Ένα αναγνωστικό ημερολόγιο για όσα διαβάσαμε, υπογραμμίσαμε και ξεχωρίσαμε τους μήνες που πέρασαν. Σκέψεις που σημειώσαμε στο περιθώριο των βιβλίων. Φράσεις και εικόνες που θέλουμε να κρατήσουμε. Έλληνες και μεταφρασμένοι συγγραφείς σε μια ιδιότυπη αλληλουχία.
Του Κώστα Αγοραστού
Αύγουστος, σαν κακός μεσημεριανός ύπνος. Ξυπνάς ιδρωμένος, μένεις ακίνητος. Η συρόμενη μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη, τα ρολά λίγο πάνω από τη μέση· φως και αέρας πηχτός κάνουν θριαμβευτική απόβαση. Κλείνεις τα μάτια, εκπνέεις με θόρυβο, πατάς το κόκκινο κουμπί· 18.000 btu μαχητές ξεχύνονται για την ανάσχεση των εισβολέων. Ακίνητος όπως είσαι, βυθίζεσαι ξανά.
Ο Βασίλης Βασιλικός και τα (πολλά) βιβλία του αποτελούν για μένα ένα μεγάλο αχαρτογράφητο πεδίο. Η τριλογία του Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ' αγγέλιασμα είναι σταθμός στην εργογραφία του. Όλα τα κείμενα της τριλογίας μαρτυρούν φροντίδα και μέριμνα για τη γλώσσα, περιλαμβάνουν διακειμενικές αναφορές και πραγματεύονται τη συνύπαρξη ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος θέτοντας καίρια υπαρξιακά ερωτήματα. Από τα υπόλοιπα βιβλία του έχω… δει το Z (ταινία, 1969) και το Τελευταίο αντίο (τηλεοπτική σειρά, 1994).
Το βασικότερο, ίσως, χαρακτηριστικό του Βασιλικού είναι η ανυπόκριτη αγάπη, η έγνοια και η φροντίδα για τους συναδέλφους του και τα βιβλία τους. Από την Νεανική Αλληλογραφία (1954-1960) του με τον Μένη Κουμανταρέα, όταν ήταν και οι δύο νέοι, και βίωναν τις χαρές και τις απογοητεύσεις της γραφής με τρόπο απόλυτο, μέχρι και τα τελευταία χρόνια, όπου διατηρούσε τη μακροβιότερη ίσως εκπομπή για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, ο Βασίλης Βασιλικός άκουγε κάθε φορά με προσοχή τον συνομιλητή του και είτε τον ενθάρρυνε –αν ήταν στα πρώτα του βήματα–, είτε τον παρουσίαζε γενναιόδωρα και εγκωμιαστικά.
Εδώ και κάποια χρόνια παλαιότερα βιβλία του επανεκδίδονται, όχι όμως από έναν εκδοτικό οίκο, στη βάση κάποιου οργανωμένου πλάνου, αλλά εμφανίζονται διάσπαρτα στις νέες κυκλοφορίες / επανεκδόσεις αρκετών οίκων. Βέβαια, να σημειώσω ότι αρκετές από αυτές τις επανεκδόσεις γίνονται με φροντίδα και καλαισθησία (Τα Σιλό – Gutenberg, Τα καμάκια – Στερέωμα, Ο ιατροδικαστής – Ιωλκός, Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ' αγγέλιασμα – Τόπος). Σ’ αυτό το πλαίσιο επανεκδόθηκε πρόσφατα από την Άγρα και το βιβλίο του Ντίβα – Το χρονικό μιας μαρτυρίας που δεν γράφτηκε.
«Το αρχείο ως ντοκουμέντο είχε περιορισμένο ενδιαφέρον. Αυτό που ο κόσμος ήθελε να μάθει ήταν τελικά αν αυτοκτονήσει ή αν πέθανε. Γράμματα αποκαλυπτικά του Εφοπλιστή δεν υπήρχαν κι ένα γεγονός –το παιδί που γεννήθηκε και πέθανε μέσα σε δύο ώρες, το παιδί του Εφοπλιστή– θα αποτελούσε την μόνη βασική νέα αποκάλυψη στο ήδη παραφορτωμένο δοξογραφικό υλικό για την Ντίβα».
Θαυμαστής της Κάλλας δεν ήμουν ποτέ, κυρίως επειδή κρατούσα αποστάσεις από το είδος της όπερας. Το χρονικό όμως, ενός καταξιωμένου συγγραφέα, γνώστη της όπερας και των παρασκηνίων της και θαυμαστή της Κάλλας, που ενώ του ζητήθηκε να καταγράψει τη μαρτυρία της πιο στενής φίλης της Ντίβας τα τελευταία χρόνια, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ˙ μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον.
