Για τη συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Χριστόπουλου «Σπουδή στο κίτρινο» (εκδ. Το Ροδακιό).
Του Χρήστου Οικονόμου
Παρόλο που ο Δημήτρης Χριστόπουλος έκανε σχετικά πρόσφατα την εμφάνισή του στη λογοτεχνία, η γραφή του έχει αποκτήσει ορισμένα πολύ ιδιαίτερα, ξεχωριστά γνωρίσματα, τα οποία ήταν ήδη ορατά στο πρώτο του βιβλίο, τις Δημόσιες Ιστορίες, και τώρα κάνουν πολύ πιο έντονη την παρουσία τους, εδώ, στη Σπουδή στο Κίτρινο.
Ο Χριστόπουλος είναι ένας μεταιχμιακός συγγραφέας. Το βλέμμα του, το αυτί του, η φωνή του κινούνται διαρκώς σ’ εκείνο το σημείο όπου τελειώνει η ποίηση και αρχίζει η πραγματικότητα.
Ο Χριστόπουλος είναι ένας μεταιχμιακός συγγραφέας. Το βλέμμα του, το αυτί του, η φωνή του κινούνται διαρκώς σ’ εκείνο το σημείο όπου τελειώνει η ποίηση και αρχίζει η πραγματικότητα, ή –για να παραφράσω λίγο περισσότερο τον Χένρι Τζέιμς–, σ’ εκείνο το σημείο όπου τελειώνει η πραγματικότητα και αρχίζει η ποίηση. Και επειδή βρίσκεται ακριβώς σε μια τόσο ιδιαίτερη θέση, στο μεταίχμιο ανάμεσα σε δύο κόσμους, τα διηγήματά του είναι γεμάτα από πολλές επιμέρους αντιθέσεις και αντιφάσεις, που, μαζεμένες όλες μαζί, συγκροτούν μια κορυφαία αντίφαση, για την οποία θα μιλήσω αργότερα.
Παρά το ρεαλιστικό πλαίσιο που τις περιβάλλει, οι ιστορίες του Δημήτρη Χριστόπουλου δημιουργούν ένα παραμυθένιο, σχεδόν μυθικό σύμπαν, στο οποίο συγκατοικούν λέξεις, πρόσωπα, καταστάσεις, τόποι και χρόνοι, αλλόκοτοι, και, σε αρκετές περιπτώσεις, αταίριαστοι ή ακόμα και αντιφατικοί. Στο σύμπαν αυτό, άνθρωποι αναγνωρίσιμοι, όπως, για παράδειγμα, ο Γεράσιμος που «δεν είναι πια αρκετά αρκετός», συμβιώνουν με όντα παράξενα, άτοπα και άχρονα θαρρείς, όπως είναι ο μπαρμπα-Νικήτας του πρώτου βιβλίου, που ξεροσταλιάζει στα σκαλοπάτια της Ευαγγελίστριας, και ο μεταλλαγμένος Αθάνατος σε αυτό το βιβλίο, ή με γυναίκες και άντρες, όπως η «Ίντιγκο», ο «Ροτβάιλερ» και ο «Μαραμπού», που τα παρατσούκλια τους φαίνεται να είναι πιο αληθινά από τα πραγματικά τους ονόματα. Στο σύμπαν αυτό, λέξεις ιδιωματικές, ξεχασμένες ή μισοξεχασμένες, όπως το «αρουλίζω», το «ξεβαβουλιάζω» και η εκ Κρήτης ορμώμενη, υπέροχη «σκλόπα», ανασταίνονται και παρελαύνουν τώρα πλάι-πλάι με τα Greeklish του «Ντοντ γουόρι, καλέ μου» και του «άι κιου ραδικιού», με την πατρική ιδιόλεκτο που, στο όνομα της αγάπης, καταργεί τους γραμματικούς και ορθογραφικούς κανόνες –«Τομπισκοτάκιμου» (μια λέξη)–, αλλά και με την αμείλικτη, νταλικιέρικη προσταγή «Μόνο η αγάπη, ρε». Στο σύμπαν του συγγραφέα, η δεκαετία του ’50 είναι ένα τσιγάρο δρόμος μακριά από τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, τα ορυχεία του Βελγίου συνορεύουν με το Κιλκίς και τον Προμαχώνα, τα χαλυβουργεία της Γερμανίας είναι στην ίδια γειτονιά με τα Βούρλα και την Κρεμμυδαρού, τα εργοστάσια της Σουηδίας καπνίζουν δίπλα σε εκείνα της Μάντρας και της Μαγούλας. Και στο σύμπαν του, πάλι, ο εθνάρχης Καραμανλής κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον Σάκη Ρουβά και τον Αθανάσιο Διάκο, και όλοι μαζί παρακολουθούν στη σκηνή τους Metallica να παίζουν με τον Βαμβακάρη, τον Νικ Κέιβ να τραγουδάει ντουέτο με τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τον Ανέστη Δελιά να ντύνει με νότες τη φωνή του Τζιμ Μόρισον.
