Από μια χρονιά ιδιαίτερα πλούσια σε εκδόσεις, επιλέξαμε είκοσι δύο αστυνομικά. Δεκαπέντε από αυτά είναι βιβλία ξένων συγγραφέων, ενώ επτά είναι γραμμένα από Έλληνες. Προτείνουμε επίσης τρία καλά βιβλία που μιλούν για το αστυνομικό μυθιστόρημα: για το λάτιν νουάρ, για το σκανδιναβικό και για το αστυνομικό γενικότερα, ως είδος.
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Οι κλασικοί
Ρικκαρντίνο (μτφρ. Φωτεινή Ζερβού, Πατάκης), του Αντρέα Καμιλλέρι
«Μια δολοφονία με θύμα τον νεαρό διευθυντή του υποκαταστήματος της Μπάνκα Ρετζονάλε στη Βιγκάτα. Αυτόπτες μάρτυρες οι τρεις επιστήθιοι φίλοι του. Η υπόθεση μοιάζει προφανής. Όμως κόντρα στα αποδεικτικά στοιχεία, και ενάντια σε όλους, ο Μονταλμπάνο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τίποτα δεν είναι αυτό που δείχνει. Ερευνά προσεκτικά. Ακολουθεί δύσκολες, γεμάτες εμπόδια ψυχικές διαδρομές. Αναλύει και συνδέει γεγονότα. Διευρύνει την έρευνα. Συναντά γραφικούς χαρακτήρες (έναν άντρα-σκουλήκι και μια πολύ παχιά γυναίκα ικανή να τον συνθλίψει στις ογκώδεις καμπύλες της). Σκοντάφτει σ’ ένα δεύτερο έγκλημα. Η έρευνα παίρνει απρόβλεπτη τροπή. Ο Μονταλμπάνο νιώθει και πάλι έντονη μοναξιά. Η Λίβια μακριά, πολύ μακριά...»
Όπως είχε πει κάποτε ο αγαπημένος Καμιλλέρι, η ιδέα για τον τρόπο αποχώρησης του επιθεωρητή Μονταλμπάνο τού ήρθε όταν έκλεισε τα ογδόντα. Έγραψε το βιβλίο και το παρέδωσε στον εκδότη του, με την παράκληση να το εκδώσει έπειτα από τον θάνατό του. Η ιστορία ξεκινάει από τη δολοφονία του νεαρού διευθυντή της τράπεζας στη Βιγκάτα, και περιπλέκεται όλο πιο πολύ, καθώς ο Μονταλμπάνο, στη διάρκεια της έρευνας, σκοντάφτει συνεχώς σε φελινικούς χαρακτήρες. Κι αν όλα αυτά ίσως μας είναι οικεία, ο ιδιοφυής συγγραφέας μάς επιφυλάσσει μια απίστευτη ανατροπή για το τέλος. No spoiler.
Ο Μαιγκρέ και η νεκρή κοπέλα (μτφρ. Αργυρώ Μακαρώφ, Άγρα), του Georges Simenon
«Ο επιθεωρητής Μαιγκρέ επιχειρεί να ανασυνθέσει τις τελευταίες μέρες και ώρες στη ζωή μιας κοπέλας που βρέθηκε νεκρή μια νύχτα στους δρόμους του Παρισιού. Προσπαθεί να μπει στη θέση της και να φανταστεί τι σκέψεις και τις πράξεις της. Τον ενδιαφέρει ο χαρακτήρας του θύματος, ψάχνει να γνωρίσει και να καταλάβει την κοπέλα, θέτοντας ερωτήματα σε όσους τη συνάντησαν. Το ενδιαφέρον του Μαιγκρέ για το θύμα τον οδηγεί σε μια συναισθηματική ταύτιση μαζί του».
Όταν ένα αυτοκίνητο σταματάει σε μια κεντρική πλατεία του Παρισιού και πετάει έξω μια νεκρή κοπέλα με βραδινό φόρεμα, ο Μαιγκρέ θα προσπαθήσει να ανασυνθέσει τις τελευταίες μέρες και ώρες της ζωής της. «Κλέβοντας» την υπόθεση από τον επιθεωρητή Λονιόν, ο Μαιγκρέ θα λύσει ένα ακόμα μυστήριο, αν και φυσικά η ουσία δεν είναι το whodunit. Η εύρεση του πτώματος θυμίζει την υπόθεση του Ο Μαιγκρέ και ο νεκρός του, όπως επίσης η λεπτομερής περιγραφή των παριζιάνικων συνοικιών και των ανθρώπων τους. Κάθε βιβλίο του Σιμενόν είναι ένας καινούργιος θησαυρός, πόσο μάλλον όταν μαθαίνουμε ότι εντός του 2022 θα δούμε στους κινηματογράφους τη μεταφορά του από τον Πατρίς Λεκόντ, με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ στον ρόλο του Μαιγκρέ.
Νάδα (μτφρ. Δάφνη Κιούση, Άγρα), του Jean-Patrick Manchette
«Η έξαψη του 1968 έχει σβήσει προ πολλού και η βαριά ομίχλη του 1970 έχει εγκατασταθεί για τα καλά. Στο Παρίσι, ωστόσο, η ομάδα “Νάδα” εξακολουθεί να διατηρεί μαχητικό δεσμό με τα επαναστατικά της όνειρα. Συνδέοντας έναν αναρχικό που τον ορφάνεψε ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, έναν βετεράνο ελευθεριακό κομμουνιστή της Γαλλικής Αντίστασης, έναν απογοητευμένο καθηγητή φιλοσοφίας σε λύκειο, έναν συνεσταλμένο σερβιτόρο, έναν ανίατο αλκοολικό και μια ασυμβίβαστη νεαρή γυναίκα με σπίτι στην εξοχή, η ομάδα “Νάδα” σχεδιάζει να απαγάγει τον Αμερικανό πρέσβη και απευθύνει προσκλητήριο στα όπλα. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;»
Γραμμένο ως αρχετυπικό caper story, δηλαδή υπό την οπτική των παραβατικών, όπως διαβάζουμε στην άκρως κατατοπιστική εισαγωγή της Lucy Sante, το Νάδα διαδραματίζεται σε μια περίοδο που πλήθαιναν οι απαγωγές από τους απογοητευμένους του Μάη του ’68. Ή όπως έγραφε ο συγγραφέας στο ημερολόγιό του: «Η κατάρρευση της ακροαριστεράς μέσα στην τρομοκρατία είναι η κατάρρευση της επανάστασης μέσα στο θέαμα».
Την άνοιξη του 2021, οι εκδόσεις Άγρα κυκλοφόρησαν άλλο ένα μυθιστόρημα του Jean-Patrick Manchette, το Νεκροτομείο πλήρες (μτφρ. Ειρήνη Παπακυριάκου), ένα βίαιο πολιτικό μυθιστόρημα. Ο επιφανέστερος συγγραφέας του neopolar «τοποθέτησε στον πυρήνα του έργου του το χάος του κόσμου και την τρέλα των ανθρώπων, με αντιήρωες χαμένους σε μια κοινωνία της υπεραφθονίας, που αντιμετωπίζεται τελικά ως μια κοινωνία άδεια».
Οι ελέφαντες θυμούνται (μτφρ. Αναστασία Δεληγιάννη, Ψυχογιός), της Agatha Christie
«Οι ελέφαντες θυμούνται, όμως εμείς είμαστε ανθρώπινα πλάσματα και ευτυχώς τα ανθρώπινα πλάσματα ξεχνούν. Ο Ηρακλής Πουαρό στάθηκε στην άκρη του γκρεμού. Γιατί σε αυτό το σημείο, πριν από πολλά χρόνια, συνέβη ένα τραγικό δυστύχημα – το κορμί μιας γυναίκας βρέθηκε τσακισμένο στα βράχια. Και στη συνέχεια, ακόμα δύο πτώματα ανακαλύφθηκαν – ένα παντρεμένο ζευγάρι που είχε βρει τον θάνατο από πυροβολισμό. Ποιος σκότωσε ποιον; Μήπως ήταν διπλή αυτοκτονία; Έγκλημα πάθους; Ή εν ψυχρώ δολοφονία; Ο Πουαρό βυθίζεται στο παρελθόν για να εξιχνιάσει ένα έγκλημα που έγινε πριν από δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια και ανακαλύπτει πως, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν χειροπιαστά στοιχεία, οι παλιές αμαρτίες ρίχνουν μεγάλες σκιές».
