ευρυδίκη κοντά σου, μα όχι δική σου, θα είναι! Αν θέλεις, μαύρε, το κορμί της ν' απολαύσεις, θα πρέπει τον νυκτόβιον εχίνον να κοιμήσεις· μα ετούτος τη μέρα μόνον αναπαύεται, κι εδώ βρισκόμαστε στη νύχτα την αιώνια και το Έρεβος το παντοτινό. Μόνο, λοιπόν, αν το γλυκύτερο όλων άσμα σκαρφιστείς, και τον εχίνο γλυκονανουρίσεις, για μια στιγμή μονάχα θα χαράξει η μέρα στις Κάτω γειτονιές, κι εσύ και η αγάπη σου σ' αιώνια αγκαλιά θα ενωθείτε. Αλλιώς μαζεύεις τα μπογαλάκια σου και άμε στο καλό».
Ωιμέ, και πάλι δέχτηκα ο έρμος την πρόταση του άσπλαχνου Πλούτωνα και της στρίγγλας Περσεφόνης. Κι από τότε, χρόνους πολλούς, καθισμένος στο ανάκλιντρό μου, μες στην ανήλιαγη σπηλιά και την αιώνια νύχτα σκαρώνω ύμνους, νανουρίσματα, ρομάντσα, έπη, όπερες, δεκαπεντασύλλαβους μα και ροκιές ακόμα, μήπως κατορθώσω να νανουρίσω το απαίσιο ζωντανό. Μα το μαρτύριό μου όλο και πιο αβάσταχτο γινόταν· το αγκαθωτό το τέρας ακοίμητος φρουρός, και η καλή μου, καρφωμένη στο κρεβάτι, με κάθε νέα μου μελωδία αποτυχημένη όλο και πιο πολύ απελπιζόταν. Και φώναζε, και γκρίνιαζε, και κατάβρεχε τη νυφική μας κλίνη με δάκρυα πικρά, και ξεστόμιζε στον φτωχό τον ποιητή κατηγορίες φριχτές. Έτσι, μπροστά σε τούτο το ελεεινό κρεβάτι, είδα σιγά-σιγά τη φλόγα μου για κείνη να καταλαγιάζει, τη λαχτάρα μου να ασθμαίνει, το βλέμμα μου, αλίμονο, από το δέρμα το χλωμό και την αισθήτα να μπουχτίζει. Ωιμέ, από κει που χείμαρροι τα τραγούδια ανάβλυζαν από μέσα μου, το ιερό το μουσικό μου πάθος στέρεψε ολότελα σχεδόν· και η φοβερή σκέψη με τριγυρίζει πια ολημερίς: μήπως, αλίμονο, να μαζέψω τα μπογαλάκια μου και να πάω στο καλό; Μήπως ανδρείκελο είμαι πλέον αδειανό, και γι' αυτό δεν κατορθώνω να πλάσω το νανούρισμα το πιο γλυκό; Ωιμέ, μήπως κι αυτή ακόμη η Ευρυδίκη μου ποτέ της δεν υπήρξε, μα είναι φάσμα απατηλό; Όλα μου τα στερήσατε, ω τρισκατάρατοι θεοί, τη φλόγα του έρωτά μου, της λύρας μου το πάθος, και της ψυχής μου τον ιερό σκοπό!
→ Στην κεντρική εικόνα, ο πίνακας Orpheus in the Underworld (1863) του Γάλλου ζωγράφου Jacquesson de la Chevreuse (1839-1903).
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.