Για το βιβλίο του Enzo Traverso «Τα νέα πρόσωπα του φασισμού – Συζήτηση με τον Regis Meyran» (μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο Ιταλός φιλόσοφος και κοινωνικός επιστήμονας Enzo Traverso, καθηγητής σήμερα στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης, δεν υποστηρίζει σ’ αυτήν εδώ τη συζήτησή του με τον δημοσιογράφο Regis Meyran ότι σήμερα υπάρχει αναβίωση κάποιου φασισμού, έστω και νέου. Αντιθέτως υποστηρίζει πως η μεταλλαγή των νέων ακροδεξιών είναι τόσο ριζική που μας επιτρέπει να μιλάμε για μεταφασιστικά φαινόμενα. Επομένως ο τίτλος ίσως δεν ανταποκρίνεται με ακρίβεια στο πλούσιο –αλλά και αμφιλεγόμενο σε μερικά σημεία– περιεχόμενο αυτού εδώ του βιβλίου.
Το βιβλίο υποβάλλει σε κριτική τη ρηχότητα προσέγγισης αυτών των φαινομένων μόνο μέσα από την απλή επίκληση του λαϊκισμού. Η ερμηνεία των πάντων μόνο με την επίκληση του λαϊκισμού απισχναίνει τη σκέψη.
Σήμερα, ειδικά στα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (στον έντυπο λόγο και στους ιστότοπους με αρχισυνταξία τηρούνται συνήθως κανόνες λογικής), ό,τι δεν αρέσει σε κάποιους, αυτομάτως αποκαλείται φασισμός. Αυτός που ισχυρίζεται κάτι με το οποίο ορισμένοι δεν συμφωνούν, γίνεται αυτομάτως φασίστας. Έτσι, πάνε σύννεφο ασυνάρτητες αναρτήσεις με ατάκες από ναζιστές ηγέτες που χρησιμοποιούνται για να δείξουν πως και σήμερα τα ίδια λέει το τάδε ή το δείνα κόμμα, έτσι είναι ο άλφα ή ο βήτα ηγέτης. Αυτό το ξεχείλωμα, αυτή η σχετικοποίηση του φασισμού –«φασισμός είναι οι άλλοι»– είναι ο καλύτερος δρόμος για να ξεχάσουμε τον πραγματικό κίνδυνο. Είναι ο μόνος τρόπος ώστε να μην κατανοούμε τον χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία φαινομένων όπως οι νέες ακροδεξιές, ο Τραμπ, ο σύγχρονος αντισημιτισμός, η ισλαμοφοβία και ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός. Το βιβλίο υποβάλλει σε κριτική τη ρηχότητα προσέγγισης αυτών των φαινομένων μόνο μέσα από την απλή επίκληση του λαϊκισμού. Η ερμηνεία των πάντων μόνο με την επίκληση του λαϊκισμού απισχναίνει τη σκέψη. Συγκρουόμενο με αυτή τη προσέγγιση, το βιβλίο είναι ιδιαιτέρως πολύτιμο.
Το πανηγύρι του σκοταδιστικού διαφωτισμού
Ο Τραβέρσο, στηριζόμενος και στα πολύ εύστοχα ερωτήματα του Meyran, χαράσσει μια θεωρητική διαχωριστική γραμμή μεταξύ του φασισμού και του φαινομένου της ανόδου των νέων ακροδεξιών. Χρησιμοποιεί την έννοια «μεταφασισμός» για να δείξει την καταγωγική σύνδεση της νέας ακροδεξιάς με τον φασισμό, αλλά και τις διαφορές της απ’ αυτόν. Αν και ο φασισμός αποτελεί τη μήτρα αυτών των νέων δεξιών κινημάτων, αυτά δεν είναι αμιγώς φασιστικά, ούτε καν νεοφασιστικά. Είναι μεταφασιστικά. Είναι κινήματα που εκμεταλλεύονται τις οικονομικές αδυναμίες της ΕΕ και το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα για να προωθήσουν μια ακροδεξιά ατζέντα αιτημάτων. Η δε ΕΕ «αντί να αναχαιτίζει την άνοδο των ακροδεξιών κινημάτων, τη νομιμοποιεί και την τροφοδοτεί». Αν εδώ εννοεί ότι πολλά δημοκρατικά κόμματα, της Αριστεράς και της Δεξιάς, στην προσπάθειά τους να ανακόψουν τη δική τους πτωτική εκλογική