Επιλογές 18 ελληνικών και μεταφρασμένων αστυνομικών βιβλίων που κυκλοφόρησαν πρόσφατα. Και για τους «σκληροπυρηνικούς» του είδους προτείνεται ενθέρμως μια μελέτη για το «Latin Noir».
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Λάτιν Νουάρ
του ΑΝΔΡΕΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ
Άγρα
«Η Λατινική Αμερική με την πρόσφατη ιστορία της παρουσιάζεται σε αυτό το βιβλίο όπως τη φαντάζονται οι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων: σε χώρες όπως το Μεξικό, η Κούβα, η Αργεντινή, το Περού, η Χιλή, η Κολομβία· συγγραφείς όπως ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο II, ο Ρικάρντο Πίλια, ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, ο Λεονάρδο Παδούρα, ο Χουάν Σαστουράιν, η Κλαούντια Πινιέιρο, ο Ραμόν Δίας Ετερόβιτς, ο Λουΐς Σεπούλβεδα κ.ά.· αλλά και ως απόηχος των αστυνομικών ιστοριών στο έργο άλλων, όπως ο Χουάν Χοσέ Σάερ και ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, που συνενώνουν δύο γενιές. Στη στροφή του 20ού αιώνα και στην πορεία παγκοσμιοποίησης του αστυνομικού μυθιστορήματος, δύο τάσεις ξεχώρισαν: το Nordic και το Latin noir. Το λάτιν νουάρ έχει μεγαλύτερο λογοτεχνικό βάθος και εύρος. Κατάγεται από την έκρηξη της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, το “μπουμ” της δεκαετίας του 1960.
Το βιβλίο είναι παράγωγο της εργασίας για το ομώνυμο ντοκυμανταίρ διεθνούς παραγωγής. Οι βασικοί του εκπρόσωποι, συγγραφείς της γενιάς του 1970, έχουν αρχίσει να περνάνε στην τρίτη ηλικία, ενώ το είδος που δημιούργησαν έχει πλέον αναδειχθεί ως μια από τις πιο σημαντικές κατευθύνσεις του αστυνομικού μυθιστορήματος – μετά τον Χάμμετ και τον Τσάντλερ. “Το μυθιστόρημα που δημιουργήθηκε νότια του Ρίο Γκράντε”, συνοψίζει ο Χουάν Σαστουράιν, “είναι ποιοτικά διαφορετικό, ειδικά από εκείνο της Ευρώπης. Νότια του Ρίο Γκράντε είναι πολύ δύσκολο για τον ντετέκτιβ, για όσους επιχειρούν να αποδώσουν δικαιοσύνη, να σχετιστούν με την αστυνομία”. Δεν υπάρχει τελική αλήθεια σε αυτά τα μυθιστορήματα και πολύ συχνά οι έρευνες δεν καταλήγουν πουθενά. Οι εγκληματίες δεν αποκαλύπτονται, δεν τιμωρούνται ποτέ, ούτε καν προσάγονται στη δικαιοσύνη. Όμως ο ντετέκτιβ προσπαθεί τουλάχιστον. Παρότι ξεζουμισμένος ή κυνικός, αποτελεί την ελπίδα ότι εκείνος θα συνεχίσει να ψάχνει για την αλήθεια».
Τα θεωρητικά βιβλία για το αστυνομικό μυθιστόρημα σπανίζουν στην Ελλάδα, γι’ αυτό αποτελεί αληθινό θησαυρό γνώσεων για το Λάτιν Νουάρ το ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα, σκηνοθέτη και μεταφραστή Ανδρέα Αποστολίδη, το οποίο, όπως λέει ο ίδιος, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα συμπλήρωμα του ντοκιμαντέρ που γύρισε το διάστημα 2016-2020, κι είναι συμπαραγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, της ΕΡΤ και του ARTE. Το ντοκιμαντέρ «Latin Noir» προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, θα μεταδοθεί από την ΕΡΤ, ενώ κάποια στιγμή θα βγει και στις κινηματογραφικές αίθουσες. Το ευσύνοπτο αυτό βιβλίο καλύπτει μέσα σε 150 σελίδες την προϊστορία του Λάτιν Νουάρ, την εκκίνησή του, τους εμβληματικούς ντετέκτιβ, τα ιστορικά θέματα και τους ήρωες του είδους, το ύφος που καλλιεργήθηκε στο Μπουένος Άιρες στην μετά το μιλένιουμ περίοδο, τους συμβολισμούς και τις παραβολές που χρησιμοποιούν συχνά οι συγγραφείς του. Απαραίτητο για κάθε αναγνώστη που ενδιαφέρεται για την ουσία του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Το μπλουζ της πεταλούδας
του ΜAΡΚΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟY
Μεταίχμιο
«Η φαινομενικά ακίνδυνη παρακολούθηση μιας φοιτήτριας από τη Σαντορίνη οδηγεί τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Μίλτο Οικονόμου στα ίχνη ενός σκοτεινού κυκλώματος ναρκωτικών και πορνείας. Αδίστακτοι εγκληματίες εισβάλλουν αναπάντεχα στη ζωή του όταν μαθαίνουν τη σχέση του με μια πεταλούδα της νύχτας που γνωρίζει πολλά για την παράνομη δράση τους. Αυτό που ίσως αγνοούν είναι ότι ποτέ δεν πρέπει να τα βάζεις με κάποιον που δεν έχει τίποτα να χάσει.
Στη νέα υπόθεση του Μίλτου Οικονόμου, που εξελίσσεται στην Αθήνα και κορυφώνεται στη Μύκονο, κυριαρχούν η νουάρ ατμόσφαιρα στα κακόφημα στέκια της νύχτας και το μαύρο χιούμορ του αντιήρωα πρωταγωνιστή, ενώ οι μελαγχολικές νότες των μπλουζ συνοδεύουν την αφήγηση σαν μουσική υπόκρουση κινηματογραφικής ταινίας».
Αυτή είναι η δεύτερη περιπέτεια του Μίλτου Οικονόμου που διαβάζουμε και δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε – πόσες ακόμα μάς έχει αποκρύψει ο δημιουργός του; Μας πλημυρίζει, ως αναγνώστες, η περιέργεια για τις περιπέτειες που οδήγησαν αυτόν τον ευφυή κι ευαίσθητο πρώην αστυνομικό στην κατάθλιψη, τον φαινομενικό κυνισμό και την κατανάλωση απίστευτων ποσοτήτων αλκοόλ.
Ο Οικονόμου κινείται από την πλατεία Μοναστηρακίου ως τα Πατήσια και την Κυψέλη, σαν να μη μπορεί να ξεφύγει από μια μοίρα προδιαγεγραμμένη. Όπως άλλωστε οι ήρωες των blues που τον συνοδεύουν νυχθημερόν. Κι ενώ συνήθως βγάζει τα προς το ζην αναλαμβάνοντας «πάσης φύσεως εξωσυζυγικές υποθέσεις», κάθε τόσο τού έρχεται ουρανοκατέβατη, κυριολεκτικά, μια αληθινά επικίνδυνη και απεχθής υπόθεση που θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του. Και από την οποία ο Οικονόμου σηκώνεται πάντοτε μωλωπισμένος, τινάζει τη σκόνη από πάνω του κι αμέσως ανάβει τσιγάρο ή πουράκι, πίνοντας μερικά ουίσκι για να συνέρθει.
Δεν είμαι η πρώτη που το διαπιστώνει και το διατυπώνει, αλλά ο Κρητικός είναι ο κατεξοχήν τσαντλερικός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Και όχι μόνο λόγω του μαύρου, αυτοσαρκαστικού χιούμορ του, αλλά κυρίως επειδή είναι απαλλαγμένος από κάθε ίχνος ηθικοπλαστικού εξωραϊσμού. Ως αυθεντικός αντιήρωας, δεν κρύβει τα κουσούρια του, δεν παλεύει να υποτάξει τα πάθη του, δεν ελπίζει σε τίποτα. Γύρω του κινείται ένας εσμός αυθεντικών «κακών», που όλοι κουβαλούν τα συμπτώματα μιας μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης, και της ακόμα χειρότερης κρίσης αξιών και θεσμών που προηγήθηκε και παγιώθηκε. Στη συγκεκριμένη ιστορία, ο Οικονόμου φτάνει ως τη Μύκονο για να λύσει την υπόθεση που έχει αναλάβει, ενώ το βιβλίο κλείνει μ’ ένα μικρό κεφάλαιο-φόρο τιμής σε αγαπημένα κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα του συγγραφέα, όπως το Αντίογλυκιά μου, Το τελευταίο φιλί, Το βλέμμα του αποχαιρετισμού.
