Σκέψεις για την ηθογραφία στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Κανελλόπουλου «Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες» (εκδ. Κίχλη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν έπαψαν να γράφονται κατά βάση διηγήματα με άξονα την ελληνική ύπαιθρο. Από το τέλος του 19ου αιώνα, όταν η περίφημη γενιά του ’80 εστίασε στα ήθη και έθιμα του χωριού, στον λαογραφικό πλούτο της επαρχίας και στη νοοτροπία του απλού ανθρώπου, ώς σήμερα, διαμέσου όλου του 20ού αιώνα, δεν γίναμε τόσο πρωτευουσιάνοι και κοσμοπολίτες ώστε να μην κοιτάμε, τουλάχιστον με το ένα μάτι, τον γενέθλιο τόπο.
Την πρώτη τριακονταετία του 20ού αιώνα η ηθογραφία έφθινε σταδιακά, η γενιά του ’30 έβγαλε από τον ασκό του Αιόλου έναν πιο «ευρωπαϊκό» αέρα, αλλά τόσο στη μεσοπολεμική Ελλάδα όσο και στη μεταπολεμική δεν σταμάτησαν οι πεζογράφοι να αναπλάθουν ιστορίες από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Οι ερευνητές μιλάνε για ηθογραφικές τάσεις και στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, με σημαίνοντα συγγραφέα τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος επιστρέφει στην Κρήτη, συνήθως παλιότερων εποχών, για να αναβιώσει το κλίμα της.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες το κύμα της ηθογραφίας ξαναφουσκώνει και φαίνεται πιο έντονο σήμερα που θα περίμενε κανείς η γενικότερη τάση να στοχεύει στον εξευρωπαϊσμό και την παγκοσμιοποίηση.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες το κύμα της ηθογραφίας ξαναφουσκώνει και φαίνεται πιο έντονο σήμερα που θα περίμενε κανείς η γενικότερη τάση να στοχεύει στον εξευρωπαϊσμό και την παγκοσμιοποίηση. Η ηθογραφία κατά βάση εξακολουθεί να ανευρίσκεται στα διηγήματα, όπου το μικρό και περιφερειακό επικρατεί, αλλά και σε νουβέλες, ενώ δεν λείπουν και δείγματα στο μυθιστόρημα. Ήδη από τα τέλη του 20ού αιώνα σε συγγραφείς, όπως τον Χριστόφορο Μηλιώνη (Καλαμάς και Αχέροντας, 1985), που αναπλάθει την ηπειρωτική ύπαιθρο, ή τη Ζυράννα Ζατέλη, που με τη μυθιστορηματική της τριλογία Και με το φως του λύκου επανέρχονται (1993), Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους: Ο θάνατος ήρθε τελευταίος (2001) και Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους: Το πάθος χιλιάδες φορές (2009) διαθλά τη μακεδονική γη μέσα από τα χρώματα του μαγικού ρεαλισμού, προσαρμοσμένου στη βαλκανική ατμόσφαιρα, η ελληνική επαρχία ζωγραφίζεται περίτεχνα.
Αυτά τα έργα, που αναφέρονται ενδεικτικά, αποτελούν μεταξύ άλλων την προγονική αλυσίδα της σύγχρονης ηθογραφίας του 21ου αιώνα. Παλιότεροι πεζογράφοι, που έχουν οι ίδιοι στενούς δεσμούς με το χωριό κι αναπολούν την παλαιική ζωή, αλλά και νεότεροι, που βλέπουν ξανά τον γενέθλιο τόπο ή τον τόπο καταγωγής της οικογένειάς τους, εισέρχονται στα χωράφια της ηθογραφίας κι αποδίδουν είτε τον σύγχρονο επαρχιακό βίο είτε την ατμόσφαιρα που αναδίδεται μέσα από αναμνήσεις και ακούσματα.
