Για τη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Λεωφορείο» (εκδ. Πατάκη).
Του Νίκου Ξένιου
Οι κυριότερες πτυχές της ελληνικής μεταπολεμικής κοινωνίας, όπως η παγίωση της ευημερίας της αστικής τάξης, η ιδεολογική και πολιτική ρευστότητα και η εισβολή της υλικής πραγματικότητας στην καθημερινή ζωή, οδήγησαν τους ρεαλιστές συγγραφείς στη διαπίστωση ότι «το αληθινό είναι συγκεκριμένο και αναγνωρίσιμο». Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης αίρει αυτήν τη βεβαιότητα και εδραιώνει εκ νέου τη διάσταση του μαγικού στη συλλογή του Λεωφορείο-19 στάσεις, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο διακεκριμένος διηγηματογράφος μας πραγματοποιεί μια πορεία στον χωροχρόνο της δικής του Θεσσαλονίκης ως επανεπίσκεψη της ιστορικής διαδρομής ενός λεωφορείου. Και καταγράφει αυτήν την πορεία, «πειραγμένη» όπως είναι από τις συνειδησιακές καταγραφές στα πιο άφεγγα κιτάπια της προσωπικής του μνήμης.
Ένας νεο-νεορρεαλισμός;
Ο διακεκριμένος διηγηματογράφος μας πραγματοποιεί μια πορεία στον χωροχρόνο της δικής του Θεσσαλονίκης ως επανεπίσκεψη της ιστορικής διαδρομής ενός λεωφορείου. Και καταγράφει αυτήν την πορεία, «πειραγμένη» όπως είναι από τις συνειδησιακές καταγραφές στα πιο άφεγγα κιτάπια της προσωπικής του μνήμης.
Είναι εξώφθαλμη η πρόθεση του αφηγητή να ταυτιστεί με το πλήθος: ο λαός υποφέρει από τις αντίξοες υλικές συνθήκες, ενώ ο ίδιος ως έφηβος («με τη γνώση της ομορφιάς και της αιθρίας του σώματος») προσπαθεί να άρει το στερεότυπο στίγμα του «φλώρου» επιτηδευόμενος τον πωλητή φυστικιών. Έτσι καταφέρνει να αποβάλει το πρωτογενές άγχος της απόρριψης, εναρμονιζόμενος με ένα δυναμικό, θαλερό «ρεύμα ζωής»: αυτό εκφαίνεται μέσω του καθημερινού μόχθου, της ένταξης στις ομάδες των αλητόπαιδων και του άγριου υπόκοσμου της ηλικίας του, ακόμη και μέσω της ωμής βίας (που δικαιώνεται ως στιλιστικό γνώρισμα και ως εκπεφρασμένος γνώμονας ενηλικίωσης στις εσχατιές του αστικού τοπίου της συμπρωτεύουσας). Ετούτα όλα αποτελούν, αναμφίβολα, διακριτικά μιας ρεαλιστικής γραφής, τουλάχιστον υπό το πρίσμα του «σκοτεινού» ρεαλισμού κατά τον αυτοπροσδιορισμό του συγγραφέα [1], ή του «λοξού» ρεαλισμού που του προσάπτει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου: «το βάρος της συλλογικής μνήμης, που αποσπά από τα μείζονα γεγονότα λεπτές φέτες καθημερινής διαβίωσης, την αναπόληση της νιότης και των παιδικών χρόνων, που διεκδικούν την περιοχή όπου κινείται η ατομική μνήμη» [2]. Κυρίως, όμως, συνιστούν μετωνυμίες ιδιοποίησης και χρησικτησίας, εκ μέρους του υποκειμένου/αφηγητή, των παθών των λογοτεχνικών προσώπων.