Στη φωλιά του ιππόκαμπου
της ΕΥΤΥΧIΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Ίκαρος
«Αθήνα. Ύδρα. Ιούνιος 2020. Μια μαχόμενη δημοσιογράφος εντοπίζεται νεκρή στην πισίνα ενός ρετιρέ στο Κολωνάκι, στο διαμέρισμα του πρώην συζύγου της, διακεκριμένου ζωγράφου, που παραμένει εξαφανισμένος. Στο στήθος της έχει ένα τατουάζ με έναν τεράστιο ιππόκαμπο. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και η κοινή γνώμη αναστατώνονται, με τα πιθανά σενάρια της δολοφονίας να μένουν ανοιχτά μέχρι το τέλος. Το κουβάρι αυτής της υπόθεσης, που ξεδιπλώνεται μεταξύ Ύδρας και Αθήνας, εμπλέκει τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο και την ομάδα του σε μια υπόθεση που τους φέρνει αντιμέτωπους με φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, κυκλώματα τέχνης, τα όρια της δημιουργίας και τα κλειστά στόματα της μικρής κοινωνίας που μπορεί να βρίσκεται σε ένα νησί ή στην καρδιά μιας μεγαλούπολης.
Αυτό το βιβλίο αποτελεί το δεύτερο μέρος της “Τριλογίας του βυθού”, ενός εύπλαστου σύμπαντος, ενός βυθού που καταπίνει τα πάντα εκτός από τις ιστορίες μας, αληθινές μέσα στο ψέμα τους και ψεύτικες μέσα στην αλήθεια τους, νομίζοντας ότι έχουμε αντιληφθεί πώς παίζεται το παιχνίδι και διαπιστώνοντας κάθε φορά ότι δεν ήταν μόνο αυτό, ότι στη φωλιά του ιππόκαμπου κανείς μας δεν είναι αθώος».
Βρισκόμαστε στις αρχές του καλοκαιριού του 2020 και ο Χάρης Κόκκινος έχει επιστρέψει από την τριετή οικειοθελή απομόνωσή του στην Πάρο, φέρνοντας μαζί του τον νέο βοηθό του, Παύλο Αλμπάνη. Κι ενώ όλα αποτελούν την αναμενόμενη εισαγωγή στην περίεργη δολοφονία μιας δημοσιογράφου και την εξαφάνιση ενός γνωστού ζωγράφου, η προσοχή του αναγνώστη επιστρέφει διαρκώς σε κάτι που αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Αυτή θα ήταν μια καλή υπόθεση για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αν δεν είχα λάβει ένα μέιλ από το θύμα την παραμονή της δολοφονίας του και αν δεν γνώριζα ότι οι ιππόκαμποι κολυμπούν κόντρα στο ρεύμα μέχρι να σπάσει η καρδιά τους», μας προειδοποιεί η συγγραφέας. Συνειδητοποιούμε τότε ότι η Γιαννάκη εισέρχεται η ίδια στην ιστορία, παρατηρεί τους ήρωες να βιώνουν την αφόρητη καθημερινότητά τους, πώς συμπεριφέρονται στην αληθινή ζωή, πώς αναπτύσσουν σχέσεις και πώς αντεπεξέρχονται στις ψυχοπάθειες της σύγχρονης κοινωνίας, αν δεχτούμε ότι βγαίνουν αλώβητοι απ’ αυτές. Όσοι παρακολουθούμε τη συγγραφέα ως αυτή, την πέμπτη περιπέτεια του Χάρη Κόκκινου, γνωρίζουμε ότι την ενδιαφέρουν πολύ περισσότερα πράγματα από ένα απλό whodunit. Η ενδοοικογενειακή βία που πολλαπλασιάστηκε στο διάστημα της καραντίνας, το εμπόριο έργων τέχνης και η διαρκής επιστροφή του στην επικαιρότητα, τα μυστικά που χρονίζουν μολύνοντας κυρίως τις μικρές αλλά και τις μεγάλες κοινωνίες, τα λάθη των ηρώων της και οι ενοχές που κουβαλούν, είναι μερικά από τα θέματα που επανέρχονται στα βιβλία της. Στη φωλιά του ιππόκαμπου όμως η Γιαννάκη πάει ένα βήμα παραπέρα, συμμετέχει στην εξέλιξη της πλοκής κοιτάζοντάς μας κατάματα, θυμίζοντάς μας αδιάκοπα την παρουσία της ως συγγραφέως, παίζοντας με τα σύμβολα της θάλασσας και του αλλόκοτου θαλάσσιου πλάσματος που είναι ο ιππόκαμπος, με τα χρώματα και τους τόπους.
Πολυεπίπεδο αστυνομικό μυθιστόρημα δομημένο με αυθεντικά μοντέρνα γραφή, η οποία παραπέμπει στο μέλλον κι όχι στο παρελθόν του αστυνομικού ύφους, χωρίς να απεμπολεί τις συμβάσεις του. Όποιος θέλει, μπορεί να παραμείνει στο πρώτο επίπεδο της αστυνομικής αφήγησης, αλλά ο αναγνώστης που θα αναζητήσει τις γλωσσικές και ψυχολογικές μεταφορές του κειμένου, θα απολαύσει πολύ καλύτερα την πλοκή και τα αφηγηματικά παιχνίδια της Γιαννάκη.
Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173 – Αληθινές ιστορίες από το Τμήμα Ανθρωποκτονιών
του ΒΑΓΓΕΛΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ
Διόπτρα
«Ένας τοξικοεξαρτημένος βρίσκεται σταυρωμένος σε ένα δάσος. Ένας εισοδηματίας δολοφονείται βίαια στο διαμέρισμά του. Άγνωστοι πυροβολούν έναν Ολλανδό σε μια γειτονιά της Αθήνας. Ένα κοριτσάκι εξαφανίζεται από το σπίτι του. Μια φωτιά σε ένα δώμα αποκαλύπτει ένα πτώμα δεμένο στο κρεβάτι. Πέντε εγκλήματα και πέντε αξιωματικοί της αστυνομίας με έναν και μοναδικό στόχο: Να τα εξιχνιάσουν».
Το ενδιαφέρον για το είδος που ονομάζεται true crime είναι σχετικά πρόσφατο στην Ελλάδα. Απ’ όσο γνωρίζω, οι πρώτοι που δημοσίευσαν αληθινές αστυνομικές ιστορίες ήταν ο Ανδρέας Αποστολίδης (Αστυνομικές ιστορίες για πέντε δεκαετίες, 1998, Άγρα) και ο Γιάννης Ράγκος (Μυρίζει αίμα, 2019, Καστανιώτης). Ο Βαγγέλης Γιαννίσης, ωστόσο, έκανε κάτι διαφορετικό. Με τη συνεργασία αξιωματικών του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας, δίπλα στους οποίους «μαθήτευσε» επί ένα χρόνο, κατέγραψε πέντε αληθινές ιστορίες, αλλάζοντας μόνο τα ονόματα και τους τόπους όπου αυτά διαπράχτηκαν. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας στον επίλογο, κατάφερε να γίνει «έπιπλο» στο γραφείο του τμήματος, να γνωρίσει σε βάθος τους τέσσερις αξιωματικούς και τον προϊστάμενό τους, (όλοι παρουσιάζονται με ψευδώνυμα για προφανείς λόγους), και κατόπιν να καταγράψει τις ιστορίες του. Μια αληθοφανής ματιά στη διαλεύκανση εγκλημάτων, όπως συμβαίνει πράγματι στη χώρα μας, και όχι όπως πιστεύουμε επηρεασμένοι από τις αμερικάνικες σειρές και τα σκανδιναβικά θρίλερ.
Drifter#2 – Καρμανιόλα
του ΛΕΥΤΕΡΗ ΜΠΟΥΡΟΥ
Bell
«Η καραμπίνα του σημάδευε κατευθείαν το στήθος μου.
