Για τη νουβέλα του Κυριάκου Δημητρίου Το χειρόγραφο (εκδ. Πορεία).
Της Χάρης Ν. Σπανού
Το βιβλίο ξεκινά με μια μικρή άτιτλη αφήγηση στην οποία ο Γκέιλ Έλιοτ δηλώνει ότι υποφέρει και αφυπνίζεται από έναν επαναλαβανόμενο εφιάλτη: περπατά με προορισμό το Πανεπιστημιακό κολέγιο, φθάνει στην κλειστή πύλη, χτυπά το κουδούνι, ο «συνοφρυωμένος φύλακας» τον αντιμετωπίζει «σαν ξένο», με ένα νεύμα αρνείται την είσοδο στον Γκέιλ και χάνεται στις σκιές. Ο Γκέιλ στέκει καθηλωμένος, η άσφαλτος τον καταβροχθίζει. Στον ξύπνιο του, στη μονοκατοικία στο Χάιγκειτ, ο Γκέιλ απωθεί τον εφιάλτη. Την 20η Δεκεμβρίου, ο εφιάλτης επαναλαμβάνεται, με διαφορετικό τέλος: ο Γκέιλ, με γερασμένη σκιά, αποκαμωμένος, παραδίδει τη δερμάτινη τσάντα στο φύλακα – δεν αντέχει πια, το βάρος του χειρογράφου. Η αφήγηση έχει προμετωπίδα ένα μικρό στίχο του Βιργίλιου.
Για τη συλλογή διηγημάτων της Ευγενίας Μπογιάνου Μόνο ο αέρας ακουγόταν (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
«Διαβάζω ένα βιβλίο σημαίνει αποδεσμεύομαι από το συγκεκριμένο, κατανοώ το αφηρημένο, ανασυνθέτω το παρελθόν μου και αναρωτιέμαι για το μέλλον μου. Διαβάζω σημαίνει, πάνω απ’ όλα, προσπαθώ να είμαι ευτυχισμένος». Αυτά έλεγε η Μάρω Δούκα πριν από είκοσι χρόνια για την αξία της ανάγνωσης. Εμένα πάντως κάτι άλλο με απασχολεί· «οι αναγνώστες», πίστευε ο Κωστής Παπαγιώργης, «είναι άνθρωποι που διάβασαν μεν, αλλά προϊόντος του βίου λησμονούν μάλλον παρά θυμούνται. Ό,τι μοιάζει ξένο, επίκτητο, διαλύεται για να παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιες ανθεκτικότερες εντυπώσεις. Το βιβλίο μένει, στον βαθμό που συναιρείται με τη ζωή».
Για τη συλλογή διηγημάτων της Καλλιρόης Παρούση Κανείς δεν μιλάει για τα πεύκα (εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Οι νέες γενιές συγγραφέων μάς ξαφνιάζουν υπέροχα, καθώς έρχονται ορμητικές να ταράξουν τα νερά της παγιωμένης πεζογραφίας μας. Τόσο οι πεζογράφοι όσο και οι ποιητές, εξοπλισμένοι με γνωστικά εφόδια, υποψιασμένοι για τον κόσμο και την ξένη λογοτεχνία, επίμονοι στη γλώσσα και στη γραφή, φρέσκοι στις ιδέες, κατεβαίνουν στην άγραφη σελίδα με γερή πένα και κοφτερή αξίνα.
Για το μυθιστόρημα του Κώστα Κουτσομύτη και του Ευάγγελου Μαυρουδή Το κόκκινο τανγκό. Νίκος Ζαχαριάδης: Η άνοδος και η πτώση ενός ηγέτη (εκδ. Κέδρος).
Του Μιχάλη Πιτένη
Μπορεί, άραγε, ο κινηματογράφος να γεννήσει λογοτεχνία; Μ' αυτό το ερώτημα ξεκινά ο Κώστας Κουτσομύτης τον πρόλογό του στο βιβλίο Το κόκκινο τανγκό, που συνέγραψε με τον Ευάγγελο Μαυρουδή, ελπίζοντας να απαντηθεί, μέσω του κειμένου που ακολουθεί, το οποίο είναι αφιερωμένο σ' ένα μεγάλο διάστημα της ζωής μιας αμφιλεγόμενης ιστορικής προσωπικότητας, του Νίκου Ζαχαριάδη. Του ανθρώπου που από ίνδαλμα και λατρεμένος αρχηγός του ΚΚΕ, κατέληξε με το στίγμα του προδότη και του ενόχου για μια σειρά από λανθασμένες αποφάσεις με ολέθρια αποτελέσματα, εξόριστος στο Σουργκούτ της Σιβηρίας, όμηρος του Κ.Κ. Σοβιετικής Ένωσης.
Για το μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού Τελευταία έξοδος Στυμφαλία (εκδ. Εστία).
