Για το μυθιστόρημα του Carl Aderhold Κόκκινοι (μτφρ. Κώστας Κατσουλάρης, εκδ. Στερέωμα).
Του Νίκου Ξένιου
«Ποιος δεν βλέπει πως ο κομμουνιστής είναι, στις μέρες μας, ο κληρονόμος και ο εκπρόσωπος κάθε ανθρώπινου μεγαλείου, κάθε πνεύματος αυτοθυσίας και ηρωϊσμού; Ο χριστιανός που ακολουθεί τις Γραφές, ζει και πεθαίνει σύμφωνα με τις αρχές της πίστης του, οραματίζεται μετά τον θάνατο έναν άλλο κόσμο, κόσμο ανταμοιβής και τιμωρίας: αυτό στα μάτια μου δεν μειώνει τον χριστιανό, γιατί αυτό που με απασχολεί στον κόσμο ετούτο είναι η αγνότητα, η ομορφιά, η ανιδιοτέλεια. Ε, σκεφτείτε απλά πως και ο κομμουνιστής δεν περιμένει στην πραγματικότητα να κερδίσει τίποτε απολύτως».
Louis Aragon, L' Homme Communiste
Αδειάζοντας το σπίτι του πεθαμένου πατέρα του, ο Καρλ ανακαλύπτει ένα παιδικό τετράδιο που στην πρώτη σελίδα έχει χειρόγραφο τίτλο «Ιστορία της οικογένειάς μου - Από την Κολωνία στο Παρίσι, τέσσερεις γενιές Αντερόλντ». Οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας ορθώνονται για να συνθέσουν ένα βιβλίο καταγγελτικό, απολογητικό, ειλικρινές και αυτοαναφορικό που ξεκαθαρίζει κάποιους ψυχικούς «λογαριασμούς»: το μυθιστόρημα Κόκκινοι του Καρλ Αντερόλντ[1], που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα σε μετάφραση Κώστα Κατσουλάρη. «Κανείς δεν ζει μια ζωή που να του ανήκει», είχε πει ο Ουγκώ, και ο συγγραφέας υλοποιεί στους Κόκκινους αυτήν τη δήλωση, δημιουργώντας την εικόνα του εαυτού του επενεπινοώντας την ιστορία της οικογένειάς του και φιλοτεχνώντας ένα κοινωνικό/ιστορικό fresco της Γαλλίας της παιδικής του ηλικίας.
Κόκκινη νεύρωση
Για τα δικά του μάτια την πρωτοκαθεδρία στο μοντέλο ερμηνείας του κόσμου έχει η Πολιτική, και αυτό βεβαίως είναι γνώρισμα της Γαλλίας εκείνης της εποχής, παρόλο που σήμερα προκαλεί τη θυμηδία στους περισσότερους.
Ο προπάππος Πέτερ εγκαταλείπει τον γερμανικό στρατό πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο για να πολιτογραφηθεί Γάλλος. Το πεπρωμένο της οικογένειας ολοκληρώνουν ο Ζωρζ, ο παππούς, και ο Πιέρ, ο πατέρας, ηθοποιός του στρατευμένου θεάτρου και μαχητικός κομμουνιστής. Ένα πεπρωμένο που καθιστά αγχώδη την παιδική ηλικία του Καρλ, τους δαίμονες της οποίας παλεύει να εξορκίσει στο μυθιστόρημά του: την ιδεολογική εμμονή, την ιδεοληψία, τη βία σε βάρος της πνευματικής ελευθερίας που ασκεί κάθε τελεολογική ερμηνεία του κόσμου, και όχι μόνον αυτά. Το επίμεικτο συναίσθημα αγάπης και θυμού προς τον πατέρα, εξίσου, όπως και τη συνεχή ανάγκη επιβεβαίωσης των προσδοκιών εκείνου. Αλλά και τον φόβο και την ενοχή που απορρέουν από την παραβίαση του «από Εκείνον» απαγορευμένου.
