Για την ημιτελή νουβέλα του Joseph Roth «Φράουλες» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα).
Της Έλενας Χουζούρη
Τι αίσθηση αποκομίζει κανείς όταν τρώει φράουλες; Σίγουρα, δροσιστική, απολαυστική, ηδονική. Οι φράουλες είναι φρούτο της Άνοιξης, έρχονται να χρωματίσουν το έως τότε χειμωνιάτικο τραπέζι μας με το έντονο κοκκινωπό τους χρώμα, να υπενθυμίσουν ότι οι ημέρες μεγαλώνουν, ότι όλα γύρω μας ανθοφορούν και το καλοκαίρι πλησιάζει. Την ίδια ακριβώς αίσθηση έχουν και οι κάτοικοι μιας μικρής πόλης, κάπου στην άκρη της Ανατολικής Ευρώπης, μόνον που δεν είναι πραγματικοί αλλά χάρτινοι και κατοικούν σε μια ημιτελή νουβέλα που τιτλοφορείται Φράουλες. Έχουμε δηλαδή από τη μια τις πραγματικές φράουλες και από την άλλη τις πλασματικές, αυτές που ενέπνευσαν τον Γιόζεφ Ροτ [1894-1939] για να στήσει μια παράξενη νουβέλα, η οποία όχι μόνον δεν ολοκληρώνεται αλλά μας παραδίδεται μέσα από τρεις διαφορετικές εκδοχές ή σπαράγματα εκδοχών, αν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί και η ίδια εκτενές σπάραγμα νουβέλας.
Τι τελικά σκόπευε να κάνει ο Ροτ και γιατί αυτό το περίεργο στυλιστικό και αφηγηματικό «παιχνίδι»; Σ’ ένα γράμμα που στέλνει ο συγγραφέας από το Άμστερνταμ στον φίλο του Στέφαν Τσβάιχ στις 4 Μαίου 1936, ανάμεσα στα άλλα του ανακοινώνει ότι: «Έχω αρχίσει διορθώσεις στο πρώτο μου μυθιστόρημα, μετά θα προχωρήσω στην επιμέλεια του δεύτερου. Εκεί θα βάλω και όλο το υλικό που είχα για το μεγαλόπνοο σχέδιο μου, τις Φράουλες. Είναι κρίμα, αλλά τι να κάνω»;». Η απάντηση στο τι να κάνει, βρίσκεται στο μυθιστόρημα Το κάλπικο ζύγι, το οποίο ο Ροτ γράφει το 1936, σε σύντομο σχετικά διάστημα, πιεζόμενος από τον τότε Ολλανδό εκδότη του και το οποίο εμπεριέχει την πάγια ιδέα του να προχωρήσει σε μια ευρείας έκτασης μυθιστορηματική σύνθεση με πυρήνα την Γαλικία και την παιδική του ηλικία, έτσι όπως οραματιζόταν να είναι οι Φράουλες. Σπαράγματα όμως της ιδέας αυτής, που βασάνιζε για καιρό τον Γερμανοεβραίο συγγραφέα, μπορούμε να ανασύρουμε και από τον Ιώβ και από Το εμβατήριο του Ραντέσκυ και από το Hotel Savoy. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η... γεύση από τις φράουλες της Γαλικίας δροσίζουν διαχρονικά τις περισσότερες σελίδες του λογοτεχνικού έργου του Γιόζεφ Ροτ. Πόσο τις δροσίζουν όμως θα το διαπιστώσουμε στο αυθεντικό ολιγοσέλιδο κείμενο, το οποίο ο συγγραφέας κουβαλούσε μαζί του σε όλες του τις συνεχείς μετακινήσεις του, κλειδωμένο σ’ ένα ξύλινο κουτί, μαζί με τα ελάχιστα προσωπικά του αντικείμενα! Τελικά το εν λόγω χειρόγραφο θα ανακαλυφθεί μόλις τη δεκαετία του 1970 από τον Αμερικανό ακαδημαϊκό και βιογράφο του Ροτ, David Bronsen [1826-1984] και είναι αχρονολόγητο, πιθανολογείται ότι η συγγραφή του είχε αρχίσει ήδη από το 1929. Το ιδιαίτερα γοητευτικό στην ημιτελή ενασχόληση του Ροτ με τις Φράουλες, είναι η ανεύρεση άλλων δύο χειρογράφων –φιλοξενούνται στην έκδοση–, επίσης αχρονολόγητων που μοιάζουν σαν να συνομιλούν με το κυρίως χειρόγραφο και να απαντούν στα αφηγηματικά ερωτηματικά που αυτό προκαλεί στον αναγνώστη.