Από τη δεκάδα των επανεκδόσεων της θείας Άγκαθα (εδώ θα βρείτε όλα τα βιβλία που έχουν επανεκδοθεί), διαλέγουμε το συγκεκριμένο επειδή, αφενός αφορά εγκλήματα που διαπράχτηκαν στο παρελθόν, δίνοντας έτσι στον μεσιέ Πουαρό άλλη μια ευκαιρία να αποδείξει πόσο αποτελεσματικά δουλεύουν τα φαιά κύτταρα του εγκεφάλου του, αφετέρου θέτει ένα ηθικό πρόβλημα που έχει απασχολήσει πολλούς συγγραφείς του crime fiction: είναι δίκαιο να σκοτώσεις κάποιον που γνωρίζεις ότι είναι δολοφόνος αλλά οι συνθήκες δεν επιτρέπουν να τον παραδώσεις στον νόμο; Από τα πιο ευφυή βιβλία της Βασίλισσας του είδους.
Οι κλασικοί του 21ου αιώνα
Μητρόπολη (μτφρ. Γιώργος Μαραγκός, Κέδρος), του Phlip Kerr
«Βερολίνο, 1928. Ο νεαρός Μπέρνι Γκούντερ είναι επιθεωρητής στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών όταν ο αρχηγός του Εγκληματολογικού του Βερολίνου του αναθέτει να ερευνήσει τέσσερις δολοφονίες στον σιδηροδρομικό Σταθμό Σιλεσίας: τέσσερις πόρνες δολοφονούνται μέσα σε τέσσερις βδομάδες με τον ίδιο φρικτό τρόπο. Πριν ακόμα προλάβει να μελετήσει τους φακέλους των υποθέσεων, δολοφονείται άλλη μία πόρνη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς δεν είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα θύματα – πολλοί στο Βερολίνο θα ήθελαν να ξεβρωμίσει η πόλη από τους έκφυλους. Ο πατέρας του τελευταίου θύματος όμως είναι επικεφαλής της πιο διαβόητης εγκληματικής συμμορίας του Βερολίνου και είναι έτοιμος να κάνει ό,τι χρειάζεται για να βρει τον δολοφόνο της κόρης του. Το ίδιο διάστημα ξεκινάει και μια δεύτερη σειρά δολοφονιών – θύματα αυτή τη φορά είναι ανάπηροι πολέμου που ζητιανεύουν στους δρόμους της πόλης. Φαίνεται πως κάποιος είναι αποφασισμένος να καθαρίσει το Βερολίνο από όποιον δεν είναι άψογος. Η φωνή του ναζισμού γίνεται βρυχηθμός, που απειλεί να πνίξει κάθε άλλη. Όχι όμως και τη φωνή του Μπέρνι Γκούντερ...»
Στο τελευταίο μυθιστόρημα που πρόλαβε να ολοκληρώσει ο Φίλιπ Κερρ, συναντάμε τον αγαπητό μας Μπέρνι Γκούντερ να συγκατοικεί με άτομα βγαλμένα από τα βιβλία του Κρίστοφερ Ίσεργουντ. Και οι δολοφονημένες πόρνες όμως θα μπορούσαν να είναι οι πιο άτυχες φίλες της Σάλυ Μπόουλς (ηρωίδα διηγήματος από το Αντίο, Βερολίνο πάνω στο οποίο βασίστηκε το μιούζικαλ «Cabaret»). Οι ρίζες του ναζισμού προχωρούν ακόμα υπογείως, σύντομα όμως θα σκάσουν στην επιφάνεια της γης, κάτι που διαγράφεται ανατριχιαστικά στη Μητρόπολη. Η ιδανική αυλαία για τον Κερρ, αλλά και τον ήρωά του.
Ένα τραγούδι για δύσκολους καιρούς (μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής, Μεταίχμιο), του Ian Rankin
«Όταν η κόρη του Τζον Ρέμπους, Σαμάνθα, του τηλεφωνεί μέσα στα μεσάνυχτα εκείνος ξέρει ότι τα νέα δεν είναι ευχάριστα. Ο σύζυγός της αγνοείται τις τελευταίες δύο μέρες. Ο Ρέμπους φοβάται το χειρότερο – και γνωρίζει πολύ καλά από τα τόσα χρόνια του στην αστυνομία ότι η κόρη του θα είναι η βασική ύποπτη. Δεν ήταν ο καλύτερος πατέρας –πάντα προτεραιότητα είχε η δουλειά του– τώρα όμως η κόρη του τον χρειάζεται περισσότερο από ποτέ. Αλλά πηγαίνει ως πατέρας ή ως ντετέκτιβ; Καθώς αναχωρεί την αυγή με προορισμό την ανεμοδαρμένη ακτή –και μια μικρή πόλη με μεγάλα μυστικά– αναρωτιέται εάν αυτή ίσως είναι η πρώτη φορά στη ζωή του που δεν θέλει να ανακαλύψει την αλήθεια…»
Οι δύο παράλληλες πλοκές που διατρέχουν την 24η περιπέτεια του Τζον Ρέμπους μοιάζουν (και είναι) τελείως ασύνδετες κι ανεξάρτητες. Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά σε πολλά αστυνομικά βιβλία, όλα έχουν τις ρίζες τους πολύ νωρίτερα, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ή εν προκειμένω, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών αιχμαλώτων πολέμου. Παρότι ο Ρέμπους σχολιάζει ότι οι συμπτώσεις είναι πιο σπάνιες και από τους μονόκερους, οι δυο υποθέσεις θα δέσουν μεταξύ τους εξαιτίας τέτοιων συμπτώσεων, ενώ κάπου θα βρεθεί χώρος και για τον εξίσου ηλικιωμένο κακοποιό, Μπιγκ Τζερ Κάφερτι, τη νέμεση και alter ego του Ρέμπους.
Ένας γκάνγκστερ στο Βερολίνο (μτφρ. Τάσος Ψηλογιαννόπουλος, Διόπτρα), του Volker Kutscher
«Βερολίνο, 1931. Στον υπόκοσμο του Βερολίνου μαίνεται ένας αγώνας επικράτησης. Ο Αμερικανός γκάνγκστερ Αβραάμ Γκόλντσταϊν διαμένει στο Ξενοδοχείο Excelsior. Κάνοντας χάρη στο FBI, η αστυνομία έχει αναθέσει την παρακολούθησή του στον ντετέκτιβ Γκέρεον Ρατ. Καθώς εκείνος αρχίζει να βαριέται και αναλαμβάνει ιδιωτικά μια υπόθεση για λογαριασμό του, αμφιβόλου ηθικής, φίλου του Γιόχαν Μάρλοβ, βρίσκεται σύντομα στη μέση ενός πολέμου στους δρόμους του Βερολίνου. Στο μεταξύ, η κατά καιρούς σύντροφός του Τσάρλι αφήνει μια νεαρή γυναίκα που ανακρίνει να διαφύγει και σύντομα οι έρευνές της θα διασταυρωθούν με εκείνες του Ρατ. Το Βερολίνο είναι μια διχασμένη πόλη, όπου δύο κόσμοι πρόκειται να συγκρουστούν: ο κόσμος του Αμερικανού γκάνγκστερ και του ακμάζοντος ναζισμού».