«Από τις περιγραφές της Ζωής, τα κοσμήματα της Ντίβας μοιράστηκαν μεταξύ των δύο, με τον πιο βάναυσο τρόπο. Ο Φαμπρικάντης έφτασε με πετσέτες για να τα τυλίξει. Η αδελφή με σακούλες πλαστικές. Ένα δικό σου, ένα δικό μου. Σε όλο το διάστημα της μοιρασιάς, ο Ιταλός δεν έπαυε να βρίζει τα δώρα του Ωνάση προς την Ντίβα. Τα δικά του, έλεγε, ήταν καλύτερα, γιατί είχε γούστο. Ο Εφοπλιστής ήταν βάρβαρος. Είχε μόνο λεφτά. […] Το τελευταίο κόσμημα, ένα παλιό βενετσιάνικο περιδέραιο, έπεφτε στην πλάστιγγα της αδερφής. Μα, όπως φαινόταν παλιό και χαλασμένο και φάνηκε να το θέλει ο πρώην σύζυγος, του το πούλησε εν ψυχρώ για δώδεκα χιλιάδες δολάρια, που τα εισέπραξε επιτόπου. Αυτά έγιναν. […] Μα έτσι καταλήγει μια ζωή: να τη μοιραστούν τα σκυλιά. Δεν θα πω ακόμα για το σπίτι».
Σ’ αυτό το είδος, που κινείται μεταξύ autofiction και χρονογραφήματος, αυτό που ίσως έχει τη μεγαλύτερη αξία, αυτό που δίνει τον τόνο και «νοστιμεύει» το κείμενο είναι οι παράλληλες ιστορίες, οι συνειρμοί και τα σχόλια επ’ αυτών – τα «γεμίσματα» στην κεντρική αφήγηση. Ο Βασιλικός ξέρει και το κάνει με τρόπο υποδειγματικό, γι’ αυτό και η Ντίβα είναι ένα άκρως απολαυστικό βιβλίο.
«“Και η αδελφή;” τη ρώτησα. “Δεν πήρε τίποτε;” “Πήρε” μου είπε η Ζωή. “Αλλά ήταν μόνη της. Τι να προφτάσει; Ο άλλος είχε έρθει με τη χοντρή οικονόμα του και με πέντε-έξι μπράβους κουστωδία. Γέμιζαν τα κουτιά, ξάφριζαν τα πάντα. Η αδελφή δεν πρόφταινε. Στο τέλος, όταν φτάσαν στο μπάνιο (ο Ιταλός ξεβίδωσε ως και τα χρυσά ρουμπινέτα της μπανιέρας, που η Ντίβα τα είχε βάλει εκεί για να της θυμίζουν το γιώτ του Εφοπλιστή). Η αδελφή αφαιρέθηκε μπροστά σ’ ένα πλαστικό σακούλι με πολύχρωμα πονπόν του μακιγιάζ, και βάλθηκε να τα ξεχωρίζει κατά χρώματα: τα ροζ με τα ροζ, τα μπλε τα μπλε. Δεν άντεξα τότε και της είπα: “Μα τι κάνετε; Οι άλλοι παίρνουν. Εσείς…” Γυρίσει και με κοίταξε με βλέμμα απλανές. Ήταν κάπου χαμένη. Ίσως σ’ ένα παιδικό παιχνίδι, όταν μοίραζαν με την αδελφή της τα γραμματόσημα…”».
Το τελευταίο διάστημα παρατηρώ με προσοχή και ενδιαφέρον τη μετατόπιση του ενδιαφέροντός μου –αναμφισβήτητα προϊόν μιας κάποιας μετάλλαξης–, από τους σκύλους προς τις γάτες. Διαβάζω για τη γλώσσα του σώματός τους, τη συμπεριφορά τους και τις αντιδράσεις τους σε καταστάσεις δύσκολες, τη φημολογούμενη ανεξαρτησία τους, τη σχέση που αναπτύσσουν αρσενικά και θηλυκά γατιά με τα νεογέννητα. Ατελείωτες ώρες παρακολουθώ περιστατικά διάσωσης αλλά και γατοκαβγάδες, παιχνίδια, συμβουλές περιποίησης, τεχνικές αρμονικής συμβίωσης, πλεονεκτήματα της ελεύθερης σίτισης και για την αναγκαιότητα της κάθετης ανάπτυξης του χώρου στα σπίτια που φιλοξενούν γάτες.
Οι γάτες είναι ιδιαίτερα αγαπητές στους συγγραφείς· ήσυχες, μυστήριες, απόμακρες αλλά και προσκολλημένες με τρόπο ιδιαίτερο, τους παρατηρούν με τις ώρες όσο αυτοί γράφουν. Και συχνά γράφουν γι’ αυτές. Τελευταία κυκλοφόρησε το αφήγημα του Xavier de Moulins Ο γατούλης πέθανε (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Στερέωμα). Η ιστορία δεν κρύβει εκπλήξεις: Ο αφηγητής, με τη γυναίκα του και τις δύο κόρες του, μεταβαίνουν από το Παρίσι προς το προάστιο όπου ζει η μητέρα του, υιοθετούν ένα γατάκι και επιστρέφουν στο σπίτι τους. Οι ενδοιασμοί και η αρχική άρνηση του αφηγητή γρήγορα εξαφανίζονται και αναπτύσσει μια ιδιαίτερη και βαθειά σύνδεση με τον γατούλη.
