Για το μυθιστόρημα του Μάκη Μαλαφέκα «Δε λες κουβέντα» (εκδ. Μελάνι).
Του Διονύση Μαρίνου
Δράση που δεν σε αφήνει να την αφήσεις, ήρωες bigger-than-life, θελκτικά κορίτσια, παράξενοι και μυστηριώδεις «κακοί» που συνταιριάζουν το δαιμονικό με το ευφυές, εξωτικά μέρη ή άλλα που δεν εγγράφονται σε ένα καθαρογραμμένο αστικό τοπίο. Αυτή είναι, ακροθιγώς, η δοσολογία για να γράψει κανείς ένα κλασικότροπο pulp μυθιστόρημα.
Η γυμνή γυαλάδα της pulp λογοτεχνίας, επειδή ακριβώς δεν ακκίζεται, δείχνει αλλά δεν είναι ανεπεξέργαστη, δεν είναι κακορίζικη και υποτάσσεται σε δικούς της νόμους, διαβάζεται σήμερα όχι ως απομεινάρι, αλλά ως εξαίσια εντρύφηση σε έναν αλλότροπο κόσμο.
Pulp είναι ο πολτός – εν προκειμένω ο χαρτοπολτός. Τα βιβλία αυτής της κατηγορίας εμφανίστηκαν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Ήταν τυπωμένα σε φτηνό χαρτί, το εξώφυλλο ήταν ανάλογης αισθητικής και ο επίδοξος αναγνώστης είχε πάντα ένα δίλημμα: αν με τα κέρματα που είχε στο πορτοφόλι του θα αγόραζε το βιβλίο ή θα ψώνιζε ένα κουτάκι μπίρα. Θα περίμενε κανείς οι συγγραφείς αυτών των βιβλίων να είναι τίποτα χαροκαμένοι τύποι που δεν βρήκαν στον (εκδοτικό) ήλιο μοίρα και το έριξαν στη φτήνια. Ή, άλλοι δυστυχείς low profile πρωτόπειροι που έβλεπαν από μακριά τη μεγάλη αίθουσα της λογοτεχνίας. Καμία σχέση. Εκτός αν θεωρούμε τον Μαξ Μπροντ, τον Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ, τον Λάβγκραφτ, φυσικά τον Τσάντλερ και τον Χάμετ και τον Μπράντμπερι συγγραφείς ήσσονος σημασίας.
Είναι αξιοσημείωτη η δύναμη και η δημιουργικότητα με την οποία εμβολιάστηκε το σώμα της αμερικανικής λογοτεχνίας (κυρίως) με το συγκεκριμένο είδος. Μπορεί για τους καθαρογράφους να αποτέλεσε μια παραφυάδα που μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε να χάνει την αίγλη του, για όλους τους υπόλοιπους όμως, που έβλεπαν τη μεγάλη εικόνα, έδωσε έμπνευση και ιδέες όχι μόνο στην αστυνομική λογοτεχνία, αλλά ομοίως στον κινηματογράφο και τη μουσική. Ήταν μέρος μιας ποπ κουλτούρας, μια λαϊκή εκδοχή ανάγνωσης, μια γνήσια πρόθεση να ξεφύγει κανείς από τα παραδεδεγμένα. Η γυμνή γυαλάδα της pulp λογοτεχνίας, επειδή ακριβώς δεν ακκίζεται, δείχνει αλλά δεν είναι ανεπεξέργαστη, δεν είναι κακορίζικη και υποτάσσεται σε δικούς της νόμους, διαβάζεται σήμερα όχι ως απομεινάρι, αλλά ως εξαίσια εντρύφηση σε έναν αλλότροπο κόσμο.
Αν πάλι δεν φτάνουν όλα αυτά υπάρχει το μυθιστόρημα του Τσαρλς Μπουκόβσκι με τον εύγλωττο τίτλο Pulp (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο) να δώσει εξηγήσεις. Πρόκειται για ύστερο έργο, μακριά από την εποχή που γεννήθηκε το είδος, όμως ο Χανκ, με τον δικό του τρόπο, ομνύει στους μεγάλους, αλλά βέβαια τους βγάζει και τη γλώσσα σκαρώνοντας ένα αντί-pulp μυθιστόρημα χρησιμοποιώντας όλους τους κώδικες. Μετέρχεται τα κόλπα και τις ιδέες των προηγουμένων και δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, με τελικό σκοπό να φτιάξει ένα δικό του υβρίδιο, απόλυτα συναφές με το στιλ του. Το αποτέλεσμα είναι pulp, αλλά και δεν είναι. Από τον δικό του ερειπιώνα, έτσι όπως έκανε πάντα, ανασύρει υλικά που χρησιμοποιεί κατά το δοκούν. Ρίχνει τις ίδιες μπουνιές, αλλά με διαφορετικό σύστημα.