πορεία μετατοπίζουν την εσωτερική τους ατζέντα σε ακροδεξιές θέσεις, έχει μεγάλο δίκιο. Αν όμως κανείς διαβάσει εδώ και μια υποτίμηση της ανάγκης για περαιτέρω εμβάθυνση των διαδικασιών ενοποίησης της Ευρώπης, τότε μάλλον θα φταίει ο Τραβέρσο και όχι ο αναγνώστης. Γιατί, αν και ο Τραβέρσο προειδοποιεί ότι στόχος αυτών των ακροδεξιών είναι η διάλυση της Ευρώπης, ο ίδιος, στο όνομα μιας αναγκαίας κριτικής στα ολισθήματα των Δεξιών και των Αριστερών της Ευρώπης προς μια φοβική ατζέντα, δεν αισθάνεται την ανάγκη να ενεργοποιήσει πριν απ’ όλα τα αντανακλαστικά για τη διάσωση της Ευρώπης. Αυτής με τα μύρια όσα ελαττώματα, που όμως παραμένει ο πιο πολιτισμένος οικονομικός και πολιτικός χώρος στον σημερινό κόσμο. Έτσι, η προειδοποίηση για την ακροδεξιά ατζέντα που θέλει τη διάλυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν μετασχηματίζεται σε εφικτές προτάσεις για τη σωτηρία αυτής της ενοποίησης. Γιατί, είναι καλό να ξέρουμε τι επιδιώκουν οι ακροδεξιές προκλήσεις, αλλά ο επιστημονικός λόγος οφείλει να δίνει απαντήσεις και στο πώς οφείλουμε να τις αντιμετωπίζουμε. Είναι καλό να γνωρίζουμε ότι δεν είναι όλα φασισμός, αλλά θα ήταν σωστό και να ξέρουμε πώς απαντούμε στο μεταφασισμό. Όχι με γενικόλογα συνθήματα του τύπου «μια άλλη δίκαιη Ευρώπη είναι εφικτή».
O Έντζο Τραβέρσο
|
Ο Τραβέρσο θεωρεί ότι η χρήση των όρων λαϊκισμός και εθνολαϊκισμός δεν απαντά στο ερώτημα γιατί ανεβαίνει η ακροδεξιά. Και έχει μεγάλο δίκιο. Τα χρόνια της Χρυσής Εικοσιπενταετίας (1945-1970), θα πρόσθετα, υπήρχαν λαϊκιστές και εθνολαϊκισμοί, αλλά η δύναμή τους ήταν πολύ μικρή. Σήμερα κάποιες «μοντέρνες» θεωρήσεις βλέπουν τον κλασικό φασισμό ως μορφή εθνολαϊκισμού. Καμία σχέση, βεβαίως. Μια τέτοια άποψη είναι φαιδρή, τόσο πολιτικά όσο και επιστημονικά. Από την άλλη όμως η θεώρηση του λαϊκισμού ως μορφή πολιτικού στυλ, ύφους και όχι ως ιδεολογία, όπως υποστηρίζει ο Τραβέρσο, δεν του επιτρέπει μια πιο σφαιρική ανάλυση φαινομένων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Indignatos και οι Podemos στην Ισπανία, ο Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, ο Κόρμπιν στη Μεγάλη Βρετανία, το γαλλικό Nuit debout και το Occupy Wall Street.
Η ματιά του σ’ αυτά τα κινήματα, εκτός της εμφανούς απαξίωσης τού μετά το δημοψήφισμα ΣΥΡΙΖΑ, είναι εξαγνιστική. Όχι μόνο δεν βλέπει απειλές κατά της δημοκρατίας από την εξτρεμοποίηση των προαναφερθέντων αμεσοδημοκρατικών κινημάτων αλλά και προσδοκεί αυτά «να χαράξουν το προσχέδιο ενός νέου προτάγματος, μιας νέας ουτοπίας, να σπάσουν το διανοητικό κλουβί που παγιώθηκε μετά το 1989». Καμία κριτική. Ενώ όμως θεωρεί τον λαϊκισμό μόνο ζήτημα ύφους, χαρακτηρίζει τον Μακρόν λαϊκιστή νέου τύπου προσδίδοντας σ’ αυτόν πολιτικά και όχι υφολογικά χαρακτηριστικά. Και είναι εντελώς απαξιωτικός. Τον χαρακτηρίζει «σημείο μηδέν της ιδεολογίας», ενστερνιζόμενος όλες τις κοινοτοπίες που γράφονται για αυτόν: Εκπρόσωπος του κατεστημένου, τραπεζικό στέλεχος και άλλα παρόμοια που ταιριάζουν σε καφενειακή συζήτηση, όχι όμως και σε μια βαθιά φιλοσοφική και πολιτική προσέγγιση.