Ο Χριστόπουλος φτιάχνει ένα φανταστικό τόπο γεμάτο υβριδικές μορφές, αναπάντεχες συζεύξεις και μεγάλες αντιφάσεις, επειδή ξέρει ότι μόνο έτσι μπορεί να μιλήσει για έναν πραγματικότόπο γεμάτο υβριδικές μορφές, αναπάντεχες συζεύξεις και όχι απλώς μεγάλες αλλά πελώριες αντιφάσεις. Και αυτός ο πραγματικός τόπος δεν είναι βέβαια άλλος από την Ελλάδα.
Ο Χριστόπουλος φτιάχνει ένα φανταστικό τόπο γεμάτο υβριδικές μορφές, αναπάντεχες συζεύξεις και μεγάλες αντιφάσεις, επειδή ξέρει ότι μόνο έτσι μπορεί να μιλήσει για έναν πραγματικότόπο γεμάτο υβριδικές μορφές, αναπάντεχες συζεύξεις και όχι απλώς μεγάλες αλλά πελώριες αντιφάσεις. Και αυτός ο πραγματικός τόπος δεν είναι βέβαια άλλος από την Ελλάδα. Την Ελλάδα που, όπως ακούμε και βλέπουμε, γυρίζοντας τις σελίδες του βιβλίου, είναι βράχος αλλά και βρόχος, είναι πατρίδα αλλά και τόπος εξορίας, την Ελλάδα που είναι και άδικη αλλά και αδικημένη, την Ελλάδα που είναι άλλοτε πάνοπλη και άλλοτε άοπλη, την Ελλάδα «που μας χρειάζεται και διαρκώς μας διώχνει», την Ελλάδα που μοιάζει σαν να πέρασε λαθραία κάποια νύχτα από τα διόδια, για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή – την Ελλάδα, τέλος, που μοιάζει να είναι φτιαγμένη μια ανάποδη και μια καλή, όπως το πουαντερί που πλέκει η γιαγιά, στο ομότιτλο διήγημα από το πρώτο βιβλίο του.
Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τα διηγήματα του Δημήτρη Χριστόπουλου –και όταν λέω προσεκτικά, εννοώ αν τα διαβάσει όπως πρέπει να διαβάζονται πάντα τα αξιανάγνωστα κείμενα, δηλαδή όχι μόνο με το μάτι αλλά και με το αυτί–, θα ακούσει ανάμεσα από τις λέξεις και πίσω από τις γραμμές έναν λυγμό. Αυτόν τον λυγμό, όμως, δεν τον γεννάνε η θλίψη, η μεμψιμοιρία, ο οίκτος, το παράπονο. Είναι ένας λυγμός βαθύτερος, ένας λυγμός προσωπικός, ένας λυγμός μπολιασμένος αρκετές φορές με ένα υποδόριο χιούμορ, που δεν αναλώνεται βέβαια σε ευφυολογήματα, αλλά απορρέει –όπως συμβαίνει πάντοτε με το γνήσιο χιούμορ– από την πικρή διαπίστωση ότι η ζωή δεν ενδιαφέρεται για το τι πιστεύουν οι άνθρωποι για τη ζωή. Είναι ένας λυγμός που μπορεί να βγει μόνο μέσα από τα χείλη ανθρώπων όπως είναι οι ήρωες και οι ηρωίδες του Χριστόπουλου: ανθρώπων που δεν αισθάνονται απλώς μετέωροι, αλλά είναι μετέωροι. Ή, μάλλον, που είναι καθηλωτικά μετέωροι και μετεωρικά καθηλωμένοι. Και αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο, αλλά ακόμα μια αντίφαση, που αναδεικνύεται πολύ έντονα και πειστικά σε ένα από τα πιο εύγλωττα διηγήματα της συλλογής, με τον ελαφρά ειρωνικό τίτλο «Ο Ιππότης της Ασφάλτου», όπου η Άννα, το «σκληρό ελληνοπολωνικό μέταλλο των είκοσι τεσσάρων Μαΐων», καθηλωμένη μέσα στο κουβούκλιο των διοδίων του Προμαχώνα, παρακολουθεί να περνάνε από μπροστά της οι «περαματάρηδες», όπως τους αποκαλεί, που κάνουν «το ίδιο δρομολόγιο, πάνω κάτω την Ευρώπη», εκείνοι που η ζωή τους είναι «ένα εκκρεμές ανάμεσα Ανατολή και Δύση».
Το συγκεκριμένο διήγημα λειτουργεί σαν μια μεταφορά μέσα στη μεταφορά: Οι ηρωίδες και οι ήρωες του συγγραφέα είναι πρόσωπα τραγικά, επειδή όλες και όλοι τους είναι «περαματάρηδες». Η ζωή τους είναι ένα εκκρεμές, που δεν πηγαινοέρχεται όμως στον χώρο αλλά στον χρόνο. Είναι, όπως είπα, άνθρωποι μετέωροι, όχι επειδή δεν ξέρουν τι σημαίνει το παρόν και το μέλλον, αλλά επειδή παλεύουν να καταλάβουν τι σημαίνει το παρελθόν. Ακριβέστερα: Παλεύουν να καταλάβουν τι σημαίνει το παρελθόν για το παρόν και το μέλλον. Η νοσταλγία που βρίσκει κανείς διάχυτη στο σύνολο σχεδόν των διηγημάτων του Δημήτρη Χριστόπουλου, είναι μια ανισοβαρής – ή, μάλλον, μια ανισόρροπη νοσταλγία: το βάρος πέφτει στο άλγος, στον πόνο, και όχι στον νόστο. Οι άνθρωποι αυτοί δεν πονάνε για το παρελθόν αλλά για το μέλλον. Δεν λαχταρούν να επιστρέψουν στο χθες, αλλά να ταξιδέψουν στο αύριο.
Η «Σπουδή στο Κίτρινο» είναι μια συλλογή διηγημάτων, και, φυσικά, το καθένα από αυτά μπορεί να διαβαστεί ξεχωριστά. Ωστόσο, τα διηγήματα είναι δεμένα μεταξύ τους με ένα ακατάλυτο νήμα, το οποίο ο συγγραφέας δεν χάνει ούτε στιγμή από τα χέρια του.
Στο διήγημα «West Side Story» ο αφηγητής λέει: «Χάνω τον προσανατολισμό μου και ψάχνω σαν τον τυφλό να βρω σημάδια τόπου και χρόνου, ίχνη ανθρώπων που κάποτε ανάσαιναν τον ίδιο θαλασσινό μ’ εμένα αέρα. Πού χάθηκε άραγε εκείνη η γενιά που πίστεψε κάποτε πως θ’ αλλάξει τον κόσμο; Πού σκόρπισε;» Η απορία του είναι κρίσιμη, αλλά είναι μια απορία καθηλωτική και καθηλωμένη, μια απορία που έρχεται από το παρελθόν στο παρόν, για να επιστρέψει ξανά στο παρελθόν. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την απάντηση, την οποία, μάλιστα, ο Δημήτρης, παίζοντας με τις προσδοκίες του αναγνώστη, έχει δώσει αρκετές σελίδες νωρίτερα, στο διήγημα με τον (όχι και τόσο ελαφρά ειρωνικό) τίτλο «Όλα καλά».
