Αρχές του φετινού Απρίλη ήτανε, απόγευμα υγρό, που ανέβαινα με τα πόδια την Κηφισίας στο ύψος της Αγίας Τριάδας.
Διήγημα του Γιάννη Δενδρινού
Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω απ' το Λυκαβηττό μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα, αλλά ο δρόμος γυάλιζε ακόμη από λαθραίες ανταύγειες που έσκαγαν στα τζάμια των πολυκατοικιών. Τα αυτοκίνητα κινούνταν και στα δύο ρεύματα με μεγάλη ταχύτητα, πειθαρχώντας στο νευρικό σφύριγμα του τροχονόμου.
Λύτρωση το περπάτημα τούτα τ' ανοιξιάτικα σούρουπα. Το μάτι πλανιέται λεύτερο κι αν είναι τυχερό αγκιστρώνεται σε σκηνικά κι εικόνες μαγικές, που γεννιούνται και χάνονται σε μια στιγμή μόνο.
Σε μένα έλαχε. Η βαριά μυρωδιά του καφέ μ' έκανε να γυρίσω απότομα το κεφάλι. Στο στενό πεζοδρόμιο μπροστά στην καφετέρια, ανάμεσα σε δυο παρέες νεαρών που χαριεντίζονταν, καθότανε μόνη της μια γυναίκα. Ηλικιωμένη γυναίκα. Αρχοντική φιγούρα, με γκρίζο μαλλί που χρύσιζε καθώς έπεφτε στους κατεβασμένους της ώμους. Φορούσε κι ένα κόκκινο φουλάρι.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή σήκωνε αργά την κούπα που άχνιζε και την έφερνε κοντά στα ζαρωμένα χείλη της. Το χέρι έμεινε κρεμασμένο. Σαν να 'θελε αυτή η γουλιά να κρατήσει μια αιωνιότητα. Κοίταζε απέναντι, προς την πλευρά ενός εμπορικού κέντρου, αλλά το βλέμμα της, γαλήνιο και στοχαστικό, δεν έβρισκε κάτι άξιο για να σκαλώσει. Γλίστραγε πέρα μακριά, διέσχιζε τους δρόμους, διαπερνούσε τα σώματα και τα τσιμέντα. Μου θύμισε ζεστά δειλινά στο νησί. Τη νόνα μου, στο πεζούλι, ν' αγναντεύει το λαγκάδι κι ύστερα τη θάλασσα, μακριά, ίσαμε τη γραμμή που αγγίζει τον ουρανό. Και να μου λέει για κάποιο ταξίδι που σκόπευε να κάνει.
Έμεινα να κοιτάζω τη γυναίκα ασάλευτος. Γοητευμένος, κατά κάποιο τρόπο. Μετά γίνανε όλα πολύ γρήγορα. Όπως καλπάζει η ιδέα στου νου τους διαδρόμους. Γύρισε το βλέμμα της αστραπιαία, με είδε που την παρατηρούσα και, σαν να συνεννοηθήκαμε για τις κρυφές της σκέψεις, μου χαμογέλασε. Με ένα νεύμα μού 'δωσε να καταλάβω ότι θα ήθελε να με γνωρίσει. Είχα αποφασίσει, ωστόσο, να συνεχίσω την υγιεινή μου συνήθεια, μετανιώνοντας κάπως γι αυτή την αδιάκριτη εισβολή που επιχείρησα στο περιβόλι της δικής της φαντασίας. Έκανα, λοιπόν, να προχωρήσω μπροστά. Τελικά κινήθηκα προς το μέρος της.
Στάθηκα μπροστά της όρθιος, όπως το παιδί που μόλις έκανε μια σκανδαλιά. Με ζύγιασε από πάνω μέχρι κάτω. Το ίδιο κι εγώ. Το πρόσωπό της, πάλλευκο κι ελαφρά μακιγιαρισμένο, την έδειχνε αρκετά νεότερη, αλλά τα χρόνια φανερώθηκαν όταν κάποιο άνοιγμα στο κόκκινο φουλάρι αποκάλυψε τις βαθιές χαρακιές που 'χαν ανοίξει οι ρυτίδες στο λαιμό της.