Της Νότας Χρυσίνα
Το μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού Τελευταία Έξοδος Στυμφαλία ξεκινά, στην προμετωπίδα, με μΙα ειρωνική προτροπή χαράς, «Gaudemus Igitur», από το βιβλίο του Σενέκα του Νεότερου «De Brevitate Vitae». Ακολουθούν δύο οραματικές «προφητείες». Η πρώτη ανήκει στον Γέητς και το ποίημά του «Η Δευτέρα Παρουσία», η οποία καταλήγει «…η τελετή της αθωότητας πνίγεται», και η δεύτερη είναι αντιγραμμένη από το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα χαρακτηρίζοντας τον άνθρωπο ή μάλλον την κοινωνία «έθνος αμαρτωλόν…». Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας σχολιάζει έμμεσα την τραγικότητα της ζωής η οποία επιβαρύνεται επιπλέον και με μια ιστορική καμπή, την κοινωνικοοικονομική κρίση, αλλά και την εσωτερική καμπή του ήρωα με την αποκαθήλωση του νοήματος σε όλα τα επίπεδα. Παράλληλα ο συγγραφέας σχηματίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί το αφήγημα.
Για τη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Ακρίβου Τελευταία νέα από την Ιθάκη (εκδ. Μεταίχμιο).
Της Έλενας Μαρούτσου
«Μυθιστορίες» ονομάζει τις ιστορίες που περιλαμβάνονται στην τελευταία του συλλογή Τελευταία νέα από την Ιθάκη ο συγγραφέας Κώστας Ακρίβος. Στην πραγματικότητα, η σύγχρονη ελληνική φιλολογία χρησιμοποιεί τον όρο «μυθιστορία» για να αναφερθεί στα εκτενή ερωτικά αφηγήματα των Βυζαντινών, όμως αν και φιλόλογος δεν νομίζω πως ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εδώ τον όρο με την παραδοσιακή φιλολογική του σημασία. Παίρνω το θάρρος να υποθέσω πως οι «μυθιστορίες» του έχουν παιγνιωδώς βαφτισθεί έτσι, καθώς πατούν με το ένα πόδι στο μυθιστόρημα και με το άλλο στις ιστορίες, τα μικρά δηλαδή διηγήματα, καθώς θα μπορούσε κανείς να τα δει ως πολύχρωμες ψηφίδες που συνθέτουν μια ευρύτερη εικόνα. Σε μια δεύτερη ανάγνωση βέβαια, ο όρος θα μπορούσε να παραπέμπει επίσης στην ταυτόχρονη χρήση του «μύθου» αλλά και της «Ιστορίας».
Για τη νουβέλα του Ιορδάνη Κουμασίδη Δώδεκα γραμματόσημα στον τοίχο (εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Από γράμμα σε γράμμα –σε σύνολο δώδεκα επιστολών– ο ανώνυμος αποστολέας που γράφει στην άγνωστή του Ροζαλί Μεντώ, κάτοικο Παρισιού, ξετυλίγει το κουβάρι της νουβέλας του Θεσσαλονικιού συγγραφέα. Κι αυτό το αφηγηματικό δεδομένο είναι η πρώτη βάση σε ένα παιχνίδι μπέιζμπολ, που δεν αποκαλύπτει εξ αρχής τα μυστικά του, αλλά περιμένει με υπομονή να τα παρουσιάσει, επιστολή την επιστολή.
Για τη συλλογή διηγημάτων του Παναγιώτη Ρίζου Ικετηρία (εκδ. Παπαδόπουλος).
Της Έλενας Μαρούτσου
Ο Παναγιώτης Ρίζος έδωσε το πρώτο στίγμα της γραφής του το 2014 με τις Τηγανητές Γοργόνες, μια συλλογή από σύντομα αφηγήματα με κυρίαρχα χαρακτηριστικά το χιούμορ, την παραδοξολογία, το λογοπαίγνιο, τη λοξή ματιά πάνω στην καθημερινότητα. Όπως είθισται μάλιστα στις πρώτες συγγραφικές απόπειρες πολλών από εμάς, η συλλογή εκείνη, παρότι ελπιδοφόρα και αρκετά απολαυστική, ήταν άνιση ως προς την λογοτεχνική αξία των μικροδιηγημάτων που την αποτελούσαν, αλλά και ανομοιογενής, καθώς συστέγαζε κείμενα από μια ευρεία θεματική και υφολογική γκάμα.
Για τη συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου Τραμπάλα (εκδ. Μελάνι).
Της Μέμης Κατσώνη
Με το τρίτο του βιβλίο, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος μας δίνει πια αρκετά ερείσματα ώστε να μιλήσουμε για ένα είδος ανθρώπου που κατοικεί τον συγγραφικό του τόπο: τον Homo Gezi. Τον συναντήσαμε στην ποίησή του (Ανεκπλήρωτοι Φόβοι) και τον γνωρίσαμε από την κόψη στο μυθιστόρημά του Λάσπη. Οι άνθρωποι του Γκέζου δεν έχουν ανοσοποιητικό. Ό,τι άλλους τους δροσίζει, εκείνους τους τσακίζει. «...της χλόης το πράσινο / μου τσάκισε το στομάχι». Δεν έχει ούτε καν δέρμα, του λείπει το μεγαλύτερο, το σωτήριο όργανο, η ασπίδα του ανοσοποιητικού, ό,τι μας χαρίζει την αφή του έχει αφαιρεθεί, είναι γδαρμένος. Τα πάντα τον πονάνε, τα πάντα τον απειλούν.
