Για το μυθιστόρημα της Λίλας Κονομάρα «Ο χάρτης του κόσμου στο μυαλό σου» (εκδ. Κέδρος).
Του Παναγιώτη Γούτα
Φωτογραφία © Κωνσταντίνος Πίττας
«Η Ιστορία είναι προϊόν μιας στιγμής, και γράφεται ακαριαία» μας είχε αποκαλύψει παλαιότερα ο Φίλιπ Ροθ, στο μυθιστόρημά του Αμερικανικό ειδύλλιο. Αυτή η ιδέα-σπίθα αναζωπυρώνεται πειστικά στο τελευταίο μυθιστόρημα της Λίλας Κονομάρα Ο χάρτης του κόσμου στο μυαλό σου, το οποίο, παρότι δεν ανήκει στην κατηγορία των ιστορικών μυθιστορημάτων, εστιάζει στη μικροϊστορία των μελών μιας οικογένειας της Αθήνας αλλά και στον άμεσο περίγυρό τους, κατά το χρονικό διάστημα 2013-2014, δηλαδή μεσούσης της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας. Εδώ έχουμε να κάνουμε δηλαδή με ένα βιβλίο διαφορετικού τύπου και στόχευσης από το αμέσως προηγούμενό της, το Οι ανησυχίες του γεωμέτρη, ένα βιβλίο που ήταν πλημμυρισμένο από όνειρο, φαντασία και μύθο, μια θραυσματική αποτύπωση της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα από 12 διηγήματα, διαποτισμένα όμως πάντα από Ιστορία – το κοινό σημείο αναφοράς με το υπό παρουσίαση βιβλίο.
Πολυφωνικό μυθιστόρημα με τρεις ευδιάκριτες φωνές
Η Κονομάρα στη γραφή της έχει μοντερνιστικά και μεταμοντερνιστικά στοιχεία. Οι τρεις εναλλασσόμενες φωνές είναι ευδιάκριτες και πειστικές, το πρώτο πρόσωπο δίνει αμεσότητα στην αφήγηση, η οποία, κάθε φορά, είναι συναφής και ταιριαστή με την ηλικία, τα ενδιαφέροντα και την όλη προσωπικότητα του εκάστοτε αφηγούμενου.
Σε όλο το βιβλίο, που μοιράζεται σε 29 ενότητες, με λατινική αρίθμηση και ως υπότιτλους τα ονόματα των βασικών πρωταγωνιστών, κυριαρχούν οι φωνές των τριών βασικών ηρώων-μελών της οικογένειας. Ο εξηνταδυάχρονος φαρμακοποιός Βασίλης, χωρισμένος, με δύο παιδιά, και τα δύο αυτά παιδιά του, η εικοσιοχτάχρονη Εύα, ιατρική ερευνήτρια σε φαρμακευτική εταιρεία και ο δεκαεπτάχρονος Άρης που τελειώνει το λύκειο και ετοιμάζεται να δώσει πανελλαδικές εξετάσεις. Το βιβλίο ξεκινά με μια πρώτη γνωριμία με τους βασικούς πρωταγωνιστές, αλλά, παράλληλα, και με μια ηθογραφικού τύπου περιδιάβαση σε τύπους μιας γειτονιάς, με επίκεντρο το φαρμακείο του Βασίλη, που κλείνει αισίως πενήντα χρόνια λειτουργίας. Ένα απροσδόκητο περιστατικό, σε μια σχολική εκδρομή, κινητοποιεί τις παγιωμένες και κάπως ασάλευτες ζωές των ηρώων (παρά το ταραχώδες παρελθόν τους), ενώ η εξαφάνιση κάποιων φιαλιδίων μορφίνης από το εργαστήριο της Εύας ενοχοποιεί τους βασικούς πρωταγωνιστές. Κι ενώ το μυθιστόρημα αποκτά προσωρινά και αστυνομικού τύπου ενδιαφέρον, η συγγραφέας μάς εκπλήσσει ευχάριστα, απαλύνοντας προς το τέλος την ένταση, με κάποιες αποκαλύψεις, και, λειαίνοντας τις αιχμηρές γωνίες και την όποια διαφαινόμενη ενοχή των «υπόπτων», θα μας οδηγήσει σε κάποιου είδους κάθαρση που θα προκύψει μέσω της εσωτερικής αναζήτησης όλων των ηρώων.
