Για το μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου «Μπαρόκ» (εκδ. Καστανιώτη).
Του Διονύση Μαρίνου
Μπαρόκ είναι η επικράτεια των παθών· ο καταλύτης του συναισθήματος. Μπαρόκ είναι το παράδοξο που γίνεται ορθολογικό. Το ασυνήθιστο που όταν το κατεργαστεί έμπειρο χέρι, και με την επίρρωση των συμβολισμών, μπορεί να καταστεί δράμα υψηλής αισθητικής. Μπαρόκ είναι το ορατόριο μιας ζωής που αναζητεί την απαρχή της. Είναι οι μείζονες και οι ελάσσονες κλίμακες που πηγαινοφέρνουν τις ημέρες των ανθρώπων σε ένα αδιάπτωτο συναισθηματικό roller-coaster. Μπαρόκ είναι η Πτώση του Ανθρώπου του Ρούμπενς, τα Κατά Ματθαίον Πάθη του Σεβαστιανού Μπαχ. Μπαρόκ είναι το αίσθημα δέους και μεγαλείου που αισθάνεσαι μπρος το εύρος των περασμένων που συνθέτουν αυτό που ονομάζουμε παρελθόν κι όμως είναι συνεχώς ενεργό και σημαίνον σαν παρόν που επείγει. Μια ρωσική παροιμία λέει πως το μόνο σίγουρο είναι το μέλλον, το παρελθόν μεταβάλλεται. Και τούτη η μεταβλητή συνθήκη είναι που το καθιστά σπάνιο και σημαντικό.
Μια αντίστροφη γραμμικότητα που έχει το πλεονέκτημα να γνωρίζει πού έφτασε, αλλά συνάμα επιθυμεί να επανεφεύρει την εκκίνησή του. Αυτό ακριβώς είναι το Μπαρόκ: μια δεύτερη γέννηση του εαυτού. Μια νέα, περισσότερο υποψιασμένη, διόπτευση του είναι.
Μπαρόκ, εντέλει, είναι το νέο μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου με ηρωίδα την ίδια (!). Εξαρχής η σύμβαση της μυθοπλασίας και της αυτοβιογραφίας καταλύονται από τη συγγραφέα. Δεν διστάζει να υπονομεύσει σκοπίμως και τις δύο εκδοχές. Έτσι, πότε δίδει το έναυσμα στα προσωπικά σημάδια να μαρκάρουν την ιστορία και πότε αφήνει τη σαγήνη της μυθοπλασίας να παραμορφώσει στοιχεία και καταστάσεις. Το αποτέλεσμα είναι ιδιαζόντως ενδιαφέρον, καθώς κινείται σε μια ενδιάμεση οδό δίχως όμως να αμφιρρέπει για το πού ακριβώς επιθυμεί να γείρει.
Η Μιχαλοπούλου κινείται με τα ανάποδα βήματα του κοντορεβιθούλη που διαβαίνει τον δρόμο του προς τα πίσω. Μια αντίστροφη γραμμικότητα που έχει το πλεονέκτημα να γνωρίζει πού έφτασε, αλλά συνάμα επιθυμεί να επανεφεύρει την εκκίνησή του. Αυτό ακριβώς είναι το Μπαρόκ: μια δεύτερη γέννηση του εαυτού. Μια νέα, περισσότερο υποψιασμένη, διόπτευση του είναι. Η ύστερη γνώση, και σίγουρα η επιβεβαίωση του τι έγινε και πώς έγινε, βοηθάει μεν, αλλά δεν φτάνει για να συνενώσει όλα τα κομμάτια που συνθέτουν την ηρωίδα και τον καθένα μας ξεχωριστά. Ίσως διότι η πολυπλοκότητα του εαυτού μας (πολλά πρόσωπα μέσα σε ένα) ζητάει μια συνεχή επαλήθευση της ιδιάζουσας συνοχής του. Κάπως έτσι δεν προέκυψε, άλλωστε, και το 4321 του Όστερ;
Το βιβλίο εκκινεί από το κεφάλαιο 50 που αντιστοιχεί στο σήμερα και οι αριθμοί, κεφάλαιο το κεφάλαιο, μειώνονται στάγδην για να φτάσουμε στο κεφάλαιο (και χρόνο) μηδέν. Τότε που ξεκινούν τα πάντα με το κλάμα της γέννας. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν αναζητείται τι συνέβη στο τέλος, αλλά πώς άρχισαν όλα. Όπως πολύ σωστά αναφέρει και η ίδια η συγγραφέας, εδώ δεν έχουμε να διαχειριστούμε ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, αλλά ανηλικίωσης. Το ζητούμενο δεν είναι το πώς ανδρώνεται ο πρωταγωνιστής, ποια στοιχεία καθόρισαν την ωρίμανσή του, ούτε ποιες σταθερές έχτισε μέσα του για να μπει πλησίστιος στον κόσμο των μεγάλων. Όλα τούτα είναι, εν πολλοίς, κατακτημένα και δεδομένα. Η ηρωίδα (ας την ονομάσουμε έτσι για την οικονομία του κειμένου) στέκει από το βάθρο των 50 ετών ζωής και παρατηρεί την τεθλασμένη πορεία της. Τις πιεστικές ανάγκες που προέκυψαν, τα όνειρα που ευοδώθηκαν και τα άλλα που ματαιώθηκαν. Τις άλογες παρορμήσεις της αγάπης, αλλά και την τρωτή δύναμη που διέθεταν. Το μικρό κορίτσι που ζωγράφιζε καλά και κάποια μέρα θα προσέφερε πολλά στην τέχνη, μεγάλωσε, έγινε δημοσιογράφος, έκανε το συγγραφικό της όνειρο πραγματικότητα, άνοιξε τα φτερά της εκτός της ημεδαπής, έζησε μια ζωή έντονη στο Βερολίνο, γνώρισε τον άνδρα της ζωής της, έκανε παιδί μαζί του (από κορίτσι έγινε αίφνης μαμά) και μέσα σ’ αυτούς τους στροβιλισμούς που μόνο το άγραφο χαρτί της βιωτής μπορεί να προσφέρει, προέκυψαν απώλειες και προσθέσεις – αναπόφευκτο, αν κοιτάζει κανείς τη γραμμικότητα μιας ζωής που μόνο ευθεία δεν είναι.