Μπορεί ο Κρόκος να μην είναι ντετέκτιβ με την τρέχουσα έννοια του όρου, μπορεί να μη φέρει τόσο ευδιάκριτα το χνάρι του loser ή του ευρηματικά κυνικού, όμως, κρατάει μέσα του θερμή μια εμπειρία που αποκτήθηκε κοπιωδώς (γράφοντας, πίνοντας, κάνοντας σεξ, ακούγοντας τζαζ) και η οποία, πάλι κατά το δοκούν, γίνεται τέλεια ενσάρκωση της πραγματικότητας.
Το σίγουρο είναι ότι ο Μιχάλης Κρόκος, ο κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα του Μάκη Μαλαφέκα Δε λες κουβέντα, έχει διαβάσει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Ο Κρόκος είναι ένας άλλος Νίκι Μπιλέιν (ο ήρωας του Μπουκόφσκι στο Pulp) εν προόδω. Μπορεί να μην είναι ντετέκτιβ με την τρέχουσα έννοια του όρου, μπορεί να μη φέρει τόσο ευδιάκριτα το χνάρι του loser ή του ευρηματικά κυνικού, όμως, κρατάει μέσα του θερμή μια εμπειρία που αποκτήθηκε κοπιωδώς (γράφοντας, πίνοντας, κάνοντας σεξ, ακούγοντας τζαζ) και η οποία, πάλι κατά το δοκούν, γίνεται τέλεια ενσάρκωση της πραγματικότητας. Βέβαια, η δική του πραγματικότητα απέχει αρκετά από αυτή του μέσου κατοίκου της Αθήνας.
Είμαστε, λοιπόν, στην Αθήνα, την περίοδο όπου η περιώνυμη «Ντοκουμέντα» ήρθε στα μέρη μας για να πάρει μια εσάνς της ελληνικής κρίσης, η οποία όμως είχε περάσει σε φάση pause mode. Ήρθε να συλλέξει τη δυναμική μιας παλλόμενης κοινωνίας και συνάντησε μια ληθαργική πολιτεία ατόμων που ήταν κλεισμένη στα σχοινιά επί χρόνια και αποφάσιζε να κάνει ένα μικρό μπρέικ από τον πυγμαχικό αγώνα. Είμαστε σε μια Αθήνα που βράζει από τη ζέστη: λιωμένη Κόλαση, ιδρώτας, προϊούσα αποσύνθεση κι όλα αυτά περιχαρακωμένα, εγκλωβισμένα μέσα σε μια φούσκα υδατοστεγή και αδιαπέραστη. Ως τη στιγμή που φτάνει ο Κρόκος από το Παρίσι, έτοιμος να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο για τον Κολτρέιν και συνειδητοποιεί πως στην πόλη του έχει επισυμβεί μια επίθεση τέχνης. Μόνο που αυτός δεν σκαμπάζει από τέτοια πράγματα. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να κανονίσει την παρουσίαση του βιβλίου του, να παίξει λίγο στην μπάρα των ναών του οινοπνεύματος και να χώσει μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα, κατά τον Νίκο Νικολαΐδη.
Εδώ ακριβώς είμαστε: γι’ αυτή τη στεκιά, ή για τις πολλές στεκιές, μπλέκει σε μια ιστορία που μπορεί να έχει μια κάποια αρχή, αλλά το τέλος της κρύβεται κάτω από στοιβάδες μυστηρίου, πολεμικής, ανώνυμων διαδρομών χρήματος, υπόγειων περιελίξεων στον χώρο της τέχνης και της κυβερνητικής. Τέλος ατελεύτητο τον περιμένει στον λαβύρινθο που αποφάσισε να μπει. Διότι, εν πολλοίς το αποφάσισε και εν μέρει τού προέκυψε. Για τον Κρόκο, η εμφάνιση της θελκτικής Κρις σε ένα μπαρ είναι το κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες και τον καλωσορίζει το σκοτάδι του παρασκηνίου. Από εκείνη τη στιγμή κι ύστερα αρχίζει να καταδύεται χωρίς φρένα, αλλά με πολλούς περισπασμούς, σε μια σπείρα γεγονότων που άλλα τα ανακαλύπτει μόνος του, άλλα του εμφανίζουν όλη την κρυπτική τους χάρη, βάζοντάς τον στη διαδικασία να βγάλει από τη μύγα ξίγκι, κι άλλα έρχονται κατά πάνω του με επιθετικό τρόπο. Ας πούμε πως όλα ξεκινούν με την Κρις και έναν ερασιτεχνικό πίνακα που έκλεψε. Κάτω από τις στρώσεις των χρωμάτων του πίνακα υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες που έχουν να κάνουν με τις γκρίζες ζώνες της «Ντοκουμέντα», του εμπορίου τέχνης και της μάχης χαρακωμάτων που δίνουν οι Γερμανοί με τους Αμερικανούς. Ακούγεται λίγο βαρύγδουπο, αλλά είπαμε: ο Κρόκος είναι bigger than life. Ακριβώς όπως πρέπει να είναι ο ήρωας ενός pulp μυθιστορήματος. Το βιβλίο του Μαλαφέκα είναι της μιας ανάσας, του ενός γύρου θανάτου, του ενός καλού ντιρέκτ που δικαιούσαι να δώσεις για να πάρεις τον αγώνα με νοκ άουτ. Δεν είναι ασθματικό βιβλίο, είναι επικινδύνως γοργό. Γοργό αλλά όχι πρόχειρο.