Η Κονομάρα στη γραφή της έχει μοντερνιστικά και μεταμοντερνιστικά στοιχεία. Οι τρεις εναλλασσόμενες φωνές (είτε με μικροπερίοδο είτε με μακροπερίοδο, κατά περίσταση, λόγο) είναι ευδιάκριτες και πειστικές, το πρώτο πρόσωπο δίνει αμεσότητα στην αφήγηση, η οποία, κάθε φορά, είναι συναφής και ταιριαστή με την ηλικία, τα ενδιαφέροντα και την όλη προσωπικότητα του εκάστοτε αφηγούμενου. Η ίδια η πόλη, συχνά, μιλάει μέσα από τα στόματα των ηρώων, αποκαλύπτοντάς μας τον πολύχρωμο, πολυσυλλεκτικό, ζωηρό και έντονο χαρακτήρα της. Στην αφήγηση του Άρη η γλώσσα είναι κοφτή, νεανική, παλλόμενη, σχεδόν ασθματική, με στοιχεία σύγχρονης αργκό ή της γλώσσας των σημερινών νέων. Η αφήγηση του Άρη συχνά ντύνεται με ποικίλες μουσικές, από παλιά συγκροτήματα της ροκ μουσικής και της new age, μέχρι σημερινά συγκροτήματα. Επίσης η σχέση του Άρη με τον εξάδελφό του Μιχάλη αντικατοπτρίζει πειστικά τη σχέση δυο σχεδόν συνομήλικων εφήβων με αρκετά κοινά ενδιαφέροντα, διαφορετικής όμως ιδιοσυγκρασίας. Η γλώσσα του Βασίλη είναι πιο λόγια και φιλοσοφημένη. Ο Βασίλης προσπαθεί να συνταιριάσει (και να ερμηνεύσει) το παρελθόν με το σήμερα που ζει και που, συχνά, τον ξενίζει. Η αφήγηση της Κονομάρα πολύ σωστά και εύστοχα αφήνει προς στιγμή τον νευρώδη, κοφτό και άμεσο χαρακτήρα της και εναρμονίζεται με την ηλικία και τους προβληματισμούς του Βασίλη. Πιο βραδείς αφηγηματικοί ρυθμοί, ωριμότητα, συσχετισμοί ζωής, σκοτεινές σκέψεις, η κάμψη και η κρίση της μέσης ηλικίας. Ο ερχομός, κατά διαστήματα, στη σκέψη του Βασίλη ενός φίλου από τα παλιά, του Σάββα –η επιτομή του αριβίστα, πρώην αριστερού, που καταχράστηκε χρήματα και την έκανε για το εξωτερικό–, τον οποίον ο Βασίλης είχε εξιδανικεύσει στα νεανικά του χρόνια, επιτείνει την αβεβαιότητά του για πρόσωπα και καταστάσεις του παρελθόντος. Ενδιαφέρον το στοιχείο πως ακόμη και τώρα ο Σάββας στη σκέψη του Βασίλη (αλλά και του κοινού τους φίλου, του Περικλή) είναι σημαντικός, η απουσία του και η σιωπή του του στοιχίζει και ακόμη διατηρεί αμφιβολίες για την ακεραιότητα ή όχι του χαρακτήρα του, κάτι που φανερώνει πως υπάρχει ακόμη στο μυαλό του κάποια ιδεολογική σύγχυση. Τέλος, η φωνή και η μορφή της Εύας. Βαδίζοντας κι αυτή στο κατώφλι των σαράντα, αναλώνεται ανάμεσα στην άκρως ενδιαφέρουσα επιστημονική εργασία της –όχι πάντως χωρίς προβλήματα από άτομα του εργασιακού της χώρου–, στην απελευθερωμένη ερωτική ζωή της (η νεανική ερωτική της προϊστορία ήταν άκρως δραστήρια και ταραχώδης) και στις σχέσεις της με τον οικογενειακό της περίγυρο. Ένας δεσμός με τον Φώτη άλλοτε την απογειώνει και την κάνει να νιώθει πληρότητα κι άλλοτε τη γεμίζει με σκέψεις και αμφιβολίες.
Πληθώρα δευτεραγωνιστών και πρόσθετες αρετές
Πέρα από τις σκιαγραφήσεις των τριών αφηγητών-πρωταγωνιστών, υπάρχει μια πληθώρα δευτεραγωνιστών, προσώπων της μιας ή των ελάχιστων σελίδων, που ωστόσο δίνουν ορμή, νεύρο και ώθηση στην αφήγηση.
