Για το βιβλίο της Φερνάντα Μελτσόρ [Fernanda Melchor] «Εδώ δεν είναι Μαϊάμι» (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Δώμα). Κεντρική εικόνα: φωτογραφίες αγνοούμενων στη Βερακρούς, την Πολιτεία του Μεξικού με τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Χαμίνια του δρόμου, παιδιά της πιάτσας, πρεζέμποροι, λιμενεργάτες, φυλακόβιοι, μάγισσες, νεούδια που δεν ξέρουν πού τους πάνε τα τέσσερα, πιτσιρίκια που φαντασιώνονται ιστορίες με εξωγήινους, γυναίκες που κακόπεσαν κι άλλες που έφτασαν στο ακραίο σημείο της παιδοκτονίας.
Αν σχηματοποιήσει κανείς την ανθρωπογεωγραφία της συλλογής ιστοριών της Φερνάντα Μελτσόρ θα βρεθεί μπροστά στη σκοτεινή πλευρά της Βερακρούς του Μεξικού και σίγουρα όχι σ΄εκείνη που θα περίμενε ο αδαής τουρίστας, που, με το Lonely Planet ανά χείρας, αποζητάει τροπικές γιορτές, ρόδινους χαριεντισμούς στο δρόμο και ευφάνταστες αποδράσεις.
Στο Εδώ δεν είναι Μαϊάμι (μτφ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Δώμα) η Μελτσόρ αποτυπώνει μια άλλη πραγματικότητα. Ίσως την μόνη ατόφια και πραγματική που μπορεί να προσφέρει τούτη η πόλη.
Η Μελτσόρ, έπειτα από δύο βιβλία που την καταξίωσαν και την πέρασαν από τη «μεγάλη πύλη» των Booker, αναδεικνύεται σε μια από τις εξέχουσες νέες φωνές της Λατινικής Αμερικής.
Καμία ωραιοποίηση, αλλά και κανένας εξωραϊσμός, καμιά εξιδανίκευση του λούμπεν στοιχείου. Απλώς, η δυσώδης ουσία της πόλης προβάλλεται αυθύπαρκτη, σπηλαιώδης και ορισμένες στιγμές εκτοπλασματική.
Η Μελτσόρ, έπειτα από δύο βιβλία που την καταξίωσαν και την πέρασαν από τη «μεγάλη πύλη» των Booker, αναδεικνύεται σε μια από τις εξέχουσες νέες φωνές της Λατινικής Αμερικής. Μ' αυτό το τρίτο δείχνει πως μπορεί να κινηθεί επιδέξια και σε δύσκολους δρόμους.
Για του λόγου το αληθές: αξίζει κανείς να ανατρέξει στην Εποχή των τυφώνων και το Παραντάις (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Δώμα, και τα δύο) για να δει την εξέλιξή της, τις θεματικές της, αλλά και το πώς καταφέρνει να πάρει από το «ελάχιστο» μιας ιστορίας το μέγιστο της δύναμης μέσω των λέξεων και της πλοκής.
Γιατί, όμως, ιστορίες και όχι διηγήματα, αφ΄ης στιγμής το «σώμα» μέσα στο οποίο κινούνται οι άνθρωποι που μας παρουσιάζει είναι κλασικόπτροπες μικρές ιστορίες που ολοκληρώνονται με μια ανάσα (βαριά, είναι η αλήθεια) και έτερον ουδέν;
Καμία μυθοπλασία
Προλογικά η Μελτσόρ σπεύδει να μας ενημερώσει για τις προθέσεις της, οι οποίες μικρή σχέση έχουν με το μέρος της μυθοπλασίας και της κατασκευής. Σαν να λέμε: τούτες οι ιστορίες είναι βγαλμένες μέσα από το κορμί της πόλης.
Άλλωστε, κάθε πόλη, πέραν όλων των άλλων, είναι και ένας αδιάκοπος μηχανισμός παραγωγής γεγονότων. Ορισμένα από αυτά έχουν, δε, τέτοια απαράμιλλη πρωτοτυπία που καταφέρνουν να ξεφύγουν από το περιοριστικό πλαίσιο της «μαραμένης» καθημερινότητας και να αναχθούν στην κατηγορία των ιστοριών που αξίζει κανείς να διηγηθεί.