Το πιο κύριο (και καίριο, στη δραστικότητά του) γνώρισμα του λογοτεχνικού του ύφους είναι το γεγονός ότι επιφέρει πλήγμα σε κάθε φορμαλισμό: για παράδειγμα, η συχνή αναφορά στο εβραϊκό στοιχείο της πόλης δεν παρασύρει τον συγγραφέα σε ιστορικίστικες αναφορές, αλλά οι χαρακτήρες του «Λεωφορείου» εξυμνούνται, καθένας ξεχωριστά, με μια παιγνιώδη αθωότητα, ενσαρκώνοντας μια τεθλασμένη, ηθικά φθίνουσα, απαξιωμένη –και, ως εκ των άνω, ιστορικά συνεπή– εκδοχή του «πραγματικού». Ο αισθησιασμός του έχει καβαφικές καταβολές, παρά την εκπεφρασμένη ετεροφυλόφιλη έλξη των ηρώων του: «το πόσο εύκολα αγαπιόμασταν. Με ένα βλέμμα, με ένα –δήθεν τυχαίο– άγγιγμα». Δεν μπορώ παρά να εντοπίσω αυτόν τον αισθησιασμό, στις πιο χαρακτηριστικές του εκφάνσεις, σε κάθε αναφορά στο ξύπνημα του εφηβικού πόθου, σε κάθε επιμέρους νύξη για τις απαγορεύσεις, τις αναστολές, τους διαύλους εκτόνωσης, τον σπαρταριστό έρωτα.
Και όχι, δεν πρωταγωνιστεί η πόλη
Η πόλη είναι ένα γηραιό φάσμα, υπερφορτωμένο με τις ιστορίες των ανθρώπων της, καταταλαιπωρημένη από τις πληγές των κατακτητών της, επιζωγραφισμένη με τις αποχρώσεις των ρούχων ενός εσμού από γραφικούς τύπους «εποχής», διατηρώντας όμως κάποια σταθερά χαρακτηριστικά και το άλμπουμ με τις «μυθικές μέρες της».
Δεν είναι όμως μόνο η σάρκα που νιώθει το παραξένισμα, σε αυτήν την επανεπίσκεψη στις οσμές, τους ήχους και τις αφές της νεότητας: το ξάφνιασμα του λογοτέχνη μπροστά στο απρόσμενο (βλέπε τους στερεοτυπικούς «λαγούς» που πετάγονται στα φανάρια τη νύχτα) προσλαμβάνει διαστάσεις ποιητικού αιφνιδιασμού σε όλα τα σημεία όπου αναδύεται από μια σφιχτή, περιεκτική φόρμα, που στις πτυχές της περικλείει λογοτεχνικές καταγραφές, ιστορικές γνώσεις και εμπειρία μιας ζωής περιπλάνησης [3]. «Να μην πέσω στη νοσταλγία και στην κοινοτοπία και αρχίσω να μιλάω για το λούνα παρκ και τη μαύρη μπίρα-όχι», γράφει ο Σκαμπαρδώνης, και αμέσως, μέσα από τον συνειρμό μιας βαλσαμωμένης φάλαινας, περνά στον κινηματογράφο του Μπέλα Ταρ και του Φελλίνι για να αποδώσει τη μνήμη αυτήν ως ένα cabinet de curiosités που τον έχει στοιχειώσει, μαζί με το βαθιά αποτυπωμένο βλέμμα της μάνας του. Σε αυτό το σημείο το βλέμμα του σήμερα διασταυρώνεται με την εικόνα του χθες, ακινητοποιώντας τον αφηγηματικό χρόνο.
