
Για τη νουβέλα της Αλίκης Στελλάτου «Γάτα στον κήπο» (εκδ. Κίχλη).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Στη νουβέλα Γάτα στον κήπο της Αλίκης Στελλάτου, πολλές μικρές επαναλήψεις φτιάχνουν μια ζωή περίκλειστη, μέσα σ’ ομόκεντρους κύκλους· λαϊμοτίφ με πολλές παραλλαγές δίνουν στο κείμενο μουσικότητα, ομορφιά, και μιαν υπνωτιστική ονειρική χροιά, ποιητική και, πού και πού, υπόγεια απειλητική. Η αφηγήτρια στη νουβέλα είναι χωρισμένη στα δύο, με υποστάσεις και ονόματα δανεισμένα από τις δύο αδερφές του αναστημένου Λαζάρου: τη φίλεργη Μάρθα, τη ρεμβώδη Μαρία.
Το μερίδιο της αφήγησης που αναλογεί στη Μάρθα είναι σε πλαγιογραφή και σε δεύτερο πρόσωπο· αυτό της Μαρίας είναι σ’ όρθια γραφή και σε πρώτο πρόσωπο. Από τα δύο αυτά πρόσωπα της αφηγήτριας, εξιστορούνται παράλληλα μερικές ημέρες καλοκαιρινών διακοπών, μια σχέση που ποτέ δεν ευοδώθηκε, μία που έληξε, ο θάνατος ενός θείου και κάτι λησμονημένο που είχε πει προτού πεθάνει.
«[…] η Μαρία και η Μάρθα ήταν δύο άνθρωποι· δύο άνθρωποι από τους οποίους ο ένας έβρισκε και ο άλλος έψαχνε. Ή μπορεί να ήταν ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος με δύο ονόματα – ή δύο ζωές. Δύο ζωές ενός ανθρώπου που έψαχνε χωρίς να βρίσκει. Ένας άνθρωπος που μπορεί να πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο προσπαθώντας να εξυπηρετήσει όλους τους καλεσμένους της γιορτής ή προσπαθώντας να θυμηθεί τι ήταν αυτό που είχε ξεχάσει. Μια Μαρία είναι ήρεμη και ονειροπόλα, αφήνει κενά· μια Μάρθα είναι αεικίνητη και ανήσυχη, προσπαθεί να καλύψει τα κενά που αφήνει η Μαρία στη μεγάλη γιορτή».
Το μερίδιο της αφήγησης που αναλογεί στη Μάρθα είναι σε πλαγιογραφή και σε δεύτερο πρόσωπο· αυτό της Μαρίας είναι σ’ όρθια γραφή και σε πρώτο πρόσωπο. Από τα δύο αυτά πρόσωπα της αφηγήτριας, εξιστορούνται παράλληλα μερικές ημέρες καλοκαιρινών διακοπών, μια σχέση που ποτέ δεν ευοδώθηκε, μία που έληξε, ο θάνατος ενός θείου και κάτι λησμονημένο που είχε πει προτού πεθάνει· μα όλα αυτά, κι ας έχουν σημασία, δεν έχουν τόση, όση έχει ο τρόπος που ’ναι γραμμένη η νουβέλα της Στελλάτου, με ζηλευτή ωριμότητα, κι ας είναι αυτό το πρώτο της βιβλίο. Η διττή υπόσταση της Μαρίας/Μάρθας, τα δύο μισά που παλεύουν να ενωθούν σ’ ακέραιο πρόσωπο, διαποτίζει όλο το κείμενο. «Αν πληρώσεις μέσα σε δέκα μέρες [την κλήση]», λέει η Μάρθα, «δίνεις το μισό». Αλλού: «Αν είσαι, λέει, στον έναν τοίχο ενός δωματίου και διανύεις κάθε φορά τη μισή απόσταση από αυτήν που σου μένει για τον απέναντι τοίχο, δεν θα φτάσεις ποτέ». Με τον εραστή της, πιάνει δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο, «ημιδιαμονή». Ένα παράθυρο είναι «μισάνοιχτο», μια πιατοθήκη είναι «μισοχαλασμένη».