Η Κρήτη με τη ζωή στο ορεινό χωριό και το άγριο περιβάλλον του εξιχνιάζεται στο Κουστούμι στο χώμα (2001) της Ιωάννας Καρυστιάνη και στο μυθιστορηματικό χρονικό Αμίλητα, βαθιά νερά (2005) της Ρέας Γαλανάκη. Και στα δύο διερευνάται η βεντέτα, η τόσο στενά συνυφασμένη με την Κρήτη εκδίκηση, και μέσω αυτής αποτυπώνονται συνήθειες και αντιλήψεις μιας παραδοσιακής κοινωνίας. Ανάλογα παραδοσιακή κι επικίνδυνα ρατσιστική και εθνικιστική είναι η κρητική κοινωνία στο Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα (2009) επίσης της Ρέας Γαλανάκη. Ο κόσμος της επαρχίας με το κάψιμο του Ιούδα και τις ξενοφοβικές του θέσεις είναι το ίδιο προγονόπληκτος, κλεισμένος στη στενότητα των αντιλήψεών του και ασφυκτικά εχθρικός για το καινούργιο, όπως και παλιότερα.
Η βόρεια Ελλάδα, από την Ήπειρο ώς τη Μακεδονία, έχει την τιμητική της, καθώς η ελλαδική ενδοχώρα κομίζει παρθένα χωριά, αναλλοίωτα μέρη και πολιτισμούς, ιστορικές και προσωπικές μνήμες, ανθρώπινους τύπους της επαρχίας που αποδίδονται ανάγλυφα. Ο Γιάννης Καισαρίδης στη Μισάντρα (2005) αναπλάθει στιγμιότυπα και ηχοχρώματα της Βέροιας, ο Ηλίας Παπαμόσχος κυρίως στις συλλογές διηγημάτων Του χρόνου κυνήγια (2005) και Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες (2015) αποδίδει –διά της τεθλασμένης γραμμής της ποιητικότητας– την Καστοριά, ο Στάθης Κοψαχείλης στη Δρακοντιά (2015) διέρχεται τους πρόποδες του Ολύμπου και τους ανθρώπους του κι ο Μιχάλης Μακρόπουλος στο Δέντρο του Ιούδα (2014) σκιαγραφεί τη βαριά σκιά των ηπειρωτικών βουνών με τις βουβές ανθρώπινες μορφές.
Αλλά και η κεντρική Ελλάδα, από τη Φθιώτιδα ώς τη Θεσσαλία, το ρεαλιστικό τοπίο συνδυάζεται με το φανταστικό, το παρόν με το παρελθόν, το προσωπικό με το συλλογικό. Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος στο Γκιακ (2014) μάς οδηγεί πίσω στη Μαλεσίνα της δεκαετίας του ’20 γύρω από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Βασιλική Πέτσα, ανάλογα, εξιστορεί τα χρόνια του Εμφυλίου στην Καρδίτσα, όχι τόσο ιστορικά όσο κοινωνικά (Μόνο το αρνί, 2015), και η Τασούλα Τσιλιμένη εκτοξεύει το θεσσαλικό σκηνικό σε πεδίο μεταφυσικών αντιλήψεων, για να καταγγείλει σεξιστικές αντιλήψεις (Το κουμπί, 2017).
Δεν ξεχνώ την ιδιαίτερη θέση στη νεοελληνική ηθογραφία που κατέχει ο Γιάννης Μακριδάκης, ο οποίος αφηγείται περιστατικά από τη Χίο, σμιλεύει γηγενείς τύπους, αναδεικνύει ντόπια ήθη και έθιμα, όχι στη φολκλορική-τουριστική χροιά τους, αλλά στην αυθεντικότητα μιας ζωής που δεν έχει αλλοτριωθεί. Από τον Ανάμιση ντενεκέ (2008) μέχρι το Λαγού μαλλί (2010) κι από Το ζουμί του πετεινού (2011) και το Του Θεού το μάτι (2012) έως το Όλα για καλό (2017) ο συγγραφέας προβάλλει ακτιβιστικά τον γνήσιο τρόπο ζωής του απλού αγράμματου ανθρώπου.
Όλα αυτά τα έργα στρέφονται στο χωριό κι αναβιώνουν μια αειθαλή ηθογραφία με περίπου τα ίδια χαρακτηριστικά με τις προηγούμενες εποχές. Μιλάμε είτε για τη λαογραφική-ειδυλλιακή, που βλέπει με νοσταλγία τη ζωή στο χωριό και στη φύση (λιγότερο), είτε για τη ρεαλιστική-νατουραλιστική, που αποτυπώνει την ύπαιθρο όπως «είναι», με τις επαρχιακές δομές, τις ανθρώπινες σχέσεις και τη λαϊκή ζωή. Η αγροτική πραγματικότητα, συνήθως με ρεαλιστικούς όρους, ο τρόπος ζωής σε αντίθεση με αυτόν της πόλης, το παρελθόν κι η παράδοση, η νοοτροπία κι η εκλαϊκευμένη θρησκεία κ.λπ. δεν αποτελούν πλέον υλικό γνωριμίας με την ύπαιθρο, αλλά πιο πολύ σκηνοθεσία των επαρχιακών ηθών. Πιθανόν μια τέτοια εστίαση οφείλεται σε βαθύτερους λόγους από τη στροφή σε μια συντηρητική λογοτεχνία, που αναπολεί παρά δημιουργεί και που ανάγει την επαρχία σε μήτρα της λαϊκής κοσμοαντίληψης.
