Για το μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου «Μπαρόκ» (εκδ. Καστανιώτη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Αυτό που στη ζωή ή στη λογοτεχνία ονομάζουμε «χρονολογική σειρά» είναι σχεδόν πάντα η γραμμική πορεία από το παρελθόν στο παρόν και στο μέλλον. Είναι μια σύλληψη του χρόνου που συνεπάγεται την ευθεία πορεία του προς μια μόνο κατεύθυνση, σε μια μη αναστρέψιμη τάξη, και προ Αϊνστάιν θεωρούνταν ότι κινείται με σταθερό ρυθμό. Αν όμως δεχτούμε ως κέντρο τον άνθρωπο και το σήμερα, η σκέψη μας προχωρά απ' αυτό το σημείο τόσο προς τα πίσω με αναμνήσεις κι αναδρομές όσο και προς τα μπροστά με ελπίδες, φιλοδοξίες και προλήψεις. Επομένως, το φάσμα μιας ζωής θεωρείται και αναθεωρείται από το παροντικό «τώρα» σταδιακά προς το παρελθοντικό «τότε».
Αυτή η «ανάποδη» αίσθηση του χρόνου έχει αξιοποιηθεί από τη λογοτεχνία. Ενδεικτικά αναφέρω το μυθιστόρημα «Στα ψέματα παίζαμε» (2005) του Δημήτρη Μίγγα, όπου μια παρέα ανδρών παρακολουθούν τους τελικούς του Μουντιάλ (και μαζί τη ζωή τους), ξεκινώντας από το 2002 κι αναπλέοντας μέχρι το 1970. Το ίδιο κάνει κι εδώ η Αμάντα Μιχαλοπούλου, η οποία αντικρύζει τη ζωή από το σήμερα και με μια αλυσίδα βιωμάτων οδηγεί τον αναγνώστη προς τις πηγές της. Μια ανάποδη δηλαδή αυτοβιογραφία. Τι θα γίνει λοιπόν στην αρχή;
Ο χρόνος δεν χωρίζεται σε ισομερή τμήματα, η αιτιώδης σχέση συχνά απουσιάζει αλλά ενίοτε υπονοείται, η πραγματικότητα λιώνει μέσα στη μυθοπλαστική χοάνη.
Ας δούμε καταρχάς τον τρόπο σύνθεσης. Πενήντα σπονδυλωτά κεφάλαια, σχετικά αυτόνομα, γραμμένα άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο, άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο από την αφηγήτρια-συγγραφέα-αυτοβιογραφούμενη αλλά και σε δεύτερο, προς πρόσωπα που σημάδεψαν τη ζωή της. Ο χρόνος δεν χωρίζεται σε ισομερή τμήματα, η αιτιώδης σχέση συχνά απουσιάζει αλλά ενίοτε υπονοείται, η πραγματικότητα λιώνει μέσα στη μυθοπλαστική χοάνη. Η γραφή συναιρεί την εξομολόγηση και τον διάλογο, τον αναστοχασμό και την αφήγηση, τη ζεστή αίσθηση της ζωής και την «περίθλιψη» του θανάτου. Κάθε κεφάλαιο κι ένα περιστατικό, που εξιστορείται με το νότισμα που άφησε στην ψυχή της συγγραφέως ή με την πατίνα που θέλει να του δώσει η δημιουργική της πένα.
Θα μπορούσε αυτή η πενηνταδυάχρονη ζωή να συνοψιστεί σε πέντε (ανα)γεννήσεις: το 2015 όταν η συγγραφέας εγχειρίστηκε στο αριστερό στήθος της, το 2002 όταν γέννησε την κόρη της, το 1995 όταν έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα, το 1992 όταν ήρθε ο έρωτας και το 1966 όταν γεννήθηκε σε ένα αθηναϊκό μαιευτήριο. Ή θα μπορούσε να οργανωθεί με βάση τα βιβλία της, από το «Γιάντες» το 1996 και τα υπόλοιπα επτά μυθιστορήματα (του «Μπαρόκ» συμπεριλαμβανομένου) μέχρι τις συλλογές διηγημάτων και τις συμμετοχές της σε συνεργατικούς τόμους. Ή πιο γενικά, θα μπορούσε να διαβαστεί με βάση τις δύο φάσεις αυτής της αυτοβιογραφίας, αφενός της φάσης του κοσμοπολιτισμού και της διεθνούς παρουσίας κι αφετέρου της φάσης της προετοιμασίας μέσα τα σύνορα της Ελλάδας. Αναγνωστικά η πρώτη είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τη δεύτερη.