“Ποιος είσαι;” είπε. “Ποιοι είναι αυτοί;”
Ήξερα ότι αν του έλεγα ψέματα θα πέθαινα μέσα σ' εκείνο το σφαγείο. Το σώμα μου θα τυλιγόταν μέσα σε κάποια κουβέρτα και, πριν ακόμη ξημερώσει, θα βρισκόμουν θαμμένος ανάμεσα σε δύο ελαιόδεντρα με θέα το ποτάμι. Τα πάντα θα πήγαιναν στράφι· τα όνειρα, τα κλεμμένα χρήματα, η μεγάλη μου απόδραση· όλα καπνός, από ένα πάτημα της σκανδάλης του.
Τους είχα κοροϊδέψει.
“Με λένε Στράτο Μαύρο”, είπα. “Τον περασμένο Αύγουστο, είπαν στις ειδήσεις ότι πέθανα”.
Ένας συνταξιούχος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας εξαφανίζεται μυστηριωδώς, ένας απατεώνας με ευγενικές προθέσεις βρίσκει καταφύγιο σ' ένα απομακρυσμένο χωριό και δύο πληρωμένοι θηρευτές παλεύουν με όλα τα μέσα για μια εξαναγκασμένη ομερτά. Η αιματοχυσία μοιάζει αναπόφευκτη: οι εχθροπραξίες πληθαίνουν, η αδράνεια του Νόμου κάνει τη βία να κλιμακώνεται και, την ώρα που η διπλωματία φαντάζει ως η ύστατη πιθανότητα επιβίωσης, μια οδυνηρή εκτέλεση θα οπλίσει τα χέρια εκείνων που δεν έχουν πια να χάσουν τίποτα.
Στο δεύτερο μέρος της pulp noir σειράς Drifter το παρελθόν στοιχειώνει τον Στράτο, τον αντισυμβατικό ήρωα που γνωρίσαμε στο Χέρι του Νεκρού. Σ' αυτή την ιστορία εκδίκησης όλα μπορεί να συμβούν. Οι δήμιοι παίρνουν το ρόλο των καταδικασμένων και αθώοι ήρωες οδηγούνται σε μια στροφή καρμανιόλα».
Το τέλος του Drifter#1 – Το χέρι του νεκρού άφησε πολλά ανοιχτά μέτωπα, κάτι που ήταν συνειδητή επιλογή του συγγραφέα, αφενός για να ξεδιπλώσει μια άλλη πτυχή της ιστορίας του, αφετέρου για να μας κρατήσει σε αγωνία. Η πρώτη έκπληξη που περιμένει τον αναγνώστη είναι η μετάβαση του ήρωα από το πολύβουο κέντρο της Αθήνας σ’ ένα μισοερημωμένο χωριό, πάνω από το φαράγγι της Κλεισούρας, στην Αιτωλοακαρνανία. Ωστόσο, η απορία του Στράτου, του πλάνητα ήρωα του Drifter, παραμένει: «Τι γίνεται όταν συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι ο θηρευτής αλλά το θήραμα; Πώς νιώθεις όταν καταλαβαίνεις ότι πιάστηκες μαλάκας;» Η ιστορία ξετυλίγεται σε διαρκή πέρα-δώθε στον χρόνο, σε τόπους οικείους και ανοίκειους, με ήρωες που γνωρίζουμε περισσότερο απ’ όσο θα θέλαμε, και άλλους που θα πεταχτούν στην αφήγηση για να σκορπίσουν τον θάνατο.
Ακολουθώντας πιστά τους κανόνες της pulp μυθοπλασίας, ο Λευτέρης Μπούρος θα αφηγηθεί μια ιστορία εκδίκησης και συγχώρεσης, σεξουαλικού τράφικινγκ, ανείπωτης διαφθοράς και αδιάκοπης καταδίωξης. Η αφήγηση είναι άλλοτε πρωτοπρόσωπη, με αφηγητή τον Στράτο, και άλλοτε τριτοπρόσωπη, με εναλλασσόμενους αφηγητές. Όπως στις neo-noir ταινίες του David Lynch, οι ήρωες τρελαμένοι από απληστία, από ανάγκη για σεξ κι εκδίκηση, καταφεύγουν σε φόνους αιτιολογημένους και αναίτιους, καθώς ξεφεύγουν από τις παραμέτρους της τρέχουσας ηθικής ή της απόλυτα ρεαλιστικής λογικής. Ο συγγραφέας όμως κάνει σαφείς τις θέσεις του, αποζητάει μια δικαιοσύνη που ίσως δεν είναι εφικτή αλλά δεν παύει να είναι το ζητούμενο.
Ο θάνατος του Οδυσσέα
του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΙΜΟΥ
Μεταίχμιο
«Ένας άντρας απειλεί να πηδήξει από την ταράτσα ενός ξενοδοχείου, όταν φτάνει για τη διαπραγμάτευση ο αστυνόμος Καπετάνος. Ένα ταριχευμένο τσακάλι ανακαλύπτεται στην ντουλάπα του, ενώ η αντιτρομοκρατική φτάνει στην Εύβοια. Εθνικιστικά στοιχεία στα σώματα ασφαλείας, το κυνήγι ενός δολοφόνου που αφήνει για σημάδι ένα βαλσαμωμένο ζώο και μια θεωρία συνωμοσίας που κανείς δεν θέλει να επαληθευτεί... Ένα πρόγραμμα προσηλυτισμού πιστών “στρατιωτών” που έχει καλύψει εδώ και χρόνια τις στολές με κουστούμια... Ποιος κινεί τα νήματα; Πόσο δύσκολο είναι να νικήσεις όταν ο εχθρός έχει δημιουργήσει το παιχνίδι;»
Ο αστυνόμος Καπετάνος επιστρέφει στη δράση – αν και στην πραγματικότητα δεν σταμάτησε ποτέ να εξιχνιάζει δαιδαλώδεις υποθέσεις. Ο δημιουργός του απλώς τον είχε αφήσει για λίγο στην άκρη, όσο μας ξεναγούσε στην Θράκη και τα στυγερά εγκλήματα που μας περιέγραψε στο Σώσε με. Η πλοκή διαδραματίζεται στις αρχές του 2015, κι εκτός από τους γνωστούς μας ήδη βοηθούς του Καπετάνου, στην εν λόγω ιστορία θα τον πλαισιώσει η αστυνόμος Βαλέρια Ραχή και άλλα στελέχη της Αντιτρομοκρατικής, καθώς μια εξαρχής αλλόκοτη υπόθεση αυτοκτονίας θα μπερδεύεται ακόμα πιο πολύ σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου. Η αφήγηση παίζει σε δύο επίπεδα: εκτός από την ομάδα του Καπετάνου και την έρευνά της, παρακολουθούμε ένα περίεργο κουαρτέτο ανθρώπων που εμπλέκονται σε κάποια ασαφή αλλά ανατριχιαστική συνωμοσία. Ο Καπετάνος θα αναγκαστεί να επισκεφτεί αρκετές φορές την Αθήνα που αντιπαθεί, θα κινδυνέψει ερχόμενος αντιμέτωπος με παραστρατιωτικές ομάδες έτοιμες για όλα, και θα βρεθεί στην καρδιά μιας απίστευτης ιστορίας που αποτελεί κρατικό μυστικό και φτάνει στα όρια της επιστημονικής φαντασίας – χωρίς ναι είναι καθόλου φανταστική. Αυτό όμως που σχεδόν θα τον συντρίψει είναι οι απώλειες: αγαπημένων ανθρώπων, της εμπιστοσύνης στους συναδέρφους του αλλά και στον κόσμο γενικά, έναν κόσμο που βρίσκεται ήδη μπρος στο μεγάλο κύμα των προσφυγικών ροών της χρονιάς εκείνης.
