Δεκαέξι συγγραφείς γράφουν για την πρώτη ιδέα, το θεμελιακό αίτημα, το αρχικό ερέθισμα του νέου τους βιβλίου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Κώστας Ακρίβος: «Ανδρωμάχη» (Μεταίχμιο)
Πριν από λίγα χρόνια, τον Μάιο του 2017, με τους μαθητές της Β΄ τάξης του γυμνασίου κάναμε την καθιερωμένη ανασκόπηση των μαθημάτων που διδάχτηκαν στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Ανάμεσα σ΄ αυτά και της Ιλιάδας. Από τις πολλές τοποθετήσεις και τις ερωτήσεις, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η ερώτηση μιας πανέξυπνης μαθήτριας, αλβανικής καταγωγής, που ζήτησε να της πω όχι ποιος είναι ο αγαπημένος μου ήρωας, αλλά: «ποιος απ΄ όλους, κύριε, είχε τη χειρότερη μοίρα;».
Με βασάνισε μια ολόκληρη μέρα για να απαντήσω˙ λίγο πολύ ο καθένας ή η καθεμιά από τα πρόσωπα της Ιλιάδας έχει το δικό του αρνητικό φορτίο. Διάλεξα την Ανδρομάχη, γιατί από την απόλυτη ευτυχία η ζωή της εξαιτίας του πολέμου ανατράπηκε και βίωσε τη μεγαλύτερη δυστυχία: έχασε τον άντρα και το παιδί της, αιχμαλωτίστηκε, βιάστηκε, έζησε μια δεύτερη ζωή αναγκασμένη να αγαπήσει ό,τι έπρεπε να μισεί με όλη την ψυχή της. Είπα, λοιπόν, ένα τέτοιο «σφάγιο» να το μετοικήσω στα λογοτεχνικά λιβάδια, μήπως και έτσι βρει κάποια ανάπαυση, κάποια δικαίωση. Κυκλοφορεί στις 13/10
Μαρία Γιαγιάννου: «R.I.F. – Ο θάνατος στο φέισμπουκ» (Στερέωμα)
Με την ιδέα του θανάτου βρίσκομαι σε μοναχικό διάλογο (αφού –ευτυχώς!– εκείνος δεν μου απαντά). Όπως όλοι μας. Ακόμα και ως χρήστες του φέισμπουκ. Έχουμε μάλιστα την τάση να απευθύνουμε στους νεκρούς μας το ύστατο χαίρε μέσα απ’ το χρονολόγιό μας. Όταν διαπίστωσα πόσο αναγκαίες είναι συχνά αυτές οι «επιστολές» άρχισα να βλέπω το φέισμπουκ σαν ταχυδρομείο ή θυροτηλέφωνο του Επέκεινα! Παρατήρησα τους τρόπους με τους οποίους ο θάνατος κρούει τη θύρα στο ψηφιακό μας πάρτι. Άλλοτε συγκινήθηκα, συχνά γέλασα, ενώ μακάβρια ανυπομονησία με κατέλαβε μπροστά στην επιλογή να προσκαλέσω σε fb event μια ντουζίνα συμπαθείς νεκρούς.
Κοινωνώντας το πένθος μέσα από την αγαπημένη μας πλατφόρμα δικτύωσης με τον κόσμο (αυτόν και τον άλλο), ενεργοποιούμε ψυχικές αντιδράσεις κυρίως καθαρτικές. Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι το μέσο επηρεάζει το μήνυμα, καθώς το δεύτερο προσαρμόζεται στις διαστάσεις του πρώτου. Μίκρυνα λοιπόν κι εγώ τον θάνατο γράφοντάς τον. Με αθώα περιέργεια μήπως η γραφή θα μπορούσε και να τον εκμηδενίσει.
Μίνως Ευσταθιάδης: «Τα σχέδια του χάους» (Ίκαρος)
«Σε κάθε ιστορία υπάρχουν άνθρωποι-κλειδιά. Διασταυρωνόμαστε μαζί τους για πρώτη φορά, χωρίς να μπορούμε να φανταστούμε τον ρόλο που θα παίξουν στη συνέχεια, χωρίς να υποψιαζόμαστε ότι, μετά την εμφάνισή τους, κυριολεκτικά τίποτα δεν θα είναι το ίδιο.