Με αφορμή αυτή, την τρίτη περιπέτεια του Γκέρεον Ρατ, την πιο ώριμη και άψογα γραμμένη ως τώρα (περιμένουμε τη συνέχεια, φυσικά), να υπενθυμίσουμε τα δύο προηγούμενα βιβλία του Kutscher, με ήρωα τον γοητευτικό κύριο Ρατ. Το Βρεγμένο Ψάρι, στο οποίο κάνουμε τη γνωριμία μας με τον ήρωα που μετατίθεται από την Κολωνία στο Βερολίνο, σ’ έναν κόσμο βγαλμένο από τα βιβλία του Ίσεργουντ (ξανά!). Το βιβλίο κυκλοφορεί και σε graphic novel, με τον ίδιο τίτλο, σε σκίτσα του Arne Jysch και σενάριο του συγγραφέα. Η επιλογή της ασπρόμαυρης αισθητικής εντείνει τη hardboiled ατμόσφαιρα του άλμπουμ, ενώ είναι εμφανείς οι επιρροές του από τον κινηματογραφικό γερμανικό εξπρεσιονισμό. Βωβός Θάνατος, η δεύτερη περιπέτεια του Ρατ είναι μια συνέχεια κατά κάποιο τρόπο του πρώτου βιβλίου, αφού οι ήρωες κινούνται στα κινηματογραφικά στούντιο του Βερολίνου, την ίδια εποχή, και ο ήρωας αναλαμβάνει τους φόνους κάποιων ηθοποιών του νεογέννητου ομιλούντος κινηματογράφου. Τα τρία βιβλία κυκλοφορούν σε μετάφραση του Τάσου Ψηλογιαννόπουλου, ενώ η απόδοση του κειμένου στο graphic novel έγινε από τον Τάκη Δελάλη.
Συγγραφείς του Μεσογειακού αστυνομικού
Το κόκκινο και το φαιό (μτφρ. Ειρήνη Παπακυριάκου, Πόλις), του Maurice Attia
«Ο Πάκο Μαρτίνεθ, που τον γνωρίσαμε στο Μαύρο Αλγέρι, την Κόκκινη Μασσαλία, το Παρίσι μπλουζ και τη Λευκή Καραϊβική, εργάζεται ως δημοσιογράφος και ασφυκτιά μέσα στη ρουτινιάρικη ατμόσφαιρα της δουλειάς του. Νοσταλγεί τα χρόνια της δράσης, τότε που ήταν αστυνομικός. Βρισκόμαστε στο 1978. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες απάγουν τον Άλντο Μόρο. Ο Πάκο πείθει την εφημερίδα του να τον στείλει στη Ρώμη για να καλύψει το γεγονός. Εκεί γνωρίζει τη γοητευτική δημοσιογράφο της La Repubblica Λέα Τρότσκι, που τον βοηθά ως διερμηνέας και πληροφοριοδότρια. Αποσπάσματα του ημερολογίου και των επιστολών, που έγραφε ο Άλντο Μόρο κατά τη διάρκεια της κράτησής του, παρεμβάλλονται στην αφήγηση, δείχνοντας ότι εκείνος είχε συνειδητοποιήσει πως η κυβέρνηση θα τον θυσίαζε στον βωμό της αρχής “δεν διαπραγματευόμαστε με τους τρομοκράτες”. Η Λέα πέφτει θύμα ενός ύποπτου τροχαίου ατυχήματος. Ο Πάκο ρίχνεται με κέφι στην έρευνα και αυτής της υπόθεσης. Ξαναβρίσκει τα αντανακλαστικά του αστυνομικού που κάποτε υπήρξε: την αδρεναλίνη, την αγάπη για την περιπέτεια, τις ανατροπές και τις εκπλήξεις. Όσο ο Πάκο βρίσκεται στη Ρώμη, η γυναίκα του, η Ιρέν, ανακαλύπτει καταχωνιασμένο ένα χειρόγραφο του πατέρα της που, με μυθιστορηματικό τρόπο, εξιστορεί την αστυνομική επιχείρηση που διεξήχθη το 1899 κατά της αντισημιτικής οργάνωσης “Η Μεγάλη Δύση της Γαλλίας”, η οποία εξέδιδε και την κολοσσιαίας κυκλοφορίας εφημερίδα Ο Αντιεβραίος. Πίσω από την αφήγηση, αποκαλύπτονται σιγά σιγά οικογενειακά μυστικά που ίσως ρίξουν φως στην αυτοκτονία του πατέρα της. Συνθέτοντας με μαεστρία και συναρπαστικό τρόπο τα δύο επίπεδα της αφήγησής του, ο Αττιά μιλάει για την αναζήτηση της αλήθειας, τον εξτρεμισμό και τη βία, τη μεγάλη και τη μικρή Ιστορία, τις οικογενειακές σχέσεις, τον έρωτα, τη φιλία και την αφοσίωση, την κατάφαση στη ζωή και την άρνηση του θανάτου».
Γνήσιος εκπρόσωπος του neopolar, ο Αττιά επανέρχεται με τον ήρωά του, τον δημοσιογράφο Πάκο Μαρτίνεθ (ο οποίος θα μπορούσε να είναι ένα alter ego του, έστω κι αν ο συγγραφέας είναι ψυχίατρος). Έχοντας εγκιβωτίσει στην πλοκή του αποσπάσματα από τα ημερολόγια του Άλντο Μόρο (αυθεντικά ή κατασκευασμένα), ο Αττιά αφηγείται δύο ιστορίες, σε δυο χρονικές στιγμές που απέχουν σχεδόν 80 χρόνια. Το πιο ζόρικο κομμάτι, κατά την άποψή μου, αφορά την απαγωγή του Άλντο Μόρο, ο οποίος θυσιάστηκε για να αποφευχθεί ο Ιστορικός Συμβιβασμός (στη bookpress, είχαμε αναφερθεί στο σχετικό βιβλίο Το Μυστικό, του Antonio Ferrari, μτφρ. Δημήτρης Μαμαλούκας, εκδ. Κέδρος, σ' ένα αφιέρωμα στο πολιτικό έγκλημα στην αστυνομική λογοτεχνία). Εξίσου απεχθής είναι ατμόσφαιρα του 1899, φυσικά, το κύμα και το κλίμα του αντισημιτισμού και του ρατσισμού που κυριεύει τη Γαλλία, με αποκορύφωμα την υπόθεση Ντρέιφους. Αλλάζοντας τόπους και ιστορικές στιγμές, ο Αττιά εξηγεί εμμέσως ότι τίποτα δεν είναι αυτοφυές, όλα τα γεγονότα αποκτούν νόημα – αρκεί να μην ξεχνάμε το παρελθόν.
Μασσαλία 73 (μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), της Dominique Manotti
«Η Γαλλία βιώνει μια σειρά από δολοφονίες με θύματα Άραβες, κυρίως Αλγερινούς: τους πυροβολούν στο ψαχνό, τους σπάζουν το κεφάλι. Μέσα σε έξι μήνες σκοτώνονται πάνω από πενήντα μετανάστες προερχόμενοι απ' αυτή τη χώρα, από τους οποίους περίπου είκοσι στη Μασσαλία, επίκεντρο της ρατσιστικής τρομοκρατίας. Είναι η πραγματική ιστορία. Έντεκα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου της Αλγερίας, οι φονιάδες της Οργάνωσης Μυστικός Στρατός (OAS) αμνηστεύονται. Πολλοί ενσωματώνονται στον κρατικό μηχανισμό και στην αστυνομία. Πρωτοεμφανίζεται το Εθνικό Μέτωπο. Ορισμένοι ρεβανσιστές προτρέπουν σε βομβιστικές επιθέσεις ενάντια σε θεσμούς που αντιπροσωπεύουν το αλγερινό κράτος. Είναι το σκηνικό.
