Για το μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η δεκαετία του ’50 είναι μια αφανής δεκαετία για την ελληνική ιστορία και λογοτεχνία. Κι ενώ η χώρα βγαίνει από την Κατοχή και τον Εμφύλιο με ανοικτές πληγές, με ερειπωμένες υποδομές και ψυχές, με διαιρεμένες οικογένειες, με την κρατούσα πολιτική να εξορίζει εκατοντάδες αντιφρονούντων, με τη φτώχια να διώχνει εργατικό δυναμικό στη μετανάστευση, με τη διαφορά φτωχών και πλούσιων να είναι ορατή, τι είναι αυτό άραγε που μπορεί να κάνει τον Έλληνα να νιώθει μια γλυκιά (αφελή) αισιοδοξία;
Ένα πανόραμα, λοιπόν, της μεταπολεμικής καθημερινής ζωής που αντανακλά την Ιστορία, μια πολύμορφη προσωπογραφία της Αθήνας, ένα πολύπτυχο φωτογραφιών που απαθανατίζουν την εποχή είναι το μυθιστόρημά του πολύπειρου συγγραφέα, ο οποίος δοκιμάζει συνεχώς νέες μυθοπλαστικές εκδοχές.
Ο Αλέξης Πανσέληνος συλλαμβάνει αυτήν την αμφιθυμία, αφού αφενός προβάλλει τόσο με τα ελαφρά τραγούδια της εποχής όσο και με το ανάλαφρο ύφος του μια τέτοια χαλαρή διάθεση. Αφετέρου, ωστόσο, πίσω από αυτόν τον αδόκητο ρομαντισμό δεν κρύβονται τα βαθιά τραύματα, οι απόηχοι της Κατοχής, ο πόλεμος της Κορέας, ο πολιτικός διχασμός, ο αντικομουνισμός, ο μικροαστισμός των επαρχιωτών πρωτευουσιάνων κι η λουσάτη βιτρίνα των πλούσιων, οι αναζητήσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού κ.λπ. Ένα πανόραμα, λοιπόν, της μεταπολεμικής καθημερινής ζωής που αντανακλά την Ιστορία, μια πολύμορφη προσωπογραφία της Αθήνας, ένα πολύπτυχο φωτογραφιών που απαθανατίζουν την εποχή είναι το μυθιστόρημα του πολύπειρου συγγραφέα, ο οποίος δοκιμάζει συνεχώς νέες μυθοπλαστικές εκδοχές.
Τα Ελαφρά ελληνικά τραγούδια θυμίζουν ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Όχι όμως ένα φιλμ με ενιαία πλοκή και ευσύνοπτη αφήγηση, που ξεκινά και εξελίσσεται ευθύγραμμα, αλλά μια ταινία με κυρίαρχο τον ρόλο του μοντάζ, καθώς αποτελείται από πολυάριθμες σκηνές εστιασμένες σε αντίστοιχα πρόσωπα. Κάθε σκηνή, σαν μικρό ανολοκλήρωτο διήγημα, τρυπώνει σε ένα διαμέρισμα, σε μια οικογένεια, σε ένα γραφείο, ή περιφέρεται στους δρόμους, για να ζουμάρει στο ή στα αντίστοιχα πρόσωπα, τα οποία αργότερα θα κάνουν ένα σύντομο πέρασμα σαν κομπάρσοι ή δευτεραγωνιστές σε άλλη σκηνή. Έτσι, το θολό τοπίο της μυθοπλασίας ξεκαθαρίζει σιγά σιγά, τα νήματα εν μέρει δένουν σταδιακά, η δεκαετία του ’50 και η ελληνική μικροϊστορία απλώνονται με αυτό το επιδέξιο μοντάζ.
Τα κομμάτια της αφήγησης συντίθενται με τρόπο που να αφήνει πολλά κενά, πολλές ασύνδετες σεκάνς, πολλά νήματα να εκκρεμούν. Ο αναγνώστης καλείται να ανασυνθέσει όχι αυτή καθαυτή τη μυθοπλαστική ιστορία αλλά την εποχή και να στήσει μπροστά του ολοκληρωμένο τον καμβά του πίνακα. Ωστόσο, εδώ είναι ίσως που ο Αλέξης Πανσέληνος αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα σε δύο επιλογές, κι έτσι το έργο έμεινε στο ανάμεσα: να φτιάξει μια καθόλα αποσπασματική αφήγηση που να αποτελείται από πολλές ετερόκλητες και φυγόκεντρες ιστορίες ή να δρομολογήσει τις μεμονωμένες ιστορίες προς μια στοχευμένη σύγκλιση.
Η αφηγηματική δεξιότητα, η ποιότητα της περιγραφής, η χρήση λέξεων της εποχής, ειδικά των γαλλικών τύπων της μόδας ή της καθημερινότητας, και τα ονόματα κέντρων, τόπων, στεκιών κ.λπ. αναπλάθουν την εποχή και πείθουν για τη συγγραφική τους αλήθεια.
Το σίγουρο είναι ότι το ύφος του λογοτέχνη παράγει εξαιρετικές ιστορίες, καθεμία από τις οποίες διαβάζεται ημιαυτόνομα, με όλη τη δύναμη της παραστατικότητας και της αναπαράστασης. Η αφηγηματική δεξιότητα, η ποιότητα της περιγραφής, η χρήση λέξεων της εποχής, ειδικά των γαλλικών τύπων της μόδας ή της καθημερινότητας, και τα ονόματα κέντρων, τόπων, στεκιών κ.λπ. αναπλάθουν την εποχή και πείθουν για τη συγγραφική τους αλήθεια. Ανάμεσα στα πρόσωπα περιφέρεται ο ανώνυμος αφηγητής, που υποκρίνεται τον κουτσό, τον ανάπηρο πολέμου, τον δημοσιογράφο ή τον εκδότη, ένα είδος ενδοκειμενικού θεού-παρατηρητή που παίζει με τα γεγονότα και την αναπαράστασή τους.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, μιας ιστορικής αθηναιογραφίας, ο Αλέξης Πανσέληνος διαλέγεται με τις προσωπογραφίες του Γιάννη Ευσταθιάδη (Κλεινόν: Μυθιστορίες για την Αθήνα, Μελάνι 2016), που εικονογραφεί την Αθήνα –μεταξύ άλλων- και της δεκαετίας του ’50, αλλά και με τον Ηλία Μαγκλίνη (Πρωινή γαλήνη, Μεταίχμιο 2015), ο οποίος πραγματεύθηκε την εκστρατεία στην Κορέα. Έτσι, ο αναγνώστης του 2018 ανιχνεύει τις μέρες μετά τον Εμφύλιο που καθόρισαν με την ιστορική τους βαρύτητα τη μεταπολεμική Ελλάδα, αλλά και τις αναλογίες με το κοινωνικό και πολιτικό σήμερα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Ελαφρά ελληνικά τραγούδια
Αλέξης Πανσέληνος
Μεταίχμιο 2018
Σελ. 328, τιμή εκδότη €15,50