«Κατέληξες να κοιμάσαι μαζί μου.
Περίμενες να με πάρει ο ύπνος για να ξαπλώσεις δίπλα μου. Πόσες φορές κόντεψα να σε συνθλίψω ανάμεσα σε δύο εφιάλτες;
Πόσες φορές δε με απώθησες κάνοντας με το πόδι σου μια κίνηση καράτε;
Τι ονειρεύονται οι γάτες;
Οι άνθρωποι, ξέρεις, ονειρεύονται τα πάντα.
Ακόμα κι ότι πέφτουν από το παράθυρο της κουζίνας νομίζοντας ότι είναι γάτες με οριακή διαταραχή προσωπικότητας.
Είναι πολύ πολύπλοκο, ξέρεις, να είσαι άνθρωπος».
Για δεκατέσσερις μήνες ο γατούλης γίνεται το επίκεντρο της ζωής τους και όταν ξαφνικά πεθαίνει από καρδιακή αρρυθμία, βυθίζει στο πένθος όλη την οικογένεια.
«Στην κουζίνα τα κορίτσια εξακολουθούν να μένουν ακίνητα πάνω στα λευκά πλακάκια και, κάτω από το δυνατό τεχνητό φως, τα μάτια τους ξεχειλίζουν.
Άλογα καθαρόαιμα που περιμένουν το σινιάλο, οι κραυγές ετοιμάζονται να ορμήσουν.
Να μας κατασπαράξουν.
Η ψυχή μολύνει το σώμα.
Τα κορίτσια είναι τώρα ρυάκια που φουσκώνουν κάτω από την καταιγίδα.
Τα χλωμά τους χέρια σφίγγονται, η κοιλιά τους συσπάται, μόλις που έχουν τη δύναμη να επιβραδύνουν λίγο το χείμαρρο, αλλά η δύναμη του ρεύματος νικάει την αντίστασή τους, τα φράγματά τους δεν αντέχουν, υποχωρούν μπροστά στη βιαιότητα της είδησης.
Πρώτη υποκύπτει μεγάλη.
Η Κλαιρ παρασύρεται από τα κύματα.
Τα ουρλιαχτά της αδελφής της με παρασύρουν.
Εκείνη τη στιγμή, πίστεψα πως κανένας, δεν θα βγει σώος από την λύπη».
Η αδυναμία γλωσσικής επικοινωνίας με τα ζώα, καθιστά τη συναισθηματική προσέγγιση τον μοναδικό τρόπο αλληλοκατανόησης. Ο Xavier de Moulins γράφει γλαφυρά, έχοντας περάσει από το πρώτο κύμα συναισθηματικής φόρτισης, και εξηγεί πώς το σύντομο πέρασμα του γάτου από την καθημερινότητα της οικογένειας, έδωσε μαθήματα ανιδιοτελούς αγάπης και προσφοράς.
«Οι άνθρωποι περιμένουν να χαθούν για να παραδεχτούν ότι αναζητούν παντού ο ένας τον άλλον.
Οι γάτες τούς βοηθούν να το ομολογήσουν».
Δύσκολο φθινόπωρο. Οι μέρες έρχονται και φεύγουν κι εγώ βρίσκομαι ακινητοποιημένος μπροστά από το λάπτοπ μου, σε μια εξοντωτική εναλλαγή ταχυτήτων: Από πρώτη σε πέμπτη και πίσω στην πρώτη και μετά ξανά στην πέμπτη… Μόλις που προλαβαίνω να διακρίνω από τους καθρέφτες τόπους, βιβλία και πρόσωπα, όταν πλέον αυτά βρίσκονται πίσω μου. Κλείνω τα μάτια, σχεδόν απολαμβάνω αυτές τις στιγμές, και τελικά πέφτω με μεγάλη ταχύτητα επάνω σε δύο σταθμευμένα μηχανάκια παρασέρνοντάς τα μέχρι τη τζαμαρία του μαγαζιού. Ο ήχος των φρένων και ο συριγμός των μετάλλων δεν έφτασε ποτέ μέχρι τ’ αυτιά μου. Μια στιγμή σιωπής. Πιάνω το τιμόνι με τα δυο μου χέρια, κολλάω το στήθος μου επάνω του και διαβάζω: «Βούτυρα delicatessen – η Στάνη», Τελαμώνος 22. Βεγγαλικά. Πού είμαι γαμώτο;
Το καινούργιο βιβλίο του Κώστα Κατσουλάρη Αφαίας και Τελαμώνος (εκδ. Μεταίχμιο) [ένα βεγγαλικό που φώτισε το μονοπάτι της ανάγνωσης και επανακινητοποίησε τον κουρασμένο αναγνώστη εντός μου] είναι μια συλλογή εκτενών, ευσύνοπτων αλλά και πολύ σύντομων αφηγημάτων. Ένα πάτσγουορκ διευρυμένης και αναπάντεχης θεματολογίας, με ιστορίες στο κέντρο των οποίων συναντούμε μοναχικές φυσιογνωμίες αλλά και σχηματικούς τύπους ανθρώπων, με σκοπό να αναδειχτούν παθογένειες και καταστάσεις από τις οποίες αποστρέφουμε το βλέμμα. Από το διήγημα του 2008 «Πειρασμός στον Άγιο Αντώνιο»:
«Βρέθηκα, έτσι, μπροστά της εντελώς απροετοίμαστος, τη στιγμή που δέχτηκε μια γροθιά που θα έριχνε κάτω και ελέφαντα. Το σώμα της διέγραψε ένα ημικύκλιο και προσγειώθηκε στις γρανιτένιες πλάκες. Πάγωσα. Έκανε να σηκωθεί, η μύτη της άρχισε να τρέχει ποτάμι, το λευκό μακό της γέμισε αίματα.
