Ένα αναγνωστικό ημερολόγιο για όσα διαβάσαμε, υπογραμμίσαμε και ξεχωρίσαμε τους μήνες που πέρασαν. Σκέψεις που σημειώσαμε στο περιθώριο των βιβλίων. Φράσεις και εικόνες που θέλουμε να κρατήσουμε. Έλληνες και μεταφρασμένοι συγγραφείς σε μια ιδιότυπη αλληλουχία.
Του Κώστα Αγοραστού
Και φτάνουν οι μέρες που αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι στην άκρη μιας ακτής, με τον αέρα να έχει μόλις κοπάσει, τον ήλιο απέναντί μου να διαπερνά τα ρούχα μου και το κύμα της θάλασσας να φτάνει μέχρι την άμμο, περνώντας ορμητικό ανάμεσα απ΄ τα πόδια μου. Άλλη μια ανάσα και ανοίγω τα μάτια. Μια θάλασσα από βιβλία βρίσκεται μπροστά μου. Μπαίνω και αφήνομαι στα αναπάντεχα υποθαλάσσια ρεύματα και στην καθησυχαστική άνωση έπειτα από κάθε καταβύθιση.
Ιδανική αρχή –από κάθε άποψη– η νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου Η θάλασσα (εκδ. Κίχλη). Βυθίζομαι στο κείμενο και ακολουθώ τον ρυθμό του. Όλα μοιάζει να συμβαίνουν σε απόλυτη σιωπή. Βυθισμένα ήδη στο νερό, κι ας μην έχει ακόμα συμβεί κάτι τέτοιο.
«Όλα ήταν ταχτοποιημένα, όπως τα θυμόμουν, και μονάχα εμείς λείπαμε: εγώ από το ένα κρεβάτι στην κάμαρά μας, να κοιτάζω ξαπλωμένη το φως που ’μπαινε από τις γρίλιες ή να στριφογυρίζω ένα φύλλο ή ένα ξυλαράκι στα δάχτυλά μου, ο Λάμπρος από τ’ άλλο, κι ο πατέρας και η μητέρα από το διπλό κρεβάτι, με τη φωτογραφία του νεαρού αντρόγυνου στον τοίχο αποπάνω, στην πλαϊνή κάμαρα. Ήταν σαν Κυριακή πρωί, που ήμασταν στην εκκλησία».
Όταν οι πάγοι λιώνουν και ένας άγνωστος ιός –ο οποίος διατηρήθηκε μέσα σε έναν μετεωρίτη που έπεσε στη γη και καλύφθηκε από τους παγετώνες αιώνων– προκαλεί τον θάνατο στην πλειονότητα των κατοίκων της Γης, οι μόνοι που επιζούν είναι όσοι φέρουν μια μετάλλαξη σε μια σειρά έξι γονιδίων. Η αφηγήτρια της ιστορίας εγκαταλείπει την οικογένειά της και εγκαθίσταται μαζί με όσους φέρουν αυτή τη γονιδιακή μετάλλαξη σε μια υπόγεια πολιτεία.
Θα περάσουν χρόνια και κάποτε η (σταθερά ανώνυμη) αφηγήτρια, μαζί με την Ιωάννα –φίλη της στην υπόγεια πολιτεία–, θα αποφασίσουν να την εγκαταλείψουν και να επιστρέψουν στην επιφάνεια της Γης. Το ασυνήθιστα έντονο φως του ήλιου αποκαλύπτει εικόνες ερήμωσης και παρακμής. Στα χωριά που συναντούν μπαίνουν στα άδεια σπίτια και παίρνουν ρούχα και προμήθειες για να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Σκοπός τους είναι να αντικρύσει η αφηγήτρια για πρώτη φορά τη θάλασσα.