Αυτό ακριβώς κάνει η Μελτσίόρ σε τούτο το βιβλίο. Λειτουργεί ως ένας ενδιάμεσος κρίκος στην αλυσίδα ανάμεσα στην τέλεση των πράξεων και τη μεταφορά τους στο χαρτί. Γίνεται μια κλασική hablador. Ένας άνθρωπος που δουλειά του είναι να μεταφέρει ιστορίες από στόμα σε στόμα έτσι ώστε αυτές να μην χαθούν και τις σκορπίσει ο πρώτος άνεμος.
Αυτές οι αρετές, αναγκαίες για να μορφοποιήσει ένας συγγραφέας την ιδέα του σε βιβλίο, εδώ αφήνονται στην άκρη για χάρη της πλέριας πραγματικότητας.
Ούτε φαντασία, λοιπόν, ούτε μυθοπλασία, αλλά ούτε και υποκειμενισμός. Αυτές οι αρετές, αναγκαίες για να μορφοποιήσει ένας συγγραφέας την ιδέα του σε βιβλίο, εδώ αφήνονται στην άκρη για χάρη της πλέριας πραγματικότητας.
Ως εκ τούτου, να υποθέσουμε βάσιμα πως αυτοί οι άνθρωποι, όντως, υπάρχουν και τα παθήματά τους (διότι περί αυτών πρόκειται, ουδείς διάγει εύκολο βίο) έχουν εγγραφεί στις καμπούρες τους; Δεν έχουμε λόγο να μην πιστέψουμε μέχρι κεραίας τον κόσμο που μας παρουσιάζει από ιστορία σε ιστορία η Μελτσόρ.
Η Φερνάντα Μελτσόρ γεννήθηκε το 1982 στη Βερακρούς του Μεξικού, όπου και σπούδασε δημοσιογραφία. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στα: The Paris Review, La Palabra y el Hombre, Letras Libres, Excélsior, Le Monde Diplomatique, και αλλού. Έχει βραβευτεί, μεταξύ άλλων, με το Anna Seghers-Preis (2019). Αναγνωρίζεται σαν μία απ’ τις σημαντικότερες και πιο πρωτότυπες νέες φωνές της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Από το ΔΩΜΑ κυκλοφορεί το Πάρανταϊς (2023), υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2022 και Η εποχή των τυφώνων (2021), φιναλίστ για το Διεθνές Βραβείο Booker 2020. |
Πρωταγωνίστρια η πόλη
Πέραν της δεδομένης εκκεντρικότητας, σκληρότητας, αλλά και τρέλας που κουβαλούν αυτοί οι άνθρωποι (λογικό και επόμενο, καθώς έμαθαν από τα πρώτα τους βήματα να ζουν σε ένα διαρκές μεταίχμιο μεταξύ ζωής και κινδύνου), η πραγματική πρωταγωνίστρια είναι η πόλη: η Βερακρούς.
Μέσα από τις ιστορίες προβάλλεται δυσώδης, μυστηριακή, γεμάτη εγκατατελειμένα σπίτια που κρύβουν φαντάσματα και αρχαίες ιστορίες. Σπαρμένη από παράγκες, δρόμους που δεν τολμάς να περάσεις δίχως τον εδραίο φόβο πως όλο και κάτι άσχημο θα σου συμβεί και, φυσικά, με το λιμάνι της που είναι ο τόπος μάζωξης όλων των «τύπων» της νύχτας. Από άστεγους μέχρι πρεζάκια κι από εργάτες έως εξωνημένους αστυνομικούς και μέλη της ναρκοοργάνωσης Zetas.
Ολα τα λερά «άνθη» εκεί φιδοσέρνονται για να καταλήξουν άλλος σε κάποιο χαμαιτυπύπειο, άλλος στην παγωνιά του σπιτιού του κι άλλος στο δρόμο για να κάνει τη δόση του. Πρόκειται για κλασικούς φτωχοδιάβολους της πόλης που, θαρρείς, και τους γεννάει μέσα από τα σπλάχνα της. Τους γεννάει, τους κανακεύει με χτυπήματα και τους αφήνει αβοήθητους στους πέντε δρόμους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Αμ δε!