Η Μιχαλοπούλου αφήνει να μιλήσουμε όλοι οι «εαυτοί» της, έτσι όπως ήταν (ή όπως η μυθοπλασία τούς δημιουργεί εκ νέου) τη συγκεκριμένη ηλικία. Τούτο προσφέρει μια ποικιλομορφία εκφράσεων, τονισμών και τροπισμών στην αφήγηση. Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, έτσι όπως μεταφερόμαστε σε κάτι που έχει γίνει και η ηρωίδα το γνωρίζει ήδη, αλλάζει η εκφορά, το μέγεθος της υπαρξιακής διερώτησης, τα ζητήματα που πρέπει να διευθετηθούν, οι ιεραρχήσεις που πρέπει να μπουν.
Ο Χέμινγουεϊ έλεγε πως είναι επικίνδυνο να ζεις έξω από τον εαυτό σου. Το ίδιο επικίνδυνο, όμως, είναι να νομίζει κανείς πως είναι μονίμως μέσα στον πυρήνα της ύπαρξής του. Πάντα κάτι διαφεύγει. Τα ελάχιστα συχνά γίνονται μείζονα και τα σημαντικά χάνουν το κύρος τους.
Ο Χέμινγουεϊ έλεγε πως είναι επικίνδυνο να ζεις έξω από τον εαυτό σου. Το ίδιο επικίνδυνο, όμως, είναι να νομίζει κανείς πως είναι μονίμως μέσα στον πυρήνα της ύπαρξής του. Πάντα κάτι διαφεύγει. Τα ελάχιστα συχνά γίνονται μείζονα και τα σημαντικά χάνουν το κύρος τους. Γι’ αυτό και η λογοτεχνία έρχεται να καλύψει όλα αυτά τα κενά με τη δραστικότητα των λέξεων και την πολυδιάστατη υφή των νοημάτων που σχηματίζουν. «Η αυτοβιογραφία είναι το πρόσχημα. Εγώ – μα δεν θα είμαι εγώ» αναφέρει στο βιβλίο η Μιχαλοπούλου. Ναι, κάπως έτσι αρθρώνεται το μυθιστόρημα. Με ένα υδραργυρικό εγώ που άλλοτε γίνεται εσύ ή αυτή (παίζει μονίμως με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και την απεύθυνση σε δεύτερο και τρίτο πρόσωπο). Θα μπορούσε να πει κανείς πως έχουμε να κάνουμε και με ένα συγγραφικό παιχνίδι (σαν αυτά που σκαρφίζεται ο ευφυής Ισπανός συγγραφέας Ενρίκε Βίλα-Μάτας) όπου ο ήρωας είναι ο συγγραφέας, αλλά και το ανάποδο. Γράφει η Μιχαλοπούλου: «Θέλω να ζήσω μέσα σ’ ένα βιβλίο, χωρίς να ξέρω ότι ζω σε ένα βιβλίο, και μετά να γράψω αυτό το βιβλίο». Πόσο Μπορχεσιανό!
Ήδη, όμως, από τα 19 της χρόνια συνθέτει ένα ποιητικό σπάραγμα, το οποίο, χρόνια μετά, θα αποτελέσει την ουσιαστική ερμηνεία αυτού του βιβλίου: «Θεέ μου, ξερίζωσέ με από τον εαυτό μου / Και επίτρεψέ μου να είμαι εγώ / Χωρίς να είμαι εγώ». Το δίπολο ταυτότητα/ετερότητα, το παιχνίδι των ρόλων και των εαυτών είναι που χρησιμοποιεί η Μιχαλόπουλου. Σαν να μας κλείνει το μάτι και ταυτόχρονα να κάνει και μια ενδιαφέρουσα στροφή στη μέχρι τώρα πορεία της.
Κατά μια έννοια, το συγκεκριμένο βιβλίο εξηγεί γιατί και πώς προέκυψαν όλα τα προηγούμενα. Τι ώθησε το μικρό κορίτσι να γίνει συγγραφέας και τι αμυχές, απώλειες, απωθημένα, ανεκπλήρωτα και όνειρα κουβάλησε ως εδώ που έχει φτάσει. Δεν είναι ακριβώς μια ματιά στην «κουζίνα» του συγγραφέα, αλλά μια πανοραμική θέα του ίδιου του δημιουργού. Με ή χωρίς την τέχνη του. Με το δέρμα, το μυαλό, τις σκέψεις και τα γεγονότα του. Όχι ακριβώς όπως έγιναν, αλλά όπως τοποθετούνται στην ενδιάμεση περιοχή της μυθοπλασίας.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΝΤΑΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