«Γύρισα στην κουζίνα, άνοιξα τα παντζούρια κι ο ήλιος χύθηκε πάνω στον παλιό χαρακωμένο μουσαμά. Μια λίμνη από ζεστό φως έπεσε σ’ ένα σημείο, κει που οι αχτίδες περνούσαν μέσ’ απ’ την άδεια καράφα στο κέντρο του τραπεζιού. Ένα χαρτί ήταν στερεωμένο αποκάτω της. Το πήρα και το ξεδίπλωσα. “Αγαπημένη μου”, έλεγε, “δεν ξέρω αν θα βρεις ποτέ αυτό το σημείωμα. Πρώτα πέθανε ο πατέρας σου, έπειτα ο Λάμπρος και τώρα περιμένω να πεθάνω κι εγώ. Θα κλειδώσω το σπίτι και θα φύγω, για να μη με βρεις μέσα έτσι κι έρθεις”. Αυτό ήταν όλο».
Υπόδειγμα λιτής γραφής και πυκνών σημάνσεων, η νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου κυκλώνει με σίγουρες γραμμές ζητήματα larger than life, όπως το τέλος της ανθρωπότητας και ταυτόχρονα, εστιάζει στη γειωμένη πραγματικότητα της οικογένειας της αφηγήτριας (η μητέρα της να χρησιμοποιεί ένα –χαλαρό στη βάση του– μαχαίρι, οι ακτίνες του ήλιου να συγκεντρώνονται στο κέντρο του τραπεζιού), η αφηγήτρια να περιπλανιέται στους γύρω λόφους. Λυρικό ύφος σε αρμονία με τις μνήμες που ανασύρουν οι δύο γυναίκες καθώς και με τη συγκίνηση της αφηγήτριας για τη θάλασσα. Η θάλασσα, οι δύο γυναίκες, το ξεκίνημα της νέας τους ζωής, δίπλα αλλά και μέσα στη θάλασσα.
Εκ των υστέρων είδα ότι από την ιδιότυπη οικογένεια που φτιάχνουν οι δύο γυναίκες στη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου, μεταφέρθηκα σε μια αρχετυπική ελληνική οικογένεια, τη φαμίλια του Αντώνη Τάδε, στο θεατρικό της Αλεξάνδρας Κ* Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας (εκδ. Πατάκη). Κείμενο σπαρταριστό με χιούμορ πικρό που ενσωματώνει στερεότυπα και παθογένειες, αποτυπώνοντας τελικά μια σουρεαλιστική, θλιβερή κι όμως άκρως λειτουργική ελληνική οικογένεια.
Χαρισματική, διάφανη και με καλοζυγισμένες ισορροπίες, η γραφή της Αλεξάνδρας Κ* αναδεικνύει τις προβληματικές βάσεις της ελληνικής οικογένειας, το περίβλημα της οποίας διατηρείται συμπαγές και άτρωτο. Μέσα στ’ αυτό το ανισόρροπο σχήμα όλα τα μέλη κάνουν το «κομμάτι» τους και όλοι αποσύρονται δικαιωμένοι.
[Η Κόρη επιστρέφει στην ξαπλώστρα. Ο Γιος στέκεται στο ίδιο σημείο. Ύστερα πηγαίνει από πάνω της].
Κόρη: Κρύβεις τον ήλιο.
Γιος: Δεν πειράζει, δεν σου κάνει καλό. Πιστεύεις ότι είμαι καχύποπτος;
Κόρη: Πιστεύω ότι την έχεις δει πατερούλης. Σ’ ένα σπίτι που έχει πατέρα.
Γιος: Τι πάει να πει πατερούλης;
Κόρη: Πάει να πει ότι μας κοιτάς λες και θα φάμε ανά πάσα στιγμή τα μούτρα μας και πρέπει να μας σώσεις. Ξέρεις πάντα καλύτερα. Βλέπεις το λάθος στα πέντε χιλιόμετρα, κι αυτό σε κάνει καχύποπτο. Αλλά τώρα είσαι εντελώς φάουλ. Δεν γίνεται να φοβάσαι τον Αντωνάκη, είναι παράλογο.