«Γιατί με κοιτάζατε;»
Η ερώτησή της, κοφτή κι ευγενική συνάμα, με ξάφνιασε. Της είπα την αλήθεια. Χαμογέλασε ξανά και, δείχνοντας με το πηγούνι τον τσιμεντένιο πολτό στο απέναντι πεζοδρόμιο, με κάλεσε να της πω τι βλέπω. Γύρισα το κεφάλι, μισόκλεισα τα μάτια και της απάντησα, με μια ανάσα, ότι εγώ βλέπω σπαρμένα χωράφια, μια τεράστια κουτσουπιά σαν αυτή στο Πάνω Χωριό που στον ίσκιο της κάθονται παιδιά, και στο βάθος τ' άσπρα κύματα της θάλασσας. «Ακούω και τη βουή τους», συμπλήρωσα.
Τα μάτια της μεγάλωσαν. Μετά από λίγο μου είπε: «Μπορείτε να με συνοδεύσετε στο σπίτι μου; Εδώ κοντά είναι».
Μια φορά ακόμη, η ευγένειά μου αποδείχθηκε ισχυρότερη από τη λογική. Προχώρησε μπροστά κι ακολούθησα, κρατώντας σταθερή απόσταση δύο βημάτων. Με αυτό τον τρόπο, ήθελα να δώσω την εντύπωση ότι συμφώνησα παρά τη θέλησή μου.
Σταθήκαμε μπροστά σ' ένα παλιό διώροφο κτίσμα. Ήταν ζωσμένο κατά τα τρία τέταρτα από πυκνό κισσό, γκριζοπράσινο κι επιθετικό. Είχε σκαρφαλώσει ίσαμε τα παράθυρα και έδειχνε να κοιτάζει μες στα δωμάτια με αδιακρισία.
Στρίψαμε στη γωνία, μετά ξανά αριστερά και μπήκαμε σ' έναν εσωτερικό δρόμο, παράλληλο στη μεγάλη λεωφόρο. Σταθήκαμε μπροστά σ' ένα παλιό διώροφο κτίσμα. Ήταν ζωσμένο κατά τα τρία τέταρτα από πυκνό κισσό, γκριζοπράσινο κι επιθετικό. Είχε σκαρφαλώσει ίσαμε τα παράθυρα και έδειχνε να κοιτάζει μες στα δωμάτια με αδιακρισία. Έμοιαζε με απειλή. Με κοίταξε κι αυτή με την άκρη του ματιού, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι είμαι ακόμη πίσω της. Άνοιξε τη βαριά πόρτα.
Η μυρουδιά της κλεισούρας δάγκωσε τα ρουθούνια μου. Μια φωτεινή δέσμη αιωρούμενης σκόνης, πιθανόν από κάποια λάμπα του πάνω ορόφου, είχε αγκαλιάσει την περιστρεφόμενη εσωτερική σκάλα και μας έφεξε το δρόμο ν' ανεβούμε. Μια νέα γυναίκα, καθιστή, μας υποδέχθηκε μ' ένα ψυχρό χαμόγελο. Δεν θα 'τανε πάνω από σαράντα χρονών, αλλά το πρόσωπό της έμοιαζε σκληρό κι άσπρο σαν να μην το 'χε δει ποτέ του ήλιος. Παρόλο που το ριχτό της φόρεμα σχεδόν κυλιόταν στο πάτωμα, μπόρεσα να δω τα μεταλλικά τμήματα του μηχανισμού και τις ρόδες του αναπηρικού καροτσιού.