Στο μυθιστόρημα, πέρα από τις σκιαγραφήσεις των τριών αφηγητών-πρωταγωνιστών, υπάρχει μια πληθώρα δευτεραγωνιστών, προσώπων της μιας ή των ελάχιστων σελίδων, που ωστόσο δίνουν ορμή, νεύρο και ώθηση στην αφήγηση. Η γιαγιά –η μάνα του Βασίλη– στην επαρχία που πεθαίνει, ο θείος του Άρη, ο εξάδελφός του Μιχάλης, η μητέρα του Άρη και της Εύας που ζει χλιδάτα στο Παρίσι έχοντας κάνει «φοβερές σπουδές μουσικής στη Γαλλία και στη Γερμανία», η Άννα που θα κάνει άντρα τον Άρη στη Μασσαλία, ο Αντώνης, η ροζ, η Κάλλια, η αυτιστική ξαδέλφη της Εύας, η μορφή της Δάφνης που με την απουσία της σκορπά μια παγωμάρα στην ατμόσφαιρα της οικογένειας, ο Ίαν (η επιτομή του ώριμου ψαγμένου του «χώρου», που γεννημένος τη δεκαετία του ’50 πρόλαβε να ζήσει από τα προτάγματα του Μάη του ’68 μέχρι σύγχρονες καταστάσεις που σχετίζονται με την εναλλακτική τέχνη και το μεταναστευτικό ζήτημα), είναι μερικά μόνο δείγματα και αποδείξεις της συγγραφέως, όχι μόνο στο να σχεδιάζει και να στήνει ανθρώπινους χαρακτήρες, αλλά, κυρίως, στο να εντοπίζει τις λεπτομέρειες και τις ιδιαίτερες λεπτές αποχρώσεις που αφορούν τις μεταξύ τους σχέσεις.
Η Λίλα Κονομάρα |
Το μυθιστόρημα της Λίλας Κονομάρα έχει αρκετές ακόμη αρετές, που συνοψίζονται ως εξής:
- Μεταφέρει πειστικά, δίχως φορτωμένες περιγραφές και αφηγηματικά στερεότυπα, τους ήχους, τις κουβέντες, τη βοή, τον παλμό αλλά και τη βία της σύγχρονης Αθήνας. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως η πόλη τού αποκαλύπτεται, ενώ όλο το βιβλίο μπορεί να εκληφθεί ως ένα οδοιπορικό, μια περιπλάνηση στους δρόμους της πρωτεύουσας, θυμίζοντάς μας την ταινία Paterson του Τζιμ Τζάρμους.
- Το κείμενο έχει μελετημένη και αξιοπρόσεχτη αρχιτεκτονική δομή και σελίδες όπου η συγγραφέας μεταφέρει άφθονο βιωματικό ή πληροφοριακό υλικό. Σελίδες γραμμένες με παρατηρητικότητα, λεπτομέρεια και ακρίβεια (π.χ. τα σχετικά με τις μελέτες της Βιοϊατρικής Μηχανικής, το θέμα της καλλιτεχνικής φωτογραφίας, περιγραφές της Ιταλίας ή φεστιβάλ πόλεων της Γαλλίας κλπ).
- Υπάρχει μια φρεσκάδα και μια ζωντάνια στη γραφή της που κάνει το ανάγνωσμα ευανάγνωστο και ελκυστικό, ακόμη κι αν δεν υπάρχει η μεγάλη κορύφωση στο τέλος, γιατί εδώ δεν μετράει ένα εντυπωσιακό και απρόσμενο τέλος, όσο οι εσωτερικές διεργασίες που συντελούνται στον ψυχισμό των ηρώων, και η πορεία τους προς κάποιας μορφής αυτογνωσία και αυτοσυνείδηση.
- Στο βιβλίο υπάρχουν διάσπαρτες πολλές αναρωτήσεις ιδεολογικού, φιλοσοφικού, ηθικού ή καλλιτεχνικού τύπου, που κάνουν συχνά οι ήρωές του, δίνοντας ένα κάποιο βάθος στην αφήγηση – όταν, βέβαια, δεν κουράζουν ή δεν παραπέμπουν σε αντίστοιχες αναζητήσεις άλλων εποχών (π.χ. οι αναζητήσεις για τον ρόλο της τέχνης και τη σχέση της με τους θεσμούς, μια συζήτηση που, προσωπικά, τη θυμάμαι να γίνεται από τη δεκαετία του ’70 και του ’80, συντελούμενη σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, από ψαγμένους αριστερούς νεολαίους εκείνης της εποχής, και που ήλπιζα πως, ύστερα από τόσα χρόνια, θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί).
- Η μετατόπιση στους αφηγηματικούς τόπους (Αθήνα, επαρχία, Ιταλία, Γαλλία, Νίκαια, Αρλ, Μασσαλία) συντηρεί το αίσθημα περιπλάνησης των ηρώων, προσδίδοντας στο κείμενο και ταξιδιωτικό ενδιαφέρον.
- Οι σκηνές στη ζωή του χωριού είναι φυσικές και ζωντανές, δείγμα του ότι η συγγραφέας περιγράφει εξίσου καλά τόσο τη ζωή στη μεγαλούπολη όσο και στην επαρχία.
