
Για το βιβλίο της Δάφνης Μαρίας Γκυ-Βουβάλη «Της Κάλυμνος κύματα και παραμύθια» (εκδ. Κοράλι).
Του Μάριου Μιχαηλίδη
Η Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη, γνωστή ήδη από τη θητεία της στη δημοσιογραφία, ακολουθεί μια εξελικτική πορεία στον χώρο της λογοτεχνίας. Τα τελευταία επτά χρόνια καταγράφονται στο ενεργητικό της τέσσερις ποιητικές συλλογές, οι οποίες διακρίνονται για τη θεματική πρωτοτυπία και την ποιότητα των εκφραστικών επιλογών, στοιχείο που έχει επισημανθεί από την κριτική.
Πρόκειται για κείμενα στα οποία προεξάρχει ένας άκρατος λυρισμός που απλώνεται σε έναν υπέροχο καμβά εκφραστικών σχημάτων, με τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές να χτίζουν ένα αμάλγαμα πολυποίκιλων εικόνων.
Το πρόσφατό της έργο Της Κάλυμνος κύματα και παραμύθια το συναποτελούν δεκαοκτώ κείμενα, που προσδιορίζονται από την ιδιαίτερη σχέση της εντοπιότητας και των παραδόσεων. Από αυτά, τα δεκαέξι κείμενα είναι υψηλής στάθμης λυρικές αφηγήσεις, ενώ τα δύο είναι εκτεταμένα ποιήματα. Το κάθε κείμενο, εναρκτικά συνοδεύεται και από ένα μικρό στιχούργημα που κάθε φορά υπέχει ρόλο προμετωπίδας και το οποίο, διαδοχικά, τιτλοφορείται με τα ονόματα «Ο θρύλος», «Το δοιάκι».
Με αυτά τα δεκαοκτώ κείμενα η Καλύμνια συγγραφέας κατορθώνει να μεταπλάσει τους θρύλους και τα παραμύθια της ιδιαίτερης πατρίδας της σε μια σύγχρονη γραφή. Για τον σκοπό αυτό επιστρατεύει τα γνωστά σ’ αυτήν σύνεργα της ποίησης, με συνέπεια το αποτέλεσμα να τη δικαιώνει. Οι θρύλοι και τα παραμύθια του νησιού, ζυμωμένα με τη μαγεία του χώρου, μοιάζουν κι αυτά μαγικά, αφού δίνουν την εντύπωση πως φτάνουν ίσαμε με μας, διαπλέοντας την ανοιχτοσύνη του πελάγου πάνω σε ράχες δελφινιών. Πρόκειται, λοιπόν, για κείμενα στα οποία προεξάρχει ένας άκρατος λυρισμός που απλώνεται σε έναν υπέροχο καμβά εκφραστικών σχημάτων, με τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές να χτίζουν ένα αμάλγαμα πολυποίκιλων εικόνων. Ασφαλώς, δε θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Όταν η πρόκληση του ερεθίσματος συνυφαίνεται με ποιητικά συστατικά, ανάλογο πρέπει να είναι και το αποτέλεσμα. Και αυτόν τον κανόνα τον σέβονται οι συγγραφείς.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στη γραφίδα της Δάφνης, η αγάπη και ο θαυμασμός για τη γενέθλια γη, την Κάλυμνο, μεταβάλλονται σε υπέροχο ταξίδι μιας μαγευτικής περιδιάβασης, που προλογικά αρχίζει με το αφήγημα «Η Κόρη των βράχων». Η μυσταγωγία του ανεκπλήρωτου έρωτα της Πόθας, που ζει στην αντικρινή Τέλενδο, μεταβάλλεται για την ίδια σε ταξίδι στη χώρα των αγγέλων: «Δεν είχε σκιάχτρο η βροχή, ούτε αλάφιασμα η μαυρίλα. Ποτάμι ήταν ο έρωτας, που ’γινε καταιγίδα. Καρδιά γονατισμένη που την έσφαζε ο γιαλός και την έπνιγε το κρίμα». Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα προεξαγγελτικό κείμενο που εισάγει τον αναγνώστη στο πνεύμα και το ήθος του συγκεκριμένου έργου. Πράγματι, μετά από αυτό ανοίγει ο κύκλος της περιδιάβασης με το αφήγημα «Η άφιξη» (Το χάραμα). Η φωνή του πρωτοπρόσωπου αφηγητή είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Η Δάφνη Μαρία Γκυ περιγράφει το φτάσιμο στην αγαπημένη Κάλυμνο, στο λυκαυγές μιας καλοκαιρινής μέρας: «Μέσα στο βαθύ το χάραμα, μες στον μπλαβί ουρανό θα δέσει το καράβι στο λιμάνι και θα ’ναι οι δρόμοι αδειανοί (…) και τα σπιτάκια χαμένα μέσα στα όνειρά τους. (…) Η νύχτα φεύγει με χλωμή ασημόσκονη (…) και το γαλάζιο άνοιγμα στο διάφανο πρωινό, αρθρώνει “καλημέρα”».