Ο νεαρός αστυνόμος Ντακέν, είκοσι επτά χρονών, διορίστηκε πρόσφατα στην Εβεσέ, το αστυνομικό μέγαρο της Μασσαλίας, τόπο όλων των αθέμιτων συναλλαγών, όπου όλοι ξέρουν τα πάντα και τίποτα δεν διαρρέει. Είναι το κεντρικό πρόσωπο. Όλα είναι έτοιμα για την τραγωδία, που παρουσιάζει με δεξιοτεχνία η Ντομινίκ Μανοτί, με την κοφτή, τεκμηριωμένη και ανελέητη γραφή που την έκανε διάσημη».
Άλλο ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στη Μασσαλία, τη θερμή δεκαετία του ’70, και θίγει τις συνέπειες της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Αλγερία. Η ιστορικός Manotti γνωρίζει ότι ο πόλεμος της Αλγερίας δεν έληξε το 1962, και εξηγεί με όρους σαφείς τους λόγους, κι όλα αυτά μέσω ενός συναρπαστικού noir μυθιστορήματος.
Ταξί (μτφρ. Δάφνη Χρήστου, Μεταίχμιο), του Carlos Zanón
«Ο Σαντίνο είναι ένας μελαγχολικός άντρας που δεν μπορεί να διαχειριστεί την απώλεια ούτε να ξεφύγει από τις εμμονές του, είτε αυτές αφορούν τραγούδια, φίλους, εχθρούς είτε τις στάχτες της γιαγιάς του που τις κουβαλάει στο αυτοκίνητό του. Περιπλανιέται με το ταξί του άσκοπα στη Βαρκελώνη, καθώς διστάζει να επιστρέψει σπίτι του επειδή φοβάται ότι η σύζυγός του, απαυδισμένη από τις απιστίες του θα τον εγκαταλείψει μιας και νιώθει πως δεν τον έχει πια ανάγκη. Δεν είναι σίγουρος για τίποτα - αν θέλει να χωρίσει, αν θέλει να είναι οδηγός ταξί, αν είναι ικανός να αγαπάει, ή αν το μόνο που έχει σημασία είναι να τριγυρνάει στους δρόμους της Βαρκελώνης ακούγοντας την αγαπημένη του μουσική».
Ο Carlos Zanón είναι από τους συγγραφείς που σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν υπάρχουν πράγματι, αν είναι αληθινά όντα κι όχι κατασκευασμένες περσόνες βάσει των εμμονών μας. Και όταν αναφέρομαι σε εμμονές, εννοώ τους Clash, the only band that matters, αλλά και πολλούς άλλους μουσικούς που σφράγισαν το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα· εννοώ την πόλη της Βαρκελώνης και την καταλανική κουλτούρα, τα μεσογειακά αστυνομικά του Μανόλο Μονταλμπάν, την ιδιαιτερότητα του εγκλήματος του Νότου που έχει πολλές αποχρώσεις. Ενίοτε, τα χρώματα που επικρατούν είναι το μαύρο και το κίτρινο των ταξί της πόλης, noir και giallo. Ο ήρωάς του, ο περιπλανώμενος Ζούζε που έχει επιλέξει το όνομα Σαντίνο από λατρεία στο άλμπουμ Sandinista των Clash, είναι ένας ταξιτζής που δεν θέλει να είναι ταξιτζής, πάσχει από αϋπνίες και «διαβάζει για να διαβάζει. Διαβάζει για να μη σκέφτεται». Ο συγγραφέας διηγείται μια παραληρηματική ιστορία περιπλάνησης και εμπλοκής σε κάθε λογής παραβατικές περιπέτειες. Όταν μιλάμε για το «σύγχρονο noir», σε τέτοια βιβλία αναφερόμαστε.
Τρεις (μτφρ. Χρυσούλα Παπαδοπούλου, Κείμενα), του Dror Mishani
«Με φόντο το σκηνικό της λιθόχτιστης γειτονιάς Holon στο Τελ Αβίβ, αυτό το αινιγματικό και έξυπνο μυθιστόρημα είναι στην πραγματικότητα ένα περίπλοκο παζλ τριών γυναικών. Η Όρνα, η Εμίλια και η Έλλα, πολύ διαφορετικές και άγνωστες μεταξύ τους, έχουν κοινό στοιχείο την απελπισία που προκαλούν οι συναισθηματικές και οι υλικές δυσκολίες τους. Τα αριστοτεχνικά ψυχογραφήματα των τριών αυτών προσώπων και η ανατρεπτική και παραπλανητική αφήγηση του Dror Mishani δικαιώνουν όσους τον αποκαλούν “Σιμενόν του Ισραήλ”».
Ψάχνοντας στοιχεία για τον Ισραηλινό συγγραφέα, μαθαίνουμε ότι στο Ισραήλ, μια χώρα που ζει καθημερινά την απόλυτη βία, ελάχιστα αστυνομικά μυθιστορήματα γράφονται – ίσως επειδή οι φόνοι χωρίς πολιτικό κίνητρο είναι λίγοι και εξιχνιάζονται αποτελεσματικά. Αυτό το κενό φαίνεται ότι καλύπτει ο Mishani, αρκετά επιτυχημένα προφανώς αφού το Τρεις είναι το τέταρτο αστυνομικό βιβλίο του. Γραμμένο υπό μορφή ψυχολογικού θρίλερ, παρουσιάζει τα πορτρέτα τριών γυναικών που οι συνθήκες της ζωής τους τις οδηγούν στην απόλυτη θυματοποίηση: την Όρνα, η οποία βιώνει ένα ιδιαίτερα οδυνηρό διαζύγιο, την Εμίλια, μια οικονομική μετανάστρια από τη Λιθουανία χωρίς δικαιώματα και προσωπική ζωή, και την Έλλα, μια καταθλιπτική μητέρα που προσπαθεί να γράψει τη διπλωματική της με θέμα το γκέτο του Λοτζ. Στο κατόπι των τριών γυναικών βρίσκεται ένας ψυχοπαθής δολοφόνος, τα κίνητρα του οποίου δεν γίνονται ποτέ σαφή. Η εναλλαγή των αφηγηματικών φωνών μπερδεύει τον αναγνώστη που δεν είναι συνηθισμένος σε ξεκάθαρα συμπεράσματα, αλλά ακόμα κι έτσι το βιβλίο είναι ενδιαφέρον και άψογα γραμμένο.
Σχεδόν νεκρή φύση (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, Carnivora), της Κάρμα Ριέρα
«Κανένας κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Ούτε καν ο κόσμος των υψηλών πανεπιστημιακών φρονημάτων και των εκλεπτυσμένων ιδεών. Με αυτό κατά νου και αξιοποιώντας την, από πρώτο χέρι, εμπειρία της, η Ριέρα στήνει επιδέξια την ιστορία της. Όλα ξεκινούν από κάτι το οποίο φαντάζει ως ένα διεστραμμένο μεν, αβλαβές δε, παιχνίδι μερικών φοιτητών Εράσμους του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης. Απλώς ένας μπελάς παραπάνω –έτσι φαίνεται αρχικά– για το διδακτικό προσωπικό, ήδη ταλαιπωρημένο από τις καταλήψεις, την αενάως ετοιμοπόλεμη στάση των φοιτητών και τις δηλητηριώδεις, τις περισσότερες φορές, συναδελφικές σχέσεις. Η πανεπιστημιούπολη, όμως, σύντομα θα μετατραπεί σε ζώνη υψηλού ρίσκου τόσο για τις ζωές όσων συχνάζουν εκεί όσο και για την αίγλη του περίφημου πανεπιστημιακού ιδεώδους».