Για το μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη Offshore (εκδ. Γαβριηλίδη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
«Μετά τα πρώτα έργα του ο Μάρκαρης δεν έχει γράψει κάτι πολύ καλό». Αυτή η παράξενη εκτίμηση, που ακούγεται συχνά, έρχεται φαινομενικά σε αντίθεση με τη σταθερή, πρωτεύουσα θέση που κατέχει ο συγγραφέας στο αστυνομικό μυθιστόρημα, στην ευρεία αποδοχή του από το κοινό, στις μεταφράσεις των κειμένων του στο εξωτερικό, στη για χρόνια εδραίωσή του ως ενός από τα κορυφαία ονόματα στον χώρο της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κι όμως ο τρόπος που έχει επιλέξει ο πεζογράφος να πολλαπλασιάζει τους κρίκους στην αλυσίδα των έργων του εξηγεί διμερώς τόσο την πλατιά αποδοχή του όσο και την απώλεια του σφοδρού ενδιαφέροντος των κριτικών.
Για το μυθιστόρημα του Αντώνη Νικολή Ο θάνατος του μισθοφόρου (εκδ. Το Ροδακιό).
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Στο προηγούμενο βιβλίο του, Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα (εκδ. Το Ροδακιό) ο Αντώνης Νικολής –καλύτερα, ο ήρωας και αφηγητής Μιχάλης– διαπιστώνει: «Υπάρχει κάτι στην Εγγύς Ανατολή, σκέφτομαι καμιά φορά, δεν αποκλείεται η κούραση από τις χιλιετίες της κατοίκησης στα ίδια μέρη, τόποι και πόλεις οι ίδιες, άλλοτε σε ακμή, άλλοτε σε μαρασμό, υπάρχει κάτι εδωπέρα που βαριέται αφόρητα το περιττό, που χαρίζει υψηλή αισθητική αξία σ’ ό,τι εξοικονομεί το ελάχιστο αναγκαίο. Φέρε αυτό που φτιάχνεις, να γίνει τόσο όσο ακριβώς το χρειάζεσαι. Μικρό ή μεγάλο όσο η χρεία του. Τότε θα είναι και αδιαφιλονίκητα όμορφο» (σελ. 34). Έχοντας αποκομίσει εξαιρετικά επαινετικές κριτικές για τα δύο πρώτα βιβλία αυτής της «τριλογίας», επανέρχεται έπειτα από δύο ακριβώς χρόνια, με ένα καινούργιο μυθιστόρημα, ουσιαστικά προέκταση του προηγούμενου, λες και έπρεπε να βρει ο ίδιος την κάθαρση για λογαριασμό των ηρώων του.
Εννιά έργα του Γιάννη Μακριδάκη συστήνουν τη λαϊκή ματιά (εκδ. Εστία).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Το τελευταίο μυθοπλαστικό έργο του Xιώτη συγγραφέα Η πρώτη φλέβα (2016) συνεχίζει μια λογοτεχνική παράδοση οκτώ πεζών, που ξεκίνησε το 2008. Αν τα δει κανείς συνολικά, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν σαφείς (και συνειδητοί) άξονες που τα διαπερνούν, άξονες που συν-ορίζουν συγκεκριμένες ιδεολογίες, ματιές, κοσμοαντιλήψεις οι οποίες ξεκινούν από τη Χίο και τον τοπικό πολιτισμό και φτάνουν ώς τη φυσιολατρία και τον τρόπο ζωής που αυτή υπαγορεύει.
Για το μυθιστόρημα του Τεύκρου Μιχαηλίδη Σφαιρικά κάτοπτρα, επίπεδοι φόνοι (εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ο τρόπος με τον οποίο γράφει ο Τεύκρος Μιχαηλίδης, όχι μόνο στο παρόν μυθιστόρημα αλλά και σε πολλά άλλα, ανταποκρίνεται στο πρότυπο του homo universalis, αφού στα έργα του συναιρούνται η λογοτεχνία, τα μαθηματικά, η ιστορία, η πολιτική, το έγκλημα… Αυτό μπορεί να θυμίζει τη σχολή Νταν Μπράουν, αλλά ευτυχώς το λογοτεχνικό φορτίο του προκείμενου βιβλίου είναι σαφώς μεγαλύτερο.
Για τη συλλογή διηγημάτων του Διαμαντή Αξιώτη, Με χίλιους τρόμους γενναίος (εκδ. Κίχλη).