- Υπάρχουν ενδιαφέρουσες αναφορές στην αλλαγή χαρακτήρα προσώπων που αλλοτριώθηκαν κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης και εντεύθεν. Διαβάζω ενδεικτικά από τη σελ. 80 (σκέψεις του Βασίλη): «Όπως τόσοι άλλοι, ο Σάββας βυθίστηκε στην κοινωνική σύγχυση που προέκυψε μετά τη Μεταπολίτευση. Το life style διαδέχτηκε την ταξική πάλη, η Τζια τον Ωρωπό, οι γιάπηδες τους παλιούς συντρόφους. Ο τραχανάς έγινε delicatessen, το παρελθόν άρχισε να λειτουργεί σαν άλλοθι. Όμως οι νεανικοί μας φίλοι μένουν για χρόνια στο απυρόβλητο, σωστά;», ενώ στις τελευταίες σελίδες θίγεται και το μεταναστευτικό ζήτημα του καιρού μας.
Η πορεία προς την αυτογνωσία
Το μέλλον φαντάζει δυσοίωνο. Όμως οι νέοι άνθρωποι αντιστέκονται σθεναρά σ’ αυτήν την κατρακύλα, κοιτάζοντας κατάφατσα το παρόν και την πραγματικότητα.
Τελικώς τι μένει ως επίγευση στο στόμα μετά την ανάγνωση του βιβλίου της Κονομάρα; Σίγουρα η πικρή διαπίστωση πως σε οικογένειες όλων των χωρών, ο μικροαστισμός, σαν μικρόβιο, έχει προσβάλει τους ανθρώπους κάποιας ηλικίας. Ο δρόμος είναι αργός, κατηφορικός, γηρασμένος. Το μέλλον φαντάζει δυσοίωνο. Όμως οι νέοι άνθρωποι –πολλοί νέοι άνθρωποι– αντιστέκονται σθεναρά σ’ αυτήν την κατρακύλα, κοιτάζοντας κατάφατσα το παρόν και την πραγματικότητα. Την αληθινή πραγματικότητα και όχι την εικονική, την τηλεοπτική ή την πραγματικότητα των ψευδαισθήσεών τους. Το ταξίδι, η Ιθάκη, ο σκοπός της ζωής είναι η αυτογνωσία, η αυτοσυνείδηση, το ένδον σκάπτε, όσο οδυνηρό και δυσβάστακτο κι αν είναι αυτό. Και τα εφόδιά τους, τα όπλα τους σ’ αυτή τη δύσκολη πάλη με τις ψευδαισθήσεις τους: Η επικοινωνία των λαών, η αλληλεγγύη και η αλληλοκατανόηση.
Τρυφερή, λοιπόν, η συγγραφέας με τους ήρωές της, κατανοεί τα αδιέξοδά τους, συμπάσχει μαζί τους, τους αποδέχεται, τους κλείνει φιλικά το μάτι σαν να τους υπενθυμίζει πως «είμαι κι εγώ μία από εσάς». Δεν γνωρίζω πόσο αντικειμενικά σημαντικός είναι ο κόσμος που υποθάλπει και αποδέχεται η Κονομάρα, πόσο αντιπροσωπευτικά είναι τα πρόσωπα της ιστορίας αναφορικά με την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και τα αδιέξοδά τους. Σημασία έχει πως αυτός ο κόσμος αποτυπώθηκε έντεχνα από την πένα της σ’ αυτό το βιβλίο, και πως ο λόγος και η γραφή θα τον διαφυλάξουν εσαεί στη μνήμη (ατομική ή συλλογική).
* Το κείμενο εκφωνήθηκε σε παρουσίαση του βιβλίου στη ΔΕΒΘ, στις 4 Μαΐου 2018.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Έχει αλλάξει τελευταία η γειτονιά, σκέφτομαι. Σαν να ξαναζωντάνεψε μετά το μαράζωμα των προηγούμενων ετών. Καινούργια στέκια ξεφυτρώνουν κάθε τόσο, υπάρχει μια κινητικότητα. Μήπως και η πόλη ολόκληρη δεν άλλαξε; Ανακατανομές πληθυσμού, αλλαγές στη χρήση του χώρου. Πλατείες που γίνονται στρατόπεδα, νοικοκυριά ολόκληρα που στήνονται σε δυο τετραγωνικά. Καινούργιες μυρωδιές, καινούργια φαγητά σε κάθε γωνία του δρόμου. Καινούργιες ιδέες και δυναμικές από μια νέα γενιά χωρίς ψευδαισθήσεις που συνεχίζει όμως να ονειρεύεται».