Ο πατέρας έχει δύο ονόματα: το πολιτικό του όνομα (Pierre Aderhold) και το όνομα το καλλιτεχνικό, αυτό της σκηνής (Pierre Decazes). Έχει τη συνείδηση πως ένας ηθοποιός δεν είναι ακριβώς προλετάριος, ενώ παράλληλα τάσσεται κοινωνικά με τους προλετάριους ή αυτοαποκαλείται προλετάριος του πνεύματος. Αντιμετωπίζει τον κόσμο σαν θεατρική σκηνή. Για τα δικά του μάτια την πρωτοκαθεδρία στο μοντέλο ερμηνείας του κόσμου έχει η Πολιτική, και αυτό βεβαίως είναι γνώρισμα της Γαλλίας εκείνης της εποχής, παρόλο που σήμερα προκαλεί τη θυμηδία στους περισσότερους. Αυτός ο ιστριονικός άνθρωπος, ενώ τον κουβαλούν, βαριά άρρωστο, με φορείο στην πλαζ, ψάλλει τον ύμνο της Διεθνούς, σε μια σκηνή φελλινική και γκροτέσκα. Το κόκκινο χρώμα είναι το χρώμα που έχει το αίμα του εργαζόμενου. Για τους κομμουνιστές το χρώμα αυτό είναι δηλωτικό της απειλής, ή ακόμη και της εκδίκησης, που φέρει ως σήμα κατατεθέν του ο «Κόκκινος Στρατός». Είναι το χρώμα της πλατείας του Κρεμλίνου. Αλλά είναι, ταυτόχρονα, και το χρώμα της ντροπής και του θυμού.
Μια μορφή Καθολικισμού
Η ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα εμπλέκει ψυχοσυναισθηματικά και όλη την οικογένειά του και καθορίζει την παραμικρή λεπτομέρεια της αγωγής που επιφυλάσσει για τα παιδιά του.
Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το βιβλίο του «προσωπικό μυθιστόρημα» («roman personnel»). Έτσι, γεμίζει τα κενά, επινοεί όσα λείπουν από την άμεση μνήμη, αυτοαναλύεται, αναλύει την προσωπικότητα του πατέρα του. Εκείνος υπήρξε ένας άνθρωπος αντιφατικός όπως όλοι μας: φιλόδοξος, αιματώδης, γυναικάς, βίαιος και φανατικός εκ φύσεως, ερωτικός και αντικομφορμιστής κατ’ επιλογήν, οικείος και εκρηκτικός ως προσωπικότητα, κριτικά ιστάμενος έναντι του στενού του περιβάλλοντος και της ανθρωπότητας εν γένει, ένας άνθρωπος αυταρχικός του οποίου η «καθαρότητα» και ο «ανδρισμός» συμπίπτουν με την επιθετικότητα. Η ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα εμπλέκει ψυχοσυναισθηματικά και όλη την οικογένειά του και καθορίζει την παραμικρή λεπτομέρεια της αγωγής που επιφυλάσσει για τα παιδιά του. Κοιμίζει τα παιδιά του κάτω από τα πορτρέτα του Μαρξ και του Λένιν, ονομάζει τον γιο του Καρλ, σαν να έχει εμποτίσει το αίμα του με τη διαρκή προσδοκία επικράτησης της Αριστεράς.
Και, όλα αυτά τεκταίνονται στη δεκαετία του εβδομήντα, σε μια Γαλλία διαρκώς μετασχηματιζόμενη κοινωνικά και ιδεολογικο-πολιτικά, με τις νωπές μνήμες του Μάη του ’68. Με τους χαρακτηρισμούς με τους οποίους οι παραδοσιακοί κομμουνιστές επιχρωματίζουν τους δεξιούς, τους καπιταλιστές, την πολιτική του Ντε Γκωλ και του Πομπιντού, αλλά και τους αναθεωρητές (ρεβιζιονιστές), τους αριστεριστές και τους μαοϊκούς. Και με τις αισθητικές και παιδαγωγικές επιλογές, το βίαιο επικαθορισμό των παιδικών παιχνιδιών, της παραμικρής κουβέντας, καθώς και με την εκ των έσω λογοκρισία που συνεπάγεται αυτό το «αλκοολίκι» για τα ίδια τα όνειρα ενός παιδιού. Η αμφισβήτηση των «ορθόδοξων» κομμουνιστών ανάγεται στην υποσυνείδητη αποδοχή του πατερναλισμού ως μοναδικής επιλογής.
Padre Padrone
Όπως ο Αντερόλντ θεωρούσε πως η μνήμη θα απάλυνε την τραυματική εμπειρία του να είσαι γιος ενός υποδειγματικού κομμουνιστή, έτσι θεωρούσε και πως η λήθη θα λείαινε και τα αιχμηρά σημεία της ιδεολογίας.