Εκεί ακούμε τον αφηγητή να λέει: «Με ρωτάνε: "Πιστεύεις;". Τους λέω: Δεν πιστεύω στην αγάπη∙ αγαπώ. Δεν πιστεύω στο καλό· κάνω για τους άλλους το καλό. Δεν πιστεύω στο επέκεινα· γράφω. Το άγραφο».
Και ποιο είναι αυτό το «άγραφο» που γράφει; Μας το εξηγεί λίγες γραμμές παρακάτω, απαντώντας εκ των προτέρων στην απορία του «ομολόγου» του από το «West Side Story»: «Γράφω μαρτυρολόγια για όσα δεν έγιναν κι εμείς απεγνωσμένα θέλουμε να τα σώσουμε, στον κόρφο μας να τα φυλάξουμε σπόρο πολύτιμο, κρυφό κι αθώρητο, μέχρι να τα γεννήσουμε εκ νέου στο μέλλον, προτού ο κόσμος σβήσει οριστικά».
Αναφέρθηκα σε αυτόν τον ιδιότυπο διάλογο ανάμεσα στα δύο κείμενα, όχι μόνο για να δείξω ότι ο Χριστόπουλος έχει απόλυτο έλεγχο του υλικού του, αλλά και για έναν επιπλέον, πολύ σημαντικό λόγο: Η Σπουδή στο Κίτρινο είναι μια συλλογή διηγημάτων, και, φυσικά, το καθένα από αυτά μπορεί να διαβαστεί ξεχωριστά. Ωστόσο, τα διηγήματα είναι δεμένα μεταξύ τους με ένα ακατάλυτο νήμα, το οποίο ο συγγραφέας δεν χάνει ούτε στιγμή από τα χέρια του. Και αυτό το γερά πλεγμένο και ακόμα πιο γερά κρατημένο νήμα, είναι που τον οδηγεί με ασφάλεια «μέσα από θάλασσες και ωκεανούς, πάνω από δάση με τα δέντρα μαυρισμένα, κι από κοιλάδες τρόμου» στον τελικό προορισμό του. Εκεί δηλαδή που έχουν συγκεντρωθεί όλοι εκείνοι οι «άνθρωποι που δεν ξόφλησαν, προπολεμικοί, μεταπολεμικοί, τωρινοί. Άνθρωποι που δεν συμμορφώθηκαν. Άνθρωποι που αρνήθηκαν να πεθάνουν. Άνθρωποι που ξέφυγαν κι έμειναν. Όλοι εμείς. Στο κατώφλι μιας καινούργιας μέρας».
Σε αυτές τις λιγοστές γραμμές – οι οποίες είναι στρατηγικά τοποθετημένες στο τέλος του βιβλίου, συνοψίζεται, νομίζω, η ουσία όσων έχει γράψει μέχρι σήμερα ο συγγραφέας, και η ουσία –ελπίζω– όσων θα γράψει στο μέλλον: Ο Δημήτρης Χριστόπουλος δεν γράφει για ανθρώπους που αναστήθηκαν, ενώ ήταν νεκροί. Ο Χριστόπουλος γράφει για ανθρώπους που ανασταίνονται, ενώ είναι ζωντανοί.
Αυτή είναι η κορυφαία –και τόσο συναρπαστική– αντίφαση που διαποτίζει τα κείμενά του, και αυτή είναι η κορυφαία, μέχρι στιγμής, συμβολή του σε εκείνη τη σπουδαία λογοτεχνία που δεν προσφέρει στους αναγνώστες μόνο παρηγοριά για όλα όσα έγιναν χθες και όσα συμβαίνουν σήμερα, αλλά τους δίνει δύναμη, εμψύχωση και ενθάρρυνση γι’ αυτά που θα έρθουν αύριο, γι’ αυτά που τους περιμένουν στο κατώφλι της καινούργιας μέρας.
* Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Οι Κόρες του Ηφαιστείου» (εκδ. Πόλις)
Σπουδή στο κίτρινο
Δημήτρης Χριστόπουλος
Ροδακιό 2018
Σελ. 240, τιμή εκδότη €15,90