Για το μυθιστόρημα της Ζωής Μπόζεμπεργκ «Κόμπος» (εκδ. Στερέωμα).
Της Διώνης Δημητριάδου
Να μη γίνεται ποτέ αυτό που θέλεις.
Να γίνεται πάντα αυτό που θέλουν οι άλλοι.
Να είσαι αόρατος. Και άφωνος. Και δεμένος κόμπο.
Το ποτέ και το πάντα στα παραπάνω λόγια του Άγη, του ήρωα της ιστορίας, αποδίδουν με ακρίβεια την τραγικότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή του. Ίσως περισσότερο από τη λέξη κόμπος. Γιατί ένας κόμπος, όσο περίπλοκο και αν είναι το σφιχτοδέσιμό του, λύνεται – έστω κόβεται. Οι απόλυτες, όμως, έννοιες δεν αντιμετωπίζονται, ακριβώς γιατί κλείνουν το περιεχόμενό τους σε πόρτες που εκλαμβάνονται κλειστές. Κι ας μην είναι.
Ένας κόμπος, όσο περίπλοκο και αν είναι το σφιχτοδέσιμό του, λύνεται – έστω κόβεται. Οι απόλυτες, όμως, έννοιες δεν αντιμετωπίζονται, ακριβώς γιατί κλείνουν το περιεχόμενό τους σε πόρτες που εκλαμβάνονται κλειστές. Κι ας μην είναι.
Το μυθιστόρημα της Ζωής Μπόζεμπεργκ αποτελεί και την πρώτη της εμφάνιση στην περιπέτεια της μεγάλης αφήγησης. Μια βουτιά στα βαθιά, θα έλεγε κάποιος θεωρώντας πως απαιτείται μια προγύμναση σε άλλα (τάχα ευκολότερα) είδη, προκειμένου να επιχειρηθεί το μεγάλο βήμα – συχνά απονενοημένο. Επειδή, όμως, το κάθε είδος της πεζογραφίας έχει την αυτονομία του και τη δυσκολία του (δεν υπάρχουν εύκολες γραφές, κακές υπάρχουν), θεωρώ (εκ προοιμίου και με καλή διάθεση) ότι η συγγραφέας έχει επιλέξει το μυθιστόρημα ως το είδος που της ταιριάζει καλύτερα. Η πρώτη μου σκέψη διαβάζοντας τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου ήταν ότι θα του ταίριαζε πιο καλά η κατηγοριοποίησή του στις νουβέλες· όχι, φυσικά λόγω μεγέθους – μακριά από μένα η ευκολία της κατηγοριοποίησης με βάση τον αριθμό των σελίδων. Απλώς μου έδωσε την εντύπωση μιας σύγχρονης ιστορίας, με κυρίαρχη τη ρεαλιστική εικόνα του κόσμου, με κέντρο του ενδιαφέροντος στον έναν ήρωα, κυρίως εστίαση στην ψυχογράφηση του ήρωα αυτού· τα βασικά χαρακτηριστικά, δηλαδή, της νουβέλας με δευτερεύον τελείως την έκταση του κειμένου. Προχωρώντας, ωστόσο, είδα ότι ο κεντρικός ήρωας δεν είναι ένας αλλά μοιράζεται τον «ρόλο» με μια παράδοξη τετράδα γυναικών – τέσσερις ενωμένες σε ένα συμπαγές όλον, που πολιορκεί κάθε αρσενικό της ιστορίας και φυσικά τον Άγη που τις χρεώνεται όλες σαν να πρόκειται για τον χώρο που μέσα του και μόνον μπορεί να κινηθεί ασφυκτιώντας και αδυνατώντας να αποκοπεί.
