Ήμουν δευτέρα δημοτικού όταν άκουσα την κυρία Μανωλία να παίζει στο πιάνο μια σονάτα του Μπετόβεν. Μαγεύτηκα. Από τότε το όνειρό μου ήταν να γίνω μουσικός, σαν εκείνη. Ήταν πρωτευουσιάνα με πτυχίο από το Εθνικό Ωδείο. Ποιος ξέρει πώς κατέληξε στα χωριά μας.
Του Δημήτρη Βουκάντση
Στο κουδούνι της πόρτας έγραφε:
Μανωλία Αντωνίου, Μουσικός
Κάτοχος διπλώματος πιάνου Εθνικού Ωδείου
Παρέδιδε και μαθήματα στο σπίτι της κάθε Σάββατο μεσημέρι, λίγο μετά το σχολείο. Έπεισα τον πατέρα μου να με στείλει για λίγο καιρό. Ακόμα θυμάμαι εκείνα τα μεσημέρια. Την αγωνία μου μέχρι να αγγίξω εκείνες τις κοκάλινες τραμπάλες που άφηναν τον γλυκό τους ήχο στο ηλιόλουστο δωμάτιο της κυρίας Μανωλίας.
Η λιακάδα δεν κράτησε πολύ. Λίγους μήνες μετά μετακομίσουμε και πάλι. Καινούργιο σχολείο, καινούργιοι φίλοι, ένα ακόμη σημείο στο χάρτη που έπρεπε να λέω σπίτι μου. Και εκεί δεν μείναμε πολύ. Πήγαμε παρακάτω και, ύστερα, λίγο παρακάτω. Πιάνο δεν βρέθηκε ξανά στον δρόμο μου. Έτσι κι αλλιώς, τα λεφτά δεν περίσσευαν και, άλλωστε, «τι σόι ζωή θα έκανα σαν πιανίστας;» έλεγε ο πατέρας μου. «Πέντε γράμματα ήταν ό,τι χρειαζόμουν για να κάνω μια τίμια δουλειά». Και αυτό έκανα. Διόρθωνα μηχανάκια, έκοβα ξύλα, κουβαλούσα τσουβάλια με στάρι στους μύλους της περιοχής.
Όταν πέθανε ο πατέρας μου αποφάσισα να φύγω στην Αθήνα. Η μάνα μου έμεινε με την αδερφή μου στο χωριό. Κάθε βδομάδα έστελνα κάτι λίγα λεφτά. Με τα υπόλοιπα νοίκιαζα ένα δωμάτιο, έπινα κανένα ποτήρι κρασί τα βράδια και όταν πήγαιναν καλά οι δουλειές έπαιζα κανένα στοίχημα στον ιππόδρομο.
Όσες φορές προσπάθησα να πείσω εκείνον τον μεθύστακα τον πιανίστα να μου μάθει να παίζω, απέτυχα.
Τα Σαββατόβραδα είχε ζωντανή μουσική στου Αρσένη, με πιάνο και βιολιά. Πήγαινα όποτε μπορούσα. Όσες φορές προσπάθησα να πείσω εκείνον τον μεθύστακα τον πιανίστα να μου μάθει να παίζω, απέτυχα. Ό,τι συμφωνία κάναμε το βράδυ, την είχε ξεχάσει μέχρι το επόμενο πρωί, όταν τον έβρισκα να κυλιέται στα ξερατά του.
Έτσι, όταν εκείνο το πρωί είδα την αγγελία στην εφημερίδα «Παραδίδονται μαθήματα πιάνου έναντι κηπουρικής εργασίας», δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Έτρεξα στην οδό Παπαδιαμάντη 4. Ήταν μια παλιά, διώροφη μονοκατοικία. Φθαρμένα παντζούρια, ξεκολλημένοι σοβάδες. Χτύπησα το κουδούνι. Μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, με γαμψή μύτη και ηλιοκαμένο πρόσωπο, εμφανίστηκε στην πόρτα.
«Είμαι καλός κηπουρός» είπα. «Έχω δουλέψει καλοκαίρια και καλοκαίρια στο περιβόλι του θείου μου»
Με κοίταξε ξινισμένη σαν να της είχα χαλάσει τον ύπνο.
«Τι θέλεις αγόρι μου;» είπε.
«Για την αγγελία ήρθα… τα μαθήματα πιάνου» είπα.
Τότε κατάλαβε. Έβγαλε ένα τσιγάρο από το μανίκι της ζακέτας της και το άναψε.
«Και γιατί σε ενδιαφέρει το πιάνο;» είπε.
«Δεν ξέρω, αυτό ήθελα από μικρός. Να μάθω πιάνο» είπα. «Είμαι καλός κηπουρός όμως, θα δεις».
Μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Με πήγε στον κήπο. Ένα μικρό τετράγωνο όλο κι όλο χορταριασμένο, με κάτι άγριες τριανταφυλλιές που σκαρφάλωναν στον φράχτη. Στη μέση του κήπου μία μηλιά ήταν φορτωμένη με καρπούς.
«Θέλω να την κόψεις» είπε.
Μου φάνηκε κρίμα να κόψω τέτοιο όμορφο δέντρο.
«Μπορώ να πουλήσω τα μήλα στη λαϊκή» είπα, «θα βγάλεις καλό μεροκάματο».
«Θέλω να την κόψεις» είπε ξανά, «θα είναι η πρώτη σου δουλειά».
Πήγαμε στο σαλόνι. Στη μέση του δωματίου ήταν το πιάνο. Κάθισε στο σκαμνάκι και άρχισε να παίζει μια βελούδινη μελωδία. Αμφιβάλλω αν ήταν κάποια σύνθεση, μάλλον με παράπονο έμοιαζε μιας σπαταλημένης ζωής.
«Κάθε Σάββατο μεσημέρι, εντάξει;» είπε, όταν τελείωσε.
Από τα παράθυρα έμπαινε ένα κουρασμένο φως και σκόνταφτε πάνω στη σκόνη που αιωρούνταν στον αέρα. Κοίταξα το δέντρο στην αυλή. Θα φύλλα του να γυαλίζουν στον Ήλιο.
«Εντάξει» είπα.
Μόνο όταν έβγαινα από το σπίτι πρόσεξα το όνομα στο κουδούνι της πόρτας:
Μανωλία Αντωνίου, Μουσικός
Κάτοχος διπλώματος πιάνου Εθνικού Ωδείου
Info
Ο Δημήτρης Βουκάντσης γεννήθηκε στις Σέρρες το 1981. Έχει σπουδάσει Φυσικός και τα τελευταία χρόνια ζει στην Οξφόρδη. Είναι φοιτητής του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών Δημιουργικής Γραφής. Διηγήματά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικές εκδόσεις.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.