Για τη συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου «Οι κόρες του ηφαιστείου» (εκδ. Πόλις).
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Γράφει ο Jonathan Culler στη Λογοτεχνική Θεωρία: «Η λογοτεχνία είναι παράδοξος θεσμός διότι, όταν δημιουργείς λογοτεχνία, γράφεις μεν σύμφωνα με τους υπάρχοντες τρόπους –δημιουργείς ένα κείμενο που μοιάζει με σονέτο ή ακολουθεί τις συμβάσεις του μυθιστορήματος– αλλά ταυτόχρονα προσβάλλεις αυτές τις συμβάσεις. Η λογοτεχνία είναι θεσμός που επιβιώνει εκθέτοντας και ασκώντας κριτική στα ίδια τα όριά του, δοκιμάζοντας τι πρόκειται να συμβεί εάν κάποιος γράψει διαφορετικά». Κάθε βιβλίο προαπαιτεί τον τρόπο ανάγνωσής του και, την ίδια στιγμή, μεταμορφώνεται ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε αναγνώστη, ο οποίος πρέπει να είναι εξασκημένος σε τέτοιο βαθμό ώστε να απολαμβάνει τη λαθραία ηδονή της αλλεπάλληλης ανάγνωσης ενός βιβλίου, που το διαβάζει και το ξαναδιαβάζει. Όπως έχει πει και ο Maurice Blanchot «Το βιβλίο έχει, τρόπον τινά, ανάγκη τον αναγνώστη, ώστε να γίνει άγαλμα, έχει ανάγκη τον αναγνώστη ώστε να καθιερωθεί ως πράγμα χωρίς συγγραφέα αλλά και χωρίς αναγνώστη».
Ο Οικονόμου με το καινούργιο του βιβλίο πειραματίζεται με διάφορες γραφές και πρωτόγνωρες για τον ίδιο μεταμοντέρνες τεχνικές, πατώντας συγχρόνως γερά στον ρεαλισμό των προηγούμενων βιβλίων του.
Ο Οικονόμου με το καινούργιο του βιβλίο πειραματίζεται με διάφορες γραφές και πρωτόγνωρες για τον ίδιο μεταμοντέρνες τεχνικές, πατώντας συγχρόνως γερά στον ρεαλισμό των προηγούμενων βιβλίων του. Σίγουρα, δεν θωπεύει τις προσδοκίες των αναγνωστών του ούτε επιδιώκει την εξασφαλισμένη επιτυχία της αφηγηματικής μανιέρας, παγίδα θανάσιμη την οποία συχνά δεν μπορούν να αποφύγουν οι καταξιωμένοι και βραβευμένοι συγγραφείς, επαναλαμβάνοντας χωρίς λόγο τον εαυτό τους. Αντίθετα μάς προσφέρει ένα απαιτητικό βιβλίο, το νόημα του οποίου βρίσκεται καλά κρυμμένο, επισκοτισμένο από την καταφάνεια του βιβλίου, πίσω από την οποία το έργο αναμένει την απελευθερωτική απόφαση, το «Λάζαρε, δεύρο έξω». Αυτό θα επιχειρήσουμε κι εμείς. Να αναστήσουμε τον Λάζαρο. Γιατί άλλωστε η γραφή του Οικονόμου εδώ και χρόνια σ’ αυτό κατατείνει: να δώσει πνοή σε πρόσωπα που μπορούν και υπάρχουν και έξω από τις αράδες του βιβλίου, να γεννήσει ένα αφηγηματικό σύμπαν πιο πραγματικό και απ’ την ίδια την πραγματικότητα.
Τι πετυχαίνει άραγε η λογοτεχνία όταν λειτουργεί ως κοινωνική πρακτική; Ο ίδιος συγγραφέας σε συνέντευξή του έχει παρομοιάσει τον ρόλο της λογοτεχνίας με την πέτρα που πέφτει στο νερό της λίμνης δημιουργώντας επάλληλους κύκλους, ενώ παράλληλα πιστεύει πως ο δημιουργός οφείλει να δημιουργεί ο ίδιος με το έργο του τεκτονικές δονήσεις στη συνείδηση, φυσικά, του αναγνώστη, «ξεκολλώντας» τον από τα οικεία, τα αυτονόητα, τα κοινότοπα. Γράφει στη σελ. 173: «Κάθε σπουδαία ιστορία είναι σαν εγχειρίδιο οδηγιών που σου δείχνει πώς να συναρμολογήσεις έναν διαλυμένο κόσμο». Μας δίνει, λοιπόν, αφορμή να μιλήσουμε για τον ρόλο της λογοτεχνίας όχι ως οχήματος της κυρίαρχης ιδεολογίας, αλλά ως χώρου αμφισβήτησης των ιεραρχικών ταξινομήσεων της κοινωνίας.