Έχουμε όμως να μάθουμε πάρα πολλά και ιδιαιτέρως σημαντικά πράγματα από τον Τραβέρσο όταν αυτός αποφασίζει να γίνει πρώτα φιλόσοφος και επιστήμονας και μετά αριστερός. Ή, διαφορετικά: όταν αποφασίζει να παραμείνει αριστερός φιλόσοφος και όχι προπαγανδιστής. Και το κάνει με θαυμαστή επάρκεια όταν αναλύει τον Τραμπ, τις πολιτικές για την ταυτότητα και τα φαινόμενα του «ισλαμοφασισμού» και της «ισλαμοφοβίας».
Ο Τραμπ δεν είναι βέβαια φασίστας. Αυτός δεν μοιάζει στρατιώτης ντυμένος με τη στολή της παραδοσιακής ακροδεξιάς. Αντιθέτως ενσαρκώνει ένα νεοφιλελεύθερο ανθρωπολογικό μοντέλο, το οποίο όμως έχει γεννηθεί από μια καθαρά αντιφεμινιστική, ομοφοβική, νεγροφοβική μήτρα. Ο Τραμπ «στο πολιτικό επίπεδο αναγγέλλει μια αυταρχική στροφή, αλλά στο κοινωνιο-οικονομικό επίπεδο δείχνει κάποιον εκλεκτικισμό. Είναι προστατευτιστής και ταυτόχρονα νεοφιλελεύθερος». Αυτό μπορούμε να το ερμηνεύσουμε ή να το συγκεκριμενοποιήσουμε τονίζοντας ότι ο Τραμπ τάσσεται υπέρ του προστατευτισμού όσον αφορά τις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ και υπέρ του νεοφιλελευθερισμού όσον αφορά τις εσωτερικές εργασιακές σχέσεις και κυρίως τη φορολόγηση των επιχειρήσεων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, ενώ παράλληλα απαξιώνει τις όποιες δημόσιες υπηρεσίες. Αυτό όμως δεν το λες φασισμό.
Οι ταυτοτικές πολιτικές και όχι η διαφορά του κλασικού από τον σύγχρονο αντισημιτισμό είναι το σύνορο που χωρίζει τον μεταφασισμό από τον πρόγονό του, τον φασισμό. Ταυτοτικές πολιτικές ως μείγμα εθνικισμού και ξενοφοβίας τεμνόμενες πάνω στη δαιμονοποίηση του Ισλάμ αυτού καθαυτού.
Παρομοίως, με λιγότερο μπρουτάλ τρόπο αλλά επιπλέον με ισχυρές δόσεις σύγχρονου ρεπουμπλικανικού εθνικιστικού αντισημιτισμού, εμφανίζονται οι Ευρωπαίοι ακροδεξιοί και κυρίως το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν. Μεταφασίστες αλλά όχι φασίστες. Οι ταυτοτικές πολιτικές και όχι η διαφορά του κλασικού από τον σύγχρονο αντισημιτισμό είναι το σύνορο που χωρίζει τον μεταφασισμό από τον πρόγονό του, τον φασισμό. Ταυτοτικές πολιτικές ως μείγμα εθνικισμού και ξενοφοβίας τεμνόμενες πάνω στη δαιμονοποίηση του Ισλάμ αυτού καθαυτού.
Εδώ η κριτική του Τραβέρσο δεν είναι μόνο διεισδυτική αλλά και αποκαθηλώνει όλους αυτούς τους διανοούμενους –έχουμε και εδώ πάρα πολλούς τέτοιους– που στο όνομα του Διαφωτισμού συγχέουν το θρησκευτικό βίωμα και την πίστη με την όποια πολιτικοποίηση της όποιας θρησκείας. Στο όνομα της καταπολέμησης του σκοταδισμού αποδέχονται και διαδίδουν κάθε είδους σκοταδιστικό μήνυμα. Συμμετέχουν με ενθουσιασμό στο πανηγύρι του σκοταδιστικού διαφωτισμού.