Σε αυτή την ιστορία ο άνθρωπος-κλειδί είναι ο Γάλλος. Άνοιξε απότομα την πόρτα σε κάτι που δεν είχαμε ξαναδεί. Δεν θα ήταν υπερβολή να γράψω ότι ο ερχομός του στη μικρή μας πόλη, άλλαξε την ίδια την πόλη. Άλλαξε τους κατοίκους της, τους φίλους μου και φυσικά εμένα».
Αυτό νόμιζα πως ήταν το πρώτο σχεδίασμα ενός διηγήματος. Τελικά έγραψα ένα μυθιστόρημα για όσους επιμένουν να υπερασπίζονται την ουτοπία και καταφέρνουν να εξαφανίζονται την κατάλληλη στιγμή. Ίσως η ομορφότερη –και η πιο τρομακτική– κίνηση είναι η θυσία. Αφήνει πολύ αίμα πίσω της.
Μαρία Καλιόρη: «Οι καλοί πεζοπόροι» (Ιωλκός)
Ένας αδέσποτος σκύλος, ενώ περπατούσε βιαστικός και αποφασισμένος, σταμάτησε ξαφνικά σαν να είχε ξεχάσει κάτι σημαντικό ή σαν κάτι αόρατο να τον εμπόδιζε να συνεχίσει και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Παρακολούθησα δεκάδες αδέσποτους ν’ αλλάζουν πορεία και αυτή η δυσεξήγητη σκυλίσια κατάσταση ήταν το αρχικό ερέθισμα. Σε αυτό προστέθηκαν και άλλα, φευγαλέα κι αναπάντεχα και έτσι προέκυψαν «Οι καλοί πεζοπόροι». Είναι εκείνοι που βρέθηκαν μπροστά σε ορατά ή αόρατα εμπόδια, που συγκρούστηκαν με την Ιστορία και άλλοι που έζησαν αθόρυβα δίπλα τους.
Οι ήρωες των δέκα διηγημάτων έρχονται αντιμέτωποι με θολές αναμνήσεις, με μυστικά και γρίφους. Το παρελθόν ορθώνεται ως τοίχος αλλά και ως λύση στο παρόν. «Οι καλοί πεζοπόροι» διανύουν αποστάσεις, μετακινούνται ψυχικά και σωματικά για ν’ αντιπαλέψουν το τετελεσμένο, το ανεπίστρεπτο της ζωής, σε στιγμές που το προσωπικό τους βίωμα συναντήθηκε με την πύκνωση της Ιστορίας.
Δήμητρα Κολλιάκου: «Αταραξία» (Πατάκης)
Το καλοκαίρι του ’19 έτυχε να βρεθώ στην Κίνα. Ήλπιζα πως κάτι θα κατάφερνα να γράψω εμπνευσμένη από αυτό το ταξίδι, χωρίς να μπορώ να φανταστώ τι θα ακολουθούσε. Σύντομα, η Κίνα και η πανδημία έγιναν δυο πράγματα αδιαχώριστα, όμως δεν ήθελα να γράψω για την πανδημία.
Στο μυθιστόρημα «Αταραξία» (εκδ. Πατάκη), η Αριάν, Ελληνίδα συγγραφέας που ζει στο Παρίσι, θα ταξιδέψει σε μια μακρινή επαρχία της Κίνας με αφορμή μια διεθνή συνάντηση λογοτεχνών. Όταν ξεσπάσει η πανδημία, όντας πλέον στο Παρίσι, θα επισκεφθεί ξανά την Κίνα. Τώρα, ωστόσο, θα την προσεγγίσει με τη μνήμη και τη φαντασία, αλλά και συγκεντρώνοντας στοιχεία για θέματα απαγορευμένα και κάποια πρόσωπα που κανονικά θα έπρεπε να είχαν αναφέρει οι Κινέζοι συγγραφείς που γνώρισε εκεί, όμως δεν το έκαναν ποτέ. Κίνα και Δύση θα αναδυθούν μέσα από το βλέμμα δευτεραγωνιστών που αγωνίζονται να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στον Φόβο και την Αταραξία, τη διάλυση της σύγχυσης.