Γιος: Είναι;
Κόρη: Είναι.
Γιος: Εντάξει, μπορεί να ‘χεις δίκιο… Eva? … Eva, what did you think of our father?
Ίφα: I think he’s cute.
Κόρη: Did he, like, scare you?
Ίφα: Your father? He’s a freakin’ honeypie.
Γιος: Not a tiny bit?
Ίφα: No! He’s such a sweetie I wanna blow him actually.
Γιος / Κορη: Ίου. / Like… mercy blow.
Ίφα: Exactly! Look what he made for you! He thinks he built a palace which, by the way, my father would never do for me… So, he built his palace… and he painted it in salmon pink…
Ο πατέρας στο θεατρικό της Αλεξάνδρας Κ* είναι πρωταγωνιστική φιγούρα και καθορίζει πολλά στη ζωή των παιδιών του, με τις συνειδητές ή μη επιλογές του. Αντίστοιχη εικόνα έχουμε και στο τελευταίο μέρος της τριλογίας του Εντουάρ Λουί Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδ. Αντίποδες). Ο Εντύ Μπελγκέρ επιστρέφει εκεί όπου διαμένει –πλέον μόνος του– ο πατέρας του, σε μια προσπάθεια να κατανοήσει την άξεστη και τραχιά συμπεριφορά του δεύτερου στα χρόνια της δικής του εφηβείας. Μια προσπάθεια να γνωρίσει από την αρχή τον πατέρα του και να βγάλει στην επιφάνεια επιθυμίες και ανάγκες, που αν ο πατέρας του ικανοποιούσε θα ήταν ένας άλλος άνθρωπος.
«Ήμασταν οι δυο μας στην κουζίνα. Σου είπα: “Κοίτα, μπαμπά ξέρω να κάνω τον εξωγήινο!” – κι έκανα μια γκριμάτσα με τα δάχτυλα και τη γλώσσα μου. Δεν σε είχα ξαναδεί ποτέ να γελάς τόσο πολύ. Δεν μπορούσες να σταματήσεις να γελάς, λαχάνιαζες, δάκρυα χαράς έτρεχαν στο πρόσωπό σου που ‘χε γίνει κόκκινο, κατακόκκινο. Σταμάτησα την γκριμάτσα μου αλλά εσύ συνέχιζες να γελάς, τόσο δυνατά που στο τέλος άρχισα να ανησυχώ. […] Σε ρώτησα γιατί γελάς τόσο και μου απάντησες, ανάμεσα σε γέλια: “Είσαι ένα φοβερό παιδί, δεν ξέρω πώς κατάφερα να κάνω ένα παιδί σαν κι εσένα”. Τότε αποφάσισα να γελάσω κι εγώ μαζί σου…»
Αν και ξεκίνησε σαρωτικά και συνέχισε με ουσία και προσωπική αλήθεια, το τρίτο μέρος του βιβλίου του Εντουάρ Λουί είναι το πιο αδύναμο, τόσο ως προς την εξιστόρηση περιστατικών –συσσωρευμένων και άνευρων– από τη ζωή του πατέρα του Εντύ Μπελγκέρ όσο και ως προς την ανεπιτυχή προσπάθεια κατασκευής και στοιχειοθέτησης μιας δυνάμει καλύτερης πατρικής φιγούρας. Διαψευσμένα όνειρα και περιορισμένες δυνατότητες εκπαίδευσης, λόγω κοινωνικής και οικονομικής θέσης: μιας θέσης στην οποία βρέθηκαν κάποια στιγμή και όλοι οι προηγούμενοι άνδρες της οικογένειας μέσα στα χρόνια.