Στη θέση ενός νεκρού
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΡΤΙΝΙΔΗ
Bell
«“Όταν το είχε σχεδιάσει ανησυχούσε ότι, την τελευταία στιγμή, θα τον έπιανε το ένστικτο αυτοσυντήρησης απέναντι στον πνιγμό, όπως είχε γράψει ο Καρυωτάκης στην τελευταία του επιστολή. Ότι μόλις τον χτυπούσε το κρύο νερό θα πάλευε, θα άνοιγε την πόρτα και θα πάσχιζε να κολυμπήσει προς την επιφάνεια. Αλλά όχι. Αντί να ταραχτεί, έμεινε στο κάθισμά του με τη ζώνη του δεμένη. Παραδόθηκε στο νερό και βυθίστηκε απολαυστικά σε έναν γλυκό λήθαργο, με ένα γαλήνιο χαμόγελο στα χείλη του. Ανυπομονούσε για την ηρεμία που θα του έφερνε το σκοτάδι. Είχε κουραστεί να σκέφτεται”.
Ο Στέφανος είναι ένας τριανταπεντάρης με μεταπτυχιακά και διδακτορικό, που κάνει κακοπληρωμένες δουλειές και περνάει μια μουντή καθημερινότητα στη Θεσσαλονίκη. Συν τοις άλλοις, έχει επιφορτίσει τον εαυτό του με τη φροντίδα και την οικονομική υποστήριξη της πρώην γυναίκας του, χρόνια άρρωστης με ψυχιατρικά προβλήματα.
Στην προσπάθειά του να χτίσει μια καριέρα και να βελτιώσει τα οικονομικά του, δέχεται μια κενή θέση εξωτερικού συνεργάτη στο ΤΕΙ Καστοριάς που προκύπτει ξαφνικά επειδή ο κάτοχος της θέσης αυτοκτόνησε. Καθώς ξεκινάει την καινούργια του δουλειά στη γραφική ακριτική πόλη, ο Στέφανος αρχίζει να ακούει περίεργες φήμες για τον προκάτοχό του και μπαίνει στη διαδικασία να τις διερευνήσει γιατί νιώθει μια περίεργη ταύτιση με τον νεκρό. Ταυτόχρονα, γνωρίζει την όμορφη Ελπίδα, μια κοπέλα που αποτελεί το διαμετρικά αντίθετο της πρώην συζύγου του και οποιασδήποτε άλλης γυναίκας έχει γνωρίσει στη ζωή του, η οποία τον κάνει να αισθανθεί ζωντανός για πρώτη φορά.
Αλλά το σκοτάδι καραδοκεί ακόμα και στα πιο όμορφα μέρη, και ο Στέφανος θα βρεθεί στη μέση της μυστηριώδους υπόθεσης που κόστισε στον προκάτοχό του τη ζωή του και μπορεί να απειλήσει και τη δική του».
Ο Γιώργος Μαρτινίδης, αφήνοντας στην άκρη τη θεματολογία της Φυγής Κεφαλαίων, έγραψε ένα βιβλίο εξίσου πολιτικό, το οποίο διαθέτει και αρκετά στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ. Η πολιτική [ή κοινωνική όπως προτιμούν να την αποκαλούν πολλοί] διάσταση του βιβλίου του έγκειται στον ήρωα, τον Στέφανο, ο οποίος, όπως ο συγγραφέας του, ανήκει στη νέα γενιά των ανθρώπων που βρέθηκαν ξεκρέμαστοι στο κενό να βιώνουν μια οικονομική κρίση για την οποία δεν είναι υπεύθυνοι. Η άλλη γοητευτική ιδιομορφία του βιβλίου έγκειται στον τόπο όπου διαδραματίζεται η πλοκή. Είναι η Καστοριά, η οποία δημιουργεί το ιδανικό κλειστοφοβικό περιβάλλον για την τραγική αυτοκτονία του προκατόχου του ήρωα, αλλά με την ομορφιά των κτιρίων και του τοπίου αμβλύνει το unhappy end της ιστορίας. Ο αναγνώστης επισημαίνει εξαρχής την ψυχολογική εμπλοκή των δύο ηρώων, του αυτόχειρα και του αφηγητή, λόγω των αδιεξόδων και τραυματικών κοινών εμπειριών τους. Το τέλος φέρνει μια κάποια κάθαρση, όχι όμως απόλυτη αφού ο αφηγητής θα συνεχίσει τη μοναχική πορεία του σ’ έναν δρόμο σπαρμένο με κάθε λογής απώλειες.
Το Νησί
του RAGNAR JONASSON
μτφρ. Βίκυ Αλλυσανδράκη
Καστανιώτης
«Τέσσερις φίλοι αποφασίζουν να γιορτάσουν την επανασύνδεσή τους με μια εκδρομή στο Ετλιδαέι, ένα απομακρυσμένο νησί στ’ ανοιχτά των νότιων ακτών της Ισλανδίας. Εύκολα κανείς θα μπορούσε να χαθεί εκεί, είναι ένας παράξενος τόπος επικίνδυνης ομορφιάς. Και πράγματι, δεν θα επιστρέψουν όλοι τους ζωντανοί. Το τελευταίο βράδυ ένα κορίτσι της παρέας βρίσκεται νεκρό, και είναι πολλά τα στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχει δολοφονηθεί. Η Χούλντα Χερμανσντότιρ, την οποία γνωρίσαμε στο Σκοτάδι, μεταβαίνει σε εκείνο το δυσοίωνο μέρος προκειμένου να ερευνήσει τη συγκεκριμένη υπόθεση. Σε σύντομο διάστημα, όμως, καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι, η επιθεωρήτρια διαπιστώνει τρομαχτικές ομοιότητες με μια παλαιότερη υπόθεση, το θάνατο μιας άλλης κοπέλας πριν από δέκα χρόνια στα Δυτικά Φιόρδ, στο πλαίσιο της ρομαντικής απόδρασης ενός ζευγαριού, που είχε τραγική κατάληξη. Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ; Ποιος παραμονεύει μες στις ερημιές; Η Χούλντα, νεότερη εν προκειμένω, στο απόγειο της σταδιοδρομίας της, καλείται ν’ ανακαλύψει την αλήθεια. Θα την εμποδίσουν πυκνές σκιές, παραμορφωτικοί καθρέφτες και καλά κρυμμένα μυστικά».
O Ragnar Jonasson εφάρμοσε ένα έξυπνο τρικ στην ανάπτυξη της τριλογίας με ηρωίδα τη Χούλντα Χερμανσντότιρ: κάθε βιβλίo διαδραματίζεται μία εικοσαετία νωρίτερα από το προηγούμενο. Στο Νησί, συναντούμε τη Χούλντα το 1997, αποφασισμένη όσο ποτέ να μην υποχωρήσει στην προσπάθειά της να κάνει σωστά τη δουλειά της και να χαρεί τις τιμές που τις αξίζουν πράγματι. Έχοντας επιστρέψει από τις ΗΠΑ σ’ ένα ταξίδι αναζήτησης του άγνωστου πατέρα της (στην Ισλανδία, ρόλο στρατού κατοχής, κατά κάποιο τρόπο, έπαιξαν οι Αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο), αναλαμβάνει να εξιχνιάσει τον περίεργο θάνατο μιας κοπέλας σ’ ένα απομονωμένο νησί. Η νεκρή, η Κλάρα, είχε πάει εκδρομή στο νησί Ετλιδαέι μαζί με τρεις όχι ιδιαίτερα στενούς φίλους της, δύο αγόρια και μια κοπέλα, που την βρήκαν σκοτωμένη στα απόκρημνα βράχια. Ο θάνατός της θυμίζει έναν παρόμοιο θάνατο μιας άλλης κοπέλας, δέκα χρόνια νωρίτερα, και η Χούλντα θα κληθεί να αναζητήσει τη λύση του μυστηρίου, που θυμίζει locked-room mystery, σε νησιωτικό περιβάλλον. Εκτός της ενδιαφέρουσας πλοκής και της ιδιοσυγκρασιακής ηρωίδας, ο Jonasson πετυχαίνει να ξεφύγει από τις συμβάσεις του Nordic noir και λόγω της θαυμάσιας γλώσσας του (την οποία απολαμβάνουμε μεταφρασμένη από τα ισλανδικά χάρη στη Βίκυ Αλυσσανδράκη), και λόγω της ιδιαίτερα υποβλητικής, αργής αλλά υποβλητικής τρομακτικής αφήγησης της ιστορίας.