Το άτομο δένεται με παντοειδείς κόμπους/δεσμεύσεις, εφόσον μέσα σε συμφωνημένες συνθήκες διαβίωσης/επιβίωσης στα πλαίσια της οργανωμένης κοινωνίας ξεδιπλώνει την ψευδαίσθηση της ατομικής του ελευθερίας. Αυτό ως προς τον αρχικό κλοιό. Στην πλοκή της ιστορίας, όμως, διακρίνονται οι ομόκεντροι κύκλοι που ο ένας μετά τον άλλον δένουν πιο σφιχτά τον ήρωα: η σκυτάλη περνά από τον ευρύτερο κύκλο στον οικογενειακό, κατόπιν σε ένα θεωρούμενο από τον ίδιο τον ήρωα κύκλο που τον σφίγγει θανάσιμα και που δεν τον αφήνει να εννοήσει ότι ο πιο σφιχτός κόμπος είναι στο χέρι του και άρα μπορεί να λυθεί και να τον απελευθερώσει. Όσο πιο καλά δένει αυτόν τον προσωπικό του κόμπο, τόσο οι σχέσεις του με τον κόσμο αποβαίνουν αδιέξοδες. Περίπου αυτό που μας δηλώνει και η φωτογραφία του εξωφύλλου (ακόμη μια εύστοχη φωτογραφική ματιά της Χριστίνας Καραντώνη), έτσι όπως μοιρασμένο στα δυο το διαφοροποιημένο τοπίο δείχνει τον κόμπο στα χέρια που τον κρατούν και τον σφίγγουν όλο και περισσότερο.
Το άτομο δένεται με παντοειδείς κόμπους/δεσμεύσεις, εφόσον μέσα σε συμφωνημένες συνθήκες διαβίωσης/επιβίωσης στα πλαίσια της οργανωμένης κοινωνίας ξεδιπλώνει την ψευδαίσθηση της ατομικής του ελευθερίας.
Όσο το ενδιαφέρον εστιάζεται στον δύσκολο ψυχισμό του ήρωα, άλλο τόσο προσεγγίζει τη μητριαρχία (αδυνατεί εδώ η γλώσσα να εφεύρει τον κατάλληλο λεκτικό κώδικα κι έτσι χρησιμοποιεί την εκτός χρόνου πλέον λέξη) που συνιστούν οι τέσσερις γυναίκες (μητέρα και θείες) καθώς και τον τρόπο που ο γυναικείος πληθυσμός της ιστορίας βλέπει τον κόσμο· ίσως εδώ ο όρος «κατασκευάζει» τον κόσμο θα ήταν ορθότερος. Οι άντρες, στο περιθώριο, βρίσκουν τον τρόπο της προσωπικής τους επιβίωσης, συνήθως με την αποδοχή της παράξενης αυτής δομής του κόσμου, προκειμένου να έχουν την ησυχία τους. Μια ιδιότυπη περιχαράκωση (μέσα από ένα «φροντιστήριο αποστασιοποίησης»), που τουλάχιστον τους αφήνει να αναπνέουν. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο και στον ήρωα, τον Άγη. Σ’ αυτόν θα δώσει η συγγραφέας τον λόγο για να αφηγηθεί την ιστορία του σε πρώτο πρόσωπο, επιλογή ικανή να δώσει την οπτική του εγκλεισμού σε έναν χώρο με αόρατα κάγκελα και ανύπαρκτα σχοινιά, που ωστόσο κατορθώνουν να τον δέσουν πισθάγκωνα.
«Μπορεί κάποιες στιγμές στη διάρκεια της μέρας να με απορροφούσαν άλλα θέματα, μα δεν θυμάμαι κανένα πρωινό της ζωής μου που να μην μου ήρθε η σκέψη, την ώρα που άνοιγα τα μάτια μου: "Να πεθάνω. Τώρα". Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσα να εξαφανίσω αυτή την πίεση που με ζώνει από παντού και τραβάει τα σκοινιά για να σφίξει κι άλλο τον κόμπο;»
Ταυτόχρονα επιλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση του παντογνώστη αφηγητή, που όλα τα γνωρίζει και όλα τα επιβλέπει με τη μηδενική του εστίαση. Ενδιαφέρον ο συνδυασμός των δύο τεχνικών, να δείχνει μια διττή πραγματικότητα (πώς είμαι – πώς με βλέπουν) ενώ η συγγραφική επινόηση κυριαρχεί φυσικά και στις δύο οπτικές. Οι παρατηρήσεις αυτές μέσα από σχόλια των υπολοίπων προσώπων, δείχνουν τον αντίκτυπο μιας τέτοιας παρουσίας ίσως όχι τόσο «αόρατης», όπως πιστεύει ο ίδιος ο ήρωας, σε κάθε περίπτωση πάντως προβληματικής στη δημιουργία των σχέσεων.