«Έχω ξεχάσει σχεδόν όλα όσα σου είπα όταν ήρθα να σε δω, την τελευταία φορά, θυμάμαι όμως όλα εκείνα που δεν σου είπα. Σε γενικές γραμμές, όταν ξανασκέφτομαι το παρελθόν και την κοινή μας ζωή, θυμάμαι πάνω απ’ όλα όσα δεν σου έχω πει, οι αναμνήσεις μου είναι αναμνήσεις όσων δεν συνέβησαν».
Μακρύς ο κατάλογος με τα λογοτεχνικά κείμενα (αξιώσεων) –κυρίως μυθιστορήματα είναι η αλήθεια–, τα οποία έχουν ως κεντρικό θέμα τους τον έρωτα. Ο κατάλογος αυτός περιορίζεται όσο αυξάνεται η απολυτότητα και η σφοδρότητα με την οποία οι εραστές βιώνουν τον έρωτα. Και ακριβώς επειδή δεν υπάρχει μετρητής ερωτικού αισθήματος (ούτε κανενός άλλου), οι πράξεις (και η γραφή ας εκληφθεί ως μια τέτοια πράξη) δείχνουν τον τρόπο και την ένταση του αισθήματος.
Η Πολίν Ντελαμπρουά-Αλλάρ στο πρώτο της μυθιστόρημα Αυτά λοιπόν με τη Σάρα (μτφρ. Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη) αφηγείται με τρόπο άμεσο, καθηλωτικό και σπαρακτικό το συναισθηματικό ρόλερ κόστερ δύο ερωτευμένων γυναικών. Η γνωριμία της αφηγήτριας (δασκάλας, χωρισμένης μητέρας ενός μικρού κοριτσιού και σε σχέση με έναν αδιάφορο σύντροφο), με τη Σάρα (αναγνωρισμένης βιολονίστας και προσωπικότητας αταξινόμητης), θα τη βγάλει από την αδράνεια στην οποία είχε βυθιστεί μετά το διαζύγιό της. Ο έρωτάς τους θα κλιμακωθεί, θα προχωρήσει σε εκδηλώσεις απόλυτης αφοσίωσης και λατρείας και θα εξελιχθεί σε σχέση πνιγηρής εξάρτησης.
«Φεύγει από το σπίτι μου κατά τις οχτώ το βράδυ, για να συναντήσει φίλους. Όταν η συνάντηση μαζί τους τελειώνει, γύρω στις τρεις το πρωί, μου τηλεφωνεί, για να συνεχίσουμε κάποια από τις συζητήσεις μας, που την είχαμε αφήσει στη μέση. Δεν καταλαβαίνει ότι εξαντλείται, ότι μ’ εξαντλεί».
Στο δεύτερο μισό του βιβλίου, το οικοδόμημα του έρωτα δοκιμάζεται από την αρρώστια. Η Σάρα διαγιγνώσκεται με καρκίνο στο στήθος, και αφού περάσουν οι πρώτοι επώδυνοι μήνες, ένα βράδυ, έπειτα από μεγάλη προσπάθεια, καταφέρνει να αποκοιμηθεί. Η αφηγήτρια αποτυπώνει την εικόνα της Σάρας –γυμνή, γαλήνια επιτέλους μέσα στον ύπνο της, με το στιλπνό της κεφάλι να ξεχωρίζει–, μαζεύει τα πράγματά της και φεύγει. Για μέρες τριγυρνά στη Μασσαλία και πείθει τον εαυτό της ότι η Σάρα έχει πεθάνει. Και τότε αρχίζει η ιλιγγιώδης εσωτερική διαδρομή, μια κατάβαση προς τον σκοτεινό βυθό της συνείδησής της.