Η δολοφονία του τραπεζίτη
του AUGUSTO DE ANGELIS
μτφρ. Δήμητρα Δότση
Οκτάνα
«Γραμμένη από τον πατέρα του μεσογειακού νουάρ, Αουγκούστο ντε Άντζελις, Η Δολοφονία του τραπεζίτη δεν μας φέρνει αντιμέτωπους μόνο με ένα πτώμα και τους ύποπτους θύτες, αλλά και με μια κοινωνία που παραδίδεται στον φασισμό. Τη λύση του μυστηρίου αναλαμβάνει ένα πρόσωπο που, αντί να παρακολουθεί φασιστικές φανφάρες, επιλέγει να διαβάζει εν ώρα υπηρεσίας Πόε και Φρόυντ: ο επιθεωρητής Κάρλο ντε Βιντσέντζι, γνωστός και ως “ο Ιταλός Μαιγκρέ”.
“Στη χώρα μας δεν γίνονται τέτοια πράγματα, δεν έχουμε ντετέκτιβ, δεν έχουμε μητροπόλεις και κυρίως δεν έχουμε γκάνγκστερ”. “Πολύ πιθανόν” απαντούσε ο Ντε Άντζελις, “εμένα όμως μου φαίνεται πως έχουμε και παραέχουμε εγκλήματα”. “Αυτά τα πράγματα βλάπτουν τη νεολαία”, υποστήριζε το φασιστικό Υπουργείο Λαϊκού Πολιτισμού “και την ωθούν να διαπράττει εγκλήματα από καθαρή μίμηση και μόνο”. “Όχι”, έλεγε ο Ντε Άντζελις, “αυτό που βλάπτει είναι η κακή λογοτεχνία”».
Το βιβλίο ανοίγει μ’ έναν εξαιρετικό πρόλογο του Carlo Lucarelli, του σπουδαίου Ιταλού συγγραφέα που μας έχει χαρίσει την Τριλογία του Φασισμού (μτφρ. Μαρία Σπυριδοπούλου, Τόνια Τσίτσοβιτς, εκδ. Κέδρος). Ο Lucarelli μάς συστήνει τον de Angelis και τον ήρωά του, τον αστυνόμο ντε Βιντσέντζι που πέτυχε να οδηγήσει τον συγγραφέα του στη φυλακή, ως αντιφασίστα. Αναφερόμαστε στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, όταν το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι απέρριπτε μετά βδελυγμίας τα αστυνομικά βιβλία σαν ανήθικα και βλαπτικά για τη νεολαία. Ωστόσο, απ’ ό,τι τονίζει ο Lucarelli, τα βιβλία του de Angelis ήταν ισάξια με εκείνα του Σιμενόν με ήρωα τον Μαιγκρέ. Οι ιστορίες του Commissario de Vincenzi λάμβαναν χώρα στο Μιλάνο, και κάποιες μεταφέρθηκαν από τη RAI σε τηλεταινίες και μίνι σειρές το διάστημα 1974-1977. Ο de Angelis θεωρείται από τους πατριάρχες του ιταλικού noir, κάτι σαν τον δικό μας Γιάννη Μαρή, και χάρη στην οπτική του μπορούμε να αντιληφθούμε την εξέλιξη του ιταλικού αστυνομικού μυθιστορήματος και του Μεσογειακού noir.
POP. 1280
του JIM THOMPSON
μτφρ. Κίκα Κραμβουσάνου
Οξύ
«Ο σερίφης Νικ Κόρεϊ είναι άθλιος στη δουλειά του και το ξέρει. Δεν έχει καμία διάθεση να επιβάλει την τάξη, να λύσει τα προβλήματα και να συλλάβει παραβάτες και εγκληματίες, αφού γνωρίζει καλά πως κανείς στη μικρή κομητεία Ποτς δεν καίγεται να τηρήσει τον νόμο. Κι όμως, πολύ σύντομα ο Νικ θα έρθει αντιμέτωπος με μια μάλλον δυσάρεστη κατάσταση: δύο μαστροποί απειλούν να χαλάσουν την ήδη κατεστραμμένη φήμη του, η φιλενάδα του η Ροζ κακοποιείται από τον άντρα της και, το χειρότερο απ' όλα, η γυναίκα του δεν λέει να τον αφήσει σε ησυχία. Με τις εκλογές για την ανάδειξη σερίφη να πλησιάζουν, ο Νικ καλά θα κάνει να λύσει τα προβλήματά του αν θέλει να διατηρήσει το αξίωμά του. Γιατί, όπως και να το κάνεις, είναι μια δουλειά με πλεονεκτήματα για κάποιον που ξέρει να τα εκμεταλλευτεί».
Ο Jim Thompson, κορυφαίος εκπρόσωπος της μετεξέλιξης του τυπικού hardboiled σε ένα αναρχικό, ανήθικο και σουρεαλιστικό pulp fiction, αναγνωρίστηκε μετά θάνατον, κυρίως χάρη στις κινηματογραφικές μεταφορές των εξαντλημένων βιβλίων του. Χαρακτηριστικό δείγμα του ύφους του Thompson είναι το POP. 1280, με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός αναξιόπιστου αφηγητή, ενός αφοπλιστικά κυνικού και απατεώνα σερίφη μιας κωμόπολης 1280 κατοίκων – εξ ου και ο τίτλος: POP. 1280. Το βιβλίο έχει απογειώσει η κεφάτη, απίστευτα πρωτότυπη κι όμως πιστή στο ύφος του συγγραφέα, μετάφραση της Κίκας Κραμβουσάνου. Είτε το αποκαλέσει κανείς «αστυνομικό γουέστερν», είτε κυνικό κι ανήθικο pulp, είναι ένα απολαυστικό βιβλίο με απίθανους ήρωες, παράλογες καταστάσεις και απρόβλεπτη εξέλιξη.
Τα κορίτσια των λουλουδιών
της ALICE CLARK-PLATTS
μτφρ. Βάσια Τζανακάρη
Ψυχογιός
«Η Λόρελ και η Ρόζι. Τα Κορίτσια των Λουλουδιών. Έτσι τις βάφτισαν οι δημοσιογράφοι. Είπαν πως πήραν το μικρότερο παιδάκι για να παίζουν. Δεν ήθελαν να του κάνουν κακό. Η μία καταδικάστηκε για φόνο. Η άλλη συνέχισε τη ζωή της με άλλο όνομα. Τώρα, δεκαεννιά χρόνια μετά, ένα άλλο παιδί εξαφανίζεται. Και τα Κορίτσια των Λουλουδιών θα ξαναγίνουν πρωτοσέλιδο. Κανένας δεν ξέχασε ποτέ την ιστορία τους. Τώρα δε θα μπορέσετε να την ξεχάσετε ούτε εσείς».
Η συγγραφέας, πρώην δικηγόρος ειδικευμένη σε υποθέσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έγραψε ένα αστυνομικό θρίλερ για την παιδική εγκληματικότητα, το σύγχρονο φαινόμενο που δεν τολμούμε να σκεφτούμε, πόσο μάλλον να θίξουμε. Η υπόθεση εστιάζει στην παλαιότερη δολοφονία ένας δίχρονου κοριτσιού από δύο αδερφές δέκα και έξι ετών, αποφεύγοντας την ηδονοβλεπτική οπτική πολλών συγγραφέων και σεναριογράφων του είδους. Η πλοκή διαδραματίζεται στο παρόν με διαρκείς αναδρομές στο παρελθόν, και παρά το ανατριχιαστικό θέμα της, θέτει εκ νέου μια σειρά από παμπάλαια, αναπάντητα ερωτήματα: το κακό οφείλεται στη φύση του ατόμου ή στη διαπαιδαγώγησή του· η ηθική είναι κάτι μετρήσιμο και προσδιορίσιμο· πόσο επηρεάζουν τα ΜΜΕ την κοινή γνώμη αλλά και τη δικαιοσύνη· πόσο ανήθικοι μπορεί να γίνουν οι δημοσιογράφοι για να πετύχουν το μεγάλο λαβράκι· και τέλος είναι αποτελεσματική η τιμωρία ως τρόπος αναμόρφωσης του παραβατικού ατόμου; Εξαιρετικά στημένη πλοκή, με ευαισθησία αλλά και μετά γνώσεως του θέματος, μια πλοκή που συνδυάζει τα κλασικά εγκλήματα της Άγκαθα Κρίστι με τα σύγχρονα procedural θρίλερ.