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Ο τρόμος προβάλλεται ως παραστατική συνισταμένη ψυχικών και πνευματικών καταστάσεων, ενίοτε αν όχι συχνά στην ακραία εκδήλωσή τους, με ειδικό φορτίο προερχόμενο από το περιεχόμενο της μνήμης, από τις αντικειμενικές συνθήκες του βίου και από τα δεδομένα της εσωτερικής πραγματικότητας, από την απερισκεψία και από την τόλμη, από την ανάγκη για επικοινωνία αλλά και για εκδίκηση, από τα όνειρα και από τη φαντασία, από το πάθος και από τον πόθο, από τα ψεύδη και από τις ψευδαισθήσεις, από τον θυμό αλλά και από τη μοναξιά.
Για το μυθιστόρημα του Κώστα Δρουγαλά Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν (εκδ. Πικραμένος)
Του Γιάννη Βαγγελοκώστα
Ο όρος «λογοτεχνία της κρίσης» έχει κάνει την εμφάνισή του στον κριτικό λόγο ήδη από τα πρώτα χρόνια της εξελισσόμενης ελληνικής ύφεσης. Αν και το πρώιμο λανσάρισμά του μαρτυρά ίσως μια κάποια σπουδή της κριτικής για κατηγοριοποιήσεις και γραμματολογικές οριοθετήσεις, η πληθώρα των λογοτεχνημάτων που αξιοποιούν τη φλέγουσα επικαιρότητα ως μυθοπλαστικό καμβά των αφηγήσεών τους μπορεί να δικαιολογήσει την ευρεία διάδοση και χρήση του όρου από τους περί τη λογοτεχνία θεσμούς – εκδοτικοί οίκοι, λογοτεχνικά περιοδικά, βιβλιοκριτική, επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες.[i]
Για την τελευταία συλλογή διηγημάτων του Αργύρη Χιόνη, Έχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες (εκδ. Κίχλη).
Της Έλενας Μαρούτσου
Είναι δύσκολο να διαβάσει κανείς χωρίς συγκίνηση ένα βιβλίο που έρχεται στο φως όταν ο συγγραφέας του δεν βρίσκεται πλέον ανάμεσά μας. Ο Αργύρης Χιόνης έφυγε απ’ τη ζωή ανήμερα τα Χριστούγεννα του 2011, σε ηλικία 68 ετών. Το επίθετο «αδικοχαμένος» το οποίο συνόδευε σε δημοσιεύματα της εποχής τον εκλιπόντα λογοτέχνη σκέφτομαι πως αφορά όχι μόνον αυτόν που χάνεται αλλά κι εμάς. Θα θέλαμε δηλαδή λίγο ακόμα αυτόν τον άνθρωπο ανάμεσά μας, θα θέλαμε κι άλλα βιβλία του στα χέρια μας. Η καρδιακή προσβολή σε αυτή την περίπτωση προσβάλλει με έναν τρόπο και τον αναγνώστη, στερώντας του το επόμενο βιβλίο, αυτό που είναι ακόμα στα σκαριά, στο νου του δημιουργού που έσβησε. Αυτή την προσβολή, έρχεται εδώ να διορθώσει η εκδότρια της Κίχλης, Γιώτα Κριτσέλη, μαζεύοντας τα κείμενα που έπεσαν αίφνης απ’ τα χέρια του θανόντος κατά γης, και προσφέροντάς τα με μεγάλη προσοχή και φροντίδα στο κοινό.
Για τη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Χίτλερ Το κρυφό ημερολόγιο του Χίτλερ. Φυλακές Λάντσμπεργκ, Νοέμβριος 1923 - Δεκέμβριος 1924 (εκδ. Πατάκη) του Χάρη Βλαβιανού.
Του Γιώργου Λαμπράκου
Πολιτικοί-στρατιωτικοί που άλλαξαν τον ρου της παγκόσμιας ιστορίας επηρεάζοντας κάθε κοινωνικό και πολιτισμικό τομέα δεν είναι δα και πολλοί: από τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Ιούλιο Καίσαρα μέχρι τον Ναπολέοντα, τον Στάλιν και τον Χίτλερ, όλοι τους υπήρξαν προσωπικότητες που λατρεύτηκαν και μισήθηκαν με ασίγαστο πάθος. Η ζωή και η δράση τους, ακόμα και τα όποια γραπτά τους, μελετούνται διαρκώς από τις κατοπινές γενιές σε μια προσπάθεια να γίνει κατανοητό πώς και γιατί ορισμένα πρόσωπα ξεχώρισαν αισθητά από το πλήθος, πήραν τη μοίρα αμέτρητων ανθρώπων στα χέρια τους –άνθρωποι που συχνά οι ίδιοι τούς την πρόσφεραν εν λευκώ, ποθώντας να βρουν τον εξουσιαστή τους– και τόσο συχνά τούς οδήγησαν στον όλεθρο. Η προϊούσα παγκοσμιοποίηση μετά τους Νέους Χρόνους φαίνεται μάλιστα σαν να έχει διευκολύνει την πλανητική επίδραση της δράσης ορισμένων χαρισματικών ολετήρων στην πολιτική ιστορία.