Τον Νοέμβριο του 2007, εξαφανίζεται μυστηριωδώς ο Ρομάν Λανουζέλ, φοιτητής Εράσμους του Αυτόνομου Πανεπιστήμιου της Βαρκελώνης – και αυτό είναι ένα πραγματικό συμβάν που παραμένει ανεξιχνίαστο. Με αφορμή την εξαφάνιση του νεαρού, η συγγραφέας, η οποία είναι καθηγήτρια Ισπανικής Φιλολογίας του εν λόγω πανεπιστήμιου, έγραψε ένα οξυδερκές και ανατριχιαστικό campus thriller, το οποίο ξεκινάει με τη μυστηριώδη εξαφάνιση ενός άλλου φοιτητή, του Ρουμάνου Κονσταντίνου Ιλιέσκου. Παρά τις διαμαρτυρίες της φίλης του, της Λάουρα, η αστυνομία και οι πανεπιστημιακές αρχές δεν θα δώσουν σημασία στην εξαφάνιση του νεαρού, διότι θα τη θεωρήσουν οικειοθελή φυγή. Όταν όμως θα εξαφανιστεί και η Λάουρα, τις υποθέσεις αναλαμβάνει μια ομάδα αστυνομικών με επικεφαλής τη Μανουέλα Βάθκεθ. Σύντομα κάτι σκοτεινό θα αρχίσει να αναδύεται, η ύπαρξη ίσως ενός αιμοσταγούς δολοφόνου. Η συγγραφέας, χρησιμοποιώντας γνωστές φόρμουλες της αστυνομικής μυθοπλασίας, τις εμποτίζει με την καταλανική ατμόσφαιρα και νοοτροπία, κρατώντας αρκετά από τα στοιχεία κοινωνικής κριτικής που χαρακτηρίζουν το μεσογειακό noir.
Noir, neo-noir, whodunit
Στον βρόμικο νότο (μτφρ. Χριστίνα Ριζοπούλου, Bell), του John Connolly
«Βρισκόμαστε στο 1997, και κάποιος στην Κομητεία Μπέρντον, στο Άρκανσο, σφαγιάζει νεαρές μαύρες γυναίκες. Μόνο που κανείς δε θέλει να παραδεχτεί πως συμβαίνει κάτι τέτοιο, όχι στον Βρόμικο Νότο. Ένας πρώην ντετέκτιβ της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης καταλήγει για μια νύχτα σ' ένα κελί μιας φυλακής του Άρκανσο. Είναι ρημαγμένος από τη θλίψη. Πενθεί το θάνατο της γυναίκας του και του παιδιού του και αναζητά μάταια το δολοφόνο τους. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η χαμένη του οικογένεια. Όμως αυτό πρόκειται ν' αλλάξει... Παρακολουθήστε την αφύπνιση μιας συνείδησης. Παρακολουθήστε τη γέννηση ενός κυνηγού. Παρακολουθήστε την απαρχή του Τσάρλι Πάρκερ».
Ο Ιρλανδός συγγραφέας John Connolly γράφει εδώ και μια εικοσαετία τις περιπέτειες του σκληροτράχηλου ντετέκτιβ Τσάρλι Πάρκερ, αλλά μόνο σ’ αυτό, το 19ο βιβλίο του, πιάνει τον μίτο της ιστορίας από την αρχή και μας συστήνει τον Πάρκερ, εξηγώντας τους λόγους που τον έχουν μετατρέψει σε αδυσώπητο εκδικητή. Αν πράγματι οι Αμερικανοί έχουν αποικιοποιήσει το υποσυνείδητό μας (όπως ισχυριζόταν ο Βιμ Βέντερς, δια στόματος Πέτερ Χάντκε, στο Πέρασμα του Χρόνου), ο Connolly είναι η απόδειξη: γράφει εξίσου καλά με οποιονδήποτε ταλαντούχο Αμερικανό συγγραφέα του αστυνομικού είδους.
Η Λέσχη Φόνων της Πέμπτης (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, Ψυχογιός), του Richard Osman
«Σε έναν γαλήνιο οικισμό ευγηρίας στη βρετανική ύπαιθρο, μια ετερόκλητη παρέα μαζεύεται κάθε Πέμπτη και ασχολείται με παλιούς φακέλους ανεξιχνίαστων φόνων. Όταν όμως μια άγρια δολοφονία συμβαίνει σε απόσταση αναπνοής, η Λέσχη Φόνων της Πέμπτης έχει ν’ αντιμετωπίσει μια πραγματική υπόθεση. Όχι απλώς κιτρινισμένες, μουντζουρωμένες σελίδες γραφομηχανής μιας άλλης εποχής· μια αληθινή υπόθεση, ένα αληθινό πτώμα, και, κάπου στον έξω κόσμο, έναν αληθινό δολοφόνο. Η Ελίζαμπεθ, η Τζόις, ο Ιμπραΐμ και ο Ρον μπορεί να κοντεύουν τα ογδόντα, αλλά ακόμη το λέει η καρδιά τους. Θα καταφέρει αυτή η ανορθόδοξη αλλά ευφυέστατη συμμορία να συλλάβει τον δολοφόνο προτού να είναι πολύ αργά;»
Τα καλογραμμένα whodunit είναι πάντοτε απολαυστικά, πόσο μάλλον όταν τέσσερις τρόφιμοι ενός οίκου ευγηρίας αποφασίζουν να εξιχνιάσουν μια σειρά από παλιούς φόνους – κι έναν καινούργιο! Ποιος είπε ότι τα διασκεδαστικά, καλογραμμένα βιβλία δεν έχουν θέση στον κανόνα στης αστυνομικής λογοτεχνίας; Αλλάζοντας ρόλους, γελοιοποιώντας όσους πιστεύουν ότι η τρίτη ηλικία είναι ανίκανη για σοβαρή σκέψη, οι τέσσερις ηλικιωμένοι, δύο άντρες και δύο γυναίκες, θα αποδείξουν ότι η μις Μαρπλ δεν ήταν σκέτη επινόηση της Άγκαθα Κρίστι.
Άγγελοι και ερημίτες (μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, Angelus Novus), του Ramón Díaz Eterovic
«Στο Άγγελοι και Ερημίτες, ο Χιλιανός ιδιωτικός ντετέκτιβ Ερέδια εμπλέκεται σε μια υπόθεση του διεθνούς εμπορίου όπλων και παράνομων οπλικών συστημάτων. Με την ηθική υποχρέωση να αναζητήσει τους δολοφόνους ενός πολύ αγαπημένου του προσώπου, βρίσκεται αντιμέτωπος με τα πλοκάμια της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας στη Χιλή, λίγο μετά την αποχώρηση του δικτάτορα Πινοτσέτ από το προσκήνιο, με μηχανισμούς που δρουν υπογείως, αλλά και με την αμείλικτη καθημερινότητα και τα πολλά πρόσωπα του Σαντιάγο της Χιλής. Είναι το τέταρτο από τα δεκαοχτώ νουάρ μυθιστορήματα του συγγραφέα, και ο μελαγχολικός, ρομαντικός, ιδεολόγος, αντικαθεστωτικός, αιρετικός και απογοητευμένος αντιήρωας αυτοπαρουσιάζεται, μας αποκαλύπτει στοιχεία της προηγούμενης ζωής του και τις αξίες που την καθορίζουν. Δεν διστάζει να συγκρουστεί με το σύστημα και με τους ισχυρούς, έστω και αν είναι από χέρι χαμένος. Μέσα από τη δική του ματιά βλέπουμε την κοινωνία της Χιλής σε πολλά επίπεδα, όπως διαμορφώνεται από τα γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας της. Ο Ramón Díaz Eterovic πετυχαίνει να μας δώσει ένα έργο άκρως αντιπροσωπευτικό ενός λογοτεχνικού “ρεύματος” που ονομάστηκε νέο λατινοαμερικάνικο αστυνομικό μυθιστόρημα».
Ελληνικά αστυνομικά
(με αλφαβητική σειρά οι συγγραφείς)
Ο δεύτερος κύκλος του 8 (Red ’n’ Noir), του Βα. Αλ.
