
Για το μυθιστόρημα του Κώστα Καβανόζη «Τυχερό» (εκδ. Πατάκη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Στον καιρό των Fake News και της εύκολης προπαγάνδας, η λογοτεχνία νιώθει να χάνει την αξιοπιστία της ως μυθοπλαστικού ψεύδους. Και δεκαετίες τώρα προσπαθεί να αποδείξει, μέσα στο πλαίσιο της εγνωσμένης της πλασματικότητας, ότι είναι αξιόπιστη και ότι μπορεί να χτίσει το ψέμα της με απτά ντοκουμέντα. Έτσι, τα τελευταία σαράντα χρόνια στην Ελλάδα έχει διαμορφωθεί μια τάση για χρήση των τεκμηρίων ως πολύπτυχου κολλάζ, ώστε να πειστεί ο αναγνώστης ότι το σύμπαν που κατασκευάζεται δεν είναι από χαρτί. Από τα Τρία ελληνικά μονόπρακτα (1978) του Θανάση Βαλτινού και τον Αλ. Κοτζιά, τον Μ. Φάις, τον Χρ. Χρυσόπουλο, τον Άρ. Μαραγκόπουλο, τον Θ. Σκάσση μέχρι και το Μηνολόγιο ενός απόντος (2005) του Σταύρου Κρητιώτη έχει ήδη σφυρηλατηθεί μια αλυσίδα μυθιστορημάτων που απαρτίζονται σχεδόν αποκλειστικά από εξωλογοτεχνικά κείμενα (επιστολές, μέιλ, άρθρα, ημερολόγια, αγγελίες κ.λπ.), τα οποία προσφέρουν πιο χειροπιαστά την αλήθεια τους.
Από τότε στην αλυσίδα αυτή εξακολουθούν να προστίθενται κρίκοι και να γράφονται μυθιστορήματα, άλλα από τα οποία ενθέτουν τεκμήρια στο κυρίως αφηγηματικό σώμα κι άλλα συντίθενται πλήρως από τέτοια μη-λογοτεχνικά τεμάχια (segments). Ο Κώστας Καβανόζης χρησιμοποίησε πρόσφατα αυτή την τεχνική, για να αναπλάσει στο πνεύμα μιας «ιστορικής» δεοντολογίας εποχές και δρώμενα.
Ο αφηγητής, ένα είδος ερευνητή που αναζητά γραπτά δεδομένα αλλά και προφορικές μαρτυρίες τις οποίες μαγνητοφωνεί και απομαγνητοφωνεί, ανασυνθέτει μέσα από ιστορικές πηγές τη ζωή του προγόνου του, αλλά κυρίως γίνεται ένας ιστορικός ο οποίος αναπλάθει τη μικροϊστορία.
Το είχε, βέβαια, επιχειρήσει ξανά, και μάλιστα με επιτυχία, στο Χαρτόκουτο (Πατάκης 2015), όπου χρησιμοποίησε την έννοια του ιδιωτικού αρχείου, για να συνθέσει αποσπασματικά τη σεξουαλική ωρίμαση του πρωταγωνιστή. Τώρα ξεκινά με δύο νήματα, τα οποία σταδιακά συγκλίνουν σε ένα κοινό τέλος. Από τη μία η ιστορία του χωριού του Έβρου που ονομάζεται «Τυχερό» και του θείου του, Βαγγέλη Βολοβότση, στελέχους της Αριστεράς και αγωνιστή της, κι από την άλλη τα ντοκουμέντα για το πρώτο αεροπορικό δυστύχημα της Ολυμπιακής Αεροπορίας το 1959. Απ’ τη μία, λοιπόν, ο Εμφύλιος κι η μετεμφυλιακή Ελλάδα με όλες τις στρεβλώσεις της κι από την άλλη μια τυχαία συγκυρία με θύματα και τυχερούς.
Στο πρόσωπο του πραγματικού Βαγγέλη Βολοβότση, δασκάλου που κατέφυγε στο χωριό «Μπελογιάννης» της Ουγγαρίας μαζί με άλλους έλληνες εξόριστους, βρίσκει ο Κώστας Καβανόζης το πάτημα να μιλήσει για το σόι του αλλά πιο πολύ για το Τυχερό κι ένα μέρος της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο αφηγητής, ένα είδος ερευνητή που αναζητά γραπτά δεδομένα αλλά και προφορικές μαρτυρίες τις οποίες μαγνητοφωνεί και απομαγνητοφωνεί, ανασυνθέτει μέσα από ιστορικές πηγές τη ζωή του προγόνου του, αλλά κυρίως γίνεται ένας ιστορικός ο οποίος αναπλάθει τη μικροϊστορία. Αυτή, όπως κάνει και η ιστοριογραφία πια, στηρίζεται στις παράπλευρες πτυχές της εθνικής ιστορίας, στηρίζεται σε ατομικές καταθέσεις και συμβάντα των απλών ανθρώπων, οι οποίοι όμως μπορούν να φωτίσουν με άλλον τρόπο το παρελθόν. Το ίδιο συμβαίνει και με τα άρθρα που ανασυνθέτουν τις παράξενες λεπτομέρειες του αεροπορικού δυστυχήματος, στο οποίο ενεπλάκη και ο γιος του Βολοβότση.