Ο βάλτος
της VAL McDERMID
μτφρ. Έφη Τσιρώνη
Διόπτρα
«Δύο μέτρα κάτω από την επιφάνεια ενός βάλτου στα Χάιλαντς βρίσκεται η κληρονομιά της Άλις Σόμερβιλ, θαμμένη εκεί από τον παππού της στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν η Άλις επιτέλους την ανασύρει, έρχεται αντιμέτωπη με μια ανεπιθύμητη έκπληξη: ένα πτώμα με μια τρύπα από σφαίρα στον λαιμό. Στο μεταξύ, η επιθεωρήτρια Πίρι καλείται να ξετυλίξει το κουβάρι μιας υπόθεσης στην οποία τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Κι όσο περισσότερο πλησιάζει στην αλήθεια, τόσο πιο περίτρανα αποδεικνύεται ότι δεν μοιράζονται όλοι τη δική της επιθυμία για απόδοση δικαιοσύνης».
Με τον Βάλτο κάνουμε τη γνωριμία της επιθεωρήτριας Κάρεν Πίρι, παρότι είναι το πέμπτο βιβλίο της πολυγραφότατης Val McDermid με πρωταγωνίστρια τη συμπαθή αστυνομικό που ασχολείται με Ανεξιχνίαστες Υποθέσεις. Στο εν λόγω βιβλίο, η συγγραφέας συνδυάζει δύο παράλληλες αφηγήσεις: η μία αφορά ένα περιστατικό που συνέβη στα Χάιλαντς το 1944, μετά το τέλος το Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και στάθηκε αφορμή για έναν φόνο που διαπράχτηκε το 1995, ενώ η δεύτερη εξιστορεί την προσπάθεια της επιθεωρήτριας να διαλευκάνει αυτόν τον παλιό φόνο εν έτει 2018, και δυο ακόμα άσχετους φόνους στους οποίους θα σκοντάψει άθελά της. Η McDermid εμπλουτίζει την πλοκή με πολλές αμιγώς «σκοτσέζικες» λεπτομέρειες, όπως η διατήρηση των πτωμάτων στην τύρφη, η τοπιογραφία του Εδιμβούργου που εστιάζει σε διαφορετικά μπαρ και μαγαζιά απ’ αυτά που συχνάζει ο Ρέμπους του Ian Rankin, η κόντρα των κατοίκων του Εδιμβούργου με τους κατοίκους της Γλασκόβης, τους οποίους θεωρούν απολίτιστους και χοντροκομμένους. Η Κάρεν Πίρι, εκτός από εξαιρετικά ευφυής και εργατική αστυνομικός, είναι γευσιγνώστρια των καλών και σπάνιων τζιν που παράγει η Σκοτία χάρη στις εξαιρετικές πρώτες ύλες της. Πλούσιο, καλά οργανωμένο μυθιστόρημα, που καθηλώνει τον αναγνώστη λόγω της πλοκής του, αλλά και λόγω της μαεστρίας της συγγραφέως στον χειρισμό των στοιχείων που σκορπίζει κάθε τόσο. Ιδανική αναγνωστική απόλαυση για όλες τις εποχές του χρόνου.
Στον βρόμικο Νότο
του JOHN CONNOLLY
μτφρ. Χριστίνα Ριζοπούλου
Bell
«Βρισκόμαστε στο 1997, και κάποιος στην Κομητεία Μπέρντον, στο Άρκανσο, σφαγιάζει νεαρές μαύρες γυναίκες. Μόνο που κανείς δε θέλει να παραδεχτεί πως συμβαίνει κάτι τέτοιο, όχι στον βρόμικο Νότο. Ένας πρώην ντετέκτιβ της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης καταλήγει για μια νύχτα σ' ένα κελί μιας φυλακής του Άρκανσο. Είναι ρημαγμένος από τη θλίψη. Πενθεί τον θάνατο της γυναίκας του και του παιδιού του και αναζητά μάταια το δολοφόνο τους. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η χαμένη του οικογένεια. Όμως αυτό πρόκειται ν' αλλάξει... Παρακολουθήστε την αφύπνιση μιας συνείδησης. Παρακολουθήστε τη γέννηση ενός κυνηγού. Παρακολουθήστε την απαρχή του Τσάρλι Πάρκερ».
Οι περιπέτειες του αντισυμβατικού ντετέκτιβ Τσάρλι Πάρκερ είναι εθιστικές. Παρότι ο συγγραφέας John Connolly είναι Ιρλανδός, επηρεασμένος καθώς είναι από τους σπουδαίους κλασικούς Αμερικανούς (Ross McDonald, Ed McBain, James Lee Burke), περιγράφει τη δυστοπία της αμερικανικής ενδοχώρας με μεγαλύτερη επιτυχία από πολλούς σύγχρονους γηγενείς. Το 18ο βιβλίο του (από τα 20 έως το 2021) γυρίζει πίσω στο παρελθόν του ήρωά του και μας τον γνωρίζει όταν ξεκινάει, απελπισμένος και διαλυμένος ψυχολογικά, να ανακαλύψει τον δολοφόνο της γυναίκας και της κόρης του. Αντιμέτωπος με τις ρατσιστικές απόψεις και συμπεριφορές των κατοίκων μιας πολίχνης του Άρκανσο, ο Τσάρλι Πάρκερ θα εξελιχθεί στον Κυνηγό, του οποίου τις περιπέτειες παρακολουθούμε εδώ και είκοσι χρόνια.
Μασσαλία 73
της DOMINIQUE MANOTTI
μτφρ. Γιάννης Καυκιάς
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
«Η Γαλλία βιώνει μια σειρά από δολοφονίες με θύματα Άραβες, κυρίως Αλγερινούς: τους πυροβολούν στο ψαχνό, τους σπάζουν το κεφάλι. Μέσα σε έξι μήνες σκοτώνονται πάνω από πενήντα μετανάστες προερχόμενοι απ' αυτή τη χώρα, από τους οποίους περίπου είκοσι στη Μασσαλία, επίκεντρο της ρατσιστικής τρομοκρατίας. Είναι η πραγματική ιστορία.
Έντεκα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου της Αλγερίας, οι φονιάδες της Οργάνωσης Μυστικός Στρατός (OAS) αμνηστεύονται. Πολλοί ενσωματώνονται στον κρατικό μηχανισμό και στην αστυνομία. Πρωτοεμφανίζεται το Εθνικό Μέτωπο. Ορισμένοι ρεβανσιστές προτρέπουν σε βομβιστικές επιθέσεις ενάντια σε θεσμούς που αντιπροσωπεύουν το αλγερινό κράτος. Είναι το σκηνικό.
Ο νεαρός αστυνόμος Ντακέν, είκοσι επτά χρονών, διορίστηκε πρόσφατα στην Εβεσέ, το αστυνομικό μέγαρο της Μασσαλίας, τόπο όλων των αθέμιτων συναλλαγών, όπου όλοι ξέρουν τα πάντα και τίποτα δεν διαρρέει. Είναι το κεντρικό πρόσωπο».
Τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας δεν ξεχνιούνται όσο οι πληγές στάζουν ακόμα αίμα. Και στη Μασσαλία, μια πόλη διχασμένη φυλετικά, το παρακράτος αναζητά αφορμές για προβοκάτσιες και εν ψυχρώ δολοφονίες. Αφορμή για την υπόθεση είναι η δολοφονία ενός 16χρονου Γάλλου πολίτη αλγερινής καταγωγής, για τους ασαφείς λόγους αντεκδίκησης που συνηθίζονται στους ρατσιστικούς κύκλους (αντίστοιχα περιστατικά τυφλής βίας γνώρισε και η Αθήνα πριν μια δεκαετία περίπου). Ο ήρωας της Manotti, ο αστυνόμος Ντακέν, συνειδητά γκέι και παιδί του Μάη του ’68, ξέρει να βλέπει πίσω από την επιφάνεια και δεν διστάζει να συγκρουστεί κατά μέτωπο με τους συναδέρφους του για να φτάσει στην άκρη του νήματος.