«… Όσο κι αν οργίζεται εναντίον τους, δεν διεκδικεί ποτέ το δίκιο του, δεν παλεύει και δεν απαιτεί να τον σεβαστούν. Πώς να σου πω, γι’ αυτόν είναι σαν να συμβαίνουν τέτοια περιστατικά για να επιβεβαιώσουν την κακή του τύχη, τη δυστυχία του – και ο ίδιος τα δέχεται παθητικά ώστε να επιβεβαιώνει την ανεπάρκειά του».
Μπορεί να ισχύει και μια δύσκολη στην παραδοχή της αλήθεια: γινόμαστε αυτό που μας φτιάχνουν, αυτό που απεχθανόμαστε και φοβόμαστε. Μήπως ο Άγης δένει κι αυτός τους δικούς του κόμπους πάνω στα αγαπημένα του πρόσωπα;
Μπορεί να ισχύει και μια δύσκολη στην παραδοχή της αλήθεια: γινόμαστε αυτό που μας φτιάχνουν, αυτό που απεχθανόμαστε και φοβόμαστε. Μήπως ο Άγης δένει κι αυτός τους δικούς του κόμπους πάνω στα αγαπημένα του πρόσωπα; Κι αν αυτά έχουν τη δύναμη να τους λύσουν, έχει και ο ίδιος την ικανότητα αυτή; Ο ισχυρότερος κόμπος είναι αυτός που έχει δέσει ο ίδιος, και που ίσως δεν θυμάται πλέον πώς λύνεται.
«Από ποια αλήθεια να πιαστώ; Τι ήταν πραγματικό στη ζωή μου; Προσπαθώ για λίγο να θυμηθώ κάποια στιγμή ευτυχισμένη, να ξαναβρώ έστω μια ανάμνηση χαράς, μα ένα μαύρο στερεό και βαρύ πράγμα έχει καλύψει τα πάντα στο μυαλό μου, κατεβαίνει στον λαιμό και σφίγγει. Δεν μπορεί να γίνει τίποτε πια. Είμαι χαμένη υπόθεση».
Η γραφή της Μπόζεμπεργκ είναι λιτή και ουσιαστική. Κατανοείς τη δυσκολία να δοθεί η πολύπλοκη ψυχοσύνθεση ενός τέτοιου ατόμου, σε σχέση με το γκροτέσκο της εικόνας των γυναικών που απαρτίζουν την οικογένεια του ήρωα. Να φανεί πώς δέθηκε ο κόμπος.
Είναι ενδιαφέρουσες οι ιστορίες που αφήνουν στον αναγνώστη ένα κομμάτι για να το απαντήσει μόνος του. Εδώ λοιπόν δημιουργείται ένα ερώτημα. Ο τρόπος που αυτοαναλύεται ο ήρωας στα κομμάτια της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, αγγίζοντας τη βαθύτερη ουσία του προβλήματός του, αφήνει την εντύπωση πως έχει την ικανότητα να δει την άκρη του νήματος ή αλλιώς να βρει το «κλειδί» της απελευθέρωσής του. Μήπως, κατά τη λογική ακολουθία της πλοκής, ήταν αναμενόμενο ένα διαφορετικό τέλος της ιστορίας; Εκτός αν η συγγραφέας θέλησε να δώσει το άτοπον κάθε προσπάθειας απελευθέρωσης, ακόμα κι όταν βρίσκεσαι πολύ κοντά στην κατανόηση της δικής σου φυλακής. Στην προσωπική μου ανάγνωση αυτό το σημείο μένει ανοιχτό σε εικασίες, χωρίς να μειώνει καθόλου το όλον της γραφής. Μάλλον ενισχύει την αξία της.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
** Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία από το έργο Break Through From Your Mold του Zenos Frudakis, Philadelphia, Pennsylvania.