«Πάνω σ’ ένα ράφι διακρίνω το άρωμα της Σάρας. Το παίρνω, ψεκάζω μια σταγόνα στον αριστερό μου καρπό και τον πλησιάζω στη μύτη μου. Ο πόνος είναι ακαριαίος. Η κοιλιά μου συσπάται. Δαγκώνω τον καρπό μου για να μην ουρλιάξω. Βγαίνω από την μπουτίκ τρέχοντας, κρατώντας στο ένα χέρι την πλαστική σακούλα με τα γλυκά και στο άλλο το φουλάρι μου. Τρέχω ίσια μπροστά, ως την τζαμαρία που βλέπει προς τον τροχόδρομο. […] Πέφτω πάνω στο τζάμι. Έχω την αίσθηση ότι θα κάνω εμετό, όμως αρχίζω να κλαίω με αναφιλητά, φορτισμένη, καταβεβλημένη, εξουθενωμένη».
Κι αν ο απόλυτος έρωτας του πρώτου μέρους είχε κάτι από τις ιστορίες της Ντυράς, του Ναμπόκοφ και του Μπαρτ (όπως σωστά διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο), η κατάβαση της αφηγήτριας, σε αχαρτογράφητες σκοτεινές περιοχές φέρει κάτι από την αύρα του Μάλκολμ Λόουρυ. Από το Παρίσι στο Μιλάνο κι έπειτα στην Τεργέστη, η αφηγήτρια θα δοκιμάσει να σταθεί στα πόδια της, να εγκαθιδρύσει νέες συνήθειες στην καθημερινότητά της – να εξαφανίσει κάθε ίχνος και επιρροή της Σάρας.
«Στρώνω τα ρούχα μου με την παλάμη, βάζω λίγο ρουζ στα μάγουλά μου, λίγη μάσκαρα. Παίρνω μόνο το πορτοφολάκι μου μαζί. Είμαι ήδη ζαλισμένη από την ξαφνική ελευθερία μου, αλλά έχω πρόθεση να πάω να τσουγκρίσω ένα ποτήρι με τον εαυτό μου για να το γιορτάσω. Μέσα στον καθρέφτη του ασανσέρ, εξίσου αρχαίο με το διαμέρισμα που με φιλοξενεί, κλείνω το μάτι στο είδωλό μου και μουρμουρίζω σ’ αυτή που βλέπω μέσα στο γυαλί δεν είσαι κι άσχημη για φόνισσα, έτσι;»
Η αφηγήτρια, έπειτα από βεβιασμένες και στιγμιαίες εξάρσεις χαράς και επιστροφής στην κανονικότητα, βυθίζεται σταδιακά σε αδράνεια και ολοκληρωτική παραίτηση. Στην εμμονική της προσπάθεια να διαγράψει τη Σάρα και να επανεφεύρει έναν εαυτό απαλλαγμένο από την εξάρτηση του πάθους για την άλλη γυναίκα, αφήνεται να «σβήσει» σε μια τελετή εξαγνισμού και αναγέννησης.
Το μικρό αυτό μυθιστόρημα της Πολίν Ντελαμπρουά-Αλλάρ έχει μεταφραστεί με φροντίδα και ευρηματικότητα από τον Σταύρο Παπασταύρου.
Αφήνω να περάσει μια μέρα. Μακριά από την Αθήνα ξεκουράζω το βλέμμα μου στο απέναντι βουνό – στα πεύκα και στα έλατα. Σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου. Υψόμετρο και ο αέρας ελαφρύς. Έχω κρατήσει το βιβλίο για μια μέρα σαν κι αυτή. Ιδανικές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Ιδανικός καιρός για Τα αγόρια του Νίκελ, το πολυσυζητημένο και βραβευμένο με Pulitzer μυθιστόρημα του Colson Whitehead, σε ωραία μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά από τις εκδόσεις Ίκαρος. Η πρώτη φράση του βιβλίου δίνει τον τόνο, χαρακτηρίζει το ύφος της αφήγησης, αφήνει υπαινικτικά να διαγραφεί η σκληρότητα όσων συνέβησαν και τη βεβαιότητα όσων θα ακολουθήσουν:
«Ακόμη και νεκρά τα αγόρια δημιουργούσαν προβλήματα».