Ξενοφώντας Κοντιάδης: «Η τρέλα να αλλάξουν τον κόσμο» (Τόπος)
Αρχικό ερέθισμα ήταν η τραγική ιστορία του Δημήτρη Μπάτση, διανοούμενου αστικής καταγωγής, κομμουνιστή, μέλους πνευματικών και καλλιτεχνικών κύκλων της Αθήνας, συγγραφέα εμβληματικών μελετών για την ανασυγκρότηση της χώρας.
Ο Μπάτσης εκτελέστηκε στα 36 χρόνια του, τον Μάρτιο του 1952, μαζί με τον Μπελογιάννη και δύο ακόμη άντρες που εμπλέκονταν στην περίφημη "Υπόθεση των ασυρμάτων" και την εξάρθρωση του παράνομου μηχανισμού που είχε οργανώσει το ΚΚΕ στη μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Όταν από περιέργεια άρχισα να σκαλίζω την ιστορία του Μπάτση, βρέθηκα μπροστά σε μια πλοκή που αρμόζει σε πολιτικό νουάρ, με ήρωες που διακατέχονται από «την τρέλα να αλλάξουν τον κόσμο», ρισκάροντας τη ζωή τους, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να κάνουν μια «φυσιολογική ζωή» ζουν δυνατούς έρωτες, αγωνίζονται να επιβιώσουν σε συνθήκες εκτός κανονικότητας, υπό ένα καφκικό αστυνομικό κράτος. Αυτές τις ιστορίες θέλησα να μεταγράψω σε μυθιστόρημα.
Με αφορμή τη γεμάτη αντιφάσεις ζωή αυτών των ανθρώπων τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια ανασυντίθεται μια ζοφερή περίοδος, μέσα από τη διαπλοκή προσωπικών ιστοριών με τις ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις της εποχής. Κυκλοφορεί στις 17/10
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον» (Κίχλη)
Στο επόμενο βιβλίο μου συνυπάρχουν δύο νουβέλες κι οχτώ διηγήματα, που γράφτηκαν ωστόσο με την αίσθηση ότι πλάθω ιστορίες που θα συμπεριληφθούν σε μια συλλογή, από το Νοέμβρη του 2018 έως το Νοέμβρη του 2021. Η γραφή τους συνέπεσε με τα χρόνια της πανδημίας, όμως το έναυσμα για την καθεμία ήταν διαφορετικό.
Κατεβαίνοντας ένα πρωινό μ’ αέρα στην παραλία κάτω από το σπίτι μου, καθώς έβλεπα τα κύματα να σκάνε στην ακτή κι άκουγα το ντιντίνισμα ενός κρίκου στον έρημο πύργο του ναυαγοσώστη, «ένιωσα» την εικόνα ενός τυφλού που βαδίζει στην ανεμόδαρτη παραλία μαζί με το σκύλο του, κι απ’ αυτήν πλάστηκε το «Συνφούντ». Βλέποντας μια μέρα τις φωτογραφίες της Lene Fossen συγκλονίστηκα – και γεννήθηκε έτσι η «Φωτογράφος». Σ’ όλα όμως τα διηγήματα, η έγνοια μου ήταν πάντα ο άνθρωπος, όπως στέκει τρωτός κι αξιοπρεπής απέναντι στον πόλεμο, στην ερήμωση, στην απώλεια. Και, φυσικά, να πω μια ιστορία, γιατί ʼναι αυτό που μ’ αρέσει να κάνω.
Νίκος Α. Μάντης: «Κιθαιρώνας» (Καστανιώτης)
Δεν ξέρω αν υπήρξε κάποιο πρώτο, σαφές ερέθισμα. Σίγουρα, ωστόσο, από καιρό με απασχολούσε το θέμα των «Βακχών» και ιδιαίτερα το πώς θα ήταν ο μύθος της τραγωδίας αν κάποιος τον αφηγούνταν από τη θηλυκή πλευρά. Απ’ την πλευρά των Μαινάδων.