Προσπάθησα να αποστρέψω το βλέμμα μου, να συνεχίσω τον δρόμο μου –κοίτα τη δουλειά σου, άνθρωπέ μου!–, αλλά τα μέλη μου δεν με υπάκουσαν. Κοίτα τη δουλειά σου, άκουσα τη φωνή μέσα μου. Μην παρασύρεσαι. Οι άλλοι είναι ξένη ήπειρος, συνέχισε η φωνή, τι ξέρεις εσύ για τους άλλους; Πρέπει να είχα ύφος τρομαγμένο ή ανόητο, μάλλον ανόητο, ο τύπος άρχισε να με βρίζει, τι κοιτάς σαν χάνος, ρε, δίνε του, ρε νούμερο, μη σου κάνω τα μούτρα κρέας. Τέτοια λόγια, λόγια δειλών».
Οι παθογένειες, οι κοινωνικές αγκυλώσεις, ο ρατσισμός, η βία, η ομοφοβία δεν στηλιτεύονται με καταγγελτικό ύφος, αλλά με λοξή ματιά, χιούμορ [συχνά μαύρο], και σουρεαλισμό. Κι αν ο συγγραφέας δεν εκθέτει την άποψή του για όλα όσα θίγονται στις ιστορίες αυτού του βιβλίου, αυτό δεν σημαίνει ότι τα ίδια τα διηγήματα δεν εκφράζουν μια ξεκάθαρη θέση. Σε μόλις δύο σελίδες (που φέρουν κάτι από τον κυνισμό και το προβοκατόρικο χιούμορ του Λένι Μπρους) παρακολουθούμε τον διάλογο δύο διακινητών σε κάποια παράλια τοποθεσία, και σύμφωνα με όσα λέγονται, η κουβέντα τους βρίσκεται στην επικράτεια του γκροτέσκου. Με κάθε νέα ανάγνωση η υποψία κυριολεξίας μέρους όσων διαμείβονται καθιστά τις δύο αυτές σελίδες τις πιο βραδυφλεγείς όλου του βιβλίου.
— Περιμένουμε να ζεστάνει λίγο ο καιρός, για να μη μας χαλάσουν, και τους σπρώχνουμε στα ανοιχτά.
— Αλατίζουμε;
— Αρκεί η θάλασσα.
— Για πόση ώρα;
— Κοίτα, αναλόγως και τη θερμοκρασία. Συνήθως, σε μερικές ώρες εμφανίζονται οι λιμενικοί. Οπότε, τότε, όπως είναι, τους πετάμε μέσα.
— Κάποιοι έχω ακούσει ότι σκίζουν τη βάρκα.
— Κι αυτό γίνεται, αν έχεις συνθετική. Σε αυτό το σημείο θέλει να είσαι συνέχεια από πάνω, μη σου σωθούν. Καλύτερα να έχει και λίγο καιρό.
— Όχι όμως χειμώνα.
— Είπαμε, όχι. Θα σου παγώσουν.
Αποσπάσματα από κείμενα επικαιρότητας του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, ρεπορτάζ εφημερίδων και συνεντεύξεις, μαζί με πληροφορίες από τη Wikipedia, αιτήματα που κατά καιρούς διαβάζουμε στο επαγγελματικό μέιλ, σκέψεις, ερεθίσματα και φυσικά επινόηση προσώπων και καταστάσεων, εντάσσονται από τον συγγραφέα στην αφήγηση του βιβλίου δημιουργώντας ένα λογοτεχνικό κράμα μοναδικό, που φέρει την καθαρότητα ενός κεχριμπαριού εντός του οποίου είναι για πάντα ακινητοποιημένο ένα έντομο και μαζί τη χαρακτηριστική ζωντάνια των έργων του Άντυ Γουόρχολ˙ αποθέωση της στιγμής, αποτύπωση του εφήμερου.