Ο έφηβος ως ίνδαλμα καθηλωμένο στον χρόνο, αναδύεται από τα αναλλοίωτα ορόσημα της πόλης όπου μεγάλωσε συμπαρασύροντας στη ζωή και τις ήδη νεκρές συνθήκες. Η πόλη είναι ένα γηραιό φάσμα, υπερφορτωμένο με τις ιστορίες των ανθρώπων της, καταταλαιπωρημένη από τις πληγές των κατακτητών της, επιζωγραφισμένη με τις αποχρώσεις των ρούχων ενός εσμού από γραφικούς τύπους «εποχής», διατηρώντας όμως κάποια σταθερά χαρακτηριστικά και το άλμπουμ με τις «μυθικές μέρες της». Ο συγγραφέας ανακατανέμει κατά βούλησιν το υλικό του στις καρτ ποστάλ που δημιουργεί, έτσι ώστε να καταλήξει στο ίζημα της Πλατείας Αριστοτέλους. Δεν πρόκειται για τη στερεότυπη Αριστοτέλους, αλλά για μια φθίνουσα εκδοχή της που από την ακεραιότητα μιας άλλης εποχής ολισθαίνει προς την ανάγλυφη βαναυσότητα του σήμερα. Σκέφτομαι πως στην πεζογραφική αναπόληση του Σκαμπαρδώνη, σχεδόν ταυτισμένη στη συνείδηση του κοινού με τη Θεσσαλονίκη, δεν πρωταγωνιστεί η πόλη: πρωταγωνιστεί το χαμένο «δασύ και συρφετώδες» συναίσθημα που αναβλύζει σε μια μεγαλοφυή «διάλειψη» εντός κειμένου συγγενή προς την πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά: από την εικόνα του παππού του αναπηδά, σε κορυφαία στιγμή του βιβλίου και σε αφασικό ιδιόλεκτο, ως εκπεφρασμένο άρρητο, το χρέος εύφημης μνείας εκ μέρους του νεαρού εγγονού που πρόλαβε να ζήσει «κάτι που φωσφορίζει, κάτι ανεξαγόραστο», με λίγα λόγια την «άλλη», την ιστορική, ιδεατή πόλη.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης |
Τυχαία περιστατικά, σπουδαίες περιστάσεις
Λόγω συναισθηματικής εμπλοκής στα διηγήματα αυτά δεν υπάρχει ο αποστασιοποιημένος αφηγητής: απλώς η προσωπική εμπλοκή, η τάση αυτοβιογράφησης της νεότητας και το φορτισμένο σχόλιο αφήνουν όσο το δυνατόν πιο ανέπαφη μια πραγματικότητα της οποίας την αντικειμενική υπόσταση έχει ο ίδιος υποσκάψει ευθύς εξαρχής.
Λόγω συναισθηματικής εμπλοκής στα διηγήματα αυτά δεν υπάρχει ο αποστασιοποιημένος αφηγητής: απλώς η προσωπική εμπλοκή, η τάση αυτοβιογράφησης της νεότητας και το φορτισμένο σχόλιο αφήνουν όσο το δυνατόν πιο ανέπαφη μια πραγματικότητα της οποίας την αντικειμενική υπόσταση έχει ο ίδιος υποσκάψει ευθύς εξαρχής. Η αθανασία κατακτάται αν ο συγγραφέας «εντοιχιστεί» κοντά στα σύνεργα της γραφής του: «Να με βάλουν απέναντι και πλάγια από το κεντρικό τραπέζι, ώστε να βλέπω με τα μεταφυσικά μου μάτια και να ακούω την άφιξη και την αναχώρηση των αμαξοστοιχιών», γράφει μιλώντας για την αθανασία των πραγμάτων. Αυτής της ακέραιας πραγματικότητας η θεματική και η τεχνική θυμίζουν τη θεματική και την τεχνική, αντίστοιχα, του νεορεαλισμού. Μιλάμε για μιαν αληθοφανή, εσωτερική –κάθε άλλο παρά κρυπτική– συνθήκη του αληθούς, που είναι εντούτοις αυτόνομη και υπακούει στους δικούς της νόμους, πέραν των όποιων προσκολλήσεων. Η λεπτή ψυχολογική παρατήρηση των τοπίων, η καταγραφή των στάσεων του λεωφορείου ως «σκηνικών» και ο παρορμητικός συνειρμός («Σαλο-» του πρώτου συνθετικού του ονόματος της πόλης, «σαλός» με την έννοια του τρελού και «Σαλό-120 μέρες στα Σόδομα» με σαφή παραπομπή στην ηθική έκπτωση που στηλίτευε ο Πιερ Πάολο Παζολίνι: όλα αυτά σε ένα παιχνίδι συνειρμών), η τάση απογύμνωσης και αποκάλυψης της ωμής αλήθειας, ο καγχασμός και η τάση απομυθοποίησης κάποιων αστικών μύθων, τέλος η δυναμική περιδιάβαση (εν είδει «εισβολής») στην ιστορική μνήμη είναι γνωρίσματα του νατουραλισμού.