«Ο δεύτερος κύκλος του 8 αποτελεί το τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας που ξεκίνησε με το Ένα δέκατο του 8. Ο Μάνος Κεντάκης είναι ένας ιδιωτικός ερευνητής, προϊόν της εποχής του και των εποχών πριν από αυτόν, που αναλαμβάνει μια καθημερινή και τετριμμένη, όπως και ο ίδιος, υπόθεση, η οποία σύντομα, και με εξίσου τετριμμένο τρόπο, θα πάρει μια απροσδόκητη τροχιά, στην οποία θα μεσουρανήσουν επιχειρηματίες, ιερείς, στοιχεία του υποκόσμου, καθημερινοί μαγαζάτορες και μια γυναίκα».
Ή πώς παίρνεις τις συμβάσεις του αστυνομικού είδους –ιδιωτικός ντετέκτιβ, μοιραία γυναίκα, συμμορίες που σκοτώνουν για ένα «Γεράκι της Μάλτας»– και τους αλλάζεις τα φώτα! Κυριολεκτικά. Οι κακοί και οι καλοί δεν είναι όπως τους έχουμε συνηθίσει, ευτυχώς, και «οι δικοί μας» [μένει στον αναγνώστη να αποφασίσει ποιοι είναι οι πραγματικά καλοί] κερδίζουν στο τέλος χωρίς συμβιβασμούς. Ένα neopolar που διαδραματίζεται στο πιο υποβαθμισμένο κομμάτι της Αθήνας.
Το φιλί του Δεκέμβρη (Διόπτρα), του Πάνου Αμυρά
«Δεκέμβριος 1944. Η Αθήνα βιώνει τις δραματικές ημέρες του Εμφυλίου, οι φονικές συγκρούσεις μαίνονται σε όλη την πόλη. Ο Νίκος Αγραφιώτης, απότακτος πια αξιωματικός της Αστυνομίας, αναλαμβάνει να εντοπίσει έναν δικαστικό υπάλληλο, υπεύθυνο για υποθέσεις δωσιλόγων, που έχει εξαφανιστεί μαζί με μία νεαρή τραγουδίστρια καμπαρέ. Κυνηγώντας τα ίχνη τους, θα εμπλακεί σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι που σύντομα θα ανακαλύψει ότι τον αφορά προσωπικά, θα βρεθεί ανάμεσα σε διπλούς πράκτορες και αδίστακτους συνεργάτες των ναζί που ψάχνουν την ευκαιρία να απαλλαγούν από το ένοχο παρελθόν τους. Μέσα στους δρόμους του Εμφυλίου, με τον θάνατο να παραμονεύει κάθε στιγμή, θα ακροβατήσει ανάμεσα στην αγάπη και στην προδοσία αναζητώντας την αλήθεια και την κάθαρση. Μία συναρπαστική περιπέτεια στην τραγικότερη περίοδο της σύγχρονης Ελλάδας, μία προσωπική αναμέτρηση του Αγραφιώτη με τα πάθη του Διχασμού».
Με το βιβλίο αυτό ο Πάνος Αμυράς ολοκληρώνει την «Τριλογία της Κατοχής» (τα προηγούμενα ήταν Ο Λιμός και Τα Λύτρα), μια σειρά από αστυνομικές περιπέτειες του απότακτου πλέον αστυνομικού Νίκου Αγραφιώτη. Έχοντας στη σκευή του ενδελεχή μελέτη της περιόδου, ο συγγραφέας αναπαριστά με μεγάλο ρεαλισμό την πόλη και τους κατοίκους της, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, την έντονη παρουσία των βρετανικών στρατευμάτων που λειτουργούσε εμπρηστικά, το τεταμένο κλίμα που προμήνυε την έκρηξη η οποία ακολούθησε. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Φίλιπ Κερρ και του Φόλκερ Κούτσερ, ο Αμυράς στήνει τις αστυνομικές ιστορίες του σ’ ένα κλίμα οδυνηρό και αμφίσημο πολλές φορές. Από τις ιστορίες του παρελαύνουν ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Ρόναλντ Σκόμπι, ενώ περιγράφονται μερικά από τα σπάνιας αρχιτεκτονικής κτίρια της Αθήνας.
Στη φωλιά του ιππόκαμπου (Ίκαρος), της Ευτυχίας Γιαννάκη
«Αθήνα. Ύδρα. Ιούνιος 2020 Μια μαχόμενη δημοσιογράφος εντοπίζεται νεκρή στην πισίνα ενός ρετιρέ στο Κολωνάκι, στο διαμέρισμα του πρώην συζύγου της, διακεκριμένου ζωγράφου, που παραμένει εξαφανισμένος. Στο στήθος της έχει ένα τατουάζ με έναν τεράστιο ιππόκαμπο. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και η κοινή γνώμη αναστατώνονται, με τα πιθανά σενάρια της δολοφονίας να μένουν ανοιχτά μέχρι το τέλος. Το κουβάρι αυτής της υπόθεσης, που ξεδιπλώνεται μεταξύ Ύδρας και Αθήνας, εμπλέκει τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο και την ομάδα του σε μια υπόθεση που τους φέρνει αντιμέτωπους με φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, κυκλώματα τέχνης, τα όρια της δημιουργίας και τα κλειστά στόματα της μικρής κοινωνίας που μπορεί να βρίσκεται σε ένα νησί ή στην καρδιά μιας μεγαλούπολης».
Στο δεύτερο μέρος της «Τριλογίας του Βυθού», η συγγραφέας μάς προειδοποιεί στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Αυτή θα ήταν μια καλή υπόθεση για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αν δεν είχα λάβει ένα μέιλ από το θύμα την παραμονή της δολοφονίας του και αν δεν γνώριζα ότι οι ιππόκαμποι κολυμπούν κόντρα στο ρεύμα μέχρι να σπάσει η καρδιά τους». Γιατί, πράγματι, η Γιαννάκη εισέρχεται η ίδια στην ιστορία, παρατηρεί τους ήρωες να βιώνουν την αφόρητη καθημερινότητά τους, πώς συμπεριφέρονται στην αληθινή ζωή, πώς αναπτύσσουν σχέσεις και πώς αντεπεξέρχονται στις ψυχοπάθειες της σύγχρονης κοινωνίας, αν δεχτούμε ότι βγαίνουν αλώβητοι απ’ αυτές. Γνωρίζουμε πια ότι η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για το whodunit σαν εγκεφαλικό παιχνίδι, αλλά για τα μυστικά που χρονίζουν μολύνοντας κυρίως τις μικρές αλλά και τις μεγάλες κοινωνίες, τα λάθη των ηρώων της και τις ενοχές που κουβαλούν. Στη φωλιά του ιππόκαμπου όμως η Γιαννάκη πάει ένα βήμα παραπέρα, συμμετέχει στην εξέλιξη της πλοκής κοιτάζοντάς μας κατάματα, θυμίζοντάς μας αδιάκοπα την παρουσία της ως συγγραφέως, παίζοντας με τα σύμβολα της θάλασσας και του αλλόκοτου θαλάσσιου πλάσματος που είναι ο ιππόκαμπος, με τα χρώματα και τους τόπους.
Η λίστα του Λεπορέλο (Νεφέλη), του Φώτη Δούσου
«Ένας σίριαλ κίλερ έχει εμφανιστεί στην πόλη. Σκοτώνει μόνο εκδότες. Η Αστυνομία πιστεύει ότι πρόκειται για κάποιον απογοητευμένο συγγραφέα που δεν άντεξε τις απανωτές απορρίψεις. Όμως υπάρχουν χιλιάδες τέτοιοι. Πώς θα βρεθεί ο δράστης ανάμεσά τους; Ο εκδότης Γιάννης Δημάδης, που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην καλή λογοτεχνία, έχει σοβαρές ενδείξεις ότι έρχεται η σειρά του. Κάτι πρέπει να κάνει...»