Το σπουδαιότερο είναι ότι η λογοτεχνία όπως αυτή που χρόνια υπηρετεί ο Οικονόμου αποτελεί βασικό συντελεστή αυτού που λέμε «πολιτισμικό» κείμενο, δηλαδή όχι ένα παραδοσιακό κείμενο αλλά ένα πολιτισμικό γεγονός.
Πιστεύω ότι και αυτό το βιβλίο χάρη ακριβώς στις καινοτομίες του και την αδιάκοπη δουλειά του συγγραφέα πάνω στη γλώσσα, καταφέρνει να σφυρηλατήσει μιαν οξεία αίσθηση της αδικίας, των ανισοτήτων αλλά και της ελπίδας. Να μιλήσει για τις γυναίκες και τον ρόλο τους στις κοινωνίες του σήμερα. Άλλωστε, τα λογοτεχνικά έργα χρεώθηκαν ανέκαθεν με την πρόκληση αλλαγών. Το σπουδαιότερο είναι ότι η λογοτεχνία όπως αυτή που χρόνια υπηρετεί ο Οικονόμου αποτελεί βασικό συντελεστή αυτού που λέμε «πολιτισμικό» κείμενο, δηλαδή όχι ένα παραδοσιακό κείμενο αλλά ένα πολιτισμικό γεγονός. Η λογοτεχνία του Οικονόμου δεν είναι ασκήσεις ύφους αλλά ένας τρόπος γραφής που καλεί σε ανάγνωση και εμπλέκει τους αναγνώστες σε προβλήματα νοήματος. Έχοντας πλήρη συνείδηση του ρόλου που πρέπει να επιτελεί ένας συγγραφέας στις μέρες μας, θεωρεί το λογοτεχνικό κείμενο όχι μόνο παράγωγο και τέκνο της εποχής του αλλά και παραγωγό/δημιουργό των ιστορικών συγκυριών. Ένα πολιτισμικό γεγονός που ναι μεν είναι προϊόν της κουλτούρας του αλλά και που επηρεάζει με τη σειρά του αυτή την κουλτούρα. Διαμορφώνεται από αλλά και διαμορφώνει την κουλτούρα στην οποία ανήκει.
Ο Χρήστος Οικονόμου |
Έχοντας πλήρη συνείδηση του ρόλου που πρέπει να επιτελεί ένας συγγραφέας στις μέρες μας, θεωρεί το λογοτεχνικό κείμενο όχι μόνο παράγωγο και τέκνο της εποχής του αλλά και παραγωγό/δημιουργό των ιστορικών συγκυριών.
Και στα τέσσερα βιβλία του ο υποψιασμένος αναγνώστης διαπιστώνει τη συγγραφική του αγωνία. Θυμάμαι μια φράση του Σταντάλ από το Μοναστήρι της Πάρμας: «η πολιτική σε λογοτεχνικό έργο είναι σαν μια πιστολιά εν μέσω ενός κονσέρτου· κάτι ηχηρό και χυδαίο, κι, ωστόσο, κάτι στο οποίο δεν είναι δυνατόν να μη δώσει κανείς προσοχή». Νομίζω ότι κάθε φορά που διαβάζουμε τον Οικονόμου, είναι σαν να ακούμε μια πιστολιά εν μέσω ενός κονσέρτου που ωστόσο δεν προδίδει την τέχνη του λόγου. Γιατί μπορεί να έχουμε ένα πολιτικά πετυχημένο έργο όπως η Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά της Χάρριετ Μπήτσερ-Στόου αλλά καλλιτεχνικά αδύναμο ή, από την άλλη, τους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφκσι, πολιτικά ανεπιτυχές αλλά καλλιτεχνικά κλασικό έργο.
Με τις Κόρες του ηφαιστείου, ο Οικονόμου, χωρίς να πολιτικολογεί, γράφει λογοτεχνία που παράγει πολύτροπα νοήματα, που μπορεί να είναι πιο διορατική και παρακινητική προς δράση σε σύγκριση με δεκάδες κείμενα κοινωνιολογικών ή πολιτικών αναλύσεων. H σχέση μεταξύ πολιτικής και λογοτεχνίας μπορεί να ορισθεί με βάση τρεις προσεγγίσεις: τη στράτευση, την αναπαράσταση και την αντίσταση. Ο Οικονόμου επιλέγει την τρίτη εκδοχή, την εκδοχή που προσπαθεί να αποφύγει τις παγίδες της πολιτικής ένταξης και κρίνεται από την εφευρετικότητα και την επιδεξιότητα με την οποία επιχειρεί να περάσει το μήνυμά της. Δεν πολιτικολογεί ούτε φιλοσοφεί ούτε θεολογεί. Γράφει αληθινή λογοτεχνία που είναι πολιτική ούτως ή άλλως, που είναι φιλοσοφούσα και θεολογούσα ούτως ή άλλως, εφόσον αγγίζει οντολογικά ζητήματα. Μια λογοτεχνία που αποτελεί το σημείο συνάντησης και διάδρασης διαφορετικών λόγων.