Για το μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου Η κρυφή πόρτα (εκδ. Μεταίχμιο)
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Σε αντίθεση με προηγούμενα έργα του, ο Αλέξης Πανσέληνος γράφει τώρα ένα πολύ απλό κείμενο, με μόλις δύο βασικά πρόσωπα και μια ομαλή, απρόσκοπτη, ρέουσα πλοκή. Αλλά αυτή η απλότητα υποβάλλει και μια δεύτερη ανάγνωση, ώστε να φανούν όσα λανθάνουν κάτω από το μαλακό χαλί της αφήγησης.
Για το μυθιστόρημα της Ευδοκίας Κιμωλιάτη Παράλληλοι κόσμοι (εκδ. Studio aMID).
Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Η Μαργαρίτα είναι μια από τις εκατομμύρια γυναίκες του κόσμου που ένιωσε να ακολουθεί μια μοίρα που δεν ήταν δική της. Τόλμησε να αποδράσει ή πίστεψε ότι απέδρασε. Η Μάσα, η κόρη που άφησε πίσω της, μεγαλώνει και την αναζητά. Φτιάχνει ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστεί η μητέρα της, απευθύνεται σ’ εκείνην νοητικά, κυρίως μέσω ενός μπλογκ, αλλά και από άλλες ηλεκτρονικές διόδους που καθρεφτίζουν τα ανάμικτα συναισθήματά της: την άκρατη αγάπη και τον θαυμασμό αλλά και το κενό που έχει δημιουργήσει μέσα της η αίσθηση της απώλειας και της εγκατάλειψης. Η μάνα – Μαργαρίτα, άφησε τον πατέρα – άντρα της και την κόρη της Μάσα (13χρονη) κι έφυγε στο Παρίσι να γίνει συγγραφέας. Ζει στο δωμάτιο 046, στις πίσω αυλή ενός 5ορόφου κτηρίου στο ανατολικό Παρίσι. Ο πατέρας εμφανίζεται ως μορφή σποραδικά στην αφήγηση. Κυριαρχεί η μορφή της μάνας.
Για τη συλλογή διηγημάτων της Φωτεινής Βασιλοπούλου Για μια χούφτα ζωή (εκδ. Γαβριηλίδη).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Το ελληνικό διήγημα έρχεται σαν πεζή συνέχεια του δημοτικού τραγουδιού, με το λυρισμό του τραγουδιού, την αφηγηματικότητά του, την υπαινικτικότητά του, τα γυρίσματα που ’χει το τραγούδι, την απουσία ψυχολογίας που την αντικαθιστά εδώ η πράξη η ίδια – και περίπου το μόνο ένα θέμα στο ελληνικό διήγημα, έτσι, είναι ο θάνατος, ως στερνή πράξη που καταλύει τη ζωή και ταυτόχρονα την καταυγάζει. Στη δυτική σκέψη από ’να σημείο κι έπειτα είναι κυρίαρχη η άρνηση του θανάτου, όσο είναι κυρίαρχη στη σκέψη της Ανατολής η αποδοχή του. Με την άρνηση του θανάτου, ανθεί η ψυχολογία, οι άνθρωποι αναλύονται μέχρι κεραίας –τα κίνητρά τους, τα κρυφά τους ελατήρια– και γεννιέται έτσι η πλατιά λαβυρινθώδης αφήγηση που είναι η κοίτη του μυθιστορήματος. Στον αντίποδα, η ελληνική πεζογραφία είναι εκ των πραγμάτων βραχύλογη, προφταίνει εντέλει να ολοκληρωθεί στη μικρή φόρμα του διηγήματος, και δεν αναλύει μα συγκεφαλαιώνει, δεν ψυχολογεί αλλά λέει, τα πρόσωπα είναι προσωποποιημένες πράξεις, και μέγιστη πράξη γιατί αναιρεί κάθε άλλη είναι ο θάνατος.
Για το αστυνομικό μυθιστόρημα του Αντώνη Γκόλτσου Η αφιέρωση (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ανάμεσα στις σημαίνουσες διαφορές του νουάρ από τα (υπόλοιπα) αστυνομικά μυθιστορήματα είναι αφενός η φύση του ερευνητή, που δεν είναι ντετέκτιβ αλλά συχνά το ίδιο το θύμα, και αφετέρου η ατμόσφαιρα που προσεγγίζει το θρίλερ και αποπνέει φόβο και απειλή. Το νουάρ βλέπει τον κίνδυνο από μέσα και μυεί στο κλίμα του τον αναγνώστη, που συν-κινδυνεύει νοερά και ψυχολογικά όσο κι ο πρωταγωνιστής.
Για το μυθιστόρημα της Μάνιας Διαμαντή Η κοιλιά της πέτρας (εκδ. Γαβριηλίδη).