Ο τόπος που στοιχειώνει ολόκληρο σχεδόν το λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα, είτε ως πρωταγωνιστής, είτε ως φόντο των μυθιστορημάτων του, είναι αναμφισβήτητα, η Γαλικία. Ένας απολεσθείς τόπος, μιας ακόμη πιο επώδυνης απωλεσθείσας παιδικής ηλικίας, η οποία κυριολεκτικά ποδοπατείται και διαλύεται μέσα στη δίνη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Αν εξαιρέσουμε τις επιφυλλίδες του Γιόζεφ Ροτ, ο τόπος που στοιχειώνει ολόκληρο σχεδόν το λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα, είτε ως πρωταγωνιστής, είτε ως φόντο των μυθιστορημάτων του, είναι αναμφισβήτητα, η Γαλικία. Ένας απολεσθείς τόπος, μιας ακόμη πιο επώδυνης απωλεσθείσας παιδικής ηλικίας, η οποία κυριολεκτικά ποδοπατείται και διαλύεται μέσα στη δίνη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Γαλικία αποτελούσε, έως το 1918, μια ημιαυτόνομη περιοχή, στο πλαίσιο της Αυστροουγγαρίας, εκτεινόταν στα σύνορα Πολωνίας, Γερμανίας και Ουκρανίας και παρουσίαζε τη μεγαλύτερη πολυεθνική και θρησκευτική πολυμορφία από οποιαδήποτε ευρωπαική χώρα της εποχής. Αφού κατέστη επανειλημμένα θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων, μετά τη διάλυση και τον κατακερματισμό της Αυστρουγγραρίας, το 1918, η Γαλικία μοιράστηκε ανάμεσα σε Πολωνία και Ουκρανία.
Ο Ροτ θα βιώσει βαθιά αυτόν τον κατακερματισμό της γενέθλιας γης και τα σημάδια αυτού του τραύματος θα στιγματίσουν ολόκληρο το έργο του.
Ο Ροτ θα βιώσει βαθιά αυτόν τον κατακερματισμό της γενέθλιας γης και τα σημάδια αυτού του τραύματος θα στιγματίσουν ολόκληρο το έργο του. Στις Φράουλες όμως, σε αντίθεση με τα άλλα ολοκληρωμένα μυθιστορήματά του, η ματιά και ο τόνος του συγγραφέα, καθώς περιφέρεται σε μια μικρή συνοριακή γαλικιανή πόλη –προφανώς είναι η ίδια με εκείνη στο Κάλπικο ζύγι, πιθανόν το Μπροντ, η γενέτειρά του– έχει μια απελπισμένη τρυφερότητα, μια αισθαντική νοσταλγία που όμως δεν υποπίπτει ούτε στο ελάχιστο στην γλυκερή αισθηματολογία. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με την γενικότερη αντιμετώπιση του κόσμου της εποχής του από τον Ροτ. Τον αντιφατικό και μεταιχμιακό κόσμο του μεσοπολέμου.
Στις Φράουλες ο ήρωας με το όνομα Ναφτάλυ Κρόυ, μέσω της ανακύκλησης της μνήμης επιστρέφει στην γενέτειρά του και στο παιδικό και νεανικό του παρελθόν, προσπαθώντας μέσα από τα μνημονικά θραύσματα να επαναστήσει το χαμένο χώρο και χρόνο. Είναι όμως όντως ο Ναφτάλυ Κρου ή κάποιος που τον υποδύεται πίσω από μια ψεύτικη ταυτότητα; Κι από αυτό το σημείο αρχίζουν τα αφηγηματικά παιχνίδια του Ροτ που όμως αντικατοπτρίζουν αφενός την πολυπρόσωπη, ταυτότητα της Γαλικίας και αφετέρου την απώλεια, τον κατακερματισμό της και τον αναγκαστικό εκπατρισμό των πολύχρωμων κατοίκων της στα δέκα σημεία του ορίζοντα. Διότι ο Κρόυ στον τόπο του δεν χρειαζόταν χαρτιά και πιστοποιητικά αφού όλοι τον γνώριζαν, όπως και ο ένας τον άλλον. Χαρτιά και ταυτότητα, διαβατήρια και πιστοποιητικά χρειάστηκε στον καινούργιο κόσμο που δημιουργήθηκε μετά την απώλεια του παλιού. Και ο παλιός εμφανίζεται στη μνήμη του Κρόυ σαν μέσα σε ένα όνειρο με όλη την ποικιλομορφία του και με όλες τις αντιφάσεις του, πασπαλισμένος από την λεπτή τρυφερή ειρωνεία του Ροτ. «Στον τόπο μου» αναστοχάζεται ο Ναφτάλυ Κρόυ « βασίλευε ειρήνη. Εχθροί μεταξύ τους ήταν μόνον οι πολύ κοντινοί γείτονες. Οι μεθυσμένοι τσακώνονταν και φίλιωναν ξανά. Οι αντίζηλοι δεν έκαναν κακό ο ένας στον άλλον. Εκδικούνταν στην πλάτη πελατών και αγοραστών. Όλοι δάνειζαν σε όλους. Κανείς δεν είχε να κατηγορήσει κανέναν για τίποτα. Διακρίσεις μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών εθνοτήτων δεν γίνονταν, αφού όλοι μιλούσαν όλες τις γλώσσες.» Εκτός από τους ανθρώπους και τις συμπεριφορές τους, με κυρίαρχη φιγούρα τον Κρόυ, πρωταγωνιστικό ρόλο στη νουβέλα παίζει και η φύση, όχι για τον διακοσμητικό της ρόλο στην καθημερινότητα των ανθρώπων –κάτι που απεχθανόταν ο Ροτ- αλλά για τους καρπούς που παρέχει και προπαντός τις άγριες φράουλες που φύονται στο δάσος και που η εμφάνιση τους σηματοδοτεί το τέλος ενός σκληρού, μακρόσυρτου χειμώνα και τον ερχομό της ευεργετικής άνοιξης. Οι περιγραφές της φύσης, καθώς αλλάζει χρώματα και μυρωδιές ανάλογα με την εποχή, αποπνέουν μια, ιδιαίτερης θερμοκρασίας και αισθητικής, ποιητική, έχουν σπάνια εικαστική δύναμη, και παραπέμπουν σε εξπρεσιονιστικούς πίνακες.
Οι περιγραφές της φύσης, καθώς αλλάζει χρώματα και μυρωδιές ανάλογα με την εποχή, αποπνέουν μια, ιδιαίτερης θερμοκρασίας και αισθητικής, ποιητική, έχουν σπάνια εικαστική δύναμη, και παραπέμπουν σε εξπρεσιονιστικούς πίνακες.
Η νουβέλα όπως ήδη ειπώθηκε μένει ανολοκλήρωτη. Ωστόσο στα δύο αχρονολόγητα ολιγοσέλιδα σπαράγματα που ακολουθούν με τον ίδιο τίτλο αμφότερα, «Σήμερα το πρωί ήρθε ένα γράμμα….» ο Ροτ δίνει την εντύπωση ότι προσπάθησε να συνεχίσει την ημιτελή νουβέλα, εστιάζοντας περισσότερο στο τι ακολούθησε την διάλυση και τον κατακερματισμό της μικρής πόλης, της Γαλικίας γενικότερα, μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, και που συνοψίζεται σε μια και μοναδική λέξη: Διασπορά. Έτσι ο πρωταγωνιστής της αρχικής νουβέλας Ναφτάλυ Κρόυ είναι αυτός που στέλνει τις δύο εκδοχές του γράμματος στον αφηγητή του πρώτου και δεύτερου χειρογράφου, από το μακρινό Μπουένος Άυρες, όπου πλέον διαμένει και όπου «βρήκε εκεί γνωστούς ανθρώπους από τον τόπο μας». Στο δεύτερο μάλιστα χειρόγραφο παρατίθεται ολόκληρο το γράμμα του ο Ναφτάλυ Κρόυ με όλες τις πληροφορίες για τον καινούργιο κόσμο στον οποίο έχει καταφύγει ο ίδιος και οι άλλοι συντοπίτες του, γνώριμοι μας από την αρχική νουβέλα. Ο Ροτ δηλαδή μέσα από ένα επιτυχημένο παιχνίδι ταυτοτήτων και μετωνυμιών, προσπάθησε –έστω και ανολοκλήρωτο– να γράψει ένα λογοτεχνικό ρέκβιεμ για τη χαμένη πατρίδα, για τον ου-τόπο όσων τον απώλεσαν ανεπιστρεπτί, για τους πλάνητες και τους απάτριδες, όπως αυτός ο ίδιος: «Τώρα δεν είμαι πουθενά γεννημένος, πουθενά δεν είμαι σπίτι μου. Είναι αλλόκοτο και τρομερό, κι εγώ ο ίδιος νοιώθω σαν πλάσμα του ονείρου, που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, ούτε ρίζα, ούτε σκοπό, μόνο πάει κι έρχεται χωρίς να ξέρει καν πούθε έρχεται, πού πάει. Έτσι είναι όλοι οι συντοπίτες μου». Ένα ακόμα εύγε για την άρτια μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο βιβλίο της, η επανέκδοση της μελέτης «Η στρατιωτική ζωή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία – 19ος-21ος αιώνας» (εκδ. Επίκεντρο).
Φράουλες
Joseph Roth
Μτφρ. Μαρία Αγγελίδου
Άγρα 2020
Σελ. 104, τιμή εκδότη €10,50