Λίστες, κριτικές, προτάσεις φίλων, ξένος τύπος: όλη η πληροφορία είναι διαθέσιμη και παρόλα αυτά ψάχνω διαισθητικά για το επόμενο βιβλίο. Και το βρίσκω. Και είναι ακριβώς το ταξίδι που θέλω να κάνω.
Ένα ταξίδι στον χρόνο και τον χώρο, με κάθε δυνατό μέσο, έκανε και κατέγραψε στη συνέχεια ο Χρήστος Αστερίου στο βιβλίο του Μικρές αυτοκρατορίες: Muratti / Ένας αποχαιρετισμός (εκδ. Πόλις). Η ιστορία της καπνοβιομηχανίας Muratti εμπεριέχει ένα παράδοξο, το οποίο στάθηκε ικανό να κινητοποιήσει τον Αστερίου και να τον στείλει στα βήματα των ιδρυτών της. Και πιο είναι αυτό το παράδοξο; Από την ίδρυσή της στην Κωνσταντινούπολη του 19ου αιώνα, η καπνοβιομηχανία Muratti εξαπλώθηκε μέχρι το Βερολίνο και το Μάντσεστερ, γνωρίζοντας τεράστια εμπορική επιτυχία, τόσο στον Πρώτο Παγκόσμιο όσο και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Για την οθωμανική περίοδο της καπνοβιομηχανίας καθώς και για τον ιδρυτή της Βασίλειο (Μπαζίλ) Μουράτογλου δεν υπάρχει κανένα ντοκουμέντο, κανένα τεκμήριο των εμπορικών του συναλλαγών, καμιά φωτογραφία, κανένα ίχνος ύπαρξης – παρά μόνο τα τσιγάρα Muratti.
«Μολονότι βρίσκω το αποτύπωμα της εταιρείας, εσάς δεν μπορώ να σας εντοπίσω πουθενά. Δεν γνωρίζω τίποτε για το μορφωτικό σας επίπεδο, αν κατείχατε τη γερμανική γλώσσα, δεν καταφέρνω να βρω το παραμικρό για τις καθημερινές σας συνήθειες, για τις προτιμήσεις σας˙ δεν έχω δει ποτέ τη μορφή σας».
Τα επόμενα χρόνια οι δύο γιοι του Μουράτογλου θα εκμεταλλευτούν τη ραγδαία αύξηση των πωλήσεων των τσιγάρων, έναντι των πούρων και θα αναλάβει ο καθένας τους από μια στρατηγική μονάδα – ο Σοφοκλής Muratti στο Βερολίνο και ο Δημοσθένης Muratti στο Μάντσεστερ. Το 1914, και ενώ είχε κηρυχθεί ο Πόλεμος, το γερμανικό παράρτημα των Muratti, με μια ολοσέλιδη καταχώρηση στον γερμανικό τύπο τόνιζε την οθωμανική καταγωγή της επιχείρησης, αποφεύγοντας έτσι πιθανές διασυνδέσεις με την πλευρά των Δυνάμεων της Αντάντ. Οι καταναλωτές δείχνουν να πείθονται και τα τσιγάρα Muratti σημειώνουν πρωτοφανείς πωλήσεις μεσούντος του Μεγάλου Πολέμου. Δύο χρόνια μετά εμφανίζεται σε βρετανική εφημερίδα διαφήμιση μιας σελίδας των τσιγάρων Muratti. Εκεί ένας αξιωματικός φλερτάρει μια κομψή γυναίκα. Και οι δύο τους καπνίζουν τσιγάρα Muratti.
«Κάπως έτσι βγήκατε νικητές από τον Μεγάλο Πόλεμο. Τα οθωμανικά σας καπνά γέμισαν τα πνευμόνια στρατιωτών και από τις δύο μεριές των χαρακωμάτων. Τα τσιγάρα που, από τη μία πλευρά, πουλήσατε εσείς, Σοφοκλή και, από την άλλη, ο αδερφός σας, Δημοσθένης είχαν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο».
Την έρευνα για την ιστορία της καπνοβιομηχανίας Muratti την «τρέχει» ένας ηλικιωμένος αφηγητής, πρώην μανιώδης καπνιστής, φιλομαθής και Έλληνας. Αναζητά κάθε είδους τεκμήρια: φωτογραφίες, έγγραφα, μπομπίνες με τα πρώτα ερασιτεχνικά φιλμ που τραβήχτηκαν στις αρχές του αιώνα. Ανασυνθέτει εποχές, τόπους, επιχειρεί συσχετισμούς ανθρώπων και συχνά κάνει λάθος και ανασκευάζει. Είναι αυτά τα πισωγυρίσματα που προσδίδουν βάθος στον αφηγητή και καθιστούν τη νουβέλα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θεματολογικά και δομικά.
«Πιστέψτε με, όμως, η δίψα για ζωή δεν στερεύει ποτέ. Το πνεύμα παραμένει αναλλοίωτο, σαν κουκούτσι στον πυρήνα ενός φρούτου που έχει σαπίσει. Ακόμα και φυλακισμένο σε ανήμπορα κορμιά, συνεχίζει να ποθεί – ακόμα μια γουλιά, ακόμα ένα βλέμμα, μια κουβέντα, ένα χάδι, ένα φιλί. Κι ύστερα, λίγο πριν απ’ το τέλος, η μυρωδιά του τσιγάρου, η ζείδωρη γεύση του καπνού που χρόνια είχα στερηθεί. Δοσμένο από τα χέρια μιας ντελικάτης πόρνης, το Muratti έμοιαζε με το αποκορύφωμα μιας ολόκληρης καπνιστικής διαδρομής: από τη ρωμαλέα σπίθα της νεότητας στη θνήσκουσα τελευταία καύτρα».
Τις προηγούμενες μέρες επανατυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν σε έναν τόμο οι τρεις σπουδαίες συλλογές διηγημάτων του Raymond Carver, υπό τον τίτλο Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι (εισαγωγή - μετάφραση - επίμετρο: Γιάννης Τζώρτζης, εκδ. Μεταίχμιο). Τα διηγήματα του Carver έχουν αγαπηθεί, έχουν μελετηθεί, έχουν γίνει ταινίες, έχουν επηρεάσει καλλιτέχνες απ’ όλες τις μορφές τέχνης.
Μια διάτρητη πανοπλία, η οποία φέρει γενναία όλες τις πύλες εισόδου προς τον κόσμο του Raymond Carver, είναι τα διηγήματα των συλλογών Αρχάριοι, Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ; και Καθεδρικός ναός. Μοναξιά, πόνος, εγκατάλειψη και απόγνωση συχνά χαρακτηρίζουν τους ήρωές του, ενώ την ίδια στιγμή η τρυφερότητα, η ενσυναίσθηση και η αγάπη είναι το διαρκές ζητούμενο.
Η νέα έκδοση φέρει τον τίτλο ενός εξαιρετικού διηγήματος από τους Αρχάριους – τη συλλογή εκείνη με τις περισσότερες παρεμβάσεις από τον επιμελητή του Gordon Lish. Ο Lish που μείωσε σχεδόν στο μισό όλα τα διηγήματα που του παρέδωσε ο Carver, άλλαξε μέχρι και τον τίτλο της συλλογής˙ οι Αρχάριοι έγιναν Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε γι’ αγάπη.
Είχα σχεδόν αποφασίσει ότι θα φυλλομετρήσω απλώς τη νέα έκδοση και θα βάλω τον τόμο στη βιβλιοθήκη μαζί με τα υπόλοιπα βιβλία του Carver. Διαβάζοντας τους τίτλους όμως συνειδητοποίησα ότι για αρκετά διηγήματα, όχι μόνο θυμάμαι την ιστορία τους αλλά και πότε τα πρωτοδιάβασα, με ποιους τα συζήτησα, σε ποιους τα πρότεινα.
Το διήγημα «Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι» –που έδωσε και τον τίτλο σ’ αυτή την έκδοση– είναι μια τρομακτικά επίκαιρη ιστορία. Μια ιστορία γυναικοκτονίας: το σώμα μιας νεκρής γυναίκας εντοπίζεται από μια παρέα τεσσάρων ανδρών, στην όχθη ενός ποταμού, την πρώτη κιόλας μέρα, όπου είχαν πάει να περάσουν ένα τριήμερο ψαρεύοντας και πίνοντας. Μια μέρα πριν από την αναχώρησή τους, τηλεφωνούν και δηλώνουν στην αστυνομία το μακάβριο εύρημά τους.
Αφηγήτρια της ιστορίας είναι η σύζυγος ενός εκ των τεσσάρων ανδρών, η οποία είναι σοκαρισμένη τόσο από τον θάνατο της κοπέλας όσο και από το ότι δεν έσπευσαν να το δηλώσουν στις Αρχές αλλά συνέχισαν το τριήμερό τους όπως το είχαν σχεδιάσει. Και βέβαια από τη διαπίστωση ότι η ζωή κανενός εμπλεκόμενου δεν άλλαξε στο παραμικρό. Η σχέση της με τον σύζυγό της κλονίζεται οριστικά και ο φόβος απλώνεται στην καθημερινότητά της.
«Στραγγίζει το ποτήρι του και σηκώνεται πάνω χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του. Μου φαίνεται πως ξέρω ότι θέλεις, γλυκιά μου. Άσε με να σου κάνω το γιατρό, εντάξει; Απλώς χαλάρωσε. Απλώνει το χέρι του στη μέση μου και με το άλλο αρχίζει να ξεκουμπώνει το μπουφάν μου και έπειτα την μπλούζα μου. Όλα με τη σειρά τους, λέει προσπαθώντας να αστειευτεί.
Όχι τώρα, σε παρακαλώ, λέω.