Τι θα γινόταν, αν αυτές οι γυναίκες, που προέρχονταν από τα σπλάχνα της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, η μία μετά την άλλη, σαν χτυπημένες από κάποιον άγνωστο ιό, ανέβαιναν στο βουνό και μετατρέπονταν μυστηριωδώς σε αιμοβόρα τέρατα; Πώς θα ένιωθαν οι ίδιες οι Θηβαίες, περιβαλλόμενες από έναν τέτοιο τρομερό κίνδυνο; Και τι θα συνέβαινε πραγματικά σε εκείνες που θα «κολλούσαν»;
Εξίσου έντονα με όλα αυτά με τράβηξε και η ιδέα ενός «μαγικού βουνού». Του Κιθαιρώνα. Μίας ουδέτερης ζώνης (κάτι σαν ένα αρχέγονο, στοιχειακό Τσέρνομπιλ) όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν και όπου η λατρεία της «Μεγάλης Μητέρας» αντιπαλεύει την επέλαση των καινούργιων θεών της ανδρικής λογικής. Ένιωσα την επιθυμία να βουτήξω σ’ ένα τέτοιο σκοτάδι και να δω τι θα γίνει. Ίσως να παίξω λίγο και με το μυαλό μου.
Μαρίλη Μαργωμένου: «Εφήμερος» (Καστανιώτης)
Θυμάστε τότε που ήμασταν πιτσιρικάδες στην πρώτη μας δουλειά και παίρναμε ψίχουλα, αλλά δεν μας ένοιαζε, γιατί μας άρεσε τόσο, που θα δουλεύαμε και χωρίς λεφτά; Θυμάστε που τρέχαμε όλη μέρα και τα βράδια βγαίναμε στο Galaxy και στο Toy Cafe, κι απ’ το δεύτερο ποτό και μετά όλα έμοιαζαν καινούργια και γυαλιστερά γιατί εμείς ήμασταν στην κορυφή του κόσμου;
Θυμάστε κάτι φίλους παλαβούς που είχαμε, και κάτι τύπους που ερωτευόμασταν παράφορα, γιατί τα ελαττώματά τους τα βλέπαμε για προτερήματα; Θυμάστε τι πλάκα είχε αυτή η άγνοια κινδύνου; Διαλέγαμε πάντα θάρρος, ποτέ αλήθεια. Υπήρχε μια ιστορία να ζήσουμε, κι έπρεπε να τη ζήσουμε, πάει και τελείωσε.
Μια τέτοια ιστορία είναι ο «Εφήμερος»: το αρχικό ερέθισμα ήταν η νοσταλγία για τα νιάτα μας, για τη δεκαετία του ’90. Και για όλ’ αυτά που ήταν προορισμένα να τιναχτούν στον αέρα - και μόνο εμείς δεν το βλέπαμε.
Τεύκρος Μιχαηλίδης: «Εικασία 3Ν συν 1» (Ψυχογιός)
Οι «δεύτερες ευκαιρίες» ήταν ένα από τα κεντρικά θέματα του πατέρα της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, Γιάννη Μαρή. Στην απάνθρωπη, αναρχούμενη και απρόσωπη Αθήνα της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, υπάρχει η δυνατότητα της δεύτερης ευκαιρίας; Ένα γκόλντεν μπόι που έχει παρασύρει στον όλεθρο, συχνά και στην αυτοκτονία, δεκάδες θύματα και τώρα βασανίζεται υπό το βάρος των τύψεων, μπορεί να έχει μια δεύτερη ευκαιρία; Μια κοπέλα που είναι αναγκασμένη να εκδίδεται έχει δικαίωμα να ελπίζει σε μια δεύτερη ευκαιρία; Ένας άστεγος που βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες θα μπορέσει, αν του προσφερθεί, ν’ αρπάξει μια δεύτερη ευκαιρία; Είναι δυνατόν μια σειρά από εγκληματικές πράξεις να προσφέρουν σε κάποιους ανθρώπους μια δεύτερη ευκαιρία;
Τέτοιοι προβληματισμοί αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα γι’ αυτό το πρώτο μυθιστόρημα με πρωταγωνίστρια τη, γνωστή από τα διηγήματά της σε συλλογικούς τόμους, «περιθωριακή» υπαστυνόμο, Όλγα Πετροπούλου. Κυκλοφορεί στις 6/10
Αμάντα Μιχαλοπούλου: «Η μεταμόρφωσή της» (Καστανιώτης)
Το αρχικό ερέθισμα ήταν μια εικόνα: ένα κορίτσι ξυπνάει μεταμορφωμένο σε άντρα. Όταν η Σάσα, η ηρωίδα μου, άρχισε να περπατάει τα βράδια στους ερήμους δρόμους αυτής της ιστορίας χωρίς να κοιτάει πίσω απ’ τον ώμο της ένιωσα ότι πήρα το αίμα μου πίσω για χρόνια φόβου και καταπίεσης.