Η συγγραφέας, που είναι ιστορικός, έχει γράψει έξι μυθιστορήματα με ήρωα τον Τεό Ντεκέν, κι αυτό είναι το πρώτο που μεταφράζεται στην Ελλάδα (ενώ κυκλοφορούν επίσης το Εντιμότατη Εταιρεία μαζί με τον DOA [2012, Πόλις] και Η Απόδραση [2013, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου].
Σκοτεινό κράτος
του DAVID YOUNG
μτφρ. Φίλιππος Χρυσόπουλος
Κέδρος
«Όταν το πτώμα ενός έφηβου ανακαλύπτεται σε μια λίμνη, η Κάριν Μίλερ, αξιωματικός της Αστυνομίας του Λαού στην Ανατολική Γερμανία, καλείται να ερευνήσει την υπόθεση. Οι κινήσεις της όμως είναι περιορισμένες, καθώς παρακολουθείται από το άγρυπνο βλέμμα της Στάζι. Όταν μάλιστα ο γιος ενός μέλους της ομάδας της Μίλερ εξαφανίζεται, αρχίζει να γίνεται σαφές ότι πίσω από την υπόθεση βρίσκεται μια τρομακτική συνωμοσία. Κάτι που σύντομα οδηγεί τη Μίλερ σε πολύ βαθιά νερά... Θα μπορέσει να ελιχθεί μέσα σε αυτό τον περίπλοκο πολιτικό ιστό και να βρει το αγόρι προτού να είναι πολύ αργά;»
Το Σκοτεινό κράτος είναι το τρίτο μυθιστόρημα του Βρετανού David Young με ηρωίδα τη συμπαθή αξιωματικό της Αστυνομίας του Λαού, την Κάριν Μίλερ. Σ’ αυτό η Μίλερ παίρνει απανωτές προαγωγές που της δίνουν τη δυνατότητα να μετακομίσει σ’ ένα προνομιούχο διαμέρισμα μαζί με τα νεογέννητα δίδυμά της, τον άντρα και τη γιαγιά της, με αντάλλαγμα την εξιχνίαση του φόνου ενός νεαρού άντρα κοντά στα πολωνικά σύνορα. Για άλλη μια φορά, η Στάζι μοιάζει αποφασισμένη να κλείσει βιαστικά την υπόθεση, η Μίλερ όμως θα αντιδράσει και καθώς η υπόθεση θα περιπλακεί από την απαγωγή του γιου ενός συνεργάτη της, όλα θα ανατραπούν με κίνδυνο για την ίδια.
Οι Βρετανοί συγγραφείς ανακάλυψαν ένα χρυσωρυχείο στις ιστορίες της προπολεμικής, μεταπολεμικής και ψυχροπολεμικής Γερμανίας, και ο Young είναι από τους πιο ταλαντούχους.
Το κορίτσι του Μπρούκλιν
του GUILLAUME MUSSO
μτφρ. Γιώργος Ξενάριος
Κλειδάριθμος
«Θυμάμαι πολύ καλά τη στιγμή. Αγναντεύαμε τη θάλασσα και τον πυρωμένο ορίζοντα. Και τότε η Άννα με ρώτησε: “Αν είχα κάνει κάτι κακό, θα μ' αγαπούσες ακόμη;" Εσείς τι θα απαντούσατε στη θέση μου; Η Άννα ήταν η γυναίκα της ζωής μου, σε τρεις βδομάδες θα παντρευόμασταν. Φυσικά θα συνέχιζα να την αγαπάω, ό,τι κι αν είχε κάνει. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα... Τότε όμως ψαχούλεψε την τσάντα της με χέρια που έτρεμαν, έβγαλε μια φωτογραφία και μου την έδωσε. “Εγώ το έκανα αυτό”. Άναυδος, ανακάλυψα το μυστικό που έκρυβε και κατάλαβα ότι η ζωή μας είχε αλλάξει για πάντα. Σοκαρισμένος, σηκώθηκα κι έφυγα χωρίς να πω λέξη. Όταν γύρισα, ήταν πια αργά, η Άννα είχε φύγει. Κι από τότε ψάχνω να τη βρω».
Ο Musso είναι ένας από τους πιο εμπορικούς συγγραφείς της Γαλλίας (το βιβλίο του “Et Aprés” έγινε ταινία τo 2008 με πρωταγωνιστή τον John Malkovich). Οι ιστορίες του συνδυάζουν συνήθως με ευφυή τρόπο μια αστυνομική πλοκή με τις ρομαντικές περιπέτειες των ηρώων του, και διαδραματίζονται στη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Στο Κορίτσι του Μπρούκλιν, ο ήρωας Ραφαέλ, συγγραφέας κι αυτός, θα προσπαθήσει να εξιχνιάσει την εξαφάνιση της αρραβωνιαστικιάς του, με τη βοήθεια του αστυνόμου Μαρκ Καραντέκ, ανακαλύπτοντας σταδιακά ότι η κοπέλα αυτή ήταν τελείως διαφορετική απ' ό,τι νόμιζε. Στη διαδικασία αυτή, ο αληθινός συγγραφέας Musso θα θίξει το ζήτημα των εξαρτήσεων, της πολιτικής διαφθοράς και της αστυνομικής βίας, της εγκατάλειψης της οικογενειακής εστίας και των μυρίων κακών που έπονται αυτής, και πολλά ακόμα κοινωνικά θέματα. Μυθιστόρημα σπιντάτο, που διαβάζεται ευχάριστα παρά τις σχετικές αναληθοφάνειες, με αναπάντεχο τέλος.
Η λέσχη φόνων της Πέμπτης
του RICHARD OSMAN
μτφρ. Αύγουστος Κορτώ
Ψυχογιός
«Σε έναν γαλήνιο οικισμό ευγηρίας στη βρετανική ύπαιθρο, μια ετερόκλητη παρέα μαζεύεται κάθε Πέμπτη και ασχολείται με παλιούς φακέλους ανεξιχνίαστων φόνων. Όταν όμως μια άγρια δολοφονία συμβαίνει σε απόσταση αναπνοής, η Λέσχη Φόνων της Πέμπτης έχει ν’ αντιμετωπίσει μια πραγματική υπόθεση. Όχι απλώς κιτρινισμένες, μουντζουρωμένες σελίδες γραφομηχανής μιας άλλης εποχής· μια αληθινή υπόθεση, ένα αληθινό πτώμα, και, κάπου στον έξω κόσμο, έναν αληθινό δολοφόνο. Η Ελίζαμπεθ, η Τζόις, ο Ιμπραΐμ και ο Ρον μπορεί να κοντεύουν τα ογδόντα, αλλά ακόμη το λέει η καρδιά τους. Θα καταφέρει αυτή η ανορθόδοξη αλλά ευφυέστατη συμμορία να συλλάβει τον δολοφόνο προτού να είναι πολύ αργά;»
Όσο ο παγκόσμιος πληθυσμός γερνάει, τόσο πιο συχνά συναντούμε ερασιτέχνες ντετέκτιβ που αδιαφορώντας για τα πονεμένα γόνατά τους, τη μειωμένη όραση –κι ενίοτε, την άνοιά τους– βάζουν τα γυαλιά στους επαγγελματίες ερευνητές (Έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ, Πόλις, Χάρτινη Μνήμη, Μίνωας). Στην κατηγορία αυτή ανήκει η Λέσχη φόνων της Πέμπτης, ένα διασκεδαστικό whodunit, με τέσσερις συμπαθείς ηλικιωμένους και μια ακόμα πιο συμπαθή νεαρή αστυνομικίνα. Στον αντίποδα της συνταγής που θέλει τα αστυνομικά όσο πιο αρρωστημένα και βίαια είναι δυνατόν, εδώ το θύμα πεθαίνει από μια θανάσιμη ένεση όπως στις ιστορίες της Άγκαθα Κρίστι, και οι τέσσερις ερασιτέχνες ντετέκτιβ πιάνουν δουλειά – σαν ένα κουαρτέτο από δυο αρσενικές και δύο θηλυκές μις Μαρπλ. Το βιβλίο συνδυάζει χαριτωμένα δύο υποείδη της αστυνομικής μυθοπλασίας: το «cozy mystery» (σ’ αυτά αποφεύγεται το σεξ και η βία, η δράση εκτυλίσσεται σε μικρές, ήσυχες κοινότητες, και οι ντετέκτιβ είναι συχνά ηλικιωμένες κυρίες) με το «caper mystery» (στο οποίο ο φόνος γίνεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, και ο δολοφόνος μπορεί να είναι κωμικός χαρακτήρας). Ιδανικό για όσους βαρέθηκαν τα ξεκοιλιασμένα πτώματα και τους ιδιοφυείς κατά συρροή δολοφόνους.
