Για το μυθιστόρημα του Χρήστου Αγγελάκου «Ψεύτικοι δίδυμοι» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η θέση μας στο κόσμο είναι ένα σημείο που ορίζεται από συντεταγμένες Χ και Ψ σε ένα τεράστιο μιλιμετρέ χαρτί. Φυσικά αυτή η θέση αλλάζει συνεχώς, ανάλογα με τη μετατόπισή μας στον χώρο και στον χρόνο, αλλά και ανάλογα με τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Αν το δει κανείς δομιστικά, θα αντιληφθεί ότι καθοριζόμαστε από τις ομοιότητες και τις διαφορές μας σε συνταγματικούς και παραδειγματικούς άξονες, είμαστε αυτό που διαφέρει από τον τάδε αλλά και συγγενεύει με τον δείνα, είμαστε αυτό που δεν ήμασταν στο παρελθόν, αλλά συνάμα πλησιάζουμε σ’ αυτό που θα γίνουμε στο μέλλον.
Ο άνθρωπος, είναι σαν να μας λέει [ο Αγγελάκος], μοιάζει πολύ με τους άλλους, αλλά ξαφνικά πηδάει από το κοινό τους κάδρο σε ένα διπλανό, όπου ζει μόνος του, ώσπου να ξαναβρεί την αδελφή ψυχή που θα τον πλαισιώσει.
Ο Χρήστος Αγγελάκος στήνει ένα μυθιστόρημα (ψευδο)ενηλικίωσης, που παρακολουθεί τους χαρακτήρες του στις ομοιότητες που συνεχώς προβάλλουν με τους γύρω τους, ομοιότητες που, αν αναποδογυρίσουν τη φόδρα τους, δεν παύουν να οδηγούν σταδιακά σε μεγάλες διαφορές. Ο άνθρωπος, είναι σαν να μας λέει, μοιάζει πολύ με τους άλλους, αλλά ξαφνικά πηδάει από το κοινό τους κάδρο σε ένα διπλανό, όπου ζει μόνος του, ώσπου να ξαναβρεί την αδελφή ψυχή που θα τον πλαισιώσει.
«Συχνά ο κόσμος τούς περνούσε για δίδυμους, ενώ δεν ήταν ούτε αδέλφια»: πρόκειται για την εναρκτήρια πρόταση του βιβλίου που καθορίζει και τους δεσμούς που συνδέουν τον Νίκο (Νικ) με τον Ιβάν (Ιβ). Ο πρώτος είναι Έλληνας, ενώ ο δεύτερος Βούλγαρος, γεννημένοι ωστόσο κι οι δυο στο ίδιο χωριό της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, φίλοι καρδιακοί που αποφασίζουν να ζήσουν και μαζί, να διαβάζουν μαζί για τις πανελλήνιες, να ωριμάσουν μαζί… Ο Ιβ όμως είναι πραγματικός δίδυμος με τον Βίκτωρα (Βικ): η βιολογική ομοιότητα δεν είναι αρκετή, αφού η φιλική σχέση υπερτερεί κάθε γενετικής συγγένειας. Δίπλα τους εμφανίζονται σαν κομήτες ή σαν δευτεραγωνιστές πολλά πρόσωπα που άλλοτε πλησιάζουν κι άλλοτε απομακρύνονται από τους τρεις πρωταγωνιστές.
Όλα ξεκινάνε στην παιδική ηλικία και καταλήγουν στη φυλακή… Αυτό που ήμασταν πάντα μάς στοιχειώνει, με νοσταλγία ή με θλίψη, αυτό που θα γίνουμε δεν φαίνεται, παρά μόνο εικάζεται. Κι όταν έλθει, η σύγκριση δεν καταξιώνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και τελικά πώς συντελείται η ενηλικίωση στον καθένα; όπως και στους άλλους ή με ιδιαίτερο τρόπο; με το σώμα ή με το πνεύμα; Αυτά και άλλα παρόμοια ερωτήματα τίθενται σε ένα ανοικτό κείμενο, το οποίο δεν ξέρει τις απαντήσεις αλλά τις ψάχνει μαζί με τον αναγνώστη.
Η γραφή του Χρήστου Αγγελάκου είναι πολύ ώριμη. Όχι μόνο το ύφος του κινείται έντεχνα ανάμεσα στο συγκεκριμένο και το αφηρημένο, αλλά και η αφήγησή του διάγει σπειροειδείς πορείες που συναντούν, εφάπτονται ή προσπερνούν κάθε πρόσωπο, ενώ το ξαναβρίσκουν αργότερα με κινηματογραφικά τράβελινγκ.
Η γραφή του Χρήστου Αγγελάκου είναι πολύ ώριμη. Όχι μόνο το ύφος του κινείται έντεχνα ανάμεσα στο συγκεκριμένο και το αφηρημένο, αλλά και η αφήγησή του διάγει σπειροειδείς πορείες που συναντούν, εφάπτονται ή προσπερνούν κάθε πρόσωπο, ενώ το ξαναβρίσκουν αργότερα με κινηματογραφικά τράβελινγκ. Άλλωστε οι δύο φίλοι συμμετέχουν ως κομπάρσοι σε ταινία, στοιχείο που παραλληλίζει τις δύο πραγματικότητες, την κινηματογραφική και την εξωκινηματογραφική, ώστε να δούμε τους ρόλους των ανθρώπων μέσα στη ζωή σαν χαρακτήρες σεναρίου που μένουν μονίμως έξω από τη σκηνή. Αφήνουμε τους ήρωες στον εαυτό τους και τους ξανασυναντάμε, όταν έχουμε μάθει τις παράλληλες ή κάθετες πορείες των άλλων.
Υπάρχει πάντα ένα πρόβλημα, όταν η αφήγηση ξεφεύγει από τα δύο-τρία κεντρικά πρόσωπα και απλώνεται σε έναν πολυπρόσωπο θίασο: να ξεχειλώσει η αφήγηση και οι πολλές μικρές ιστορίες να αποπροσανατολίσουν την προσοχή. Ο Χρήστος Αγγελάκος δεν γλιτώνει μια τέτοια αποκέντρωση, ούτε την επακόλουθη διάσπαση της αναγνωστικής προσοχής. Τα πολλά θέματα χάνονται σε έναν αναγνωστικό γκρεμό. Μπορεί ωστόσο ο αναγνώστης να είναι ικανοποιημένος με το συνολικό αίσθημα της ανθρώπινης πάλης, της διάψευσης, της προσέγγισης και της διαφοροποίησης από τον άλλο. Κρατά αυτό το συνεχές κοντά-μακριά που τεντώνει το σχοινί, το οποίο συνδέει τον έναν με τον άλλο.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Βιβλιογραφία για τον Νίκο Καζαντζάκη» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Ψεύτικοι δίδυμοι
Χρήστος Αγγελάκος
Μεταίχμιο 2017
Σελ. 224, τιμή εκδότη €12,20