Γραμμένο με τη λογική ενός εν εξελίξει ντοκουμέντου του δρόμου (πολλών δρόμων, εν προκειμένω), όπου τα πάντα απλώνονται μπροστά μας εκθετικά και δίχως φίλτρο, το βιβλίο διαβάζεται με την αίσθηση του απρόβλεπτου να σε κατακλύζει.
Γραμμένο με τη λογική ενός εν εξελίξει ντοκουμέντου του δρόμου (πολλών δρόμων, εν προκειμένω), όπου τα πάντα απλώνονται μπροστά μας εκθετικά και δίχως φίλτρο, το βιβλίο διαβάζεται με την αίσθηση του απρόβλεπτου να σε κατακλύζει. Αλήθεια, πώς μπορεί να αντιδράσει ένας λογοκρατούμενος αναγνώστης όταν διαβάζει ιστορίες για εξορκισμούς, διαβόλους που μπαίνουν στο σώμα νέων κοριτσιών, πνευματιστικές συνεδρίες ή οδομαχίες μεταξύ ναρκέμπορων και στρατιωτικών;
Αν δεν σε κυριεύσει η έκπληξη ότι σε κάποιο άλλο σημείο του κόσμου, μακριά από την ευταξία της Δύσης, τα πράγματα εξακολουθούν να είναι καθημερινά επικίνδυνα, τότε σίγουρα θα σε ρουφήξει σε μια κατάσταση εντατικού αναγνωστικού ενδιαφέροντος.
Σκληρό ύφος
Το ύφος και η γλώσσα της Μελτσόρ είναι αφτιασίδωτα, ενίοτε σκληρά, ρεαλιστικά και δίχως εντυπωσιασμούς. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Πώς να καλύψεις τη λάσπη του δρόμου με πορφύρα; Αυτό το βιβλίο είναι από τις περιπτώσεις όπου δεν προβαίνεις στη -συγγννωστή- αναγνωστική συνήθεια της ταύτισης με τους ήρωες.
Είναι τόσο δεμένοι σε έναν κόσμο δικό τους, έναν κόσμο με συγκεκριμένο ηθικό κώδικα, που δεν σου επιτρέπουν να τον περπατήσεις αν προηγουμένως δεν έχουν καψαλιστεί τα μπατζάκια σου. Ακόμη κι έτσι, όμως, έστω και προφυλαγμένοι πίσω από τις σελίδες ενός βιβλίου, δεν γίνεται να μην χαιρετίσουμε τον τρόπο με τον οποίο η Μελτσόρ αποθησαύρισε όλον αυτό τον «μαύρο» χρυσό της Βερακρούς και μάς τον μετέφερε με όλη τη δύναμη και τη σκοτεινιά του.
Η Αγγελική Βασιλάκου δεν προδίδει τις προθέσεις της Μελτσόρ διατηρώντας στη μετάφραση τις «σκληρές» γραμμές του κειμένου.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το κέντρο της Βερακρούς είναι γεμάτο φαντάσματα, έλεγε ο πατέρας μου όποτε περνούσαμε μπροστά από το πρώτο σπίτι όπου έμενε η οικογένειά του στη Βερακρούς, όταν μετακόμισε εδώ από την Μπάχα Καλιφόρνια – σ’ έναν κλειστό συνοκκισμό, σε μια πάροδο της Λεωφόρου 5ης Μαϊου, τελείως εγκαταλελλειμμένο τώρα πια. Όπως και τόσα άλλα κτήρια στο Ιστορικό Κέντρο του Λιμανιού, το σπίτι όπου ο πατέρας μου έκανε τα πρώτα του βήματα είναι σήμερα ένα ερείπιο γεμάτο μπάζα, που φιλοξενεί μεθύστακες, ψωριάρικα γατιά, φαντάσματα που φυτοζωούν ανάμεσα στα σκουπίδια και τα αγριόχορτα, τρομάζοντας κάπου-κάπου τους καλοκάγαθους ανθρώπους του λιμανιού, όπως έκαναν κάποτε ο Αποκεφαλισμένος Μοναχός, ή οι ψυχές των γυναικών που είχαν βιαστεί μέχρι θανάτου από τους άντρες του πειρατή Λορενσίγιο της περιόδου της αποικιοκρατίας» (σελ.45)