Αυτό όμως που ξεκίνησε ως φεμινιστικό μανιφέστο εξελίχτηκε σε μια μελέτη για τον υπαρξιακό ίλιγγο κάθε μεταμόρφωσης. Και σε μια μυθοπλαστική υπόθεση για το τέλος των φύλων και όλων των στερεοτύπων που μας τυραννούν.
Τι θα γινόταν αν δεχόμασταν την ερμαφρόδιτη φύση μας, την θηλυπρέπεια και την ανδροπρέπεια που μας χαρακτηρίζουν;
Αυτό το ερώτημα –η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης– βρίσκεται στην καρδιά της «Μεταμόρφωσής» της.
Τέσυ Μπάιλα: «Λέγε με Ισμαήλ» (Ψυχογιός)
Ένα ταξίδι στην Πόλη των πόλεων στάθηκε αφορμή για τούτο το βιβλίο. Βαδίζοντας στα υγρά και ομιχλώδη σοκάκια της πριν από τρία χρόνια ένιωσα κατάβαθα πως η Κωνσταντινούπολη δεν είναι απλώς μια πόλη που χωρίζει Τούρκους και Ρωμιούς, αλλά μια πόλη που συνενώνει ανθρώπους που υπέφεραν το ίδιο, που ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, που μοιράζονται ήθη, έθιμα, νοοτροπίες και αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο στο ανηλεές και αδιάφορο για τη μοίρα των ανθρώπων πέρασμα της Ιστορίας, επιδιώκοντας να ζουν ειρηνικά μεταξύ τους, έστω και αν δεν τα κατάφεραν πάντα. Είναι η γοητευτική και θλιμμένη εστία δυο λαών που μοιράζονται τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής. Αυτό που κάθε μυθιστόρημα περιγράφει. Έτσι, θέλησα να ανασυστήσω μια εποχή μέσα από τα μάτια δύο φαινομενικά αντίθετων κόσμων, που όμως κρύβουν μέσα τους κοινούς τόπους πολιτισμού, μοιράζονται τα ίδια χώματα και έχουν κοινές εμπειρίες στο διάβα των αιώνων. Κάπως έτσι γεννήθηκε το δικό μου «Λέγε με Ισμαήλ». Κυκλοφορεί στις 10/11
Ξενοφών Μπρουντζάκης: «Το λευκό κουστούμι» (Καστανιώτης)
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα σκοπό να γράψω αυτό το βιβλίο. Δεν υπήρχε ούτε σχέδιο, ούτε σημειώσεις, ούτε τίποτα. Ήταν μια ιδέα που μπήκε από την πίσω πόρτα του μυαλού μου και με αιφνιδίασε. Κατά καιρούς, ωστόσο, όπως συμβαίνει σε όλους μας, περνούσαν από το μυαλό μου αποσπασματικές μνήμες του παρελθόντος. Κι έτσι, καθώς σκεπτόμουν τον κόσμο μου, άρχισε να σχηματίζεται μια συνειρμική εικόνα μέσα μου, μια αυτόματη αφήγηση η οποία με σύνδεε με ένα παλιό σύμπαν – οικείο αλλά και κάπως ξεκομμένο πια από μένα. Ήμουν εγώ εκείνος που υπήρχε στις αναμνήσεις μου; Προσπαθώντας να απαντήσω, θυμόμουν και έγραφα. Η πρώτη αφορμή ήταν η ανάμνηση μιας χιονόπτωσης στην Τήνο. Για πρώτη φορά είχα δει χιόνι. Ήταν τόσο εξωπραγματικά όμορφη αυτή η πρωινή εικόνα που αντίκρισα τότε, ώστε δεν πίστεψα ποτέ ότι την έζησα. Τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους!