Μπροστά στον κίνδυνο να είναι το επόμενο θύμα ενός αποτυχημένου συγγραφέα/κατά συρροή δολοφόνου, ο εκδότης Δημάδης θα συστήσει μια τελείως ασυνήθιστη ερευνητική ομάδα, αποτελούμενη από την κόρη του, την Άννα, την ιδιωτική ντετέκτιβ Άρτεμη που πρέπει να ξεπεράσει τα στερεότυπα για να την πάρουν στα σοβαρά, τη γραμματέα του, τη Δήμητρα, και έναν επαγγελματία αναγνώστη με απίστευτη μνήμη και αληθινό πάθος για τα βιβλία και την ανάγνωση, ονόματι Δημήτρης Δ. Η ομάδα θα διαβάσει αμέτρητα απορριφθέντα χειρόγραφα, μια διαδικασία ιδιαίτερα διασκεδαστική για τους αναγνώστες, χάρη στα ονόματα των φανταστικών συγγραφέων, τους τίτλοι των ανέκδοτων βιβλίων τους και την υπόθεση των βιβλίων. Ο Δούσος κατάφερε να συνδυάσει στοιχεία που συνήθως δεν συμβαδίζουν στα αστυνομικά μυθιστορήματα: έστησε μια αληθοφανή πλοκή με ανατριχιαστικούς φόνους, και τη διάνθισε με εξαιρετική ειρωνεία και χιούμορ.
Το μπλουζ της πεταλούδας (Μεταίχμιο), του Μάρκου Κρητικού
«Η φαινομενικά ακίνδυνη παρακολούθηση μιας φοιτήτριας από τη Σαντορίνη οδηγεί τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Μίλτο Οικονόμου στα ίχνη ενός σκοτεινού κυκλώματος ναρκωτικών και πορνείας. Αδίστακτοι εγκληματίες εισβάλλουν αναπάντεχα στη ζωή του όταν μαθαίνουν τη σχέση του με μια πεταλούδα της νύχτας που γνωρίζει πολλά για την παράνομη δράση τους. Αυτό που ίσως αγνοούν είναι ότι ποτέ δεν πρέπει να τα βάζεις με κάποιον που δεν έχει τίποτα να χάσει. Στη νέα υπόθεση του Μίλτου Οικονόμου, που εξελίσσεται στην Αθήνα και κορυφώνεται στη Μύκονο, κυριαρχούν η νουάρ ατμόσφαιρα στα κακόφημα στέκια της νύχτας και το μαύρο χιούμορ του αντιήρωα πρωταγωνιστή, ενώ οι μελαγχολικές νότες των μπλουζ συνοδεύουν την αφήγηση σαν μουσική υπόκρουση κινηματογραφικής ταινίας».
Δεν είμαι η πρώτη που το διαπιστώνει και το διατυπώνει, αλλά ο Κρητικός είναι ο κατεξοχήν τσαντλερικός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Και όχι μόνο λόγω του μαύρου, αυτοσαρκαστικού χιούμορ του, αλλά κυρίως επειδή είναι απαλλαγμένος από κάθε ίχνος ηθικοπλαστικού εξωραϊσμού. Ως αυθεντικός αντιήρωας, δεν κρύβει τα κουσούρια του, δεν παλεύει να υποτάξει τα πάθη του, δεν ελπίζει σε τίποτα. Γύρω του κινείται ένας εσμός αυθεντικών «κακών», που όλοι κουβαλούν τα συμπτώματα μιας μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης, και της ακόμα χειρότερης κρίσης αξιών και θεσμών που προηγήθηκε και παγιώθηκε. Ο ήρωάς του, ο Οικονόμου κινείται από την πλατεία Μοναστηρακίου ως τα Πατήσια και την Κυψέλη, σαν να μη μπορεί να ξεφύγει από μια μοίρα προδιαγεγραμμένη. Όπως άλλωστε οι ήρωες των blues που τον συνοδεύουν νυχθημερόν. Κι ενώ συνήθως βγάζει τα προς το ζην αναλαμβάνοντας «πάσης φύσεως εξωσυζυγικές υποθέσεις», κάθε τόσο τού έρχεται ουρανοκατέβατη, κυριολεκτικά, μια αληθινά επικίνδυνη και απεχθής υπόθεση που θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του. Και από την οποία ο Οικονόμου σηκώνεται πάντοτε μωλωπισμένος, τινάζει τη σκόνη από πάνω του κι αμέσως ανάβει τσιγάρο ή πουράκι, πίνοντας μερικά ουίσκι για να συνέρθει. Κι αν σ’ αυτό το βιβλίο φτάνει ως τη Μύκονο, φροντίζει να επιστρέψει γρήγορα στη συνήθη ρουτίνα του.
Και οι τέσσερις ήταν απαίσιοι (Τόπος), του Γιάννη Μόσχου
«1975: Φάρος Τρικερίου. Ο πρώην νομάρχης Μαγνησίας Σταύρος Σούλας βρίσκεται δολοφονημένος μετά τη συνάντησή του με τον ηγούμενο των Μετεώρων. Ο νοσταλγός της επταετίας, διοικητής της χωροφυλακής Βόλου Ηλίας Μπάρδας αναθέτει την υπόθεση στον υποβαθμισμένο τα προηγούμενα χρόνια υπομοίραρχο Μάνο Πετράκη, στο πλαίσιο των άνωθεν πιέσεων για φρέσκο αίμα στα σώματα ασφαλείας. Ποντάρει στην αποτυχία του. Ο άπειρος υπομοίραρχος ξεκινάει την αναζήτηση του δολοφόνου από τα Μετέωρα. Η αλληλουχία των γεγονότων θα τον οδηγήσει από τον Πολιτικό στον Έμπορο και μετά στον Αγρότη και τον Αστυνομικό. Ξεδιαλύνοντας την υπόθεση, θα βρεθεί αντιμέτωπος με το μεγαλύτερο σκάνδαλο στα χρόνια της χούντας, με πιέσεις και εμπόδια από την ίδια τη χωροφυλακή και με μια διαδικασία η οποία θα τον οδηγήσει στη ριζική αναθεώρηση του τρόπου προσέγγισης του νόμου, των κανόνων και της ίδιας της ζωής. 1967: Τρεις βασανιστές δείχνουν πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος όταν υποκινείται από το μίσος».
Ένα θεσσαλικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με ανατριχιαστικό ιστορικό υπόβαθρο και λιτές αλλά όμορφα δουλεμένες περιγραφές της περιοχής, των ντόπιων και των συνηθειών τους τη δεκαετία του ’70. Ξεφεύγοντας από την πεπατημένη των περισσότερων αστυνομικών βιβλίων, χαράζει ένα δικό του δρόμο που αναδύεται πολύ ενδιαφέρων, όπως και ο συγγραφέας του.
Έγκλημα στον Γαλατά και άλλες μαύρες ιστορίες (Λέμβος), της Χρύσας Σπυροπούλου
«Οι δέκα μαύρες ιστορίες της συλλογής, με το ανατρεπτικό τέλος, άλλοτε μας μεταφέρουν στη Λέρο, άλλοτε στην Αμάρυνθο Ευβοίας ή ακόμα και στην Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα ή τις όχθες του ποταμού Στρυμόνα. Με φόντο, κάθε φορά, τα διαφορετικά τοπία, οι ήρωες και οι ηρωίδες εμπλέκονται σε ακμαίες και θανάσιμες περιπέτειες που είναι αποτέλεσμα της απληστίας, της εμμονικης διάθεσης για εξουσία, του πόθου για εκδίκηση, της απιστίας ή της ζήλιας. Η ένταση, το μυστήριο, η αγωνία, οι ατμοσφαιρικές περιγραφές χαρακτηρίζουν τα εκτενή διηγήματα, αλλά ακόμα και τις αφηγήσεις της “μιας παλάμης”».