Τα αγόρια του Νίκελ είναι μια ιστορία φυλετικού ρατσισμού στην Αμερική της δεκαετίας του ‘60, μια ιστορία σκληρής ενηλικίωσης για όλους τους παραβατικούς μαθητές του αναμορφωτηρίου Νίκελ. Είναι τέλος, η ιστορία του Έλγουντ Κέρτις, ενός έξυπνου, επιμελούς και άριστου –πλην μαύρου– μαθητή, ο οποίος βρέθηκε τη λάθος στιγμή στο λάθος σημείο για παραπάνω από μία φορά.
«Ήταν τρέλα να το σκάσεις και τρέλα να μην το σκάσεις. Πώς μπορούσε ένα αγόρι να κοιτάζει πέρα από το όριο του σχολείου, να βλέπει εκείνο τον ελεύθερο και ζωντανό κόσμο και να μη σκέφτεται να τρέξει προς της ελευθερία;»
Ο Έλγουντ μεγάλωσε με τους αυστηρούς περιορισμούς της γιαγιάς του και με τις ομιλίες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ που άκουγε σε δίσκους βινυλίου. Τα ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας και του σεβασμού, καθώς και η διεκδίκηση ίσων δικαιωμάτων και ευκαιριών για όλους τους αφροαμερικανούς, αποτυπώθηκαν βαθιά στον ψυχισμό και τις πεποιθήσεις του Έλγουντ. Ο μικρόκοσμος του Νίκελ όμως, είχε τους δικούς του κανόνες λειτουργίας και συμπεριφοράς, και όποιος δεν ήταν διατεθειμένος να υπακούσει χανόταν μια για πάντα από το αναμορφωτήριο. Η φιλία του Έλγουντ με τον Τέρνερ, ένα μεγαλύτερο σε ηλικία αγόρι, θα χτιστεί αργά μέσα στα χρόνια. Οι δύο τους θα δουλέψουν για την κοινωνική υπηρεσία του αναμορφωτηρίου, θα εξομολογηθούν τους φόβους τους, θα εμπιστευθούν τα μυστικά τους. Και θα είναι και πάλι μαζί, τη νύχτα που θα το σκάσουν για πάντα από το Νίκελ.
«Η τιμωρία που σε περιμένει όταν φέρεσαι σαν να είσαι κάτι ανώτερο ήταν μια κεντρική αρχή της ερμηνείας του κόσμου για τη Χάριετ. Στο νοσοκομείο ο Έλγουντ αναρωτιόταν αν η αγριότητα του ξυλοδαρμού του είχε να κάνει με το αίτημά του για πιο δύσκολα μαθήματα: Να μάθει ο ξιπασμένος αράπης. Τώρα σκεφτόταν μια νέα θεωρία: Δεν υπήρχε κάποιο ανώτερο σύστημα που καθοδηγούσε τη βία στο Νίκελ, απλώς μια κακία χωρίς διακρίσεις, που δεν είχε να κάνει με τους ανθρώπους. […] Η βία είναι ο μόνος μοχλός που είναι αρκετά μεγάλος ώστε να κινήσει τον κόσμο».
Όσο κι αν ο Έλγουντ προσπαθεί να περνά απαρατήρητος και να μην μπλέκεται σε φασαρίες και καβγάδες, οι αξίες και τα ιδανικά του δεν του επιτρέπουν να μένει σιωπηλός απέναντι σ’ αυτά που αντικρίζει, όχι μόνο μέσα στο Νίκελ αλλά και σε όσα αφορούν τις σχέσεις και τις δοσοληψίες της τοπικής κοινωνίας με το συμβούλιο του αναμορφωτηρίου.