Ο Μαλαφέκας έχει διαβάσει pulp, το κλασικότροπο, αλλά και την εκδοχή του Μπουκόφσκι. Κλείνει προς τη δεύτερη. Τουτέστιν: χρησιμοποιεί όλα τα συμφραζόμενα, τα κλισέ, τους αρμούς και τους κόμπους που συνθέτουν μια τέτοια πλοκή κι αντί να παίξει ως ευπειθής παίκτης με τους κανόνες του παιχνιδιού, τους δίνει μια και τους ανακατεύει.
Ο Μαλαφέκας έχει διαβάσει pulp, το κλασικότροπο, αλλά και την εκδοχή του Μπουκόφσκι. Κλείνει προς τη δεύτερη. Τουτέστιν: χρησιμοποιεί όλα τα συμφραζόμενα, τα κλισέ, τους αρμούς και τους κόμπους που συνθέτουν μια τέτοια πλοκή κι αντί να παίξει ως ευπειθής παίκτης με τους κανόνες του παιχνιδιού, τους δίνει μια και τους ανακατεύει. Κοιτώντας διά πλαγίου τρόπου το υλικό του και με διάθεση να το διαχειριστεί παράδοξα, ο Μαλαφέκας καταφέρνει να είναι μέσα στο παιχνίδι και ταυτοχρόνως πέριξ αυτού. Ναι, υπάρχει μπόλικη δράση, ανατροπές, ωραίες γυναίκες, ίντριγκα, κατασκοπεία νέου τύπου, ποτά και ναρκωτικά όλων των ειδών, ένα ταξίδι στην Ύδρα, μια Αθήνα που είναι μια πόλη σε αναμονή, η «Ντοκουμέντα» που λειτουργεί ως υπόβαθρο, η μουσική τζαζ που δρα υπογείως και κανοναρχεί τον ρυθμό του μυθιστορήματος, αρκετοί διάλογοι εμπρηστικής ισχύος, κοφτοί σαν ξυραφιές. Υπάρχουν περιγραφές που έχουν κινηματογραφική υφή, χρωματισμοί κιαροσκούροι, μυστήριο που εντείνεται, κυνισμός, αλλά και μια παιγνιώδης διάθεση που φτάνει ακόμη και στα όρια της δηκτικής σάτιρας.
Τέλος, υπάρχει μια πανίδα ηρώων που καθένας τους θα μπορούσε –υπό συνθήκες– να είναι ο κεντρικός ήρωας ενός άλλου μυθιστορήματος. Από λαϊκές φιγούρες των αθηναϊκών δρόμων έως μύστες της σύγχρονης τέχνης κι από γυναίκες ηλιοτρόπια σε άνδρες με την αίσθηση του φιάσκου στα μάτια. Ο Μαλαφέκας παίζει μποξ με όλους. Τους βάζει στο τερέν του χαρτιού και τους ανακατώνει για να τους φέρει βόλτα. Δεν είναι εύκολοι αντίπαλοι. Ειδικά ο Κρόκος είναι άπιαστο πτηνό. Είναι κομμένος και ραμμένος για να σου μείνει στο μυαλό. Για τη διαφορετικότητά του, για τον αντεστραμμένο ηρωισμό του, για την σαν εκδοχή παγόβουνου φυσιογνωμία του (βλέπεις μια κορυφή, αλλά από κάτω υπάρχει ένας ολόκληρος όγκος αδιαφανής).
Αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι η Αθήνα μπορεί να γίνει εξαιρετικό stage όχι μόνο για κοινωνικές ή άλλες επικολυρικές ιστορίες, αλλά και για καθαρόαιμες διαπλοκές δράσης. Το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα Ελλήνων συγγραφέων που τοποθετούν την ιστορία τους στο σήμερα, στους δρόμους που όλοι περπατάμε και γνωρίζουμε και τα καταφέρνουν, δεν είναι τυχαίο. Μπορεί στο Δεν λες κουβέντα να μην έχουμε να κάνουμε με αστυνομική λογοτεχνία, όμως η ιδέα και το σχήμα είναι εδώ.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.