Ζώνη σιωπής
της TANA FRENCH
μτφρ. Δέσποινα Δρακάκη
Μεταίχμιο
«Ο ντετέκτιβ Μάικλ Κένεντι, γνωστός με το παρατσούκλι “Καταπληκτικός”, είναι το αστέρι του Τμήματος Ανθρωποκτονιών του Δουβλίνου. Ακολουθεί πάντα πιστά τους κανόνες και για τον λόγο αυτό του ανατίθεται η σημαντικότερη υπόθεση της χρονιάς. Σε έναν από τους μισο-εγκαταλελειμμένους οικισμούς πολυτελούς διαβίωσης που βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλη την Ιρλανδία, ο Πάτρικ Σπέιν και τα δυο μικρά παιδιά του βρίσκονται δολοφονημένοι, ενώ η σύζυγός του Τζένι έχει μεταφερθεί επειγόντως στο νοσοκομείο. Στην αρχή, ο Καταπληκτικός πιστεύει πως πρόκειται για μια εύκολη υπόθεση, υπάρχουν όμως πολλά ανεξήγητα στοιχεία: οι κάμερες που είναι στραμμένες προς τις τρύπες στους τοίχους του σπιτιού των Σπέιν, τα αρχεία που έχουν σβηστεί από τον υπολογιστή της οικογένειας, η παράξενη ιστορία που είπε η Τζένι στην αδερφή της, για έναν μυστηριώδη εισβολέα που οι κλειδαριές φαίνεται να μην τον σταματούσαν. Και αυτός ο τόπος όμως που κάποτε τον έλεγαν Μπρόκεν Χάρμπορ ξυπνά αναμνήσεις στον ντετέκτιβ Κένεντι και την αδερφή του. Αναμνήσεις από τα παιδικά τους χρόνια που ο Καταπληκτικός πίστευε ότι τις είχε θάψει βαθιά μέσα του».
Στο τέταρτο βιβλίο της σπουδαίας Tana French, γνωρίζουμε ένα άλλο μέλος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών του Δουβλίνου, τον Μάικλ Κένεντι, έναν ιδανικό τύπο κατά τα λεγόμενα των συναδέρφων του – εκτός αν θυμόμαστε την περιγραφή του στον Τόπο των Πιστών, το προηγούμενο βιβλίο της French. [Ένα τέχνασμα της συγγραφέως είναι να διαλέγει κάποιον δευτερεύοντα χαρακτήρα ενός βιβλίου και να του δίνει κεντρικό ρόλο στο αμέσως επόμενο). Ο αποκαλούμενος «Καταπληκτικός» Κένεντι αναλαμβάνει μια αλλόκοτη υπόθεση, το ξεκλήρισμα της τετραμελούς οικογένειας Σπέιν σ’ έναν από τους οικισμούς πολυτελείας που ξεφύτρωσαν στην Ιρλανδία την εποχή της ψευδούς οικονομικής ευημερίας, αλλά τώρα καταρρέουν εγκαταλειμμένοι από τους νεόπτωχους πρώην ιδιοκτήτες τους. Ύποπτος αρχικά θεωρείται ένας εξαθλιωμένος πρώην ιδιοκτήτης μιας τέτοιας κατοικίας, αλλά διάφορα αλλόκοτα σημάδια στο σπίτι των Σπέιν παραπέμπουν σε κάτι φρικαλέα εξωπραγματικό. Κάτι που ξυπνάει τους χειρότερους εφιάλτες του cool επιθεωρητή Κένεντι. Το ενδιαφέρον στα βιβλία της French είναι ότι παρατηρεί το κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον των ιστοριών της, χωρίς να παραγνωρίζει τα βασικά στοιχεία ενός καλού αστυνομικού: τη διαδικασία της εξιχνίασης, τα μπρος-πίσω που καθυστερούν τις έρευνες, τις αμφιβολίες και τις αδυναμίες της αστυνομικής ομάδας.
Σαμποτάζ
του ARTURO PÉREZ-REVERTE
μτφρ. Τιτίνα Σπερελάκη
Πατάκης
«Το φως του δύοντος ηλίου, διαθλώμενο στο τζάμι του παραθύρου, έβαφε µε µια ελαφριά κοκκινωπή πατίνα τον τεράστιο καμβά· σαν να είχε κιόλας αρχίσει, προτού καν πάρει την τελική του µμορφή, να αιμορραγεί. Και ξαφνικά όλα απέκτησαν νόημα. “Θα ονομαστεί Γκερνίκα” είπε ο Πικάσσο.
Μάιος 1937. Ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίζει την αιματηρή πορεία του στην Ισπανία, ενώ το Παρίσι ετοιμάζεται να υποδεχτεί τη ∆ιεθνή Έκθεση. Αλλά και µακριά από τα πεδία των µαχών διεξάγονται μάχες µέσα στις σκιές. Μια διπλή αποστολή φέρνει τον Λορένθο Φαλκό στο Παρίσι µε στόχο να επιχειρήσει, µε κάθε δυνατό τρόπο, να µη φτάσει ποτέ η Γκερνίκα που ζωγραφίζει ο Πάµπλο Πικάσσο στη ∆ιεθνή Έκθεση, όπου η ∆ηµοκρατία θέλει να αποσπάσει τη διεθνή υποστήριξη. Μολονότι γίνονται ήδη αισθητοί στην Ευρώπη οι άνεμοι του νέου πολέμου που θα αφανίσουν την ήπειρο, η χαρούμενη μουσική εξακολουθεί να παίζει και η τέχνη, το εμπόριο, το κυνήγι της καλής ζωής απασχολούν εξίσου διανοούμενους, εξόριστους και ακτιβιστές. Συνηθισμένος στον κίνδυνο και στις οριακές καταστάσεις, ο Φαλκό πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή τη φορά έναν κόσμο όπου η πάλη των ιδεών θέλει να επιβληθεί πάνω στη δράση. Έναν κόσμο που του είναι ξένος και απέναντι στον οποίο θα επιχειρήσει να εφαρμόσει τις δικές του μεθόδους».
Το Σαμποτάζ είναι το τρίτο βιβλίο του Pérez-Reverte με ήρωα τον Λορένθο-Φαλκό, έναν αδίστακτο τυχοδιώκτη και πράκτορα μυστικών υπηρεσιών, παλιό λαθρέμπορο όπλων, έναν άντρα χωρίς αρχές που αρνείται να πάρει θέση στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου. Επιστρέφοντας από αποστολή στην Ταγγέρη, ο Φαλκό αναλαμβάνει μια περίεργη, επικίνδυνη και διπλή αποστολή: να καταφέρει να μην εκτεθεί η Γκερνίκα του Πικάσο στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού και συγχρόνως να φροντίσει την εξόντωση του Λεό Μπαγιάρ, ενός διανοούμενου που αρθρογραφεί κατά των Φρανκιστών και συλλέγει χρήματα για τον αγώνα των Δημοκρατικών.
Τα βιβλία του Pérez-Reverte διαθέτουν τον περιπετειώδη και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα των ιστοριών του Αλεξάνδρου Δουμά, συν γρήγορη δράση, καυστικό χιούμορ και ταξίδια σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Ο γνωστός μας Φαλκό έχει όλα τα στοιχεία για να γίνει αντιπαθής στον αναγνώστη, κι όμως τελικά κερδίζει: το παιχνίδι, τη μοιραία γυναίκα, τη ζωή του – τη συμπάθειά μας. Στο ύφος περισσότερο των μυθιστορημάτων του Έρικ Άμπλερ, το Σαμποτάζ διαθέτει και αστυνομική πλοκή, ενώ περιγράφει άψογα το Παρίσι του μεσοπολέμου και τους κύκλους της διανόησης που κατοικούσαν και δημιουργούσαν στην Πόλη του Φωτός.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» (εκδ. Μεταίχμιο).