Στην αρχή του βιβλίου συναντάμε τον Έλγουντ μεταξύ των λίγων, των τυχερών που τα κατάφεραν και βγήκαν ζωντανοί και με σώας τας φρένας από το Νίκελ. Από τη μέρα που το έσκασε έκανε πολλές πρόχειρες δουλειές, επισκέφθηκε το μέρος που μεγάλωσε με τη γιαγιά του, έκλεισε κάποια γραφειοκρατικά ζητήματα και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου κατάφερε και έστησε μια δική του δουλειά.
«Πήρε το απολυτήριό του και ένιωθε περήφανος και ήταν απ’ αυτές τις στιγμές που σε κάνουν να συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις κανέναν στη ζωή σου που να νοιάζεται για κάποιον περιστασιακό σου θρίαμβο».
Το σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα του Colson Whitehead, ισορροπεί κλείνοντας μέσα του το φυλετικό ζήτημα στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη δεκαετία του ’60, το ήπιο πνεύμα διεκδίκησης του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών, τη σκληρότητα και την ασυδοσία των σωφρονιστικών υπαλλήλων, τη σιωπή και την ανοχή του μεγαλύτερου μέρους της τοπικής κοινωνίας, την παραίτηση όλων των μαθητών (λευκών και μαύρων) από τις αμέτρητες δυνατότητες που η ζωή προσφέρει.
Αφήγηση λιτή αλλά πυκνή σε συνδηλώσεις, επιφυλάσσει προς το τέλος της μια αναπάντεχη ανατροπή, προσδίδοντας στην αφηγηματική φωνή καθώς και σε όλο το βιβλίο βάθος, φέρνοντας στο κέντρο το στοιχείο του τραγικού και την υπαρξιακή αναζήτηση. Η μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά μεταφέρει το αυστηρό και κλειστοφοβικό κλίμα που επικρατούσε στο Νίκελ, καθώς και τις ψυχικές διακυμάνσεις των πρωταγωνιστών, με τρόπο ξεκάθαρο, μέσα στα σιγοψιθυρίσματά τους.
Η ήρεμη δύναμη που ήταν ο Έλγουντ και οι αντίληψή του για το πώς θα έπρεπε να «λειτουργεί» ο κόσμος, μπορεί να τον οδήγησαν στο Ίδρυμα, όπου κακοποιήθηκε σωματικά και ψυχολογικά, στις δύο τελευταίες παραγράφους του βιβλίου, με τον αριστοτεχνικό τρόπο που ο Whitehead κλείνει την ιστορία του, δικαιώνει όχι μόνο την επιμονή και το όραμα του νεαρού πρωταγωνιστή για έναν δίκαιο κόσμο αλλά και τις ζωές όλων όσων βρέθηκαν στο Νίκελ, κακοποιήθηκαν, βασανίστηκαν και εξαφανίστηκαν από προσώπου γης, μέσα σε μια νύχτα.
Το μυθιστόρημα του Whitehead έμεινε για μέρες στη σκέψη μου. Ήθελα να μείνω λίγο ακόμη στην αμερικανική επαρχία και παίρνοντας στα χέρια μου το μυθιστόρημα του William Maxwell Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Gutenberg), δεν μπορούσα να προβλέψω τις πολλαπλές αναλογίες και τους κοινούς προβληματισμούς των δύο βιβλίων.
Τα χρόνια της εφηβείας για κάποιους είναι μια θολή και συγκεχυμένη εικόνα. Πρόσωπα και γεγονότα αποτυπώνονται χωρίς χρονική συνέχεια και οι βεβαιότητες αποδεικνύονται άλλοτε φάροι και άλλοτε παραπλανητικές πληροφορίες. Η ανασύσταση μιας δολοφονίας και η διερεύνηση των σχέσεων δύο οικογενειών, που μισθώνουν κτήματα και τα καλλιεργούν, στην επαρχία Λίνκολν του Ιλινόι είναι ο ένας άξονας του βιβλίου. Ο άλλος είναι ο τρόπος που βιώνει την απώλεια της μητέρας του ο αφηγητής του βιβλίου και η φιλική σχέση που αναπτύσσει με τον γιο μιας εκ των δύο αγροτικών οικογενειών.