Πώς να ξεχάσεις τον πατερναλισμό που έχεις υποστεί, και πώς να μην τον επαναλάβεις στη ράχη των δικών σου παιδιών; Παραγράφοντας το παρελθόν και μόνον. Όπως ο Αντερόλντ θεωρούσε πως η μνήμη θα απάλυνε την τραυματική εμπειρία του να είσαι γιος ενός υποδειγματικού κομμουνιστή, έτσι θεωρούσε και πως η λήθη θα λείαινε και τα αιχμηρά σημεία της ιδεολογίας. Η μνήμη, όμως, αποδείχθηκε εκδικητική και το παιδικό τετράδιο λειτούργησε ως επίμονη υπόμνηση, ως φάντασμα του παρελθόντος, παράγοντας/δημιουργώντας μιαν ιδιότυπη λογοτεχνική περσόνα. Πρωταγωνιστής αυτού του βιβλίου δεν είναι ο Πατέρας, αλλά ο Κομμουνιστής Πατέρας, ο «Κόκκινος». Ο χαρακτηρισμός «κόκκινος» είναι σχεδόν συνώνυμο με αυτό που οι Λατίνοι ονόμαζαν «coloratus»: ο όρος ήταν δηλωτικός κάθε χρώματος και, ταυτόχρονα, του κόκκινου χρώματος ειδικά. Παράλληλα, σε συνειδητή αντιδιαστολή προς το βιβλίο του Τζων Ρηντ, «Οι Κόκκινοι» είναι η περιφρονητική προσωνυμία για τους κομμουνιστές, ή, στα καθ’ ημάς, για τον «εξ Ανατολών κίνδυνο» που απειλεί τον κοινοβουλευτισμό της Δύσης: δηλαδή, το εφαλτήριο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για μια πιθανή εξιλέωση.
Η ανάγκη αποκοπής του ομφάλιου λώρου δεν μπορεί παρά να είναι τραυματική. Στο μέλλον των ίδιων του των παιδιών ο συγγραφέας Αντερόλντ διαβλέπει «εγγεγραμμένο» το πεπρωμένο του ίδιου και των προγόνων του: τη δυσαρμονία ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις πεποιθήσεις, όπως την είχε πρώτος σχολιάσει στην Εξω-βιογραφία του ο Ρενέ ντε Ομπαλντιά. Ένας πατέρας καθαρός ιδεολόγος, αλλά και αλκοολικός και βίαιος και κάθε άλλο παρά «ανεκτικός» στη διαφορετικότητα και μια μητέρα που διανοίγει διαύλους πνευματικής χειραφέτησης στα παιδιά της, συνθέτοντας όλο και νέα επεισόδια του Ροβινσώνα Κρούσου. Ένα αντιφατικό και ενδιαφέρον δίπολο. Δύσκολος χειρισμός για τον προσωπογράφο που θέλει να διεκδικεί τα εύσημα της αντικειμενικότητας.
Δεξιά ο Pierre Aderhold / Pierre Decazes, πατέρας του Carl Aderhold, σε σκηνή από την ταινία του Louis Malle Lucien Lacombe.
|
Μετά το Τείχος, τι;
Ο πατέρας του Καρλ Αντερόλντ είναι ένας πατέρας «πολύ χρωματισμένος». Το παιδί τον ακολουθεί, τον υφίσταται και τον θαυμάζει. Αυτό είναι το φυσιολογικό, ωστόσο από ποιο σημείο και μετά το «φυσιολογικό» σύρεται πίσω από το νοσηρό; Πού αρχίζει και πού τελειώνει η «οικογενειακή τρέλα»;
Ο Λουί Αραγκόν, στο L’ Homme Communiste φτιάχνει ένα μαρτυρολόγιο των ιδεολόγων κομμουνιστών που βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν κατά τη ναζιστική κατοχή της Ναντ, στις 22 Οκτωβρίου του 1941, καθιερώνοντας το περίγραμμα της «κομμουνιστικής ηθικής»: η αυταπάρνηση εν ονόματι του κοινού καλού, η υπεράσπιση της κοινωνικής τάξης των εργαζομένων, η ελευθερία του έθνους και προλεταριακός διεθνισμός. Ο μεσσιανισμός που εμπλέκεται, στην υιοθέτηση αυτής της ηθικής στάσης, με το σωτηριολογικό μήνυμα της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά και ο αυταρχικός, ηθικοπλαστικός, κανονιστικός χαρακτήρας της αγωγής που αυτή η στάση συνεπάγεται, συνθέτουν το νοσηρό κλίμα μιας παιδικής ηλικίας προβληματικής. Ο πατέρας του Καρλ Αντερόλντ είναι ένας πατέρας «πολύ χρωματισμένος». Το παιδί τον ακολουθεί, τον υφίσταται και τον θαυμάζει. Αυτό είναι το φυσιολογικό, ωστόσο από ποιο σημείο και μετά το «φυσιολογικό» σύρεται πίσω από το νοσηρό; Πού αρχίζει και πού τελειώνει η «οικογενειακή τρέλα»;