Όχι τώρα, σε παρακαλώ, λέει κοροϊδευτικά. Παρακαλώ και ξεπαρακαλώ. Μετά πάει πίσω μου και με τραβάει δυνατά απ’ τη μέση. Το χέρι του χώνεται κάτω απ’ το σουτιέν μου.
Σταμάτα, σταμάτα, σταμάτα, λέω. Τον πατάω στα πόδια.
Μετά, τη μια στιγμή βρίσκομαι ψηλά στον αέρα, την άλλη σωριάζομαι στο πάτωμα. Είμαι πεσμένη κάτω και τον κοιτάζω, ο σβέρκος μου πονάει και η φούστα μου έχει τραβηχτεί πάνω από τα γόνατα. Σκύβει προς το μέρος μου και λέει: Άντε στο διάολο λοιπόν, μ’ ακούς, παλιοβρόμα; Που να σαπίσει το μουνί σου! Αφήνει έναν λυγμό και συνειδητοποιώ ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι' αυτό, δεν μπορεί να κάνει τίποτα ούτε για τον εαυτό του. Νιώθω ένα κύμα οίκτου γι’ αυτόν καθώς απομακρύνεται στον διάδρομο προς την τραπεζαρία».
Σε κάποιον που με ξέρει, θα έλεγα ότι είναι ό,τι καλύτερο έχω διαβάσει τα τελευταία τρία χρόνια, σε κάποιον που δεν με ξέρει, θα έλεγα ότι πολλά από τα διηγήματα της Lucia Berlin είναι ισάξια με αυτά του Carver, ενώ υπάρχουν και κάποια που είναι ακόμη καλύτερα.
Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε και η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της Berlin, με τίτλο Βράδυ στον παράδεισο – Ακόμα λίγες ιστορίες, σε μετάφραση και σημειώσεις της Κατερίνας Σχινά, από τις εκδόσεις Στερέωμα, φυσικά.
Κάθε ιστορία ένας μικρός, πλήρης κόσμος. Ένας κόσμος αποτυπωμένος από μια γυναίκα. Το μοναδικό κράμα παρατήρησης και ενδοσκόπησης που συναντούμε στις ιστορίες της Berlin καθιστά τη γραφή της σκληρή και αποκαλυπτική, φέροντας κάτι από το αμείλικτο φως της νότιας Αμερικής και τη διαρκή αναζήτηση του ταξιδιώτη.
«Αρχίζουν και οι τέσσερις να βολτάρουν στον κήπο, χαχανίζοντας και τσιρίζοντας, με τα παγάκια στα ποτήρια τους να κροταλίζουν. Να βολτάρουν; Αυτά τα κορίτσια ήταν φτιαγμένα˙ οι φούστες τους τόσο στενές και τα τακούνια-στιλέτο τους τόσο ψηλά, που με το ζόρι κατάφερναν να περπατήσουν. Τους φώναξα με όλη μου τη δύναμη:
“Πισσωμένες καριόλες! Λευκά σκουπίδια!”
“Τι ήταν αυτό;” ρωτάει ο Τζεντ.
“Μη δίνεις σημασία, η μαμά. Εκεί πάνω, στη στέγη”.
“Η Τάινι σκαρφάλωσε στη στέγη;”
Οπότε κι εγώ ξαπλώνω ανάσκελα και ξαναρχίζω να ρεμβάζω κοιτάζοντας τα αστέρια. Δυναμώνω τη χριστουγεννιάτικη μουσική μου για να πνίξω τους θορύβους του πάρτι. Αρχίζω το τραγούδι, μόνο για πάρτη μου. Είχε νυχτώσει πια για τα καλά, ουρανός καθαρός, ξάστερος. Αχνός έβγαινε από το στόμα μου˙ ακουγόμουν σαν παιδί που τραγουδούσε. Έμεινα εκεί, ξαπλωμένη, και τραγουδούσα το ένα τραγούδι μετά το άλλο».
«Χριστούγεννα. Τέξας. 1956»
Ξεκίνησα και τελείωσα το τελευταίο βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος ΚαταΒάθος (εκδ. Πατάκη), μέσα στο τρένο, από και προς την επιστροφή μου στην Αθήνα. «Σύννεφα σταχτόμαυρα», βροχή σε σημεία της διαδρομής, κρύο και στάσεις στη μέση του πουθενά ήταν ιδανικές συνθήκες για τη sui generis γραφή της Μαρίας Μήτσορα.
Ένα παραμύθι για μεγάλα παιδιά, τα οποία επιβιώνουν (με χάρη) σε έναν κόσμο σκληρό και ίσως ακατανόητο. Συντροφιά στη μοναχικότητα της ηρωίδας κάνουν τα όνειρα, τα ζώα (αδέσποτα και μη), το φάντασμα της κυρίας Τασίας (και όχι μόνο), η θύελλα, λίγοι περαστικοί και ακόμα λιγότεροι φίλοι και η φωνή ενός παλιατζή που φωνάζει αγριεμένος ότι όλα τα αγοράζει:
«Κι εσένα σε αγοράζω φτηνά για την δήθεν μαγκιά σου, για τις εικόνες του Κόσμου πίσω από τα μάτια σου και για τις λέξεις σου που καμιά φορά ραγίζουν καθρέφτες με τα είδωλα πραγμάτων θαυμαστών».