Όλα τα στοιχεία είναι αληθινά τα οποία η μυθιστορηματική πένα μοντάρει ή καλύτερα επικολλά πάνω στον καμβά της μυθοπλασίας. Είναι ένα είδος επιλογής, προσαρμογής, συναρμογής και σύνθεσης, που μεταφέρει στον λογοτεχνικό λόγο εξωλογοτεχνικούς λόγους, φαινομενικά πιο αξιόπιστους και επομένως πρόσφορους για την επαναγραφή του παρελθόντος. Ο λογοτέχνης έτσι οδηγεί έντεχνα το υλικό του σε μια γραμμή ερμηνείας, καθώς μάλιστα τα δύο νήματα σταδιακά προσεγγίζουν σε ένα κοινό σημείο βρασμού. Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι σε πολλά σημεία η ίδια η φύση των ντοκουμέντων γίνεται σχολαστική και διαχέει το αναγνωστικό ενδιαφέρον, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα, αν δει κανείς πανοραμικά τα ντοκουμέντα, είναι καλοδουλεμένο και γι’ αυτό χειραγωγεί τον αναγνώστη, ο οποίος νομίζει ότι ελέγχει την αξιοπιστία του υλικού και τη δική του αποκωδικοποίηση.
Ο Κώστας Καβανόζης χρησιμοποιεί την αυστηρή ιστορική λογική, με ντοκουμέντα, ονόματα και ημερομηνίες, ακρίβεια στην αποτύπωση των γεγονότων κ.λπ., για να υπονομεύσει την αιτιότητα στην Ιστορία.
Για αιώνες η ιστοριογραφική έρευνα λειτουργούσε με βάση την ντετερμινιστική λογική, που ήθελε τα πάντα να ερμηνεύονται στον άξονα αιτίας και αποτελέσματος. Στη σύγχρονη εποχή με τις θεωρίες της σχετικότητας και του Χάους, αυτό εν μέρει αναθεωρείται κι η τυχαιότητα συμπεριλαμβάνεται στα υπόψη κάθε ιστορικής εξήγησης. Αυτή η τυχαιότητα έρχεται να ναρκοθετήσει τον αυστηρό ντετερμινισμό και να στοιχηθεί με την έννοια της εντροπίας, της τάσης δηλαδή του σύμπαντος προς την αταξία. Η Θεωρίας του Χάους εν προκειμένω μάς βοηθά να αντιληφθούμε ότι όσο επιχειρούμε να καταλάβουμε τη φύση και τη ζωή, τόσο θα συναντάμε εκπλήξεις και απρόοπτα, που θέτουν νέα ερωτήματα, νέα ζητούμενα, ικανά να κλονίσουν βεβαιότητες και να επανακαθορίσουν τη στάση μας απέναντι στις αιτιώδεις σχέσεις που επιζητούμε. Ανάμεσα στην απόλυτη αιτιοκρατία και στη χαοτική τυχαιότητα υπάρχει μια ευρεία ζώνη μικρών ή μεγάλων απρόβλεπτων παραγόντων οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι. Εξίσου, η θεωρία των πιθανοτήτων προσπαθεί πλέον να οργανώσει αυτό το πλέγμα των τυχαίων συμβάντων, όσο κι αν αυτό είναι μάλλον δυσέφικτο.
Ο Κώστας Καβανόζης χρησιμοποιεί την αυστηρή ιστορική λογική, με ντοκουμέντα, ονόματα και ημερομηνίες, ακρίβεια στην αποτύπωση των γεγονότων κ.λπ., για να υπονομεύσει την αιτιότητα στην Ιστορία. Η τύχη παρεισφρέει σε πολλά σημεία του κειμένου, από το όνομα του χωριού «Τύχιο» κι έπειτα «Τυχερό» μέχρι εκφράσεις όπως «δεν έτυχε» κι από απρόσμενες συναντήσεις και μαρτυρίες έως την τυχαία παρουσία του 19ου επιβάτη στο αεροσκάφος της Ολυμπιακής που κατέπεσε. Η ανάγνωση εν μέρει φαίνεται ανιαρή και λεπτομερής, αλλά, αν δεν σταθεί στα επιμέρους, αλλά δει πανοραμικά το μυθοπλαστικό τοπίο και τις συναρμογές της αφήγησης, θα εκτιμήσει δεόντως τη συγγραφική τέχνη του Κώστα Καβανόζη.
* Στην κεντρική εικόνα πανηγύρι Τυχερού, δεκαετία 1950.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Τυχερό
Κώστας Καβανόζης
Πατάκης 2017
Σελ. 328, τιμή εκδότη €15,50