Στην εξέλιξη, ακολουθούν επί μέρους αφηγήσεις, με τις οποίες η συγγραφέας αναπλάθει, με ιδιαίτερη αγάπη και σεβασμό, εκλεκτές πλευρές της παραδοσιακής τοπιογραφίας της Καλύμνου. Στέκομαι με συγκίνηση στην «Παναγιά των Μυρτιών», όπου περιγράφεται μια συγκλονιστική σκηνή γνήσιας αγάπης και ανθρωπιάς. Ο Τούρκος από την αντικρινή ακτή της Μικρασίας συναδελφώνεται με έναν Έλληνα Καλύμνιο, χαρίζοντάς του έναν μύρτο που –καθώς διαβάζουμε στο κείμενο– «έκλεινε μέσα του όλα τα όνειρα τ’ ουρανού». Και όταν αυτός το φύτεψε, «μοσχοβόλησε ο τόπος μύρτο και σηκώθηκε η Παναγιά να βαδίσει πάνω στα άνθη του. Αντιφέγγισε η Μικρασία Χριστιανοσύνη, κι αντήχησε το Αιγαίο ψαλμουδιές». Εκεί όμως που κορυφώνονται η ευωδιά και τα χρώματα της δύσης είναι το περιγραφικό αφήγημα «Το άνοιγμα στο φως»: «Πλέω. Μπροστά μου πάλι εκείνο το άνοιγμα, ο ρους του ποταμού, η εκβολή, το παράθυρο της ψυχής μου (…) το ορεινό κουκούλι της Τελέντου αγνάντια μου, η μορφή της Πόθας σκαλισμένη με χίλια πετράδια στο λαιμό από τη μια πλευρά πάνω στα κακοτράχαλα, κατάψηλα βουνά (…), και η κατακόρυφη ευθεία του βουνού από την άλλη (…)».
Στη συνέχεια, παρακολουθούμε τη ματιά της Δάφνης Μαρίας να διαπορεύεται κάστρα, βράχια και ξωκλήσια, μυρωμένες πλαγιές, να συναντά νύμφες, πριγκιπόπουλα κι ύστερα να κατεβαίνει σε υπόγειες σπηλιές και να προσκυνά πανάχραντες εικόνες.