Τελικά, οι «μικρές» εξιστορήσεις αποδιοργανώνουν το ιδεολόγημα της πολιτικής. Με το να καταγράφει τα στιγμιότυπα της προσωπικής του πορείας στον χρόνο, ο συγγραφέας χειραφετείται από τον ψυχαναγκασμό στον οποίον τον υποβάλλει η ανάγκη σφαιρικής θεώρησης της ανθρώπινης Ιστορίας. Η αδημονία της επικείμενης (και ουδέποτε αφιχθείσης) «σοσιαλιστικής δικαίωσης» οδηγεί τον πατέρα του σε απώλεια επαφής με την πραγματικότητα. Γαλουχημένος με τον πόλεμο του Βιετνάμ και περιστοιχισμένος από τα τεύχη της Humanité, o συγγραφέας περνά τα παιδικά του χρόνια περιμένοντας τη Μεγάλη Βραδιά μαζί με τον μπαμπά («en attendant le Grand soir avec papa»). Ωστόσο, μια αθεράπευτη αίσθηση κενού ακολουθεί την ιστορική διάψευση. Πέθανε η Αριστερά; Η απογοήτευση που συνεπιφέρει μια τέτοια συνειδητοποίηση είναι μικρότερη από την απελπισία για την επίρρωση του καπιταλισμού. Τι απομένει από την Αριστερά, πέραν της Ηθικής της; Ο σοσιαλισμός δεν είναι υπαρκτός, είναι υπαρκτοί όμως οι ψηφοφόροι της Αριστεράς; Και είναι, μήπως, χιμαιρικά τα όνειρα για ένα κόσμο αταξικό, ένα κόσμο ισότητας και δικαιοσύνης, έναν καλύτερο κόσμο;
Προσανατολισμός στον αιώνα
Ο συγγραφέας επιλέγει όχι τόσο την ακριβή, ιστορικά τεκμηριωμένη καταγραφή της απορριπτικής στάσης του πατέρα, όσο την καταγραφή του αποτυπώματος που η στάση αυτή έχει αφήσει στον ψυχισμό του.
Η κομμουνιστική αγωγή σύρει μαζί της και μια προβληματική ενηλικίωση: η υποτιθέμενη «νομιμότητα» αυτής της γερά αρθρωμένης πεποίθησης υιοθετεί νέο πρόσωπο μετά την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Εθελοτυφλώντας στον ρόλο δημίου που διαδραμάτισαν οι ηγέτες των κρατών του υπαρκτού σοσιαλισμού σε βάρος συμπατριωτών τους, εκλαμβάνοντας την ιστορική διάψευση ως «δοκιμασία» εσχατολογικής φόρτισης και επαναπροσδιορίζοντας το περιεχόμενο όρων που ανάγονται ήδη στη Γαλλική Επανάσταση. Οι λαοί της γης προσδοκούν μια νέα ιστορική συγκυρία, βασισμένη σε μια θεωρία που θα καθιστά τον κόσμο αναγνώσιμο και βελτιώσιμο. Και αυτό θα επιτευχθεί εάν οι κομμουνιστές επαναπροσδιορίσουν τον ιστορικό τους ρόλο, προσαρμοζόμενοι στα νέα δεδομένα και στις πολιτικές αναγκαιότητες της εποχής της παγκοσμιοποίησης. Σαν να πρέπει να «ξεπουπουλιάσουν» τον Άνθρωπο των περασμένων εποχών και να παραγάγουν αυτό το «νέο είδος Ανθρώπου». Η στάση τους εμπλέκει την περιφρόνηση για το γούστο και τις συνήθειες του μικροαστού (petit-bourgeois), τη βίαιη αποκόλληση από την ανάγκη της ιδιοκτησίας, τον ενστερνισμό μιας προσωπικής «μυθολογίας» σε ό,τι αφορά τις επιλογές: ο συγγραφέας επιλέγει όχι τόσο την ακριβή, ιστορικά τεκμηριωμένη καταγραφή της απορριπτικής στάσης του πατέρα, όσο την καταγραφή του αποτυπώματος που η στάση αυτή έχει αφήσει στον ψυχισμό του. Έτσι ώστε (θα ’λεγε ο Φιλίπ Λεζέν) να κερδίσει το στοίχημα της ειλικρινούς «συμφωνίας/συνθηκολόγησης» με τον αναγνώστη του.
[1] Ιστορικός, εκδότης και συγγραφέας, ο Carl Aderhold έχει γράψει τα μυθιστορήματα Mort aux cons, Les poissons ne connaissent pas l’adultère και Fermeture éclair και, μαζί με τον Βανσέν Μπροκβιέλ, το βιβλίο Avant/Après. Το Κόκκινοι είναι το πρώτο του βιβλίο που μεταφράζεται στα ελληνικά.
* Στην κεντρική εικόνα, ο συγγραφέας σε μικρή ηλικία (από το εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης).
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Κόκκινοι
Carl Aderhold
Μτφρ. Κώστας Κατσουλάρης
Εκδ. Στερέωμα 2017
Σελ. 392, τιμή εκδότη €19,08