Οι πλαϊνοί τοίχοι ήταν καλυμμένοι, μέχρι το ταβάνι, με βιβλιοθήκες και τα περισσότερα βιβλία ήταν δερματόδετα με χρυσαφί γράμματα στις ράχες τους. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν και φαίνεται ότι συνεννοήθηκαν χωρίς να μιλήσουν. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα, αντιδρώντας σ' αυτές τις αλλόκοτες εικόνες.
Τότε, η ηλικιωμένη γυναίκα μού ψιθύρισε στο αυτί: «Έχω καταλάβει ότι είστε ευαίσθητος άνθρωπος. Δεν θα 'χατε, πιστεύω, αντίρρηση εάν βοηθούσατε λίγο την κόρη μου να ολοκληρώσει ένα έργο». Γύρισα και την κοίταξα απορημένος. «Ξέρετε είναι εξαιρετική ζωγράφος αλλά δεν βγαίνει συχνά έξω. Έτσι, όταν θέλει να σχεδιάσει μια ανθρώπινη μορφή, ένα πρόσωπο... Κατανοείτε, φαντάζομαι. Πάντα το πρόσωπο είναι το σημαντικό», συμπλήρωσε.
« Κοιτάξτε εδώ», μου είπε και με οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο που πρέπει να ήταν το ατελιέ. Υπήρχαν δεκάδες ζωγραφιές, ακουμπισμένες εδώ κι εκεί. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τι ακριβώς απεικόνιζαν. Όλες ήταν, όμως, με θαμπά χρώματα κι ερεβώδεις μορφές.
Μου ζήτησε να γδυθώ. «Προτιμά να δουλεύει με γυμνά μοντέλα», είπε. Η νέα γυναίκα δεν μιλούσε καθόλου. Δίστασα προς στιγμή, αλλά μετά σκέφτηκα ότι με αυτό τον τρόπο, θα κάνω καλό σε μια ψυχή που για, κάποιο λόγο, μου φάνηκε πολύ πονεμένη.
«Γιατί όχι; Δεν θα κρατήσει πολύ. Η κόρη μου ζωγραφίζει πολύ γρήγορα, αστραπιαία», είπε και στα χείλη της γλίστρησε, για πρώτη φορά, μια παγερή σκοτεινιά.
Κάθισα σε μια καρέκλα και σταύρωσα τα πόδια μου. Η γυναίκα μού ζήτησε να κοιτάζω προς το πλάι, κι αυτό έκανα. Η κόρη σχεδίαζε με φρενήρη, αγωνιώδη ρυθμό. Ο αέρας στο δωμάτιο ήταν ακίνητος και βαρύς, σαν να είχε χρόνια να ανανεωθεί. Αισθάνθηκα την ανάσα μου να δυσκολεύει. Με την άκρη του ματιού προσπάθησα να καταλάβω, πάντως, ποιο ήταν το θέμα του πίνακα. Διέκρινα δυο κάθετες γραμμές, δρόμος είναι λέω. Ένα πρόσωπο στην άκρη, στο πεζοδρόμιο. Του δίνει πιο καθαρή μορφή. Τη δική μου, μάλλον. Με βλέμμα αγκιστρωμένο. Κι ύστερα ένα αυτοκίνητο που λοξοδρομεί, κατευθύνεται ίσια πάνω του. Πάνω μου. Δεν πρόλαβα να δω κάτι άλλο. Ένιωσα να χάνω τις αισθήσεις μου.
Με ξύπνησε για λίγο η φωνή ενός άντρα: «Έλα, γαμώτο μου, έλα», τον ακούω να λέει, στραγγισμένος από την αγωνία και το θυμό. «Τον χάνω πάλι». Κι άρχισε να στριγγλίζει. Υπερβολικά. Κάλυψε ακόμη και το δαιμονισμένο ήχο της σειρήνας. Ύστερα δεν θυμάμαι τίποτε.
→ Η εικόνα είναι από την ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη Φτηνά τσιγάρα.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.