Θα περάσουν πενήντα χρόνια από τη στιγμή που συνέβησαν όλα, μέχρι τη στιγμή που ο αφηγητής μας επιχειρήσει να βάλει σε τάξη θραύσματα μνήμης που συντηρούσε για χρόνια, πληροφορίες που μάζεψε από τις τοπικές εφημερίδες, μαρτυρίες ανθρώπων που βρέθηκαν στην καρδιά των γεγονότων και –όπως ομολογεί– τη φαντασία του. Ίσως έτσι, τα γεγονότα πάρουν άλλη τροπή και το τελικό του αφήγημα σταθεί οριστικό και δίκαιο για όλους.
«Αυτό που με βεβαιότητα ονομάζουμε, ή τουλάχιστον αυτό που εγώ ονομάζω, ανάμνηση –δηλαδή μια στιγμή, μια σκηνή, ένα γεγονός που έχει παγιωθεί και άρα έχει γλυτώσει απ’ τη λήθη– είναι στην πραγματικότητα κάτι σαν την αφήγηση μιας ιστορίας που εκτυλίσσεται ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό και κάθε φορά μπορεί και ν’ αλλάζει. Όπως και να ‘χει, όταν μιλάμε για το παρελθόν δεν σταματάμε ούτε στιγμή να λέμε ψέματα».
Το χαμηλόφωνο μυθιστόρημα του William Maxwell έχει όλες τις αρετές και τη σιγουριά που συναντάμε στα σπουδαία πεζογραφικά κείμενα. Αυτά ήταν και τα στοιχεία που ο Maxwell καλλιέργησε και ανέδειξε για 40 χρόνια, στα διηγήματα των νέων συγγραφέων του ‘50, του ‘60 και του ’70, όντας ο ίδιος ο επικεφαλής επιμελητής λογοτεχνικών κειμένων του New Yorker. Μέντορας, πολύτιμος αναγνώστης, φίλος ζωής μεταξύ άλλων και των: Vladimir Nabokov, John Updike, J.D. Salinger, John Cheever, Mavis Gallant, Frank O'Connor, Larry Woiwode, Maeve Brennan, John O'Hara, Eudora Welty, Shirley Hazzard και Isaac Bashevis Singer.
Τελευταία καταγραφή γι’ αυτόν τον μήνα. Ζέστη και υγρασία ακόμη και τις μικρές ώρες της νύχτας. Βγάζω από το ράφι το βιβλίο, η υφή του εξωφύλλου γνώριμη αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα χρόνια έχω να το διαβάσω από την αρχή μέχρι το τέλος. Χωρίς να χαριστώ σε κανένα ποίημα. Χωρίς να αποφύγω κανένα συναίσθημα. Η θλίψη του σώματος (εκδ. Μικρή Άρκτος) της Στέλλας Βλαχογιάννη κυκλοφόρησε το 2003 και από τότε αποτελεί (προσωπικό) σημείο αναφοράς.
Λέξεις και φράσεις κρυπτικές, βλέμματα και σιωπές διάφανες. Η μορφή της μάνας ακούει το κατηγορητήριο χωρίς αντιρρήσεις. Ο πατερας απών. Και το πάθος, μια πληγή ανοιχτή κι ένα σώμα βυθισμένο στη θλίψη.
Είναι η περίληψη των σιωπών μου
που εκρήγνυται
και φέγγω ολόκληρη όταν λυπάμαι.
℘
Επίλογος
Είμαστε τα βράδια μας
Κι εκείνο το γλυκό κίτρινο
Που φωτίζει τους έρωτές μας
Και που μπορεί να είναι απλώς
Η τρέλα που έρχεται.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
→ Στην κεντρική εικόνα: Η Julia Roberts.