Μετά ακολουθεί το ποίημα «Πόθια» που αποτελείται από 92 δεκαπεντασύλλαβους ιαμβικούς στίχους. Πρόκειται για ένα λαϊκότροπο αφηγηματικό ποίημα που πολύ εύστοχα κινείται στο πνεύμα των παραλογών. Με αυτό μεταπλάθεται το γνωστό καλυμνιώτικο παραμύθι για την άτυχη Πόθα, την πριγκιποπούλα της Τελένδου, από τη οποία πήρε το όνομά της η πόλη: «Κλάψανε ήλιοι και βουνά, φεγγάρια και πελάγη / (…) Και στην καρδιά του βασιλιά καρφώθηκε μαχαίρι. (…) “Να πλύνω με το δάκρυ μου τ’ ατέλειωτο το χώμα / να πλάσει η θλίψη μου πηλό, την πόλη σου να χτίσει / (…) με χάρη φέγγος κι απλωσιά, που να ’χει τ’ όνομά σου” (…)». Στη συνέχεια, παρακολουθούμε τη ματιά της Δάφνης Μαρίας να διαπορεύεται κάστρα, βράχια και ξωκλήσια, μυρωμένες πλαγιές, να συναντά νύμφες, πριγκιπόπουλα κι ύστερα να κατεβαίνει σε υπόγειες σπηλιές και να προσκυνά πανάχραντες εικόνες. Μετά, να κοιτά με έκσταση προς το γέρμα του ήλιου κι εκεί στα βράχια να σκιρτά, καθώς αντικρίζει τη «μορφή της Πόθας σκαλισμένη με χίλια πετράδια στο λαιμό». Ύστερα, νασυναντά ανθρώπους του καθημερινού μόχθου, ανθρώπους απλούς που με τα λόγια τους γίνονται το συναξάρι που αναπέμπει ευχαριστίες και υμνολογεί τον Δημιουργό. Ο κύκλος αυτής της μαγευτικής περιδιάβασης που άρχισε το καλοκαίρι ολοκληρώνεται στην αρχή του φθινοπώρου με το αφήγημα «Ώχρα»: «Σεπτέμβρης στη σβήση του καλοκαιριού, κι άνθισε πάλι η θλίψη με τα χρώματα παράπονο μέσα στην ομορφάδα, πλοία που φεύγουν. Τώρα μόνο φεύγουν. (…) στρέψε πίσω το κεφάλι να κοιτάξεις για τελευταία φορά την αύρα της γης (…). Να την εγκλωβίσεις μέσα σε μια σταγόνα όμορφης μνήμης (…). Μέσα (…) από τη νοσταλγία θ’ ανθίσει πάλι (…) το χαμόγελο της επιστροφής».
Είναι αλήθεια ότι μερικά βιβλία έχουν την ιδιότητα να ξαφνιάζουν ευχάριστα τον αναγνώστη και να του προσφέρουν την αισθητική χαρά μιας πρωτόγνωρης αναγνωστικής εμπειρίας. Πρόκειται για έργα που είναι γραμμένα με ιδιαίτερο μόχθο. Σ’ αυτά, ψηλαφώντας κανείς το ήθος του λόγου, αναγνωρίζει μοναδικές συγγραφικές ιδιότητες. Ασφαλώς, δεν έχει καμιάν απολύτως σχέση η ποιότητα ενός βιβλίου με τον αριθμό των σελίδων του. Μάλιστα, τώρα τελευταία, ολοένα και πιο πολλοί στέκονται με δικαιολογημένη καχυποψία μπροστά στα ογκώδη βιβλία, από τα οποία είναι πλήθουσα η ελληνική αγορά. Διαβάζοντας το βιβλίο της Δάφνης Μαρίας Γκυ-Βουβάλη, ο αναγνώστης αποκτά τη βεβαιότητα ότι η συγγραφέας βαδίζει στον δρόμο του λυρισμού, χωρίς να αφήνεται στο συναίσθημα που προκαλεί η σχέση με τη γενέθλια γη. Αυτός ο προσεκτικός βηματισμός προσδίδει στο έργο τα εύσημα μιας γνήσιας λογοτεχνικότητας με κύριο γνώρισμα τον μετρημένο λόγο.
* Ο ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ είναι ποιητής και πεζογράφος, μέλος της Εταιρείας συγγραφέων.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΓΚΥ-ΒΟΥΒΑΛΗ