Η αφελής ειδυλλιακότητα έχει παρέλθει, ο τρόπος ζωής δεν είναι τόσο αρχαϊκός και αγροίκος, οι άνθρωποι δεν είναι ούτε μόνο αγνοί ούτε μόνο μοχθηροί, αλλά κομμάτια μιας ολόκληρης συλλογικής νοοτροπίας, την οποία ο καθένας ενσωματώνει και παραλλάσσει.
Το βάρος δεν πέφτει στην πιστή απόδοση των περιοχών αυτών, ειδικά όταν ο ρεαλισμός «νοθεύεται» με ποιητικούς τρόπους και μεταφυσικές προεκτάσεις. Δεν είναι απλώς μια άγνωστη ενδοχώρα ή μια σειρά από κοινωνίες που μένουν προσκολλημένες σε παραδοσιακές αντιλήψεις και κλειστές νοοτροπίες, αλλά κυρίως είναι το συναίσθημα, ο πηγαίος χαρακτήρας των χωρικών, οι διασταυρώσεις της φιλήσυχης επιφάνειας με το σκοτεινό βάθος, η αυθεντικότητα της φυσικής ζωής, η αναπόληση σκηνών από το παρελθόν που έρχονται να ανανεώσουν το σκουριασμένο τυποποιημένο αστικό σήμερα. Η αφελής ειδυλλιακότητα έχει παρέλθει, ο τρόπος ζωής δεν είναι τόσο αρχαϊκός και αγροίκος, οι άνθρωποι δεν είναι ούτε μόνο αγνοί ούτε μόνο μοχθηροί, αλλά κομμάτια μιας ολόκληρης συλλογικής νοοτροπίας, την οποία ο καθένας ενσωματώνει και παραλλάσσει.
Μια παράμετρος αυτής της αποκέντρωσης είναι η διαλεκτική επένδυση των κειμένων, ειδικά στις περιπτώσεις των Δημοσθένη Παπαμάρκου, Βασιλικής Πέτσα, Γιάννη Μακριδάκη κ.ά. Οι πεζογράφοι, αναζητώντας ένα ιδιαίτερο ύφος, απομακρύνονται από την εθνική γλώσσα κι επιστρέφουν, δοκιμάζοντας δυνάμεις και όρια, στη μικρή σε εμβέλεια ντοπιολαλιά. Έτσι, αφενός εκφράζουν περισσότερο πειστικά τον κόσμο της επαρχίας, που δεν έχει ισοπεδωθεί πλήρως από την πανελλήνια κοινή, κι αφετέρου ανοικειώνουν τον κώδικα του κειμένου με μια ιδιαίτερη, τοπικής έκτασης, γεωγραφική παραλλαγή.
Δεν συμπεριλαμβάνω εδώ την αστική ηθογραφία, με κείμενα αθηναιογραφίας και θεσσαλονικογραφίας, τα οποία σκιαγραφούν τα ήθη των μεγαλουπόλεων και για τα οποία αξίζει ειδική μελέτη.
Είχα υποστηρίξει ξανά ότι αυτή η εκδοχή της ηθογραφίας, που κατάγεται από τη γιαγιά της στα τέλη του 19ου αιώνα, αποτελεί μια σύγχρονη ματιά, που αναβαπτίζει το τοπικό, αναθεωρεί την ειδυλλιακή του φύση και εστιάζει πιο πολύ στο εσωτερικό των ανθρώπων, καθώς αναζητεί σ’ αυτούς το γνήσιο υπόβαθρο που ίσως έχει χαθεί στο αστικό περιβάλλον και στις ξεφτισμένες ανθρώπινες σχέσεις της γοργής καθημερινότητας. Είναι μια έκκεντρη αφήγηση που κλονίζει την πρωτοκαθεδρία τόσο του έθνους όσο και της παγκοσμιοποίησης, αφηγημάτων που επιχειρούν –θεσμικά και μη– να ισοπεδώσουν τις ιδιαιτερότητες και να επιβάλλουν τη δική τους μοναδική ιδεολογία.