Τι μας λέει αυτή η βιογραφία για τη εν μυθοπλασία βιογραφούμενη; Πρόκειται για μια κοσμοπολίτισσα συγγραφέα, που ξεκίνησε ως δημοσιογράφος με σπουδές στη γαλλική φιλολογία και τη δημοσιογραφία. Η φυγή της από την Ελλάδα για το Βερολίνο δεν ήταν η μόνη, καθώς η πρωταγωνίστρια έμεινε κατά καιρούς σε διάφορες πόλεις, είτε για πολύ, όπως στο Παρίσι, είτε για λιγότερο, όπως στη Σαγκάη, το Όλμπανι και αλλού. Η γνωριμία της με αλλοεθνείς και τη νοοτροπία τους ή με συγγραφείς ανά τον κόσμο τονίζει τη διεθνιστική ματιά που ταιριάζει σε μια ευρειών αντιλήψεων λογοτέχνιδα. Και μαζί η ανθρώπινη πλευρά της που αναδεικνύει ανασφάλειες, μικρές καθημερινές συνήθειες, σοφά δοσμένα λάθη, φιλίες κι οικογενειακές σχέσεις.
Η αυτοβιογράφος χρησιμοποιεί το εγώ μυθιστορηματικά, το βλέπει μέσα από καθρέφτες, το ωραιοποιεί και συνάμα το τσαλακώνει...
Τι μας λέει, ταυτόχρονα, αυτή η βιογραφία για την εν μυθοπλασία βιογράφο; Πώς έχει την ανάγκη να περιαυτολογήσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, να δει τον εαυτό της σε βάθος χρόνου, να ιχνηλατήσει την πορεία της ώς τώρα. Ο ναρκισσισμός των αυτοβιογράφων άλλοτε φαίνεται ωμά κι άλλοτε υπονοείται, όταν κρύβουν το εγώ μέσα σε αφηγηματικά τεχνάσματα και διαθλάσεις. Εδώ η αυτοβιογράφος χρησιμοποιεί το εγώ μυθιστορηματικά, το βλέπει μέσα από καθρέφτες, το ωραιοποιεί και συνάμα το τσαλακώνει, το αφήνει να φανεί μεγάλο μέσα στην ταπεινότητα των καθημερινών στιγμών και το δοκιμάζει στις ποικίλες φάσεις της ζωής του.
Το πολλαπλό παιχνίδι με την αυτοβιογραφία και το εγώ ταλαντώνεται ανάμεσα στις αποκρύψεις και τις παραδοχές, τις ρητές αφηγήσεις και τους εξωραϊσμούς. Απ' την μια, λέει κάπου «της εξήγησα ότι δεν γράφω ποτέ αυτοβιογραφικά κείμενα», ενώ η Αμ. Μιχαλοπούλου το κάνει σε πολλά από τα βιβλία της, κι απ' την άλλη, «η αυτοβιογραφία είναι το πρόσχημα. Εγώ –μα δεν θα είμαι εγώ. Ή, μάλλον, θα είμαι ακόμα περισσότερο εγώ, επειδή δεν έχω απαλλαγεί από τον εαυτό μου». Το πολλαπλό παιχνίδι με τον εαυτό παίζεται στις ποικίλες έδρες ενός πολυεπίπεδου αφηγηματικού σώματος: από την τριτοπρόσωπη ουδέτερη αφήγηση μέχρι τις επιστολές κι από την ημερολογιακή εξομολόγηση έως τον θεατρικό διάλογο. Κάθε κεφάλαιο δοκιμάζει και μια προσέγγιση του εαυτού με διαφορετικούς κώδικες όσον αφορά στον πομπό και τον δέκτη, αν και το ύφος γενικά είναι το ίδιο.
Αυτό βέβαια που δίνει λογοτεχνική υπόσταση στην αυτοβιογραφία, πέρα από τις ενδιαφέρουσες αφηγηματικές επιλογές, είναι η γλώσσα της Αμ. Μιχαλοπούλου. Η συγγραφέας πιάνει τη βιωμένη πραγματικότητα και την ξαναστήνει με ζεστή γραφή, απλή όσο και ελαφρά λοξή, που στέκεται στο μικρό και το αναδεικνύει, που βρίσκει μέσα σ' αυτό ποιητικές εκδοχές, που διανθίζει το γίγνεσθαι με διακειμενικές παραπομπές, που μετουσιώνει μια ζωή σε μυθοπλασία μέσα από την απλοϊκά μαγική της δύναμη.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.