Της Άντας Κατσίκη-Γκίβαλου
Δεκαετία του ’80, εποχή ανατάσεων, ελπίδας, αλλαγής, επιθυμίας εκπλήρωσης οραμάτων ατομικών και συλλογικών. Αυτό είναι το ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό κλίμα στο οποίο τοποθετείται η ιστορία των τριών μυθοπλαστικών ηρώων, της Εύας, του Ζώη και του Βιτάλι στο μυθιστόρημα της Μάνιας Διαμαντή. Όλοι τους θέλουν να αλλάξουν τη ζωή τους –τα ίδια τα ονόματά τους σημασιολογικά και συμβολικά συνδέονται με τη ζωή και την αναδημιουργική δύναμή της–, να υλοποιήσουν τα όνειρά τους, χωρίς τελικά να το καταφέρνουν, δέσμιοι όχι μόνο της ιδιαίτερης πατρίδας τους από την οποία προσπαθούν να δραπετεύσουν χωρίς να το κατορθώνουν, αλλά και όλου του βιωμένου πολιτισμού και των κοινωνικών δομών που τους καθορίζουν.
Για το αστυνομικό μυθιστόρημα του Δημήτρη Καπετανάκη Ας πέσουμε (εκδ. Εστία).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Το σκηνικό, σ’ αυτό το νέο βιβλίο του Δημήτρη Καπετανάκη, κινείται σε δύο επίπεδα· από τη μία το πραγματικό σκηνικό που είναι η Ύδρα με τα σοκάκια της, την απουσία αυτοκινήτων, την παρουσία πλουσίων με πολυτελή οικήματα κι από την άλλη το συμβολικό σκηνικό που είναι το σκάκι με τα άσπρα και μαύρα τετράγωνά του, με τα λευκά και μαύρα πιόνια, με τη στρατηγική σε άμυνα και επίθεση, με τον διωκόμενο βασιλιά και την παντοδύναμη βασίλισσα.
Για τη συλλογή διηγημάτων του Νίκου Παναγιωτόπουλου Γραφικός χαρακτήρας (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος του Γραφικού χαρακτήρα δεν είναι ο ίδιος με αυτόν του Γονίδιου της αμφιβολίας (Πόλις 1999) ή της Αγιογραφίας (Πόλις 2003). Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος του μυθιστορήματος δηλαδή δεν είναι ο ίδιος με αυτόν των τελευταίων διηγημάτων του παρόντα τόμου. Στη μεγάλη φόρμα, με υπομονή και πλατιά ματιά ο συγγραφέας έχτιζε επιμελώς τους ήρωές του και προέβαλλε μια ευρύτερη θέαση του κόσμου, ενώ εδώ στη μικρή φόρμα (είναι βεβαίως η φύση του διηγήματος τέτοια) εστιάζει στο πολύ μικρό, στο περιστασιακό και μέσω αυτού φωτογραφίζει εξήντα επτά βιώματα.
Συνοπτική παρουσίαση τεσσάρων συλλογών με διηγήματα, των Περικλή Σφυρίδη, Μάρτυς Λάμπρου, Αρχοντούλα Διαβάτη, Ηλία Παπαμόσχου.
Του Παναγιώτη Γούτα
Ο τόπος πάντα επηρεάζει τον εκάστοτε συγγραφέα στη γραφή του, ανεξάρτητα αν πρόκειται για γενέθλιο τόπο ή όχι. Άλλοτε ως φόντο κι άλλοτε ως δραστικό στοιχείο της αφήγησης, ο τόπος ενσταλάζει πάντα το χρώμα του, την ουσία του, τις μυρωδιές του, τις μνήμες του στο ύφος του συγγραφέα, κι εκείνος, με τη σειρά του, τον αποτυπώνει στο χαρτί μέσα από ιστορίες. Ο κανόνας, βέβαια, λέει πως ο τόπος γέννησης ή και διαβίωσης του συγγραφέα θα επηρεάσει και θα αποτυπωθεί στα κείμενα, σε βαθμό που να γίνεται ευδιάκριτος με την πρώτη ματιά από τον αναγνώστη. Οι συγγραφείς που μίλησαν και εξέφρασαν τόπους διαφορετικούς από εκείνους όπου πέρασαν τα παιδικά ή και τα εφηβικά τους χρόνια, είναι οι λαμπρές εξαιρέσεις. Δύο τέτοιες λαμπρές εξαιρέσεις που μου έρχονται πρόχειρα στον νου, ο Γιώργος Ιωάννου που, αν και Θεσσαλονικιός, περιέγραψε με μεγάλη παρατηρητικότητα και αποτύπωσε με μεγάλη ευαισθησία περιοχές της πρωτεύουσας, π. χ. την πλατεία Ομονοίας, αλλά και ο Δημήτρης Μίγγας, που, παρότι μη Θεσσαλονικιός στην καταγωγή, έγραψε θαυμάσια διηγήματα με φόντο τη Θεσσαλονίκη, στη σημαντική συλλογή διηγημάτων του «Της Σαλονίκης μοναχά…» (Μεταίχμιο, 2003), υπενθυμίζοντάς μας κάτι που πολλοί Θεσσαλονικείς το αγνοούμε ή και το λησμονούμε: Να βλέπουμε την πόλη μας από τη μεριά της θάλασσας…