Η επιστροφή στον κόσμο της ιδιαίτερης πατρίδας είναι μια προσπάθεια αναζήτησης και ανακατασκευής της ταυτότητας.
Η επιστροφή στον κόσμο της ιδιαίτερης πατρίδας είναι μια προσπάθεια αναζήτησης και ανακατασκευής της ταυτότητας. Ακριβώς επειδή ο σημερινός άνθρωπος αισθάνεται κουκκίδα στον λαβύρινθο της πόλης, στον απρόσωπο χώρο του έθνους, ο οποίος εκφράζεται υδροκεφαλικά από την πρωτεύουσα, και στον ωκεανό της παγκοσμιοποίησης, αποπειράται να βρει γραμμές άμυνας στο γενέθλιο μέρος και στην παράδοσή του. Εκεί ο κόσμος είναι πιο οικείος, με θετικά και αρνητικά πρόσημα, που αντανακλούν και το δικό του είναι, η προσωπικότητά του συνάπτεται με ένα περιβάλλον το οποίο κληροδοτεί τρόπους σκέψης, στερεοτυπικούς χαρακτήρες, γνωστά ονόματα και τοπωνύμια, παραδόσεις που έχουν εν μέρει ή εν όλω καθορίσει την οικογένειά του, την τοπική ιστορία και κατ’ επέκταση τη ζωή του.
Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος |
Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται τα διηγήματα του Δημήτρη Κανελλόπουλου Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες (Κίχλη 2018), που τοποθετούνται στη Νεμούτα της Ηλείας και στα γύρω χωριά. Πρόκειται για δέκα ιστορίες που ζωγραφίζουν –μία μία και όλες μαζί– την ντόπια κοινωνία, κυρίως στις μεσοπολεμικές και μεταπολεμικές δεκαετίες, με κυρίαρχα στοιχεία τη διάλεκτο των χωριών, τα πλείστα ανθρωπωνύμια και τοπωνύμια της περιοχής, δείγματα της ακρίβειας και της αληθοφάνειας, τα στιγμιότυπα που χαράχτηκαν στη συλλογική μνήμη, τους χαρακτήρες που ενσαρκώνουν τύπους της πελοποννησιακής επαρχίας, τις τριβές τους και τις λαϊκές αντιλήψεις.
Η στάση του συγγραφέα απέναντι στον τόπο και στους ανθρώπους του δεν είναι ούτε εξιδανικευτική, ούτε καταγγελτική. Η αληθοφάνεια, όσο κι αν είναι κατευθυνόμενη, δεν τονίζει τις αγνές αξίες του χωριού, μολονότι τις αφήνει να διαφανούν, ούτε εξαίρει τα μεμπτά σημεία της λαϊκής νοοτροπίας, παρόλο που τα καταγράφει.
Η στάση του συγγραφέα απέναντι στον τόπο και στους ανθρώπους του δεν είναι ούτε εξιδανικευτική, ούτε καταγγελτική. Η αληθοφάνεια, όσο κι αν είναι κατευθυνόμενη, δεν τονίζει τις αγνές αξίες του χωριού, μολονότι τις αφήνει να διαφανούν, ούτε εξαίρει τα μεμπτά σημεία της λαϊκής νοοτροπίας, παρόλο που τα καταγράφει. Τα περισσότερα περιστατικά και οι στάσεις που επιλέγονται είναι αναμενόμενες: η αγάπη για τα ζώα αλλά κι η πίστη στη φυσική νομοτέλεια, η εκδίκηση από άνθρωπο σε άνθρωπο αλλά κι η ανεξικακία, η ύβρις, οι οικογενειακοί δεσμοί αλλά και το δίκαιο του χρήματος, η ανθρώπινη κι η θεϊκή δικαιοσύνη. Σε μια αυτοτοπογραφία, σε μια αυτοβιογραφία δηλαδή της ιδιαίτερης πατρίδας, ο συγγραφέας διατρέχει κοινωνικά θέματα τα οποία χαρακτήριζαν την εποχή, από τη φτώχια και τη μετανάστευση στην «Αμέρικα» μέχρι τον γάμο και το προξενιό κι από το εμπόριο ώς τους όρους εκδίκησης κι επιβουλής.