Η κυρία Τασία ήταν μοδίστρα (όταν ζούσε) και η αφηγήτρια η αγαπημένη της πελάτισσα. Από ένα μυστικό, μικρό πέρασμα από τον κάτω στον επάνω κόσμο, πλάι στον κάδο της ανακύκλωσης, κάπου στην Ιπποκράτους, εμφανίζεται η κυρία Τασία, μαζί με τον λευκό της γάτο και της ζητάει δύο χάλκινα νομίσματα. Για αντάλλαγμα θα της ετοιμάσει «Τον δείπνο της Εκάτης», στο οποίο η αφηγήτρια μπορεί να καλέσει όποιο φάντασμα επιθυμεί!
«“Καλά, τη μητέρα σου δεν θα την καλέσεις στον κήπο σου;”
“Τη μητέρα μου την φοβάμαι. Βρήκαμε μια σπάνια ισορροπία όσο ζούσε και δεν έχω κανένα λόγο να ανατρέξω στις πιο παλιές, τις πιο σκοτεινές πτυχές της σχέσης μας…”. Πρώτη φορά με παρατηρεί απορημένη. “Ούτε τον άντρα σου τον Γάλλο δεν θέλεις;” ρωτάει διστακτικά. “Ούτε κι αυτόν. Η σχέση μας έγινε τέλεια χάρη στην απόσταση”».
Εξοπλισμένο με όλους τους κώδικες του μεταφυσικού, και με πολλά συγγενικά στοιχεία με τη γραφή της Ζυράννας Ζατέλη, το βιβλίο αυτό της Μαρίας Μήτσορα «δένει» όλα του τα στοιχεία [και τα στοιχειά] με χιούμορ φωτεινό και γενναίο αυτοσαρκασμό από την πλευρά της αφηγήτριας/συγγραφέως.
«Τώρα όμως ο χειμώνας μάς έχει κάτσει ξαφνικά για τα καλά, η μόνη επιθυμία που ακόμα σιγοκαίει είναι και ιστορίες φαντασμάτων που δεν τρώνε, δεν πίνουν, δεν κοιμούνται, αλλά με παρακολουθούν ψιθυρίζοντας: “Αυτή τώρα θα βάλει ραδιόφωνο;”».
Ένα βιβλίο απολογισμού. Η Μαρία Μήτσορα έρχεται αντιμέτωπη με τα φαντάσματα της παιδικής ηλικίας, του πατέρα και της μητέρας, της σεξουαλικής κακοποίησης, των περασμένων αλλά όχι ξεχασμένων ερώτων. «Ντιλάρει» πολλά και δείχνει να κλείνει τους λογαριασμούς υπέρ της. Το τέλος της ιστορίας είναι ό,τι πιο φωτεινό και όμορφο έχω διαβάσει τελευταία.
«“Αν στεκόμασταν μαζί στις μύτες των ποδιών, σαν να στεκόμασταν στην άκρη του κόσμου, τι θα διαλέγαμε από τα πράγματα του κόσμου;”
Τη θάλασσα θα διαλέγαμε, τα βουνά, ένα απαλό αεράκι, τη λάμψη της άνοιξης και της νιότης, τις γάτες όταν κουτουλάνε χαϊδευτικά η μια την άλλη, τα σκυλιά όταν κουνώντας τις ουρές τους προσπαθούν να βιδωθούν στον ουρανό. Μάτια ζεστά ανθρώπων θα διαλέγαμε και βόλτες χεράκι χεράκι, ένα μισό γελάκι και μια παλιά μας θλίψη.
Πού είναι η παλιά μας χαρά και η παλιά μας θλίψη;»
*«Σύννεφα σταχτόμαυρα, βαριά αργοκυλάνε», ανέκδοτος στίχος τραγουδιού του Βασίλη Τσιτσάνη, που μελοποίησε η Χάρις Αλεξίου στον δίσκο της Οδός Νεφέλης ’88 (1995).
Ημέρα απολογισμών. Ημέρα στόχων. Ημέρα προτεραιοτήτων.
Τα αδιάβαστα βιβλία άλλοτε γίνονται βρόχος κι άλλοτε μια εγγύηση για τις μέρες που θα έρθουν.
Τελευταία μέρα μιας δύσκολης χρονιάς.
Κι αν αύριο θα είμαστε ακριβώς οι ίδιοι, έχουμε έναν ολόκληρο χρόνο για ν’ αλλάξουμε ό,τι δεν μας έδωσε χαρά φέτος.
*Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
* Στην κεντρική εικόνα η Σίρλεϊ Μακ Λέιν.