Για τη συλλογή Λευκαδίτικα διηγήματα του Δημήτρη I. Σολδάτου (εκδ. Fagotto books)
Tου Μιχάλη Μακρόπουλου
Τα Λευκαδίτικα διηγήματα είναι ό,τι λέει ο τίτλος τους – ιστορίες της Λευκάδας, παλιές ή ακόμα παλιότερες, που ο Δημήτρης Σολδάτος τις άκουσε, ή τις έζησε ο ίδιος, και τις ξαναλέει εδώ με τον τρόπο του, με στόφα και μπρίο γνήσιου παραμυθά, μ’ «αφτί» που πιάνει το ρυθμό στο συνταίριαγμα των λέξεων. Σαν ποιητής –που μέχρι τώρα ήταν· τούτα δω είναι τα πρώτα του πεζά–, ο Σολδάτος είναι αμετανόητα παλαιομοδίτης: του σονέτου, του λογοπαίγνιου και του καθαρού νοήματος. Και αμετανόητα παλαιομοδίτης είναι και δω… ως και στη χρήση των θαυμαστικών! Όσο για το γλωσσικό του οπλοστάσιο, αντλεί από παντού: λευκαδίτικες φράσεις και λέξεις, λαϊκές αθυροστομίες, λίγη καθαρολογία πού και πού, η Αγία Γραφή. Τα λογοπαίγνια, που φέρνει μαζί του προίκα από τους στίχους του, έχουν και εδώ την τιμητική τους: όπως, για παράδειγμα, όταν στο καφενείο με τη «μυρωδιά του παστού ρέγγου και του αρμυρισμένου μπακαλιάρου» και με τα «μανεστριακά» (τα ζυμαρικά), κ.ο.κ., ο πιτσιρικάς Σολδάτος έβλεπε τις σοκολάτες ΙΟΝ και, δύο μαζί, έφτιαχναν ένα ΙΟΝΙΟΝ πέλαγος. Άλλες ιστορίες είναι θλιβερές χωρίς ωστόσο απαραίτητα να θλίβουν, άλλες είναι τρομαχτικές χωρίς μολαταύτα απαραιτήτως να τρομάζουν, και όλες, ανεξαιρέτως, είναι ψυχαγωγικές ψυχαγωγώντας πράγματι. Οι απιθανότητες, εξυπακούεται –όπως σε κάθε καλή ιστορία του είδους αυτού, που είναι και λίγο παραμύθι–, πάνε σύννεφο. Επιτροχάδην, εδώ, θα πω δυο λόγια για μερικά από τα διηγήματα, που μου ’μειναν στο νου μετά την ανάγνωση.
Για τη συλλογή διηγημάτων της Χρυσοξένης Προκοπάκη Λευκό μακρύ παλτό (και άλλες ιστορίες) (εκδ. Μανδραγόρας).
Του Μιχάλη Σπέγγου
Το έργο της Χρυσοξένης Προκοπάκη μας ταξιδεύει στον χρόνο, στο παρελθόν και στο μέλλον, με μια ιδιαίτερη μαεστρία. Τα διηγήματά της φεύγουν από τον ρεαλισμό για να συναντηθούν με τον σουρεαλισμό σε ένα ευτυχές για τον αναγνώστη αποτέλεσμα. Και ο τρόπος που το κάνει η συγγραφέας είναι άκρως συγκινητικός.
Για τη συλλογή διηγημάτων της Τίνας Κουτσουμπού Ο καινούργιος κι επτά ακόμη διηγήματα (εκδ. Γαβριηλίδη).
Του Γιώργου Δελιόπουλου
Αν ένα βιβλίο είναι κάτι παραπάνω από τον τίτλο του και ορισμένα γενικά στοιχεία, τότε δεν αρκεί να πούμε απλώς ότι ο Καινούργιος είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Τίνας Κουτσουμπού από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, μια συλλογή οκτώ διηγημάτων, οκτώ μικρών καθημερινών ιστοριών. Ας μη λησμονούμε ότι ένα βιβλίο είναι καμωμένο πάνω απ’ όλα με λέξεις, πίσω από τις οποίες ανασαίνουν και ζουν οι ήρωες των ιστοριών του, ενώ πίσω από τους λογοτεχνικούς ήρωες κρύβεται, ανασαίνει και σκέπτεται η ίδια η συγγραφέας.