Σε μαρξιστική ορολογία θα μιλούσαμε για «ένα λαό που γράφει την Ιστορία του», δηλαδή για μιαν αγωνιστική, ενεργητική εκδοχή της λαϊκότητας. Αν ιχνηλατήσει κανείς τη γραφή του Σκαμπαρδώνη ως προς αυτόν τον άξονα αναφοράς, θα διαπιστώσει πως φιλοτεχνεί, κατά το μάλλον ή το ήττον, μια τοιχογραφία της ζωής της Θεσσαλονίκης στη διάρκεια μισού αιώνα. Συνειδητά συνδαυλίζοντας –εννοείται– την εμμονή πως το δρων υποκείμενο της Ιστορίας κυοφορείται στις λαϊκές τάξεις. Και πως αυτές –οι τάξεις των χειρωνακτών, των ανθρώπων του μόχθου, της επίπονης κατάκτησης της ζωής– είναι οι μόνες που δικαιούνται τα εύσημα του ήθους, σε αντίθεση με την πεποιημένη προσέγγιση των εργατών του λόγου: πρόκειται, φυσικά, για μιαν αυτοσαρκαστική τοποθέτηση που πόρρω απέχει της λοιδορίας.
«Ένδον και έξω περιπολίες»
Ο χρόνος διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο: ως «εισπράκτωρ» εκείνων των άθλιων οχημάτων μαζικής ταλαιπωρίας σκιαγραφεί τη λασπωμένη, κάθιδρη εφηβεία του συγγραφέα και χαρτογραφεί με χιούμορ τους τόπους ηλικίωσής του, κατατμημένος σε ακινησίες περισυλλογής όπου το δικαίωμα του επιβαίνοντος είναι να διατηρεί την ατομικότητά του μέσα στον συνωστισμό.
Θα επαναλάβω –όπως όταν έγραφα για το Ντεπό– ότι ο συγγραφέας αφουγκράζεται την ανθρώπινη συνείδηση, η οποία πενθεί βαθύτατα και σιωπηρά για τις απολεσθείσες ευκαιρίες: προεκτείνοντας τα «Απογεύματα των πολυελαίων», η διαδρομή του «Λεωφορείου» διακρίνεται για τη συνεκτικότητα και την επαναληπτικότητά της, τα δε χρονικά κενά (οι στάσεις) μεταστοιχειώνονται σε χρόνο επιβίβασης και αποβίβασης που είναι πρωτεϊκής υφής: όλο και κάποια μεταμόρφωση επιτελείται στο υλικό της μνήμης, αναδιαμορφώνοντας την ποιότητα του βιώματος, καθιστώντας το χρονογραφικά ενδιαφέρον. Και σε αυτήν τη λογοτεχνική διεργασία ο χρόνος διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο: ως «εισπράκτωρ» εκείνων των άθλιων οχημάτων μαζικής ταλαιπωρίας σκιαγραφεί τη λασπωμένη, κάθιδρη εφηβεία του συγγραφέα και χαρτογραφεί με χιούμορ τους τόπους ηλικίωσής του, κατατμημένος σε ακινησίες περισυλλογής όπου το δικαίωμα του επιβαίνοντος είναι να διατηρεί την ατομικότητά του μέσα στον συνωστισμό.
Πρόκειται για τον χρόνο του ώριμου παρατηρητή των «αναπεπταμένων» ακρωρειών της πόλης, ευκολοπαρατήρητων στις διαδρομές ενός λεωφορείου που με έναν χαρακτηριστικό κλυδωνισμό προσδίδει το γνώρισμα της οικειότητας σε αυτήν την τυχαία περιπλάνηση. Η περιπολία του εποχούμενου Γιώργου Σκαμπαρδώνη πασχίζει να βάλει σε τάξη τον κατά βάσιν άτακτο χαρακτήρα του καταγεγραμμένου βιώματος, καθιστώντας τον ένα χαρτοπαίκτη τυχερού παιχνιδιού, ένα gambler που διακινδυνεύει να χάσει το στοίχημα της επανεύρεσης ενός μεγάλου ποσοστού της απολεσθείσας μνήμης του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
** Στην κεντρική εικόνα ο πίνακας «Το λεωφορείο» του Bronisław Wojciech Linke.
Λεωφορείο
19 Στάσεις
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Πατάκης 2018
Σελ. 256, τιμή εκδότη €13,30