Μέσα απ’ όλα αυτά αναδεικνύεται η ηθική των Ηλείων, η ηθική που στηρίζεται σε ένα άγραφο δίκαιο, βγαλμένο από τις εποχές των κοινοτήτων, γαλβανισμένο από το χριστιανικό πνεύμα και την αίσθηση της τιμής, αλλά και προσαρμοσμένο στις τοπικές κοσμοαντιλήψεις. Όποιος το παραβεί, βρίσκει την ανθρώπινη ή τη θεϊκή παρουσία, άλλοτε να τον τιμωρεί κι άλλοτε να τον συγχωρεί. Γενικότερα, ο Δημήτρης Κανελλόπουλος αποτυπώνει την πίστη σε μια δικαιοσύνη, όχι των δικαστηρίων και των θεσμών αλλά της ίδιας της κοινότητας και των άγραφων νόμων της, συμπεριλαμβανομένης και της φύσης, η οποία αντιμετωπίζει με ένα είδος αυτοματισμού τις όποιες αδικίες.
Το ρεαλιστικό δεν είναι μόνο η απτή πραγματικότητα, αλλά και το πρίσμα της λαϊκής σκέψης που αεροσκιάζεται, παρεξηγεί ή εξηγεί μεταφυσικά, δημιουργεί στερεότυπα ή διαμορφώνει ψευδείς πεποιθήσεις.
Αυτά τα θέματα ταλαντεύονται ανάμεσα σ’ αυτό που πραγματικά συμβαίνει και σ’ αυτό που η κοινωνική αφέλεια ή η προσωπική αυταπάτη νομίζει ότι συμβαίνει. Έτσι, το ρεαλιστικό δεν είναι μόνο η απτή πραγματικότητα, αλλά και το πρίσμα της λαϊκής σκέψης που αεροσκιάζεται, παρεξηγεί ή εξηγεί μεταφυσικά, δημιουργεί στερεότυπα ή διαμορφώνει ψευδείς πεποιθήσεις. Τα κείμενα δεν εισχωρούν στον χώρο του φανταστικού, αλλά αγγίζουν τη λαϊκή ψυχή και τα πιστεύω της. Επιχειρούν να διασώσουν από τη λήθη ανθρώπους και στιγμές, έναν κόσμο που χάνεται στη χοάνη του σύγχρονου τρόπου ζωής, έναν κόσμο που δεν είναι ανέμελος και ειδυλλιακός, αλλά εκβάλλει ανάγλυφα τις μικρές και μεγάλες κακότητες αλλά και πτυχές ανθρωπιάς και συγκίνησης.
Κλείνοντας την προσπάθεια χαρτογράφησης του τοπίου, κρατώ τον κλασικό ορισμό, όπως δίνεται περιεκτικά από την Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού στη βάση της συζήτησης για την ηθογραφία ως «αναπαράσταση, περιγραφή και απόδοση των ηθών, των εθίμων, της ιδεολογίας και της ψυχοσύνθεσης ενός λαού, όπως αυτά διαμορφώνονται υπό την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος και των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο» (με τις χρήσιμες παρατηρήσεις του Παντελή Βουτουρή). Σ’ αυτό το πλαίσιο, που στηρίζεται πλέον κατά βάση αλλά όχι απόλυτα στον ρεαλισμό, ένα μεγάλο πλήθος κειμένων του 21ου αιώνα εξακολουθούν να επιστρέφουν στην ύπαιθρο, για να διασώσουν και να αναδείξουν την ιδιαίτερη πατρίδα των συγγραφέων τους. Η τάση αυτή δείχνει έμμεσα πολλά για τον τρόπο με τον οποίο ο Νεοέλληνας κείται απέναντι στις αντιθέσεις πόλη–ύπαιθρος, φύση–πολιτισμός, εθνικό–τοπικό, παγκόσμιο/κοσμοπολιτικό–τοπικό κι άλλα ανάλογα δίπολα, που δεν έχουν πάψει να τροφοδοτούν τη λογοτεχνία.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Επιλεγμένη βιβλιογραφία
Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Κίχλη 2018
Σελ. 144, τιμή εκδότη €11,00