Για το μυθιστόρημα του Βασίλη Δανέλλη Άνθρωπος στο τρένο (εκδ. Καστανιώτη)
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Βασική επιδίωξη της αστυνομικής λογοτεχνίας, τουλάχιστον στην κλασική της μορφή, είναι να ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από τον φόνο. Από το πρώτο λοιπόν μυθιστόρημα που έγραψε ο νεαρός συγγραφέας, τη «Μαύρη μπίρα» (Καστανιώτης, 2011) μέχρι τα διηγήματά του με αστυνομική δράση, ξεπροβάλλει αυτός ο προβληματισμός για την αλήθεια και τη δυνατότητα ανακάλυψής της μέσω της αξιοπιστίας των μαρτύρων.
Για τη συλλογή διηγημάτων του Παναγιώτη Κεχαγιά Τελευταία προειδοποίηση (εκδ. Αντίποδες).
Της Έλενας Μαρούτσου
«Η ποίηση είναι μια υπόθεση τόσο ακριβής όσο η γεωμετρία», έλεγε ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, δεινός κατασκευαστής ρεαλιστικών ψηφιδωτών της γαλλικής κοινωνίας της εποχής του, με άρτια –αν και πεζογράφος ο ίδιος– αίσθηση της ακρίβειας και της γεωμετρίας. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Παναγιώτης Κεχαγιάς, με τη συλλογή διηγημάτων του Τελευταία Προειδοποίηση (εκδ. Αντίποδες) δείχνει να αποδίδει κι αυτός στη γεωμετρία κεντρικό ρόλο στο χτίσιμο των ιστοριών του. Η θεματολογία και το ύφος του, βέβαια, μακράν απέχουν από τη σχολή στην οποία εντάσσεται η ρεαλιστική αφήγηση του μέγα Φλωμπέρ, ενώ συνειδητά ή ασύνειδα, θα έλεγα πως αρδεύονται απ’ την πηγή του ευρωπαϊκού μοντερνισμού.
Για το αστυνομικό μυθιστόρημα του Αντώνη Γκόλτσου Η αφιέρωση (εκδ. Μεταίχμιο).
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Ο 35χρονος Αλκιβιάδης Πικρός, ένας μοναχικός κι εμμονικός τύπος, είναι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ή όπως περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του: «Ήταν σίγουρος, μικρός πρέπει να είχε καταπιεί έναν μεγεθυντικό φακό, κάτι σαν το μαγικό ζουμί των Γαλατών. Τα έβλεπε όλα υπό κλίμακα, μεγαλύτερη ή μικρότερη και πάντως διαφορετική από όσο τα έβλεπαν οι άλλοι, εντόπιζε στροφές εκεί όπου όλοι έβλεπαν ευθείες, έφτιαχνε μικρές ιστορίες με ανθρώπους τυχαίους που συναντούσε στο δρόμο: Αυτή η κυρία με τα ψώνια, με αυτό τον κύριο που κούτσαινε· το παιδί που πούλαγε κουλούρια, με τον ζητιάνο που το 'βλεπε πεινασμένα· ένα περιστέρι που έτρεχε ανάμεσα στα αυτοκίνητα και που βαριόταν να πετάξει· ο τροχαίος που τηλεφωνούσε στο κορίτσι του την ώρα που μια θάλασσα πεζών περνούσε με κόκκινο. Το ίδιο κι όταν έπεφτε να κοιμηθεί. Αν δεν σκάρωνε μια μικρή ιστορία ήταν αδύνατο να τον πάρει ο ύπνος. Παραμυθάς από κούνια».
Για τη συλλογή ιστοριών Πρόστυχοι, εκστατικοί, ειλικρινά θλιμμένοι (εκδ. Απόπειρα) του Μάνθου Γιουρτζόγλου.
Του Σταύρου Σταυρόπουλου
Ο Jean Paul Sartre είχε πει ότι «με το να δίνει κανείς ονόματα στα πράγματα τα δείχνει, και δείχνοντάς τα, τα αλλάζει». Πώς ονομάζει όμως κανείς τα πράγματα; Κατ’ εμέ, γράφοντάς τα και έτσι, αναγκάζοντάς τα να συμβούν.
Για τη συλλογή διηγημάτων του Κίμωνα Θεοδώρου Μερικοί το λένε αγάπη (εκδ. Φαρφουλάς).
Της Εύης Λαμπροπούλου
Η αγάπη μερικές φορές είναι το να διαβάζεις Τσιφόρο σ' ένα μνήμα, μερικές φορές είναι το να κομματιάσεις τον άλλον κυριολεκτικά ή μεταφορικά, και μερικές άλλες το να τριγυρνάς αγκαλιά με έναν ντραγκ-ντήλερ στο γκέτο της πόλης.
23 Ιανουαρίου 2025 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Δέκα εξαιρετικά μυθιστορήματα μεταφρασμένης πεζογραφίας (για την ακρίβεια, εννιά + μία συλλογή με νουβέλες) που αναμένουμε να διαβάσουμε το επόμενο διάστημα. Γράφει ο
12 Δεκεμβρίου 2024 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα: Εκατό καλά λογοτεχνικά βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2024 από τα πολλά περισσότερα που έπεσαν στα χέρια μας, με τη μεταφρασμένη πεζογρα