Σ’ αυτή την κατηγορία γραφής, η συλλογική διάσταση της πολιτικής παραχωρεί τη θέση της σε μια προσωπική στάση ενάντια στον αυταρχισμό της κάθε εξουσίας. Ο μυστικός ρεαλισμός με τις φαντασιακές του διακινδυνεύσεις, η καταλυτική ειρωνεία, η παρωδία, το χιούμορ, η τραγικότητα, το παστίς, οι σουρεαλιστικοί διάλογοι, οι εγκιβωτισμοί, το σχόλιο και το αυτοσχόλιο, τα ανανεωμένα αφηγηματικά εργαλεία της πεζογραφικής μας παράδοσης, αποτελούν τις στρατηγικές ανοικείωσης με τις οποίες επιχειρεί να διαμορφώσει μια νησίδα, ένα λογοτεχνικό σύμπαν κατασκευασμένο από λέξεις, το οποίο υπερβαίνει την αρνητική κοινωνικοπολιτική κατάσταση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, προσφέροντας παράλληλα ένα εναλλακτικό όραμα. Αυτό που κάνει αυτή την εκδοχή πιο ενδιαφέρουσα είναι η καθολική της δυναμική και η ευρύτερη διαχρονική της απήχηση μέσω της παρουσίασης ηθικών διλημμάτων που προκύπτουν από τις πολιτικές συνθήκες.
«Οι Κόρες του Ηφαιστείου» απαιτούν από την πλευρά του αναγνώστη μια γενναία μετατόπιση του ορίζοντα προσδοκιών του: από την ερμηνεία να περάσει στη λεγόμενη “ηθική της ανάγνωσης”.
Ο Οικονόμου έχει την ικανότητα να κατασκευάζει μυθοπλαστικούς ήρωες που καλούν τον αναγνώστη σε μια λιγότερη αποστασιοποιημένη και περισσότερο θυμική μέθεξη και στάση απέναντι στην ετερότητα καταστάσεων ή προσώπων. Θα έλεγα πως το συγκεκριμένο βιβλίο βασίζεται εξ ολοκλήρου στην ηθική της συμπάθειας προς το έτερο και το περιθωριακό, το αλλόκοσμο. Ο συγγραφέας μάς καλεί σε μια ανάγνωση που μετατοπίζει το ερώτημα από το «τι είναι η λογοτεχνία» στο «πώς λειτουργεί» η λογοτεχνία, από τη διερεύνηση της υφής των τεχνικών του κειμένου να στραφούμε στην ανταπόκριση των αναγνωστών απέναντί του, όχι για να συμπληρώσουμε τα κενά του ή να ανακαλύψουμε το κρυφό νόημά του, αλλά για να προβληματιστούμε σχετικά με τα διλήμματα και τις απορίες που θέτει ή για να εκδηλώσουμε τη συμπάθεια ή την αντιπάθειά μας σε πρόσωπα και καταστάσεις που αναπαριστά. Εν ολίγοις, Οι Κόρες του Ηφαιστείου απαιτούν από την πλευρά του αναγνώστη μια γενναία μετατόπιση του ορίζοντα προσδοκιών του: από την ερμηνεία να περάσει στη λεγόμενη «ηθική της ανάγνωσης».
Νομίζω πως το βιβλίο δικαιώνει όσους οπαδούς των πολιτισμικών σπουδών θεωρούν πως, ενώ η λογοτεχνική θεωρία αντιμετώπιζε μέχρι τώρα την ανταπόκριση των αναγνωστών συνήθως σε σχέση με το νόημα των κειμένων, τώρα όλο και περισσότερο η συζήτηση γύρω από την αναγνωστική στάση περιλαμβάνει και ζητήματα ηθικών επιλογών, καθιστώντας την ίδια την ανάγνωση μια μορφή ηθικής πρακτικής. Στην πράξη της ανάγνωσης, οι συμβατικές μας υποθέσεις «ανοικειώνονται» σε σημείο που μπορούμε να τις κρίνουμε κι έτσι να τις αναθεωρήσουμε. Αν με τις στρατηγικές της ανάγνωσης μεταβάλλουμε το κείμενο, συγχρόνως και το κείμενο μεταβάλλει εμάς. Η όλη ουσία της ανάγνωσης είναι ότι μας οδηγεί σε βαθύτερη αυτοσυνειδησία, ενεργεί ως καταλύτης για τον σχηματισμό μιας περισσότερο κριτικής άποψης για την ταυτότητά μας. Είναι σαν να διαβάζουμε τον ίδιο τον εαυτό μας, καθώς διαβάζουμε ένα βιβλίο.
* O ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