Αλέξης Πανσέληνος: «Λάδι σε καμβά» (Μεταίχμιο)
Στο μυθιστόρημα «Λάδι σε καμβά» θέλησα να αφηγηθώ την ιστορία ενός ανθρώπου της γενιάς μου από εκείνους που είτε εξαιτίας μιας αλυσίδας από ενάντιες συνθήκες είτε εξαιτίας της δικής τους αδυναμίας οδηγήθηκαν στον συμβιβασμό και αποδέχτηκαν την ακύρωση του ονείρου τους, όμοια όπως συμβαίνει και σήμερα για πολλούς νέους ανθρώπους.
Είναι η ιστορία πολλών από εμάς που, σαν έγινε η δικτατορία του 67 και, ενώ βρισκόμασταν στην κρίσιμη ηλικία των είκοσι ετών μας, αναγκαστήκαμε να μεγαλώσουμε μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της επταετίας που ακολούθησε. Κυκλοφορεί στις 27/10
Εύα Στάμου: «Η επίσκεψη» (Αρμός)
Το ξημέρωμα μιας δύσκολης νύχτας, κάποια χρόνια πριν, με βρήκε στο ναύσταθμο της Λέρου να κουβεντιάζω με διασώστες ξένων αποστολών που είχαν μόλις τελειώσει τη βάρδια τους. Λίγο καιρό αργότερα, περιμένοντας για ώρες σε έναν σταθμό υπεραστικών λεωφορείων στην Κοπεγχάγη η συνομιλία μου με άλλους ταξιδιώτες με ώθησε να σκεφτώ τη σύνθεση μιας συλλογής διηγημάτων για ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο της επικαιρότητας αλλά επηρεάζονται άμεσα από τις κοινωνικές εξελίξεις.
Σχεδίασα πορτρέτα γυναικών και αντρών από διαφορετικές κουλτούρες και χώρες –από τη Δανία και τη Βόρεια Αγγλία έως τα Γιάννενα και το Ανατολικό Αιγαίο– με κοινό χαρακτηριστικό τη δυσκολία να ενσωματωθούν, είτε επειδή οι άλλοι τους θεωρούν αταίριαστους, είτε επειδή είναι ψυχικά ευάλωτοι και αδυνατούν να προσαρμοστούν σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Δημιούργησα πρωτοπρόσωπες και τριτοπρόσωπες αφηγήσεις, με ήρωες που κινούνται σε έναν κόσμο που νιώθουν ανοίκειο, ακόμα και αν πρόκειται για την οικογένεια τους, την πόλη στην οποία γεννήθηκαν, ή το ίδιο τους το σώμα.
Βασίλης Τσιρώνης: «Η αναγέννηση μιας γυναίκας» (Βακχικόν)
Οι σπόροι της ιστορίας γυρόφερναν στο μυαλό μου για αρκετά χρόνια. Το αρχικό ερέθισμα ήταν μια ιδιόρρυθμη σχέση μαθητείας που συνάπτει μια αμφιλεγόμενη συγγραφέας με έναν αινιγματικό νεαρό. Όταν άρχισα, βέβαια, να γράφω το μυθιστόρημά μου η αφήγηση άλλαξε πολλά προσωπεία και κατέληξε να γίνει μια πολύπλευρη ιστορία για τις σχέσεις υποταγής και εξουσίας, για τη σκοτεινή ήπειρο της σεξουαλικότητας και τη σαγήνη που μας ασκεί η φύση.
Η ηρωίδα μου αναγεννιέται, λίγο πριν το τέλος, με έναν βίαιο, σοκαριστικό τρόπο.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.