Λέξεις και εικόνες επαναλαμβάνονται (η καθεμία ένα κλειδί που ξεκλειδώνει την αφήγηση, ξεκλειδώνει τη μνήμη της αφηγήτριας, ξεκλειδώνει την αμφίβολη αλήθεια σε αναμνήσεις που πιο πολύ μοιάζουν με όνειρα): τα σεντόνια που σκεπάζουν το σώμα όταν με το τέλος του καλοκαιριού δροσίζουν οι νύχτες, μια κουκουβάγια πάνω σε μια λεμονιά, η ίδια η λέξη «λεμονιά», μια μοιραία γάτα στην άκρη του δρόμου, μια κλειστή παιδική γροθιά (που στους κόμπους της λογαριάζεται ποιοι μήνες έχουν 30 ημέρες και ποιοι 31), ένα τράνταγμα όπως όταν σε παίρνει ο ύπνος και ξάφνου σαν να πέφτεις, ή η εικόνα ενός νυχιού που ξύνει για να πλατύνει ένα κενό.
Με νήματα το διχασμό του προσώπου, την κίνηση του χρόνου σε κύκλους και γραμμές, το ξεγλίστρημα της οδυνηρής μνήμης στο όνειρο, και με τρόπο απαλό και υπαινικτικό, η Αλίκη Στελλάτου κεντά στη «Γάτα στον κήπο» ένα κομψοτέχνημα.
Σε άλλο κείμενο, αυτή η επανάληψη θα μπορούσε να είναι κουραστική, μια μανιέρα – εδώ, είναι απλώς μαγική· οι λέξεις αποχτούν τη δύναμη που είχαν στους καταδέσμους, γίνονται τα ξόρκια της Μαρίας/Μάρθας, που μ’ αυτά αντιπαλεύει την παραδοξότητα του βιωμένου χρόνου, τον τρόπο που παρελθόν και παρόν επικαλύπτονται, όπως στην κομβική σκηνή που η Μαρία βλέπει σ’ ένα όνειρο τον εαυτό της και τον θείο της όπως της είχε μιλήσει ένα χρόνο πριν, ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο, δίχως να κοιτά την ίδια αλλά πίσω της προς την πόρτα – και συνειδητοποιεί πως τότε ο θείος κοιτούσε τον μελλοντικό της εαυτό, στην πόρτα, να τον βλέπει στο όνειρο ένα χρόνο μετά. Και, στο τέλος της νουβέλας, η Μαρία και η Μάρθα συναντιόνται όταν, με τα ξόρκια των λέξεων, το τρομερό συμβάν πίσω απ’ αυτήν τη διχοτόμηση, τη διαίρεση σε δύο μισά, έρχεται τελικά στην επιφάνεια.
Με νήματα το διχασμό του προσώπου, την κίνηση του χρόνου σε κύκλους και γραμμές, το ξεγλίστρημα της οδυνηρής μνήμης στο όνειρο, και με τρόπο απαλό και υπαινικτικό, η Αλίκη Στελλάτου κεντά στη Γάτα στον κήπο ένα κομψοτέχνημα.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Γι’ αυτό οδηγούσα όλο και πιο συγκεντρωμένη σε αυτό που έψαχνα και δεν έβρισκα, σε αυτό που ήξερα ότι ήταν εκεί και προσπαθούσα να θυμηθώ κάνοντας κύκλους γύρω του, σαν νύχι που ξύνει γύρω απ’ την πληγή για να μην τη ματώσει, σαν το νύχι ενός δείκτη που γυρεύει να δώσει λίγο ακόμα χώρο στο κενό και στην πληγή του. Έκανα λοιπόν κύκλους, που δεν ήξερα πώς είχα καταφέρει να μην τέμνονται, με τον ίδιο τρόπο ακριβώς που πήγαινα από δωμάτιο σε δωμάτιο μήπως και θυμηθώ κάποιο από όλα εκείνα τα μισά που είχαν συσσωρευτεί, κενά που είχαν μείνει απλήρωτα σαν πρόστιμα που δεν έχουν παραγραφεί».
Γάτα στον κήπο
Αλίκη Στελλάτου
Κίχλη 2018
Σελ. 80, τιμή εκδότη €8,80
→ Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία του Richard Tuschman, εμπνευσμένη από πίνακα του Edward Hopper.