Νομίζω ότι οι περισσότεροι απ’ όσους καταδικάζουν την εγκληματικό χαρακτήρα του ISIS την ίδια στιγμή θα συμφωνήσουν με τον Τραβέρσο όταν γράφει πως «η τυποποιημένη κριτική ενάντια στον “κοινοτητισμό” δεν είναι παρά μια πρόφαση για να επιβεβαιωθεί μια οπισθοδρομική μορφή εθνοκεντρισμού». Ίσως κάποιοι συμφωνούν και όταν αυτός αναφερόμενος στην ισλαμοφοβία γράφει: «όχι μόνο το κράτος κατασκεύασε κοινωνικά, εθνοτικά και θρησκευτικά γκέτο, επιπλέον όμως έρχονται τώρα κάποιοι να μας εξηγήσουν ότι, αν οι γκετοποιημένοι πληθυσμοί δεν αφομοιώθηκαν, το φταίξιμο είναι δικό τους».
Εξ ου και οι θεωρίες του τύπου «το Ισλάμ δεν ενσωματώνεται στη Δημοκρατία». Το ερώτημα για το αν ενσωματώνεται το Ισλάμ στη δημοκρατία είναι πραγματικό και η απάντηση καθόλου εύκολη. Δεν βρίσκεται όμως αυτή, και σωστά το τονίζει ο Τραβέρσο, στις απαντήσεις που δίνουν όσοι ταυτίζουν το Ντάες (ISIS) με το Ισλάμ ή τον σκέτο ισλαμικό ιντεγκρισμό. Τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Ο θρησκευτικός ιντεγκρισμός –ισχυρίζεται ο Τραβέρσο– γεννάει σκοταδισμό, όχι όμως και καμικάζι. Γι’ αυτό χρειάζονται και κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις. Αν αυτές είναι η αποικιοκρατία, η γκετοποίηση, η δυτική επέμβαση, όπως ισχυρίζεται ο Τραβέρσο –προσωπικά αυτή η εξήγηση μου φαίνεται ανεπαρκής–, ή και κάτι περισσότερο που συνδέεται με την αποτυχία του κοσμικού εκσυγχρονισμού στον αραβικό κόσμο, αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Αλλά, από το να διαφωνεί κανείς στο ποιες είναι οι κοινωνικοπολιτικές αιτίες του ισλαμικού εξτρεμισμού, μέχρι το σημείο να εντοπίζει τις αιτίες μόνο στο μη ανεκτικό χαρακτήρα του Ισλάμ, η απόσταση είναι τόση όση από τον Διαφωτισμό μέχρι τον σκοταδισμό του «διαφωτισμού» των Φινκελκρότ, Ουελμπέκ, Μπουαλέμ Σανσάλ και μερικών ακόμη δικών μας. Η ισλαμική τρομοκρατία, ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός, δεν είναι μια θρησκεία αλλά μια πολιτικοποιημένη θρησκεία, ισχυρίζεται ο Τραβέρσο. Σωστά. Βεβαίως, καθόλου δεν μπορώ να ενστερνιστώ την άποψη του Τραβέρσο ότι μια τέτοια πολιτικοποιημένη θρησκεία είναι και η λατρεία της αγοράς.
Επίσης πολύ σημαντική, με αφορμή την απαγόρευση της μαντίλας ή και του μπουρκίνι, είναι η παρατήρηση του Τραβέρσο για τη διαφορά μεταξύ της εκκοσμίκευσης ως θεωρημένης ουδετερότητας του κράτους απέναντι στις λατρείες με εκείνη την εκκοσμίκευση που απαιτεί συμμόρφωση με μια μόνο συγκεκριμένη αντιθρησκευτική στάση του κράτους. Πυρήνας αυτής της εκκοσμίκευσης δεν είναι ο Διαφωτισμός, αλλά η ισλαμοφοβία, όπως παλαιότερα ήταν η εβραιοφοβία. Αν μάλιστα –προσθέτω– συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε με τέτοια ρηχότητα αυτά τα φαινόμενα, τότε τίποτα δεν αποκλείει να ξαναζήσουμε μορφές γενικευμένης εβραιοφοβίας και αντισημιτισμού.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.