Η Χρύσα Σπυροπούλου, η οποία εκτός από συγγραφέας είναι φιλόλογος και κριτικός βιβλίου, συγκέντρωσε σ’ αυτό τον μικρό τόμο δέκα διηγήματά της, άλλα ανέκδοτα και μερικά δημοσιευμένα σε συνέχειες σε εφημερίδες. Αν και κάποια απ’ αυτά, όπως το «Έγκλημα στον Γαλατά» και η «Θανάσιμη Παγίδα στη Λέρο» θα μπορούσαν να θεωρηθούν μικρές νουβέλες, όλα, ακόμα και τα ολιγοσέλιδα, διακρίνονται από τη χαρακτηριστική γραφή της συγγραφέως: προσεκτικές περιγραφές των τόπων και των χώρων, καλοσχεδιασμένα πορτρέτα των ηρώων, εγκλήματα «της διπλανής πόρτας», ρεαλιστικές εξελίξεις στην πλοκή. Η Σπυροπούλου συνδυάζει θαυμάσια το whodunit με το whydunit, χωρίς να ξεχνάει τις παραμέτρους του περιβάλλοντος και των συνθηκών.
+ τρία θεωρητικά βιβλία για το αστυνομικό
Λάτιν Νουάρ (Άγρα), του Ανδρέα Αποστολίδη
Τα θεωρητικά βιβλία για το αστυνομικό μυθιστόρημα σπανίζουν στην Ελλάδα, γι’ αυτό είναι αληθινός θησαυρός γνώσεων για το Λάτιν Νουάρ το ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα, σκηνοθέτη και μεταφραστή Ανδρέα Αποστολίδη, το οποίο, όπως λέει ο ίδιος, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα συμπλήρωμα του ντοκιμαντέρ που γύρισε το διάστημα 2016-2020, κι είναι συμπαραγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, της ΕΡΤ και του ARTE. Το ντοκιμαντέρ «Latin Noir» προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, θα μεταδοθεί από την ΕΡΤ, ενώ κάποια στιγμή θα βγει και στις κινηματογραφικές αίθουσες. Το ευσύνοπτο αυτό βιβλίο καλύπτει μέσα σε 150 σελίδες την προϊστορία του Λάτιν Νουάρ, την εκκίνησή του, τους εμβληματικούς ντετέκτιβ, τα ιστορικά θέματα και τους ήρωες του είδους, το ύφος που καλλιεργήθηκε στο Μπουένος Άιρες στην μετά το μιλένιουμ περίοδο, τους συμβολισμούς και τις παραβολές που χρησιμοποιούν συχνά οι συγγραφείς του. Απαραίτητο για κάθε αναγνώστη που ενδιαφέρεται για την ουσία του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Οδηγός για την σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία (Ηρόδοτος), του Νίκου Μ. Γεωργιάδη
«Η σύγχρονη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία γνωρίζει από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 τεράστια επιτυχία στο διεθνές αναγνωστικό κοινό, μια επιτυχία με σχεδόν εικοσαετή διάρκεια που έχει περιγράφει ως μεγάλη έκρηξη, ως εκδοτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο. Σε αυτό το βιβλίο, μέσα από τη μελέτη των μυθιστορημάτων, της σχετικής βιβλιογραφίας και ενός πλούσιου υλικού από κριτικές και συνεντεύξεις, γίνεται μια επισκόπηση της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας από την εμφάνισή της (στα τέλη του 19ου αιώνα) μέχρι σήμερα, εξετάζονται το ιστορικό και το πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίχθηκε και τα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα που επηρέασαν την ανάπτυξή της, ενώ παρουσιάζονται οι σημαντικότεροι συγγραφείς, τα βασικά χαρακτηριστικά τους και το έργο τους. Ο Οδηγός για τη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία απευθύνεται σε όσους θέλουν να ασχοληθούν με τη μελέτη της, αλλά και στους απαιτητικούς αναγνώστες της, προσφέρει απαραίτητες πληροφορίες για τις κοινωνίες και την πολιτική, για τα γεγονότα και τους ανθρώπους που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πορεία της και εμπλουτίζει, μαζί με το βιβλίο Σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία, την ισχνή ελληνική βιβλιογραφία τη σχετική με τη θεωρία και την κριτική της ξένης αστυνομικής λογοτεχνίας».
Όλα όσα θα θέλατε να μάθετε για τη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία και όλα όσα δεν ξέρατε ότι θα θέλατε να μάθετε. Άκρως εμπεριστατωμένη επισκόπηση του είδους και της εξέλιξής του στον Βορρά, δηλαδή στη Σκανδιναβική Χερσόνησο, συν την Ισλανδία και τη Φινλανδία. Με εκτενείς βιβλιογραφίες στο τέλος του τόμου, για να αναζητήσετε τα μεταφρασμένα στα ελληνικά ή μόνο στα αγγλικά μυθιστορήματα.
Μικρό εγκώμιο του αστυνομικού (Νεφέλη), του Κώστα Καλφόπουλου
«Το αστυνομικό είναι κάτι σαν το “ρεβόλβερ της λογοτεχνίας”, εύχρηστο, να χωράει στην τσέπη και να βγαίνει όποτε το χρειάζεσαι: στην ουρά για το ταμείο (hold up!) ή το ΑΤΜ, στο μετρό όρθιος, στο αεροπλάνο, πριν ή μετά το sudoku, ή στην πλατφόρμα του σταθμού, λίγο αφότου τελείωσε μια σύσκεψη και λίγο πριν σε πάρει ο ύπνος. “Το αστυνομικό είναι μια άλλη χώρα”: η Άννα Καρένινα μπορεί να ρίξει στις γραμμές του διερχόμενου τρένου τον Καρένιν, αντί να πέσει η ίδια, θύμα του τραγικού έρωτά της, ένας “γάτος” κι ένας “παπαγάλος” αρκούν, και σαν λέξεις μόνο, να κωδικοποιήσουν τη φονική μοναξιά του ζευγαριού, κάποιος κύριος Ρίπλεϋ σφυρίζει αδιάφορα στις τύψεις του Ρασκόλνικοφ κι ένας επιθεωρητής δεν συμμερίζεται οπωσδήποτε τις εμμονές του Ιαβέρη: αυτή είναι η μαγεία του κι αυτό το παράλληλο σύμπαν του αστυνομικού: το αντεστραμμένο είδωλο της Λογοτεχνίας».
Τα πάντα σχεδόν για το αστυνομικό genre, από το Α ως το Ω (ή μάλλον, από το Α ως το Σ), μέσω της οπτικής, των αναφορών και των αναμνήσεων του δημοσιογράφου και συγγραφέα Κώστα Καλφόπουλου. Από την εισαγωγή αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης τον ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα του εγχειρήματος, αν υποθέσουμε ότι δεν γνωρίζει ήδη την παιγνιώδη και άκρως προσωπική γραφή του συγγραφέα. Τα pulp ελληνικά περιοδικά και τα ΒΙΠΕΡ στα περίπτερα συνδιαλέγονται επί ίσοις όροις με τον Αντόρνο, τον Χάιντεγκερ και τον Γκοντάρ, ο συγγραφέας με αμέτρητες διακειμενικές αναφορές προσπαθεί να εξιχνιάσει τη Μεγάλη Σύγχυση που περιβάλει το noir, και αναζητεί τις αρχές των pulp αστυνομικών στα γουέστερν.
Επηρεασμένος, κατά δήλωσή του, από το Δοκίμιο για το Τζουκ-μπόξ του Πέτερ Χάντκε, ο συγγραφέας συνθέτει όλες τις εκφάνσεις της pop κουλτούρας του 20ου αιώνα σ’ ένα εγκώμιο για το αστυνομικό είδος, στο οποίο διαλύει πλάνες, αναπτύσσει θεωρίες και αποδίδει στο genre την αξία που του αναλογεί· τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» (εκδ. Μεταίχμιο).